Monday, December 10, 2007

Θέατρο Σκιών


…το θεατρο των σκιων τελειωσε και ως δια μαγειας το δυνατο φως του προβολεα των τιτλων ελουσε τους πρωταγωνιστες της τελευταιας επιτυχιας του θιασου…
…η αιθουσα καταμεστη από παλιους φιλους και γνωστους ,που αλλοι με χαρα και θερμη και αλλοι με μουρμουρα και ζηλεια χειροκροτουσαν ορθιοι τη δημιουργια του ταλαντουχου σκηνοθετη…
…ηταν λιγος καιρος πριν όταν ειχε προτεινει στον παραγωγο του να ανεβασει μια τελευταια παρασταση με θεμα τη ζωη του…αυτοβιογραφια…
…και ειχε ζησει μια ενδιαφερουσα ζωη, περιπετειωδη, χαρουμενη, κοινωνικη, μεστη από λογια κι από πραξεις…κι ετσι ειχε πολλα να γραψει,πολλα να δασκαλεψει τους ηθοποιους του ακομα…και πώς να κανουν τις γκριματσες..και πώς να γελανε δυνατα όταν θα πινουνε κρασι..όλα ωραια..
…ένα τηλεφωνο διεκοψε τις σκεψεις του και μια γνωριμη φωνη τον επανεφερε στην πραγματικοτητα…ειχε δωσει ένα ραντεβου σ ένα καφε της συνοικιας…
…περασαν τρια τεταρτα και ηρθε η γυναικα που ειχε τηλεφωνησει
…χαχαχα…τι παρακμη...
…τυλιγμενη σε μια παλια τριμμενη γουνα με μαλλια βαμμενα ξανθα και ασπρα στις ριζες…μια πριγκηπισσα της παλιας Αθηνας..με το σαραβαλιασμενο της χαμογελο ειχε μια ιστορια να του διηγηθει…
…ητανε λεει ενας τιγρης ένα καιρο ,πολύ ομορφος και δυνατος,ξακουστος στην Κινα για το θαρρος και την τολμη του…μια μερα που κυνηγουσε σ ένα δασος κουραστηκε κι αποκοιμηθηκε κατω από ένα κεδρο…δεν περασε ωρα και μια φαγουρα στο στηθος τον ξυπνησε…ένα σκουληκακι ειχε τρυπωσει στ αστραφτερο του τριχωμα κι αρχισε να σκαλιζει…δεν εδωσε σημασια και σηκωθηκε…ηταν ηδη αργα κι επρεπε να γυρισει…μερα με την ημερα όμως το στηθος του μαυριζε και το κεφαλι βαραινε…κι ο τιγρης ολο και πιο πολύ βαριοτανε να βγει να κυνηγησει…μεχρι που μια μερα Δε βγηκε καν απ τη σπηλια κι εμεινε να κοιμαται μακαριος μακρια απ την παρεα του και την αγελη…οι άλλες τιγρεις που ανησυχησαν πλησιασαν να δουν τι ειχε συμβει…μα ο τιγρης δεν αναγνωριζε πια τους παλιους του συντροφους…νομιζε πως ηταν εχθροι και φοβοταν να βγει από το καταφυγιο του..κι ετσι σιγα σιγα περασε ο καιρος και γερασε και το αστραφτερο του κορμι θαμπωσε κι ο ιδιος εγινε ένα σακι με κοκκαλα , ακινητος μεσα στη σπηλια του…λιγο πριν κλεισει τα ματια του παρακαλεσε το Βουδα να του εξηγησει γιατι του ελαχε μια τετοια μοιρα στη ζωη του..τι εφταιξε….και μεσα από έναν γαλαζιο λωτο ο Βουδας του φανερωσε…ότι το σκουληκι λεγοταν ΦΟΒΟΣ…
…ο φιλος μας εμεινε αποσβολωμενος να κοιταει τη γυναικα που ολοκληρωνε τη διηγηση της κοιτωντας τον με νοημα την ωρα που ακουμπαγε το ποτηρι της στο τραπεζακι…δεν ειχε σκεφτει ποτε ότι η ζωη του εμοιαζε τοσο πολύ με αυτό το παραμυθι…και περισσοτερο ότι μπορει να βρισκοταν καποιος να του μιλησει με τετοιο τροπο..
…σηκωθηκε κι εφυγε βιαστικα…δεν το ενοιαζε που δεν χαιρετησε..ουτε που δεν πληρωσε…επρεπε να μεινει μονος του να σκεφτει…καβαλησε το μηχανημα και με μεγαλη φουρια εξαφανιστηκε σ ένα συννεφο διχρονου καπνου…για Σουνιο
…επρεπε ν αποδειξει στον εαυτο του ότι Δε φοβαται…ότι Δε ζουσε τοσα χρονια στη σκια…ότι ηταν δυνατος…ν αντιμετωπισει κατά προσωπο το μαυρο σκουληκι που ειχε σαπισει το παθος μεσα στις φλεβες του..και ότι η ζωη του ειχε ένα νοημα…και ότι οι πραξεις του ειχαν ένα ζουμι..κι αυτος ειχε δοντια ακονισμενα μεσα στο στομα του..κι ότι οι τεσσερεις μπουκες τσιριζανε το ιδιο με τοτε που πρωτοκυλησε ο τιγρης στη γυαλισμενη ασφαλτο…
…καντινα με 4η…αριστερη μαρσπιε κατω…γλυστραει…δεξια τον πεταει ένα μετρο το φτελιασμενο λαστιχο…κουτελο στο ντεποζιτο και σφιξιμο τα γονατα…φρενα…φρενα…θαλασσα δεξια..θαλασσα αριστερα..μια λυσσα πρωτογονη να γδερνει την ασφαλτο με τα νυχια της…ο τιγρης ξυπνητος να λαμπυριζει πανω στο λοφο με τα ματια ορθανοιχτα ετοιμος να σπαραξει…και μες τη ζουγκλα οι βαριες μυρωδιες και η παχνη να σταματουν το χρονο...
…ξανα κατω…ξανα πλαγια..ξανα γκαζια…ξανα ιλιγγος…στροφη με τη στροφη…πισω του μενουν αυτοκινητα απορρημενα…αστειες φατσες που δεν καταλαβαινουν πισω απ τα τζαμια…λουομενοι με τα μαγιω…γιαγιαδες με τα τσεμπερια…θεατρα..σκιες…σκεψεις και γνωμες…μονο το ουρλιαχτο θυμιζει πως κινειται στον τοπο και το χρονο προς το τελος της διαδρομης…και να που μεσα του γυριζουν παλι ισορροπιες και τα γλυστριματα ελεγχομενα..και οι μαυρες γραμμες στην ασφαλτο μολυβι ανεξιτηλο με τη δικη του ιστορια…
…ηλιος φωτεινος στα μαρμαρα του Ποσειδωνα…εφτασε…ξαποσταινει ριγμενος σε μια πετρα παλια σαν την Ελλαδα…ξεπνεμενος μα ηρεμος..δεν εχουν παει όλα στραφι…δεν εχουν τελειωσει όλα ακομη..βρηκε τον τροπο να βγει απ τη σπηλια του…μα ακομα Δε νοιωθει τοσο δυνατος να σταθει στα ποδια του…με τον καιρο ισως…με τον ηλιο και τον αγερα της γνωριμης του περιοχης…με την αγελη των αλλων διτροχων φιλων του…
…χειροκροτηματα κι αποψε…πρεμιερα στο θεατρο των σκιων…οι προβολεις λουζουν με το φως τους και την παραμικρη γωνια…αυτοβιογραφια τελος…επιτυχια η παρασταση…
…στο βαθος της αιθουσας δυο πρασινα ματια καρφωμενα στους πρωταγωνιστες χαμογελουν με ικανοποιηση…το μεγαλο αιλουροειδες τεντωνεται στο καθισμα του και μ ένα επιδεξιο σαλτο κατηφοριζει προς το διαδρομο της εξοδου…ηρθε η ωρα να βγει να κυνηγησει…η ζουγκλα τον περιμενει

Φωτιά

Κάποιος εκανε την αρχη, παει καιρος τωρα..
Ηταν Πασχα και ολοι γυρνουσαν απ την εκκλησια χαρουμενοι..
Ένα ανωνυμο πληθος με κερακια κατεβαινε απ το βουναλακι..
Εφερνε το Αγιο φως..πηγαινε το Αγιο φως στο σπιτι του ν’αναψει το καντηλακι της γιαγιας του..
Εκεινο το παλιο θυμιατο με το μεθυστικο λιβανι..να ξορκισει το κακο..να καθαρισει το σπιτι..
Και το ανωνυμο πληθος ακουσε το καλεσμα του..
Κι ενας ενας διαβηκανε το χαμηλο κατωφλι και μπηκανε στο σπιτι του..
Σε μια τεραστια αυλη ειχε αναψει μια φωτια απ το καντηλακι της γιαγιας..
Και το σπιτι μοσκοβολουσε ανοιξη..μοσκοβολουσε παστρα και αγαπη..
Και καθησαν ολοι γυρω απ τη φωτια με κατανυξη και σεβασμο..ειχαν ολοι ερθει για τον ιδιο λογο..
Να ζεσταθουν..ν άπλωσουν τα χερια ο ενας στον άλλο να κρατηθουνε γυρω από τον κυκλο της ζωης τους..καθισμενοι μπροστα στην εστια αμιλητοι και συγκινημενοι..
Και η αρχη εγινε..
Και ολοι σιωπηλα ορκιστηκαν να καινε τη φωτια ολημερις κι οληνυχτις με ότι ειχε ο καθενας.
….ξυλαρακια..καρβουνα..
Και μ’ένα στομα βαφτισαν τη φωτια Αγαπη..
Κι εκεινη τη νυχτα Ανασταση..
Και πηραν τη φωτια στα σπιτια τους μεσα στα καντηλακια της γιαγιας τους..
Για να ζεσταινονται μ’αυτή..
Για να μαθαινουν τα παιδια τους τι ομορφα που νοιωθεις όταν αγαπας..κι όταν κρατιεσαι από το χερι με τον διπλανο σου..και βλεπεις τις σπιθες να χορευουν κατω απ τα’αστρα..και να πετας της καθημερινοτητας τα γρασα μες τη φωτια και να τα εξατμιζεις..και να καιγεσαι μ αυτά..και να ξαναγενιεσαι..πιο καθαρος..πιο μεγαλος..πιο φωτεινος.. να γινεσαι κι εσυ φωτια μεχρι κει πανω..και να κρατιωνται οι αγνωστοι με τα κερακια γυρω σου σε κυκλο και να ζεσταινονται από σενα..
Και τ’αερακι που φυσα και ψιθυριζει μες των ανθρωπων τα μυαλα το μυστικο του..
Μια σπιθα κι αυτό κουβαλαει στα διαφανα φτερα του πανω..
Να καψουμε τον κοσμο μας..
Να βαλουμε παντου φωτια..
Ν’αγαπηθουμε..
Κι όπως τα λεμε εδώ στη δικη μας φωτια μπροστα , παρεα με τα’αλογα τα διτροχα μας..
Απλωνω το χερι στον διπλανο μου..κι αυτος στον διπλανο του κι αυτος πιο διπλα..
Κι ειμαστε ολοι μια μηχανη φωτιας που καιει το συμπαν..
Λαμπαδηδρομοι εφηβοι Αθηναιοι και Σπαρτιατες..
Αδερφια υπαρχει αγαπη..
Υπαρχει ΦΩΤΙΑ…

Saturday, November 17, 2007

Το κουμπί της

Καπου κοντα μου εργαζοταν γιατι εβλεπα το παπι της παρκαρισμενο καθημερινα στην ιδια θεση
την ειχα δει πολλες φορες με τις φιλες της στη γειτονια να πηγαινουν για καφεδες μπορει,γειτονισσα θα ειναι
ηταν μια 30αρα στα γεματα της,με μακρυ σπαστο μαλλι,το φορτε μου και πολυ ομορφο στρογγυλο πισινο
απο αυτους που οταν τους τυλιγει το τζην καταλαβαινεις γιατι η levi's ειναι πρωτο ονομα στο κολωνακι
ενα μηνα προσπαθουσα να της τραβηξω την προσοχη
μα με κουστουμι εμφανιζομουν,μα με σκισμενο παντελονι,μα με τρεντυ λουκ και λαδωμενο μαλλι,τιποτα ομως
μου εδινε την εντυπωση μιας γυναικας κατασταλαγμενη ς σ ενα παιχνιδι που λεγεται "με ξερω και αδιαφορω"
δεν ειχα σκοπο να την αφησω ομως,το ειχα παρει αποφαση
ενα μεσημερι,στης ακροπολη τα μερη,που τραγουδαει και ο κοκοτας,κατεβαινω φουριοζος κατα τις 4-4.30
ηταν μια μερα πολυ επεισοδιακη και ειχα πολλα νευρα,οπως συνηθως
καπου σε μια γωνια την παιρνει το ματι μου να προσπαθει να βαλει μπρος την αρχαιολογια του σοιχιρο χοντα και το μονοκυλινδρο να ξερναει βενζινες απο την ταλαιπωρημενη εξατμιση του
δεν εχασα χρονο
αφησα το κρανος στον θυρωρο,κλεινοντας του το ματι και εσπευσα να αξιολογησω την κατασταση
οντως ηταν μια ομορφη γυναικα
μια ομορφια ανεπιτηδευτη,αυτη την ομορφια που ψαχνω να βρω σε μερικες γυναικες που απεκτησαν ρυτιδες στο ανω χειλος,αλλα δεν κανουν τιποτα για να το κρυψουν
το μαλλι της ιδρωμενο και κολλημενο στο καθαρο της μετωπο,τα ματια της καφετια και γηινα,τα χειλη της λεπτα και ροδοκοκκινα,ξαναμενη και αποκαμωμενη απο την προσπαθεια
τη χτυπησα ελαφρα στον ωμο και γυρισε απορημενη να με κοιταξει
μαλλον ημουν σε μαυρα χαλια κι εγω,γιατι εβαλε τα γελια,δε μου αφησε κανενα περιθωριο να προβαρω τις ατακες που σχεδιαζα
συστηθηκα και της ειπα οτι θελω να τη βοηθησω να φυγει να παει σπιτι της εκεινο το μεσημερι καβαλα στην παπια
δεν τα καταφερα,δε μου βγηκε
ηταν ας πουμε σα να λεγα ψεματα στον εαυτο μου,ηταν μια κραυγαλεα ψευτικη προσφορα,και ολο το συμπαν το ηξερε οτι συνομωτουσα να βγαλω κατασταση απο το πουθενα
και το ρημαδοπαπι δεν επαιρνε μπροστα με τιποτα,ειχε μπουκωσει
μα τι τσοκ τραβηξα,τι σπρωξιμο εριξα,τι μανιβελιες σωστες και αναποδες εφαγα,εκει αμετακινητο,σα να περιμενε το δικο της ποδι για να παρει μπροστα
ειχε περασει ενα μισαωρο και ημασταν εκει,καταμεσης του κοσμου,δυο ανθρωποι κουρασμενοι,με τα προβληματα μας,μπροστα απο ενα μηχανακι που απλα δεν ηθελε να παρει μπροστα,αντιμετωποι με κατι τοσο απλο,μα τοσο σημαντικο,μεγενθυνοντας τη λεπτομερεια και κανοντας τη ουσια,θελοντας να ταξιδεψουμε χωρις το μεσον,φατσα καρτα με τις ευθυνες μας,ο ενας απεναντι στον αλλον,αυτη μελαχροινη,εγω καστανος,η τελεια κορνιζα
ηθελα εκεινη τη στιγμη να της κανω ερωτα πανω στη σελα,το ειχα αναγκη
ηθελα να της πω ποσο ευτυχισμενος ειμαι που βρισκομαι διπλα της
ηθελα να της πω ενα σωρο μαλακιες,σαν καποιο παιδακι του δημοτικου που αγορασε γαριδακια και μπουκωμενο λεει στη μανα του ποσο γουσταρει
ηθελα ,ενα σωρο ηθελα
και μετα αδειασα,ξεφορτισα,ηρεμησα,και την ξανακοιταξα
μιλαγε στο κινητο της με καποιον αντρα,του ελεγε οτι επαθε βλαβη το μηχανακι,και οτι θα καθυστερουσε κι αλλο στο ραντεβου της
γυρισα τη ρεζερβα και με μια μανιβελια το μηχανακι πηρε μπροστα,ετσι απλα
και εκεινη για πρωτη φορα μετα απο ωρα,ξαναχαμογελασε
κι εγω καταλαβα οτι δεν ημουν τιποτα περισσοτερο απο μια μανιβελια,μεσα σ ενα συμπαν απο μηχανολογικα προβληματα
δεν ημουν τιποτ αλλο,παρα μια ευχη για καλο δρομο,ενα ανταποδοτικο χαμογελο,μια γεματη ποθο ματια
σκετη απογοητευση,κανω να φυγω,δεν ειχα λογο να στεκομαι αλλο ενα μισαωρο στο πεζοδρομιο
με σταματησε και με ευχαριστησε για την προσπαθεια μου,μου σκασε κι ενα φιλι στο μαγουλο,πεταχτα,κοριτσιστικα
ενοιωσα ακομα χειροτερα,ακομα πιο μαλακας,ακομα πιο ανημπορος να ελεγξω την εξελιξη της ζωης μου προς τα καπου,και αγανακτησα
ετρεξα πισω της,εσβυσα το μοτερ και την αρπαξα απ το χερι
δεν ειπε τιποτα,δεν θελησε
χωθηκαμε σ ενα καφε εκει πιο πανω και δε μιλησαμε περισσοτερο
το κινητο της βαραγε αλλα δεν το απαντησε ποτε,με περιμενε
και οταν ηρθε ο καφες τη φιλησα στο στομα και της εκανα ερωτα πανω σε μια παλια καρεκλα ψαθινη
και τοτε καταλαβα κατι πολυ σπουδαιο,που παντοτε μου ξεφευγε,παντοτε ξεγλυστρουσε,παντοτε ελειπε απο τη σκεψη μου
καταλαβα οτι εκεινη ηταν παντοτε εκει και με περιμενε
αλλοτε με καποιο χαλασμενο παπι,αλλοτε με καποιον ιο στον υπολογιστη της,αλλοτε με καποιο sms
εκεινη,η μελαχροινη με το σπαστο μαλλι και τον ωραιο κωλο,ηταν εκει για μενα τοσα χρονια,αλλα εγω δεν ημουνα εκει ποτε
κι επρεπε να λυωσω μανιβελαροντας τον εαυτο μου για να γυρισω ρεζερβα,να καταλαβω
κι επρεπε να σπρωξω ενα βαρος σ εναν κατηφορο για να παρω μπροστα
κι επρεπε ν αφησω τη ζωη μου να με κρατησει στην αγκαλια της,να με κοιταξει μ εκεινα τα ματια τα καφετια,για να αγανακτησω
και να παρω τα ρισκα μου,και να τολμησω
να βρω το κουμπι της,καπου αναμεσα στο στηθος και την κοιλια της,καπου μεσα σ εναν κυλινδρο αεροψυκτο,ενα μεσημερακι στο κεντρο της αθηνας
δεν την ξαναδα ποτε,δεν ξερω αν συνεχισε να δουλευει καπου κοντα,αν πηγε ποτε στο ραντεβου της,αν πηρε αλλο παπι,αν εβαψε τα μαλλια της
οσες φορες κι αν εψαξα να τη βρω,δεν τα καταφερα
κι ετσι πολλες φορες σκεφτομαι οτι ποτε δεν υπηρξε,ουτε εκεινη,ουτε τιποτα,και οτι ηταν απλα ενα ονειρο που ειδα,ζαλισμενος απ τη δουλεια
η απλα οτι δεν υπαρχω εγω,αλλα καποιος αλλος,που ζει μια παραλληλη ζωη παρατηρωντας ενα κουφαρι που μου μοιαζει,πινοντας εναν καφε παρεα μ εκεινη κανοντας ερωτα πανω σε μια ψαθινη καρεκλα ενος καφενειου
και τον ζηλευω τον πουστη
τον ζηλευω παρα πολυ
γιατι εκεινος αποφασισε,εγω ακομα οχι
και ψαχνω κι εγω το δικο μου παπι,τη δικη μου αποφαση,τη δικη μου μανιβελια
και ειναι ολα τα μεσημερια ιδια...μα τοσο ιδια..........

Φύγε

Στεκομαι απεναντι σου αποφασισμενος
Εχω απλωσει το χερι σφιγμενο σε γροθια,για να σ εμποδισω να πλησιασεις
Οχι,αυτη τη φορα η ζωη σου δεν προκειται να με πληγωσει
Αυτος ο καμβας της καθημερινοτητας ειναι τοσο γκρι οσο εμεις διαλεξαμε να ειναι
Και τι να λενε τα αιματα,και τι να λενε τα παραμυθια
Και τι να λενε τα κλαμενα σου ματια
Ποιος μπορει να λυπηθει εναν ανθρωπο που δε λυπαται τον εαυτο του
Και ποιος μπορει να σταθει διπλα σου
Αισθανομαι αναξιος,τραγικα ανικανος
Τρωω το ξυλο της ζωης μου,μια ζωη
Καποια εποχη θυμαμαι μ αρεσε,ημουν εγω που το χα διαλεξει
Σημερα εχω ξερασει,εχω αηδιασει
Που μοναχα συννεφα ειναι,τριγυρω,και ο πρωτος βοριας τα παιρνει μακρια
Στην ανωνυμια του ουρανου μας,των επιλογων μας
Τρωγωμαι με τα ρουχα μου για παρτη σου,σε σκεφτομαι,σε θελω
Σε θελω προστυχα περισσοτερο,ψευτικα,απο αναγκη
Γιατι αναμεσα στην αγαπη και τη μοναξια,το πρωτο ειναι το δυσκολο και το δευτερο το βολικο
Κι αυτο το ξυλο μ εχει αδρανησει
Και δεν ξεφευγω με κανεναν αλλο τροπο
Ουτε με Μαλαμα,ουτε με βολτες,ουτε με 3 μαλακες φιλους καποια βραδια
Το μονο που θελω αυτη την ωρα,ειναι να φυγεις
Να γινεις ατμος στα τζαμια καποιου αλλου και να κυλησεις
Να γινεις μια σταγονα απο νερο και να χαθεις
Σ αυτο το μεγαλο γκρι καμβα,το δρομο απο τσιμεντο
Ουτε κι εγω μπορω,ουτε κι εσυ μπορεις
Με αναφιλητα,με παρακαλετα
Ειναι αυτοματο πιστολι ο ερωτας,πυροβολας
Μεχρι οι σφαιρες σου να κανουν σουρωτηρι τη ζωη σου
Κι οταν σου μεινει μοναχα μια στη γεμιστηρα
Η εσυ θα φυγεις
Η εγω θα κανω σουρωτηρι το μυαλο μου
Θα φαω το ξυλο που μ αρεσει,θα ξενυχτησω
και μετα θα γινω εκεινη η βιτρινα που ψωνιζεις
Με το βλεμμα το αντρικο που σε καυλωνει
Με αναφιλητα,με παρακαλετα
Φυγε,απλα
Η τελευταια σφαιρα ειναι η δικια μου

Friday, November 16, 2007

Ο μηχανόβιος

Ολα εδειχναν να ειναι ιδια και φετος
οι διακοπες προγραμματισμενες εγκαιρα,τα εισητηρια κλεισμενα,το δρομολογιο γνωστο,η βενζινη στο τεποζιτο
τα μαυρα δερματινα σφιχτα δεμενα,ο εξοπλισμος απαραιτητος για να καλυψω τα χιλιομετρα μεχρι το καραβι
ημουν μονος
ο δρομος ιδιος και απαραλαχτος,γκρι και ασπρος
τα βουνα,οι χερσες εκτασεις,η κυκλοφορια στην εθνικη οδο
το λιμανι
καπου εκει αραξα σε μια σκια να πιω λιγο νερο
και τοτε ηρθε
καβαλα σ ενα σουπερσπορτ,κυνηγωντας,δεν ξερω τι,φρεναροντας με πολυ βιασυνη λιγα μετρα μακρυτερα
ετρεξε να βγαλει εισητηριο
ανοιξε το φερμουαρ της φορμας του κ απο μεσα ηταν ιδρωμενος
ανατριχιασα
δε φορουσε φανελακι
ηρθε διαστακτικα και μου ζητησε ενα χαρτομαντηλο
καρφωθηκα πανω στο στερνο του,κοκκινισα,και με ειδε
χαμογελασε και συστηθηκε
"κι εσυ εκει πας?"
"κι εγω εκει παω"
"ωραια μοτοσυκλετα"
"και η δικια σου"
ο λιμενικος υπαλληλος εδωσε το σημα και μπηκαμε
δεσαμε διπλα διπλα,χωρις να μιλαμε
το στηθος του ειχε στεγνωσει
εγω ειχα κοκκινισει κι αλλο,δεν τα καταφερνα να δεσω στο αμπαρι
επιασε το σκοινι και με δυο-τρεις κινησεις εφτιαξε εναν κομπο
γυρισε και με κοιταξε,χαμογελωντας ξανα
"σ ευχαριστω"
"θελεις κι αλλο χαρτομαντηλο?"
τραβηχτηκε πισω και εφτιαξε τα κολλημενα μαλλια-δεν ηθελε
ηρθε ξανα κοντα μου να τσεκαρει τον κομπο
ειχε μετακομισει στο λαιμο μου
γυρισα να βγαλω τα κλειδια και κολλησε πισω μου
παραλιγο να λιποθυμησω
"ναι"
με αρπαξε απ το λαιμο και μ εσφιξε με δυναμη
παρελυσα
"ναι"
γυρισα και τον κοιταξα
τα ματια του ειχαν κοκκινισει,το στηθος του ιδρωσε παλι
με παρεσυρε
τον παρεσυρα
ειχα ιδρωσει κι εγω,μεσα στα μαυρα μου
κλειδωθηκαμε καπου σκοτεινα
εκλεισα τα ματια μου κι ενοιωσα ανυπερασπιστος
λες και ταξιδευα με 300 στην ερημο με το αλατι
λες και φρεναριζα οριακα στις σερρες
με ειχε πνιξει με την αδρεναλινη του,με το δικο του αλατι,με τη δικια του ερημο
κι ολα ηταν θολα
κι ολα ηταν ατμος και μεταλλικοι ηχοι ανατριχιαστικοι απο την αγκυρα που τραβουσαν πανω
για να σαλπαρουμε καποτε
οχι να μη σαλπαρουμε
οχι να μη με γυμνωσεις ετσι
οχι να μην σ ερωτευτω
δεν τον κοιταξα στα ματια και με χαστουκισε
"πουσταρα"
με κλωτσησε,με εφτυσε
κι απομεινα στη σκοτεινη μου τρυπα,μονος ξανα
με τα δερματινα μου dainese στα γονατα
χωρις κουραγιο να σηκωθω να του φωναξω
χωρις αξιοπρεπεια
χωρις το ιδρωμενο σου στηθος
κοιταξα τον εαυτο μου στον καθρεφτη
σε λιγο πιαναμε λιμανι,φταναμε
δεν τον εψαξα ποτε
ειδα το πισω λαστιχο του να σπινιαρει και να το σκαει,γρηγορα οπως την πρωτη φορα
ειχα ακομα μερικα χιλιομετρα να φτασω
στην αγκαλια της
να ξαναπω ψεματα
να ξαναγινω ενας απο αυτους
ενας μηχανοβιος

Και?

Και που ξυπναω στις 7..τι θα πει?
οι κουρτινες στομωσαν καθε ελπιδα ηλιαχτιδας στο δωματιο μου
ανοιξε λιγο το τζαμι
εξω ο κοσμος τρεχει..απ το πρωι..
τρεχουμε να προλαβουμε..
να παρουμε ανασα
στις συννεφιες
εκει ψηλα στην ακρη του κοσμου
τρεχουμε με ορμη για να τρυπησουμετην καταχνια
εκει ψηλα στο τελος του οριζοντα
εξω ο κοσμος γυριζει..απ το πρωι..η μαλλον απο χτες το βραδυ..δε σταματα..κανε κουραγιο..και που ξυπναμε χαραμα..τι θα πει?
εμεις δε βρηκαμε ποτε την ηλιαχτιδα στο κρεβατι μας
τα τζαμια κλειστα..τις εκκλησιες
κανε κουραγιο..κοιτα ψηλα..τις συννεφιες
ερχεται αερας να τις διωξει
και να μυρισει γιορτη και ξεγνοιασια..κοσμε σταματα να με παρεις..αποβραδις
και να ξυπνησουμε μαζι κι εσυ ξανθε μου ηλιε να γελασεις
σαν εκκλησια την πορτα σου ν ανοιξεις
μια προσευχη γι εκεινον να σου πω..που γινε πελαγο..βουνοκι εφυγε
ηλιε μου κεχριμπαρι μου σε αγαπω
μα μια ηλιαχτιδα σου ποτε δε μου χαριζειςτα πρωινα..στις 7..και που ξυπναω τι θα πει..?
αν ειναι κι εσυ να φυγεις
αποβραδις...

Γειά σου ρε μάστορα

Χτες για μια ακομα φορα υπεκυψα στη μαλακια που με πιανει οταν συναναστρεφομαι μ ενα μαστορα
σ αυτη την μοιρολατρικη,παθητικη σταση της μη διεκδικησης,της σιωπηλης αποδοχης μιας εμφανεστατης κλεψιας
δεν εχει σημασια το γιατι η το ποιος,αλλωστε συνηθως το μονο που μενει ειναι οι επαναλαμβανομενες ιδιες καταστασεις-αποτελεσματα,και οχι το ντεκορ
σ αυτη τη λουμπα πεφτω παντοτε δια της απατηλης οδου της εμπιστοσυνης κ της φιλικης στασης
δια της απατηλης οδου της ρομαντικης κουβεντας με το μαστορα,της μυρωδιας του συνεργειου του,της βιασυνης των πελατων του,του καθησυχαστικου βλεμματος του οταν απευθυνεται σ εσενα κ σου λεει "περιμενε"και περιμενεις πανω σε μια πλαστικη καρεκλα απο το λιντλ,πινοντας φραπε νεροπλυμα μεσα σε ποτηρι γιουλα η σε πλαστικο ψηλο,που εχει φτιαξει σε μια καμαρουλα που στανταρ ειναι κ τουαλετα μαζι,διπλα σε χαρτια υγειας και παστα για να καθαριζεις τα χερια απο τα γρασσα
και κατα βαθος θαυμαζεις το γερολυκο μαστορα που παντοτε εχει αποψη,παντοτε μια λυση,παντοτε δεκαδες κυπελα απο παλιους αγωνες τοποθετημενα σ ενα βρωμικο ραφακι πανω απ το γραφειο του,παντοτε γνωστες πελατες που αναλυουν τον τελευταιο αγωνα του ροσσι με καθε λεπτομερεια,παντοτε μια τρομερη χαρη να ελισσεται αναμεσα σε μηχανακια,ανταλλακτικα,φαξ κ αδειες κυκλοφοριας,τηλεφωνηματα,και κοσμο που μπαινοβγαινει συνεχως και τα παραμαστορακια του που ολο λαθη κ στραβομαρες κανουν
θα μου πεις κι εσυ,τι σ αρεσει σ ολο αυτο το χαος?τι γουσταρεις?εσυ που δε σηκωνεις τα μανικια ουτε μια αλλαγη λαδιων να κανεις?
μου φαινεται μια παιδικη χαρα το συνεργειο
ενα χωρος μυστηριωδης,ανεξηγητος,φανταστικος,μια εκκλησια,μια τελετουργια
ενας χωρος οπου ο χρονος αποκτα αλλες διαστασεις,οι χαρακτηρες διαφορετικες σκιες,τα προσωπα και τα πραγματα γραφουν δικες τους παραγραφους σ αυτο το τεραστιο βιβλιο της καθημερινης μυθολογιας
το ταδε καβασακι,το ταδε σουζουκι,ο ταδε πελατης που επεσε προχτες,η ταδε μπιελα που εσκασε καταμεσημερο,το ταδε τακακι που ειναι σκληρο σαν παξιμαδι,ο ταδε αγωνας που βγηκαμε στα χορτα
ολα αυτα,ηρωισμοι,ιδρωτες,πονοι κ πονακια,χαρες και χαρουλες,ιστοριες καθημερινες ασημαντες και σπουδαιες,λεφτα με ουρα δισεκατομμυρια και τρυπιες τσεπες,μοτοσυκλετες σουργελα και διαμαντια μοναδικα,ελπιδες για διακρισεις και τεραστιες απογοητευσεις
ολα αυτα,ειναι συμπυκνωμενη ζωη,σα χοντρη βαλβολινη,σα νεκταρ με γευση διχρονολαδου,σαν καβουρδισμενος αραβικος καφες απ το ντακάρ,που μονο ο μαστορας κερναει στο συνεργειο του,μονο αυτος μπορει να ξερει πως να σερβιρει,μονο αυτος κατεχει αυτη τη μυστικη συνταγη,την ατιμη
και ποιος τολμα να την κοστολογησει?και ποιος τολμα να φερει αντιρρηση?
ανοιγουν τα ρουθουνια μου,τα ματια κ τ αυτια μου,και μαζευω αερα και καυσαεριο μαζι
κυλιεμαι στα καμμενα λαδια,κατω απο ταπες,κατω απο στραβωμενους σωληνες κι εξατμισεις,διπλα σε σκασμενα λαστιχα,κοιταζω να δω αν μου κανει στραβομαρες στο μηχανακι μου,μα τι να δω?τι να ξερω?λες και μ ενδιαφερει,λες και κατεχω,λες και θ αλλαξει κατι τελικα?
μπορει καταβαθος να ελπιζω κιολας,οτι δεν θα ειναι σωστη η επισκευη,μονο κ μονο να χω κατι ν ασχοληθω,να τσαντιστω,να κουβεντιασω με τα φιλαρακια μου,για τον "πουστη τον κομπογιαννιτη που δεν ξερει να ρυθμιζει 38αρια μικουνι",να τον κανω ρομπα κ ξεφτιλα στη μοτοκοινωνια,και μετα μετανοιωμενος -γιατι καταβαθος χωρις αυτον δε μπορω να υπαρχω στο στερεωμα του μεγα μηχανοβιου Μερφυ- να ξαναγυρισω και να του ξαναδωσω λεφτα δισεκατομμυρια για να μου φτιαξει το μηχανακι,και να μου ταξει επιδοσεις,να μου ταξει,να μου υποσχεθει
και ειμαι κι εγω μια κοπελιτσα που περιμενει εξω στο κρυο το πρωτο της ραντεβου στα 16,μ εκεινον τον ψηλο,τον αξυριστο,τον σκληρο αλλα αισθηματια καταβαθος,να καβαλησουμε ενα διτροχο εργαλειο και να στανιαρουμε τις δικες μας ατσαλοβιδες σ αυτη την μεγαλη γεφυρα της ζωης ,στη μεση της οποιας βρεθηκαμε καποτε,και στ ακρα της οποιας θα ξαναβρεθουμε, καβαλα σ αλλα διτροχα,σ αλλες ψυχες,ειτε σαν οδηγοι,ειτε σα συνοδηγοι,ειτε απλα σαν καποιοι που απλα αποκαμαν κ θελουν μονο να κοιταζουν
και να θυμουνται
κι ειμαι κι εγω ενα κατασπρο προσωπακι με κοκκινα μαγουλα,λαχανιασμενο,με μια βρωμικη φορμα wurth,μια πενσα κι ενα δεκαρακι στην κωλοτσεπη,κι ενα σβερκο μελανιασμενο απο τις σφαλιαρες του αφεντικου μου,που περιμενω να φυγουν οι βιαστικοι,να πιασω το μικρο μου θησαυρο,με τις νικελωμενες ζαντες και την κομμενη σελα,να παρω τη βασουλα μου να την παω για καφε μολις τελειωσει το φροντιστηριο της
κι ειμαι κι εγω ενας κωλογερος με λερωμενο σωβρακο που συγκινειται οταν περνανε εκεινα τα μπονβιλ,εκεινα τα λεμαν,εκεινα τα μπολντορ και τριζουν τα κωλοπαγκακια του ζαπειου μαζι με τα κιτρινισμενα μου δοντια,μαζι με τα ποτηρια και τα πιατακια των καφενειων,και τις συνειδησεις ολων των "τακτοποιημενων" του κοσμου αυτου,μ αυτα τα ρελαντι που ποτε δε σταθεροποιηθηκ αν,αλλα μονιμως ανεβοκατεβαιναν αρρυθμιστα,μια ζωη τα ιδια,τα παλιορελαντι,τα ψυχικα μου αλγη,τα μαζεμενα μου
και λιγο ν ανοιξω τα ματια μου,ξαναπροσγειωνομαι σε μια πραγματικοτητα ατελειωτων μαρσαρισματων,και γκρινιας,και πονηριας,κι ενος χεριου στην τσεπη μου που θελει να μου τα παρει,να τα κανει ισως λουλουδια στα μπουζουκια,λαστιχα για τρακντει,δωρο για τα παιδια του,η καφε στο στορκ μαζι με αλλους μαστορες που διηγουνται ποσο κοροιδο ειναι ο ελληνας πελατης
και τον αφηνω
και δε με νοιαζει
και ουτε ξερω ποσα εχω πληρωσει,τα εχω ξεχασει,και θελω να τα ξεχασω
λες και σπουδασα λογιστης,λες και θα σωθω,λες και θα χτισω,λες και εχει καμμια σημασια το χρημα οταν το συγκρινεις με το συναισθημα,με την εμπειρια,με την απολαυση
και αλλες δικαιολογιες,για να μη μαλωνω μαζι τους,για να κρυβομαι πισω απ τα βαρελια με το αβγκας και να παιζουμε ολοι μαζι με τα παιχνιδια μας,να γκαριζουμε και να ματωνουμε τα γονατα μας με τις κοντρες στα παλια μας βελαμος,και να σκιζουμε τις φανελες του καλυτερου μας φιλου γιατι τελειωσε πιο γρηγορα το κολατσιο του
ειναι μια κοροιδια,μια παθητικη σταση,μια μαλακια και μιση να σου τα τρωνε οι μαστορες και να το ξερεις,και να μην κανεις τιποτα,οπως εχτες που επαιζε ταβλι κ ουτε που γυρισε να με κοιταξει οταν του ζητησα μια αλλαγη λαδιων
"θα τα παρεις μαζι σου η θα τα βαλουμε εδω?"
"εδω"
και ξανα,για μια ακομα μερα,ο χορος αρχισε,και τα μπαλετα μπολσοι του συνεργειου στο αιγαλεω βγηκαν στα πεζοδρομια,στους παγκους,στις καφετεριες,στα βιντεο κλαμπ με τις γνωστες βασουλες,στα κομμωτηρια με τις γλυκιες αννουλες,οπου χωραει ο νους σου,κι αρχισαν να γλεντανε μεθυσμενα,κατω απο τη μπαγκετα του αρχιμαστορα,του αρχιτεκτονα,του ιδιου του εξεκιουτιβ μανατζερ ντιζαινερ σχεδιαστου του εργοστασιου ταδε στη μαντζουρια
ποσο κοστιζουν τα χαμογελα?εστω και τα ηλιθια?ποσο κοστιζουν οι αντρικες συνομωσιες?τα χαζα μας παιχνιδακια?ποσο κοστιζουν οι μικρες μας περιπλανησεις και τα τραγουδια του μανθου αρμπελια?ποσο?
και τελικα οταν θα παρει ξανα μπρος, το αστρικο μου οχημα,το διτροχο της ψυχης μου της ιδιας,με κροτο,με βοη,με θυμό
πισω απ τη ζελατινα μου,ξανα θα ουρλιαζω
"Γεια σου ρε μαστορα"

Αχ Μαρία

Εκεινο το βραδυ-πανε 5-6 χρονια-ειχα ενα περιεργο συναισθημα,κατι στριμωγμενο στο στηθος μου
κατι που μου κανε νοημα να βγει,εσπρωχνε,αδιαμορφωτο νομιζω,πνευμα
κατι μου εφταιγε,κλασσικο θα μου πεις κι εσυ,καποια αιτια χρειαζοταν για να βολταρω στη γνωστη μου-συνομωτικη-αθηνα
βλεπεις η αθηνα εχει αυτο το καλο
ειναι μια πολη οπου το γκριζο της καλυπτει ολα τ αλλα,δινει το τελειο αλλοθι,σκεπαζει με την ανασα της ολες τις αλλες ανασες
πισω απο τα τζαμια,τα δωματια,τους σουμιεδες που τριζουν
ειναι μια ερωτικη πολη,που μοιαζει μ εκεινα τα σεντονια με λαχουρι ξεφτισμενο στις ακρες απ την πολυκαιρια,μ εκεινους τους παγκους των βρωμοξενοδοχει ων του κεντρου,που ακουμπας βιαστικα την ταυτοτητα σου κ παιρνεις κλειδι κ καφε μαζι,μια πολη οπου ο ερωτας ειναι ροζ φλουο απο νεον και τσοντες σκισμενες στους φωταγωγους,σε πληρη αντιθεση με το γκριζο των ποντικων που τις αναμασανε
γκριζο και ροζ θα ηταν και το πνευμα που εσπρωχνε να βγει εκεινη τη νυχτα
αει σιχτιρι
ειχα το μονοκυλινδρο,σιγα τ αυγα,ουτε σε γιαουρτι δε σπινιαρε αυτο το μηχανακι,ελειπε και μια βιδα απο το καρμπυρατερ και βαρυγκομουσε τα κιλα μου,πανω,κατω,ασκοπα χωρις λογο,εγω κι αυτο,και ξαφνικα -κι αυτη-καπου την πετυχε το ματι μου σε μια πυλωτη,σε καποιο δρομο καθετο κοντα στη νομικη,γνωστη πιατσα για τους παλιους,με λυωματα μεγαλα,τρυπημενες καρδιες και χερια,θεατρικα μακιγιαζ και βαριες φωνες,πολλα χιλιομετρα στα σαρκινα κοντερ,πολλα φωτα,πολλα κορναρισματα
και φορουσε ενα μπερεδακι μαυρο,στραβοβαλμενο σε κατι πυκνα μπουκλωτα μαλλια,να σκεπαζει ενα κατασπρο μετωπο κ δυο ματαρες καφετιες,γλυκες σαν κατι σοκολατακια,σαν κατι γλυκα που κλεβεις κατω απ τα τραπεζια των θειαδων σου τη μεγαλη εβδομαδα,και πασαλειβεσαι με σοκολατες για να χορτασεις
πασαλειφτηκα με τα ματια της,απο πανω ως κατω,μεσα εξω με γυρισε,πεντε λεπτα την κοιταξα και ξεραθηκα,πανω στη σελα,σταματηστε καποιος τη βενζινη,να φρεναρει το γκαζι της γης να κατεβω να την αγγιξω
"ψαχνεις παρεα?"
"ανεβα"
ενα κοριτσι ησουνα,ενα κοριτσι απο αυτα που παντα ηθελα να κρατησω απο το χερι
ετσι ομορφα και απλα,και να παμε για ψωνια ενα σαββατο μεσα στον κοσμο,και να σε δειξω στη μανα μου και να πω,ρε μανα απο δω το κοριτσι μου,και να με κοιταξεις με τα καφετια σου ματια και να συμφωνησεις σιωπηλα οτι δεχεσαι
τι να δεχεσαι?
δεν ξερω,κατι θα βρισκαμε ρε αδερφε,καπου θα συμφωνουσαμε
κι εσυ ρε Μαρια,καβαλησες εκεινη τη σκορπια νυχτα τη σελα μου,και πηγαμε,και τραβηξαμε
δεν την αφησα να γδυθει μονη της,ηθελα εγω να της βγαλω τα ρουχα
ειχε ενα τατουαζ στο δεξι της στηθος,ενα λουλουδι,αγκαλια με τη μεγαλη της ρωγα
εσκυψα και την πηρα στο στομα μου,μαζι με το λουλουδι της,ειχε μια γευση φρουτενια,δεν ξερω αν σας εχει συμβει,ολα να σας θυμιζουν ενα δεντρο γεματο με χυμους,με καρπους,και να σας πιανει βουλιμια,και να θελέτε να καταβροχθισετε ολο το δεντρο και να μη χορταινετε,και να μην ξεδιψατε,και να θελετε κι αλλο,και αλλο να μην υπαρχει
εσκυψα και τη φιλησα στο στομα,με αφησε,με ηθελε κι αυτη,ποιος ξερει τι σκεφτηκε,ποιος ξερει πως εμοιαζα κι εγω,μαλλον καποιο παλιο της γκομενο θα της θυμισα και με φιλησε στο στομα,μου δαγκωσε τη γλωσσα και με πεταξε στο κρεβατι
κι οπως καναμε ερωτα μου κραταγε το κεφαλι να κοιταζω τον καθρεφτη διπλα μας,και κοιταζε κι αυτη,και κοιταζομασταν στον καθρεφτη,τι φρικη θεε μου
να μην τολμας να κοιτας στα ματια τον ερωτα σου
τι σχεση εχει αν ειναι για 5 λεπτα,αν ειναι για 5 χρονια
εβαλε ποτε κανενας συνορα στο χωρο κ το χρονο,εβαλε ποτε κανεις αναμεσα μας συρματοπλεγμα?
μονο καθρεφτες βαλαμε να φτυνουμε τους εγωισμους μας,κυριακες,γιορτες κι αργιες
ειχε περασει ωρα,δεν ξερω ποση,δε μ ενοιαζε,ειχαμε καμποση ωρα καθησει αγκαλια χωρις να μιλαμε
της πεταξα τα λεφτα,ετσι φτηνα οπως κανουν στις ταινιες,δεν την κοιταξα καθολου,της γυρισα την πλατη,σιχαθηκα
σιχαθηκα τα παντα εκει μεσα,τα ξεφτισμενα σεντονια,το ροζ και γκριζο πνευμα που εσκαγε να βγει κ βγηκε μ ενα χυσιμο ψευτικο,αυτο ηταν λοιπον,μια καβλα,οχι ενα παθος,οχι μια ιδεα,μια μαλακια σ ενα ξενο σωμα ητανε,σιγα τ αυγα τα μονοκυλινδρα,τα ασπινιαριστα,τα αδερφιστικα
τις πεταξα τα λεφτα στη μαπα
και ηξερα οτι ουτε γω δεν τ αξιζα εκεινο το λεπτο
εκεινη αξιζε παραπανω,ποιος ηταν ο ξεφτιλας,ποιος ο καταδικος,ποιος ο στιγματισμενος?
"πετα με μεχρι την ομονοια να παρω ενα χαρτι"
εβαλα κρανος,καθησε πισω μου
εμενε λεει ραφηνα,και ηταν φοιτητρια
πολυ πειστικη με το ταγαρι της και το στραβο της μαυρο μπερεδακι,τα πανινα της,τα καφετια της ματια
Αχ ρε Μαρια,αχ ρε μωρο μου μοναδικο,καπου σε αφησα στην κωλομονοια,καπου σε καποιον μιλησες
το σκασες σε καποιο στενο με τα δικα μου λεφτα,δεν ξερω αν στα σβυσα εγω τα δικα σου ματια,εκεινη τη νυχτα φωτισες τα δικα μου
και το στομα μου
και τα χερια μου
και κατεβαινοντας το δρομο μου χωσε μια τσιχλιτσα μεσα απο τη ζελατινα
μια τσιχλιτσα με γευση φρουτου,γεματη ζουμι,γεματη γευσεις και ονειρα,λες να θελα να την ακουσω τοτε? -μπα μαλλον φοβηθηκα
γατζωμενη πανω μου,εσυ,επρεπε ν ανοιξω το γκαζι να το σκασουμε
δεν το ανοιξα ποτε
ειναι μια πολη η αθηνα,οπου το γκριζο επικρατει των αλλων χρωματων,η ανασα της πολης απανω στις ανασες μας,πισω απο τις τζαμαριες μας,τα κλιματιστικα μας,τα τεχνητα μας περιβαλλοντα,τις ψευτικες υποσχεσεις μας
ειναι μια πολη ολακερη η Μαρια
και ζω μεσα της,και ειμαι ζωντανος μαζι της
σαν το λουλουδι-τατουαζ πανω στο στηθος της,που δε γερνα ποτε,δε μαραινεται
εισαι κι αποψε μια λαμψη στα ματια μου,σε ψαχνω κι αποψε,
αει σιχτιρι....... ....

Πιερό

Αναζητουσε παραλια να λυωσει με την ησυχια της
ειχαν τραβηχτει τα νερα ψηλα,ειχε παλιροια,ειχαν ξεβρασει φυκια τα κυματα και καποιοι γλαροι εκοβαν βολτες αμεριμνοι πανω απ τα κεφαλια των παραθεριστων"
σιγα τα θεαμα",ψιθυρισε στο αυτι της ωριμης γυναικας ο Πιέρο
ολη μερα προσπαθουσε να τον πεισει οτι αυτο το μερος ηταν εξαιρετικη ευκαιρια να απομονωθουν,να μεινουν μονοι,να φυλλομετρησουν τις στιγμες που δε μπορεσαν να συναντηθουν στο διαμερισμα που διατηρουσε στο κεντρο
ομως αυτος μεσα του ενοιωθε οτι ολα αυτα ηταν απλα μια προφαση,απο αυτες που πεισματικα απεφευγε τον τελευταιο καιρο
την ειχε σιχαθει,τη σιχαινοτανε,δεν ηθελε καν να την ακουει στο τηλεφωνο,εκεινες τις φορες που παραληρουσε μονη της στο ακουστικο εξιστορωντας του πως περασε τη μερα της στο γραφειο
τι τον ενδιεφερε κι αυτον?
επαιζε μ ενα μικρο απο ενα λυκειο απεναντι απο το μαγαζι του,που καθε πρωι του εστελνε φιλακια κ προστυχες ματιες μεσα απο τα καγκελα του προαυλιου
τον ειχε ξετρελανει το μικρο,τον ειχε σκλαβωσει με την τσαχπινια της,τον ειχε....
"Καλα που ταξιδευεις?",τον σκουντηξε η Μάνια και με μια κινηση του δαγκωσε το μαγουλο
ο καβαλος του ειχε φουσκωσει κ το στενο τζην δε μπορουσε να συγκρατησει τον ερεθισμο του που προσπαθουσε να βγει στο φως της υπεροχης μερας και να διατρανωσει την παρουσια του,να υπαρξει,να κυμματισει κι αυτος σε μια γαλαζια απεραντη θαλασσα,να εκτοξευτει σαν τον απολλωνα 13 σ ενα διαστημα ηδονης και αχορταγης αστρικης συνουσιας,να αποδρασει απο τα συμβατικα δεσμα του βαμβακερου του κελιου.......
η εμπειρη γυναικα ενοιωσε το σκιρτημα του Πιερο κ δε σταματησε να παιζει κοντα στο λαιμο του νεαρου αντρα,ηταν η στιγμη που κρυφα περιμενε καταβαθος,η ωρα που ηθελε να πιστεψει οτι θα ειναι δικος της για παντα
τον κοιταξε με παθος βαθια στα ματια,τα γαλαζια λαμπερα ματια που νομιζες οτι θα χαθεις,σαν ενα βοτσαλο σε μια λιμνη ηρεμιας και σιγουριας
ενοιωθε τοσο ασφαλης διπλα του,τοσο γεματη,τοσο πολυ...αισθησι ακη,που σχεδον βουρκωσε στη σκεψη οτι σε μια ,το πολυ δυο ωρες,θα αναγκαζονταν να τηγανιζει ομελετα για τον αντρα της τον Σταματη σ εκεινο το παλιο κουζινακι που ειχε απο τοτε που παντρευτηκε
εκεινος εδειχνε να μην αντιδρα,λες και δεν τον ενδιεφερε,λες και ο καβαλος του ηταν ενα αλλο κρατος,αυτονομο,με δικη του αυτοδυναμη κυβερνηση,στιγμιαιες αποφασεις,ελευθερια επιλογης,δικαιωμα σ ενα κυνηγι χωρις ορους
ομως παρολη την παγωμενη σταση του,το αιμα εβραζε στις φλεβες του Πιερο κ δεν τον αφηνε να ηρεμησει,και οι φαντασιωσεις τον τυφλωναν την ωρα που η Μανια ειχε κατεβασει το φερμουαρ και με το χερι της ακουμπουσε τον αφαλο του γεροδεμενου αντρα,κανοντας ελαφριες κινησεις ωστε να τον γυμνωσει στο φως του ηλιου,να τον απομυθοποιησει για μια φορα ακομα..
αρχισε να τον δαγκωνει,στην αρχη με μικρες κινησεις,ολοενα πιο εντονες,σε λιγο ειχε αρχισει να τον ποναει,ηθελε να τον ματωσει,να τον γεμισει σημαδια δικα της,να εχει πανω του αφησει τη σταμπα της,οτι της ανηκει ,κ σε καμμια αλλη πορνη δεν ανηκει αυτος ο Πιερο με τα γαλαζια ματια,κι αρχισε να τον γρατζουναει,και να μπηγει τα μακρια της νυχια ολοενα πιο βαθια στη σαρκα του,μεχρι που το βαρυ αγκομαχητο του σταματησε τελειως,και τιποτα πια δεν ακουγοταν,καμμια φωνη,κανενα σημαδι,κανενα δειγμα οτι υπηρχε καποιος εκει κοντα,οτι τον ακουμπουσε...
Σηκωθηκε αργα και κοιταχτηκε στον καθρεφτη
Ο Σταματης φωναζε μεσα απο την κουζινα οτι το φαγητο ηταν πολυ ωραιο,η κορη της μολις ειχε γυρισει απο το σχολειο κ τρωγανε
κοιταχτηκε ξανα κ σαλιωσε τα φρυδια της μηπως και μπορεσει να μοιασει καθολου στην ξεθωριασμενη γαμηλια φωτογραφια πανω απο το προσκεφαλο του κρεβατιου τους,εβαλε τη ρομπα της,τεντωθηκε και μισανοιξε την πορτα μισοζαλισμενη
ο συζυγος και η κορη της ηταν στο τραπεζι και συζητουσαν ανεμελοι,πλησιασε να καθησει κ παρατηρησε οτι λιγο κατω απο το τιραντακι της μικρης ενα κοκκινο σημαδακι ξεπροβαλε,σαν δαχτυλια
"Τι ειναι αυτο?" τη ρωτησε
και αντι αλλη απαντησης ,η μικρη την κοιταξε,μεσα απο εκεινα τα καγκελα ,που μυριζανε τσαχπινια,πισω απο ενα σχολικο προαυλιο,καποιο μεσημερακι που σιγουρα σε καποιο αλλο μερος της αθηνας,μερικοι γλαροι θα κοβανε βολτες πανω απο μια παραλια με φυκια κ κοσμο να λιαζεται αμεριμνος,προσπαθωντας να φυλλομετρησει στιγμες και εικονες της ανιαρης του ζωης
κι ενα μικρο,στραβο χαμογελο,ζαρωσε το γλυκο της προσωπακι,και τρομαξε,τρομαξε πολυ
γιατι θυμηθηκε τον Πιερο πισω της να ιδρωνει,κι εκεινη να ζαρωνει τα χειλια της απο καυλα,απεναντι στον καθρεφτη,και ηταν σα να κοιταζει την κορη της,σα να μοιραστηκε ενα μυστικο,και σκιαχτηκε
και αδεξια γκρεμισε ενα ποτηρι με νερο πανω στη ρομπα της κι εγιναν ολα θρυψαλα,ολος ο ερωτας,ολη η ζωη και ολα τα ονειρα της
οτι καποτε θα ξεφευγε απο εκεινη τη ζωη που τοσο την ειχε κουρασει
ματαια ομως,απελπιδα,ειχε σβυσει κι αυτη ακομα η τελευταια φλογα,μεσα στη φωτια που εκαιγε τα ματια της μικρης,και το ματι που τηγανιζε για το Σταματη της,ομελετες και πατατες,καθε κυριακη μεσημερι
εριξε λιγο νερο στο προσωπο της,χαμογελασε,εδεσε τη ζωνη του Σταματη στο λαιμο της και κρεμαστηκε στο μπανιο
το τελευταιο πραγμα που θυμηθηκε πρωτου η ζωη πεταξει απ το κορμι της,ηταν ο καβαλος του Πιερο,εκεινο το απογευμα στη σαρωνιδα...

XT 500

Ενα τηλέφωνο χτύπησε εκείνο το Σαββατόβραδο,και μια πολυ γνωριμη,απο τα παλια χρονια,φωνη ακουστηκε
Ηταν ο παιδικος μου φιλος,εκεινος που μ εβαλε στα μηχανακια,οχι σαν εναν συνεπιβατη απλο,αλλα σα συνοδοιπορο,ισοτιμα,ισοποσα,ισοτονικα,χαριζοντας μου διτροχες ανασες οταν ανασες δεν επαιρνα,οταν ημουν σε μια κατασταση λυκειακου κυνηγητου,με κατι αντιγραμμενα διαγωνισματα,κατι κοπανες,κατι αγχωμενα ραντεβου σε καφετεριες της πλατειας
Κι εκεινες οι βολτες στην παραλιακη,οι κοντρες,οι τουμπες,και τ αεροπλανα που απογειωνοντουσταν καποια βραδυα ξεκαρφωτα μπροστα απο δυο κουτακια μπυρα σχεδον ζεστη,τα παγωτα μεσα στο χειμωνα και οι ατελειωτες συζητησεις απανω στα τευχη του Μοτο,οι ευρωπαιοι που μολις ξανανοιωναν τοτε και τα γιαπωνεζικα υπεροπλα που εσκιζαν τη νυχτα με τις ελευθερες 4 σε μια.Ολες εκεινες οι σκεψεις βιδωναν και ξεβιδωναν την εγκεφαλικη μου σανιδα σωτηριας,οταν χτυπουσα το εισητηριο στο μετρό για ν αρμενισω για τον τοπο του ραντεβου,και καθισα μονος μου νομιζω,σ ενα απο τα βαγονια,με τις βελουδινες καρεκλες
Γνωστος ο τοπος,γεματος υποσχεσεις,γεματος καρδιοχτυπια,καπου εκει περα εμενε η πρωτη μου αγαπη,μια Κατερινα με μπουκλωτα μαλλια κι ενα ροβερ παλιο προικα του πατερα της,και κατω απο εκεινα τα παλιοδεντρα την ειχα πρωτοφιλησει,και να εκει στο βαθος διπλα στο γκαραζ ειχαμε ανταλλαξει τα πρωτα χαδια μεσα στο ροβερ εκεινο.Και πως μερικες φορες ειναι αστειο,οτι ο τοπος και ο χρονος διαθλωνται,και σε ξαναγυριζουν εκει που αφησες μια μισοτελειωμενη προταση,να την ολοκληρωσεις πια,και να ησυχασεις,ετσι και σε μενα συνεβη,οταν ανεβηκα στην επιφανεια και με δυο-τρεις δρασκελιες βρεθηκα μπροστα απο το μουσαμα που τη σκέπαζε.
Αδιακριτα,βιαια,ετσι οπως ενας καυλωμενος πιτσιρικας θελει να ξεβρακωσει την κυρα του,και να την παρει ματι,να τη χουφτωσει,και μετα,αφου εμπεδωσει οτι αυτο το κορμι ποθει περισσοτερο,ετσι κι εγω,με δυο κινησεις ξεβρακωσα το λεπτο,καλλιγραμμο σωμα,το απαλλαξα απο το γκρι σαβανο του,τη μπουργκα του,και τοτε ξαναφαγα ενα χαστουκι,λες και μου το χρωσταγε εκεινη η Κατερινα,για την απιστια μου
Και εγενετω μοτοσυκλετα
Και οπως μπροστα σε ολες τις σπουδαιες μοτοσυκλετες της ζωης μου,εχω σταθει κι εχω συλλογιστει,τι ειναι αυτο που με κανει να τις νοιωθω περισσοτερο σημαντικες απο τις αλλες,τις αγοραιες,αυτες με τα ξεφτελισμενα ονοματα και τις κοινοτυπες ιστοριες,αυτες που μοιαζουν με το βαρετο συναδελφο μας στο γραφειο,που τον εχουμε μαθει οτι ειναι βαρετος και μας εχει μαθει να ειμαστε κι εμεις τα ιδια,για να γελαμε καποτε,ετσι και μπροστα σ αυτο το ασκητικο λεπτεπιλεπτο αυθεντικα γυναικειο σωμα,σταθηκα και συλλογιστικα,και απαντησα μεγαλοφωνα.Κι ομως υπαρχει (ερωτας)
Με βλεφαριασε ανησυχος ο δικος της.Με ρωτησε.Του απαντησα.
Εγω ημουν ο αλλος,γι αυτον,ο αλλος αντρας ,που ηρθε να παρει το μωρο του,την ψυχη του,την ιστορια που χε γραμμενη ο ιδιος,με γρατζουνιες και κωλιες,πανω στο μαυρο της σασι.Και τι δουλεια μπορει να ειχα,απομεσημερο με τη φωτογραφικη μου,να παιρνω ποζες απ το μωρο του.Λες κι ηταν καμμια πορνη φτιασιδωμενη,λες και ηταν τυχαια,λες και ηταν μια ξεπεταγμενη πιτσιρικα.Δεν ηξερα να του πω,αλλα δε με περιμενε κιολας.
Αρχοντικα,ευγενικα,με σεβασμο,με ειλικρινεια βρε αδερφε,ειλικρινεια αντρικεια,ειλικρινεια που βγηκε μεσα απο ενα πονο ανειπωτο,μια κραυγη,την ξεγυμνωσε προσεκτικα,την τσουλησε λιγο παραπερα,την εστησε κοντρα στον ηλιο,ομορφα κι ωραια,και μετα με καλεσε και μου ειπε :
"Παρτην,τωρα ειναι ετοιμη".
Δεν εβγαλα ουτε αχνα,μανιβελαρισα,πηρε με τη δευτερη φορα,ξυπνια,ναζιαρα,θελησε λιγο γκαζι να ερθει στα ζεστά της,λιγο χτυπημα στο φτερακι να ερθει στα συγκαλα της,εραστης της ημουνα,οχι αντρας,σα να καταλαβε,μετα απο χρονια,οτι ενας αλλος αντρας την χαιδευει και μου ψιλοκοκκινησε,εβηξε υπακουα,και κοπανωντας την πρωτη μεσα στο κορμι της,αρχισε να κυλαει μπροστα και να κουναει τα στητα της τα βυζια στην Καλλιροης
Κι ομως υπαρχει.Υπαρχει ο πουστης κρυμμενος καπου και περιμενει να σε σαϊτεψει,οταν εσυ εισαι αποφασισμενος να σταματησεις να κουνας τον κοσμο σου,να πιστεψεις οτι η γη γυριζει κ δε στεκεται,οτι η ακροπολη ειναι ασπρη και οχι μαυρη,οταν ρε παιδι μου λες σ ολους τους φιλους σου,οτι εχεις κατασταλλαξει,κι οτι εχεις βρει -σαν αντρας-ενα νοημα στη ρημαδοζωη σου.Ε,τοτε ερχεται και στην καρφωνει.
Την πρωτη,τη δευτερα,την τριτη,την τεταρτη
Και μ ενα βουϊσμα μονοκυλινδρο,ρολαροντας ξενοιαστος,σ ενα μισοαδειο δρομο,καταλαβαινεις γιατι αυτη ειναι Μοτοσυκλετα,κι εσυ απλα,ενα ανθρωπακι που τυχαια γνωρισες μια αλλη πλευρα της Ανάσας της.
Του δωσα τα κλειδια,τα βρηκαμε,πηρα τις φωτογραφιες,και πηγα στο Θησειο να πιω ενα καφε να βαλω τα πραγματα σε μια πορεια,σε μια διασταση.Δεν τη σκεφτηκα αλλο,δε με σκεφτηκε,αγκαλιασα τη δικια μου για καληνυχτα και κοιμηθηκαμε ολοι ευτυχισμενοι,κατω απο ενα γκριζο μουσαμα,πιασμενοι στην δικη της κουλούρα.
Την επομενη εμαθα τα νεα της,ειχε φυγει με το νεο της ιδιοκτητη,για αλλη πολη,για αλλη αγκαλια,πιο στοργικη,πιο σεβαστικη,κι εγω ειχα μεινει με μια της φωτογραφια
Κι ενα δικο της χτυπημα στην πλατη,φιλικο,με το γνωστο κροταλιστο της αξάν,το πειραιωτικο,εκεινο που μονο η Μελινα ηξερε να μεταφραζει σε κολωνακιωτικη -για να μην πω επιδαυρεια- σπονδη,τραγουδι κι ευχη,κι αναμνηση σπουδαια,σημαντικη,αυθεντικης κυρίας.

Ένα τυπικό πρωϊνό

Σηκωνομαι που λετε το πρωι μεσα στη νυστα και τη μπιχλα-ωρα για ενα ντουζακι να ξυπνησουν οι αισθησεις που ακομα βρισκονται στην αγκαλια εκεινης της μελαχροινης στο μπαλι στο νταλα ηλιο να ειμαστε γυμνοι κλπ με χυμους στην παραλια κλπκλπ μπαλμπλαμπλα
κρυο το νερο-κρυο και το φραπεδογαλο και το τοστακι να γεμισει το αρκουδοστομαχο και να αρχισει ο χορος με κατευθυνση προς τη δουλεια-ξεκινωντας απο τη σταση αιγαλεω αυτη τη φορα και οχι απο τη συνηθισμενη σταση αττικη με τους μονιμως ξεχειλισμενους καδους απο σκουπιδια
κατεβαινω στην αυλη φουριοζος με 10 αρωματα πανω στο θεικο μου κορμι-αλλο για τη μασχαλη αλλο για το σωμα αλλο για τα ποδια αλλο για το στομα και μια καβαντζα axe apollo για τα φαναρια διπλα σε μωρα με καμπριο κλπ-βγαζω το ΟΠΛΟ εξω το οποιο ποτε δεν εχω πλυνει-γι αυτο και ειναι οπλο-οσοι δε με περνανε μενουν μακρια μην τους παρει στο ματι καμια πιτσιλια απο αγνο ηλιελαιο σολ που γεμιζει το ενος λιτρου καρτερ-βγαζω εξω το οπλο λεμε παω να μανιβελαρω-σιγα μην παρει-δινω τσοκ μια δυο τρεις και ο θηριωδης μονοκυλινδρος ερχεται στη ζωη μ ενα πατ-πατ-πατ-βρουουουομ....καρφωνω την πρωτη,καρφωνω τη δευτερα και τα δισκακια μεγεθους μινιντισκ πατιναρουν με αγκομαχητο και μεταδιδουν την κινηση μεσω ελαχιστων απωλειων-α ρε πουστη κινεζε με τα cnc σου-στη γομα που εχω επιλεξει να παταει το πισω λαστιχο με τις καταλληλες ρεισινγκ πιεσεις
με πιανει φαναρι-γαμω την πουτανα μου αυτο το φαναρι ποτε δεν το προλαβαινω-ελισσομαι λοιπον σαν αιλουρος και με το ενα ποδι κατω κοβω κινηση
πολυς λαος στην καβαλας σημερα αλλα δε μασαω το τοστακι εκανε δουλεια και χαμογελαω σατανικα μεσα απο το καρμπον κεβλαρ κρανος μου για τη συνεχεια που επεται η καθοδος μου προς το κεντρο
ΠΡΑΣΙΝΟ!!!!!!!πρωτη-δευτερα-τριτη-τεταρτη στο οριο των 80 χιλιομετρων... .
ωωωωωωππππααααα.
κοψε...φορτηγο...ενα-δυο-τρια σλαλομ...περναω...κερναω τσαι ενα ληντακι που περναω στον ποντο μεσα στο λουκι που κανει ενα βολβο,ενα φιεστα κι ενα πεζω ραλυ χαμηλωμενο και κυνηγαω ενα ινοβα κολλημενος στο φτερο του κανοντας σλιπστρημινγκ με το κεφαλι χωμενο στα οργανα της παπιας που βρυχαται με οργη
καντε στη μπαντα ρε να περασωωωωωω... ..φρενα...φρεν α...φρενα λεμε...τιποτα. ..βαζω μια τριτη για να κοψω λιγο και τελικα σταματω διπλα απο τον ινοβα ο οποιος τοση ωρα δεν πηρε χαμπαρι...ρε τον πουστη λεω απ μεσα μου...μ εχει απο γκαζι αλλα επειδη ειμαι γραναζωμενος κοντος κι εχω μπαμ θα του φυγω λοξα και θα χωθω πρωτος αναμεσα σε δυο σειρες φρακαρισμενα ΙΧ
μεχρι να πεις φυτιλι την εχω κανει και επιταχυνω..τον πηρα...γκρρρρρ ρ....σημερα εχω κεφια...περναω αναμεσα απο τ αμαξια...ανηφο ρα για τη γεφυρα καβαλας και σπυρου πατση...εχω απλα...τα χωνω...κραταω την τριτη στον κοφτη (εχμμμ..λεμε και καμμια μαλακια...) μεχρι να φτασω στην καμπουρα και βλεπω ανοιχτωσια κατω...χωνω και μια τεταρτη να απλωσει το μοτερ..ωωωωπα. ...φρενα ρεεεεεεεε γαμω τα δισκοφρενα μου..κατεβασμα σε δευτερα...εχω δεξια κλειστη με παππου στο κεντρο να περναει τη διαβαση...βγαζ ω γονατο δεξιο τον σημαδευω...και περναω ανετα με στυλ μαξ μπιατζι θεε και το σωμα αριστοτεχνικα μαγκωμενο-ετοιμο για στενη επαφη....ανεταα...πολυ ανετα...φτανω ξανα σε φαναρι..ωωωωωω ωχχχχχχχ
κι ενω σταματαω με κωλια πισοφρενη και σκεφτομαι ποτε να περασω με κοκκινο ποτε με πρασινο ,ο εχων περιφερειακη οραση αριστερος οφθαλμος εντοπιζει δεσποινιδα με αερατη ενδυμασια μεσα σε σμαρτ,κοτσο,γυαλουμπα γκραν κλας,μινι καφτο-που πας πρωι πρωι μωρη-και ελαφρυ μπητακι στο χαι φαι...μαρσαρω αγριεμενος γιατι δε μου δινει σημασια...κατεβαζω τη ζελατινα και τη ρωταω...μαμαζε λ...απο που πανε για ομονοια?
η κοπελα νομιζωντας οτι θελω ψιλα για να βαλω βενζινη δεν απαντα ,αλλα ενοχλημενη γυρνα απο την αλλη οπου τυπος ξεκρανωτος με βαραντερο μαρσαρει κι αυτος κοιτωντας με με μισος που παω να του φαω τα τυχερα-σιγα ρε φιλε μισο μετρο πιο κατω απο σενα ειμαι-και της χαμογελαει με τροπο αφηνοντας να φανει η βουρτσισμενη του οδοντοστοιχια-ενταξει η δικια μας μετα απο 10 σφραγισματα 5 θηκες 3 εξαγωγες και πολυ γουρουνοπουλο δεν ειναι τοσο γυαλιστερη να λεμε την αληθεια-τσιμπαει το μωρο αρχιζει το μπιρι μπιρι,ειμαστε ομως σε χρονο που ανοιγει ο πρασινο κι εγω ως ζηλιαρογατος λεω θα σου τη φερω ρε φλωρε να μαθεις τι θα πει παπια πεκινου....
χωνομαι μπροστα απο το σμαρτ μεχρι να καταλαβει ο τυπος οτι εχουμε φαναρι και του φωναζω "ισα ρε λακηηηηηηηηηη".....ηδη εχω στριψει αριστερα εχω βαλει και τριτη και ανεβαινω την πειραιως...με κυνηγαει το βαραντερο και αρχιζω να τρομοκρατουμαι ...ρε συ τι θελει ο τυπος...εκανε και το κονε του...ας αφησει σε μενα τελοσπαντων το πολ ποζισιον να χαρω με κατι...ελισσομ αι σαν αιλουρος αναμεσα απο ταξι αμαξια,αμαξακια,αμαξιδια,αμαξηλατα,αμαξοστοιχιες και γυαλισμενες οδοντοστοιχιες με την ταυτοτητα στα δοντια...ο τυπος καπου φρακαρει,καπου παλατζαρει,εχει και το σμαρτ κοντα να μη χασει το κονε...λεω κι εγω που να χωθω...αυτος αμα με φτασει θα με πατησει απο πανω...ανοιγει η ομονοια ,φτανω στη σταδιου...φτου ρεεεεεεεε ανοιχτωσια κι ελευθερη ροη τι να λεει τωρα...με πλησιαζει ο τυπας με κοιταει ενοχλημενος κατι λεει απο μεσα του φευγει μπροστα...ελα δω τωρα λεω...τον ακολουθω με την τεταρτη στα κοκκινα...τον βλεπω οτι παει να στριψει αριστερα...παι ρνω θεση εσωτερικη αμολαω τα φρενα...τον εχω...τον εχω...γαμωτ... γαμωτ...γαμωτ. ..και του ριχνω μια προσπεραση φανταστικη απο μεσα πανω στην κουρμπα τετοια που ουτε ο πεντροζα δε φανταζοτανε και πανω που του χω ριξει μια κολωνα και βρισκεται παραζαλισμενος ο λακης....γκααα αααααασπππππππ π....πεφτω σε μια λακουβα μπροστα στο αττικα....η καλολαδωμενη οπισθια συσπασιον μου ομως με τα δυο φρεσκα αφτερμαρκετ αμορτισερια αξιας 25 ευρω και τα δυο δε με προδιδει....κι ενω τραμπαλιζομαι ανεξελεγκτα προς το φαναρι θυμαμαι το καλιφορνια που ελεγε οτι κοιτα εκει που θες να πας και ως δια μαγειας βρισκομαι ξανα διπλα στο σμαρτ που-δεν ξερω πως-ντουμπλαρε ενα σωρο κοσμο και χωθηκε κι αυτο πρωτο φαναρι πιστα....ξεσκο νιζομαι κι εγω σενιαρομαι-τι σκατα νταινεζε παμε και παιρνουμε ρε παιδι μου τι αραι τι γκλοβερ τι νικος αποστολοπουλος βρακια φοραμε-και της κανω "δεσποινις τελικα κι εσεις κολωνακι πατε" χαμογελωντας σαν το χαρυ κλυν στο "πατατες"
ο τροχονομος ομως δεν ειδε οτι παιζοταν ειδυλιο και εδωσε ροη στο ρευμα μας....οποτε.. .εξαφανιζεται το σμαρτ...εξαφαν ιζομαι κι εγω...πατ..πατ ...πατ..με τα αφτια κατεβασμενα και την αλυσιδα λιγο λασκα...το συμπλεκτη καμενο απο την πατιναδα...στρ ιβω...παρκαρω για τη δουλεια...και να σου ο λακης με το βαραντερο να ξεπαρκαρει κι αυτος στο πεζοδρομιο...ω χ...λες...ρε συ...ειναι αυτος που εχει το μαγαζι που παιρνω καφε γκουχ-γκουχ-γκουχ...καλημερα κ.Χ.....πως ειστε σημερα (εχοντας κρυψει κρανη κλπ) ε...να...κατι μαλακες που κυκλοφορουν... ενα κωλοπαιδο πηγε να με εμβολισει λιγο πριν κι εχασα κι ενα μωρο που ειχα κοζαρει...ασε ρε φιλε...τι κοσμος κυκλοφορει αναμεσα μας...ε..ναι.. .λεω κι εγω...αλητες με τα παπια...κοιτα να δεις που το δικο μου το χω συνεργειο και ηρθα με το μετρο...αμα τον πετυχαινα πουθενα...πιτσ ιρικαδες καβλωμενοι...α στα να πανε ρε μαρκο συγχιστηκα πρωι πρωι...τι να σου φτιαξω...ε..ξε ρω γω ενα φραπε φτιαξε ακομα δεν εχω ξυπνησει...ωστ ε ετσι κυριε Χ το κωλοπαιδι ε?
ναι ασε σου λεω...γκρρρρ.. .μπρρρρ...τρρρ ρ....ο φραπες...τα παγακια...το καλαμακι...η πετσετουλα...τ ο ενα ευρω και το γκλαν-γκλαν που κανει οταν πεφτει μεσα στον κουμπαρα....αλλη μια τυπικη μερα αρχιζει στο γραφειο...

Tuesday, November 13, 2007

Πυγμάχος

Θυμάμαι ,πρίν πολλά χρόνια, είχαμε πάει με την αδερφή μου στόν –τότε- συνοικιακό μας κινηματογράφο.
Η ταινία που παρακολουθήσαμε, αφορούσε τη ζωή ενός πυγμάχου.
Επί δύο και πλέον ώρες είχα ταύτιστεί με τον πρωταγωνιστή, του οποίου η ζωή, εντός και εκτός ρίνγκ, βλέπαμε να εκτυλίσεται, με φοβερή ένταση, μπροστά στα μάτια μας.

Η πυγμαχία είναι ένα μοναχικό άθλημα.
Είναι ένα αγώνισμα στο οποίο, είσαι πρωταγωνιστής σε ένα θέαμα, αλλά και μαχητής ταυτόχρονα.
Απέναντι στο κοινό, είσαι πάνω στο ρίνγκ, πιό ψηλά απ όλους, σάν υπεράνθρωπος σχεδόν, αλλά κι αποδιοπομπαίος τράγος συνάμα.
Απέναντι στον αντιπαλό σου, είσαι μιά πρόκληση, μία ανάγκη, γιατί χωρίς αντίπαλο, ούτε η δική σου παρουσία έχει νόημα.
Απέναντι στον εαυτό σου, είσαι ένας κριτής κι ο τρομερότερος πυγμάχος που μπορείς ποτέ να φανταστείς.

Χρειάζεται μεγάλη προετοιμασία, για να σταθείς στα πόδια σου, απέναντι σ όλα τα μάτια που περιμένουν να καταγράψουν κάθε σου γροθιά, κάθε γκριμάτσα πόνου, κάθε σταγόνα ιδρώτα που πέφτει στο καναβάτσο.
Και δύναμη πολλή, να στέκεσαι αγέρωχος, και ν αψηφάς τον πόνο και τη μανία του ενστίκτου του θηρίου που ανυπομονεί να σπαράξει,το άλλο θηρίο, στην αντίπαλη γωνία.

Γιατί η πυγμαχία, είναι πρώτα και κύρια, μια πάλη απέναντι στον εαυτό σου, μιά πάλη συνεχής,αέναη κι επίπονη, τιτάνια και προσωπική, μιά πάλη χαρακτήρα και αξιών,μιά αναμέτρηση με κάθε στιγμή αδυναμίας, κούρασης και λιγοψυχίας, ένα κροσε στη συνήθεια ,ενα ντιρέκτ στη βόλεψη κι ένα αποτελειωτικό άπερκατ στην αναβλητικότητα κ τη μιζέρια του μικρόκοσμου σου.

Κι όπως σε όλα τα σπουδαία αγωνίσματα, όπου ο σκοπός δεν είναι να ματώσεις τον αδελφό πυγμάχο που αντιμάχεσαι, αλλά να πολεμήσεις και να σταθείς ασυμβίβαστα απέναντι στη στιγμή της κρίσης, την ώρα της απόφασης, παίρνοντας ρίσκα με το υστέρημα των δυνάμεων σου, έτσι κι η πυγμαχία, είναι ένας δρόμος για την κάθαρση της ψυχής του αθλητή της, και μιά πηγή απ όπου ο άνθρωπος αντλεί, το νερό της καλυτέρευσης του.

Μέσα απ τη μάχη,απ τη φωτιά,απο τον πόνο.

Είναι σεμνός ο αληθινός πυγμάχος.
Σεμνός, αμίλητος κι αμείλικτος.
Ένα αρχαιοελληνικό άγαλμα ρώμης και κάλλους, μία θέση πυγμής, μπροστά σ όλο τον κόσμο της μετριότητας, της ψωροπερηφάνειας, της πλαδαρής χαμηλής ζωής, της επανάληψης, της μετριότητας κ της ρηχής ψυχής.
Μία κοφτερή λεπίδα που σκίζει τη σάρκα που δεν αντέχει τις κακουχίες και τη σιωπή.
Είναι αθλητής ο αληθινός πυγμάχος, κι ένα παράδειγμα αθλητή.
Για όσο τα φώτα βρίσκονται πάνω του, και τα σχοινιά της παλέστρας τριγύρω του.
Κι όσο βαστάνε τα κόκκαλα και οι μυώνες του, τα 18άρια γάντια κ τα δετά μποτάκια, το γυαλιστερό σορτσάκι και το πλατύ ανάγλυφο του στέρνο.
Για τόσο, που, έχουν οι άλλοι αποφασίσει, ότι θα διαρκέσει στον θίασο τους.
Και για όσο ο ίδιος, θα σκίαζεται το άλλο μισό του, τον Πολυδεύκη.

Σ εκείνη την παλιά ταινία, ο ήρωας έδινε την τελική του μάχη, ενάντια σ έναν πυγμάχο τρομερό στην όψη, τρομαχτικό, τεράστιο, σωματώδη, σχεδόν διπλάσιο, υπερφυσικό, ένα βουνό δυνάμεων, έναν ωκεανό αντοχής, μία κοιλάδα απέραντη προετοιμασίας.
Και αγωνίστηκε κοιτάζοντας κατάματα τον αντιπαλό του.
Κι όταν τελείωσε η πυγμαχία κ ο μικρός νίκησε τον μεγάλο, αναρωτήθηκα, το γιατί.
Και σάν μια λάμψη να φώτισε το μυαλό μου και κατάλαβα.

Πυγμαχώ θα πεί, πολεμώ το φόβο μου.
Και είναι χρέος.

Wednesday, November 7, 2007

Λύτρωση

Ξερεις τι γινεται ο αφρος της θαλασσας όταν ξεβραζεται στην αμμουδια?
Συννεφο
Και βροχη
Και αλατι και ιωδιο στις πληγες που η παρατεταμενη εκθεση στον ηλιο σου
Ανοιξε στο μουσαμα που φοραω για δερμα
Στεκομαι ολορθος επιβιωνοντας
Γιατι εβαλα στοιχημα ν αντεξω
Και περιμενουν στον τερματισμο
Οι αγωνοδικες να μου φορεσουν κλαδους ελιας
Αυτος ο στιβος είναι δικος μου
Κι ας εχει τα ονομα σου
Ειμαι εδώ
Ξαναγυρνωντας στο παρελθον και τρεχοντας στο μελλον
Καπου στη μεση θα σε θυμαμαι νομιζω
Να με κοιταζεις σιωπηλη και να τεντωνεσαι
Σαν τη χορδη του τοξου της αληθειας
Που όταν παλεται μοιαζει με φυσημα
Ενός αερα που αναπνεω και λυτρωνομαι
Ας είναι λοιπον κι αυτός
Η αρχη μιας νεας καταιγιδας
Ωσπου να γινει αφρος κι αυτό το κυμα
Και να σκαλισει στο ακρωτηρι της λησμονιας
Μια ακομα λεξη, μια απουσια
Τ ονομα σου

Αρνούμαι



Ποναει το κεφαλι μου ανυποφορα
Ζαλιζομαι
Από το παραθυρο του λεωφορειου ,που διατρεχει αργοσυρτα την Αθηνων Πατρων, προσπαθω να τρυπησω το νεφος τα ουρανου που προμηνυει βροχη και χαλασμο κυριου.
Είναι ένα χλωμο φεγγαρι εκει πανω,κιτρινο και μικρο σαν κινεζακι,μοναδικο στολιδι των λιγων ωρων που απομενουν μεχρι να σκοτεινιασει οριστικα.
Παρακαλω για λιγο σκοταδι.
Παρακαλω να χωθω στην ανωνυμια του μεγαλου πληθους.
Παρακαλω να περασει ο χρονος που απομενει μεχρι να φτασουμε.
Παρακαλω να μη με περιμενει κανεις αυτή τη φορα
Κοιταζω γυρω μου τα προσωπα.
Κατι κοπελες με πολυχρωμα καπελα –καρναβαλι είναι αυτή την εποχη-,κατι μεσηλικες,κατι φανταροι με στολες,ψαχνω μια αστεια εκφραση να πιαστω για ν ασχολουμαι,δε βρισκω
Με τυρανναει ο δρομος.
Με τυρανναει το σωμα που κουβαλαω.
Με τυραννανε οι σκεψεις που δε μ αφηνουν σ ησυχια.
Εμεις πηγαινουμε μπροστα,ταξιδευουμε,παλαντζαρουμε δεξια-ζερβα,επιταχυνουμε,προσπερναμε,φρεναρουμε,κωπηλατουμε επιδεξια μεσα στον ορμητικο χειμαρρο που κατεβαζει τους λιωμενους παγους του χειμωνα.
Δε σταματαμε
Είναι αμειλικτο το ρολόι μας.
Δε συγχωρει
Εκεινοι καβαλα στο φεγγαρι τους μας κοιτανε αφ υψηλου να βιαζομαστε και ν αγχωνομαστε.
Να κανουμε μαρτυριο τις μερες που δανεικες μας δωθηκαν από την κοσμικη ουσια.
Κοιτανε,γελανε,γλεντουν με τις χαρες μας,κοροϊδευουν τις λυπες μας,χτυπουν το τζαμι της θεσης που κοιμαμαι και με ξυπνουν πειραχτικα
«Αποβιβαστειτε»
Καταμεσις της παλιας πλατειας του χωριου είναι στημενο το αναθεμα.
Ψιχαλιζει λιγακι και τα φωτα των προβολεων του , προσδιδουν μια εικονα ταινιας του ’40.
Ασπρομαυρες ληψεις,κλεφτες ποδηλατων,ερειπωμενα σκηνικα
Αγαπη εισαι μια ανοχειρωτη πολη
Αγαπη εισαι ενας πανυψηλος σαρκινος καρναβαλος με κοκκινα κραγιονια στραβοχυμενα από την υγρασια στο προσωπο σου
Αγαπη εισαι κρυμμενη ξανα μες τον καπνο και το ποτο των αλλων
Παρατα οι μασκαραδες,χαρουμενοι,πλακατζηδες,με παρασυρουν.
Εχει αναψει χορος για τα καλα,κεφι,κακο.
Εχω τα πραγματα στο χερι,θελω να ξαποστασω και χωνομαι σ ένα ταβερνακι με κατι φιλους.
Τρεχει κρασι.
Τρεχει χαρα από τα δυο βαρελια.
Καλα παιδια τα δυο βαρελια.
Καποτε πιστευα ότι σ αυτά κρατιεμαι και δε βουλιαζω.
Καποτε ημουν πολύ μικρος μου το χουν πει πολλες φορες.
Μα δεν πειραζει
«Στην υγεια σου»
Μη με φιλας
Μη με αγκαλιαζεις
Μη μου θυμιζεις
Παλι μπροστα απ ένα τζαμακι κοιτω στο δρομο.
Λουλουδια σωρος,κορδελες,σερπατινες.Ξεχνιεμαι κι εγω.Χορευω.Γελαω
Μη μου θυμιζεις
Παλι φευγω.
Παιρνω τα κλειδια και βαζω πρωτη.Δε μ ενδιαφερει αν γινεται χαμος.
Δεν ακουω,παρα τα γραναζια του κιβωτιου να μπλεκονται σε μια ερωτικη βραδια με γιορτινα τραγουδια.
Φευγω με φουρια ,με βιαση,με ιλιγγο.
Σπινιαρω τ αγροτικο,χαχαχαχαχα,νομιζουν πως θελω να κανω καμακι
Οι υαλοκαθαριστηρες δουλευουν τρελα,δεν κυκλοφορει κανενας σωος στον δρομο,τρυπαω την παχνη του καρναβαλιου και διακτινιζομαι χιλιομετρα εξω από τη στρατοσφαιρα,τρεχω ασταματητα
Και σταματω δυο μετρα από το φρεσκο χωμα
Εχουν ξεπλυνει το μαρμαρο σου δακρυα.
Μαζι μ αυτά ξεπλενουν και την ψυχη μου.
Θελω να κουβεντιασουμε λιγο.
Να μου πεις τη γνωμη σου για κατι δουλειες που αφησα στην Αθηνα,για μια κοπελα που γνωρισα στο ταβερνακι,για κατι μηχανοβιους που τσακωνομαι τα πρωινα,θελω να μου μιλησεις
Κοιτα με.
Στεκομαι στην πλατεια του χωριου,ολορθος,μπογιατισμενος με κραγιονια για να σε κανω να γελασεις.
Δε με βλεπεις?
Με λενε αγαπη,με λενε χαρα,με λενε ευτυχια, δε με αναγνωριζεις?
«Εγω ειμαι»
Μου λειπεις ρε καθικι το ξερεις?
Δεν προλαβα ποτε να σου το πω,το ξερεις?
Ναι,ειμαστε μεγαλοι ανθρωποι,αντρες ολακεροι λενε.
Κι εγω πιο αντρας απ ολους με μια πετρα σφηνωμενη στο στερνο,να παραμιλω βραδιατικα σ ένα καμμενο χωραφι,σημαδι στο δερμα της μανας γης.
Ειναι ετσι οι ωριμοι ανθρωποι αραγε?
Ειν ετσι οι δυνατοι κι αντρειωμενοι?
Ποιος ξερει να πει μια αληθεια αποψε το βραδυ?
Κανεις.
Αρνουμαι να φυγω χωρις εσενα
Αρνουμαι
«Κι εγω»

Μόνο εσένα έχω



Ξαπλα πανω στο βουνο σε υψομετρο 10 χιλιαδες μετρα

Εχω παρεα ένα λυκο και μια καφετια αρκουδα,ένα γερακι κι έναν αετο

Ειμαι ένα ψηλο ελατο,δεντρο των χριστουγενων και οι ριζες μου γαντζωνουν σφιχτα την καρδια του συμπαντος

Τρεφονται από τη θαλασσα σου,τον ηλιο σου,το νερο σου και μεγαλωνουν και αγκαλιαζουν τον κοσμο ολο πολύ σφιχτα,πολύ απαλα,πολύ τρυφερα

Σε περιμενω εκει ψηλα να βαλεις τα αστερι της γεννησεως στην κορυφη μου

Να λαμψω και να γινω φαρος αγαπης στην ερημια μου,σηματωρος,πομπος,τελαλης

Να με στολισεις και ν αποθεσεις τα δωρα σου στον κορμο μου

Μονο εσενα εχω

Μονο εσυ μου μιλας

Μονο εσυ με σκεφτεσαι

Και ειναι βαθυ καναλι η μοναξια και των γιορτων η αγαλη

Και τα θηρια των βουνων μιλια δεν εχουν,ουτε λογο

Μονο παρεα κανουνε στα αιωνια τα δεντραει πανω στα ψηλα βουνα,με χιονια και με κρυα

Μονο για σενα νοιαζονται

Μονο για σενα ψαχνουν

Μονο για σενα σκεφτονται νιφαδα του Χειμωνα

Φορωντας γιορτινες στολες και μπαλες και γιρλαντες

Και φωτα και κερια πολλα,πολλες μικρες φωτιτσες

Να στησουν μια μικρη σκηνη,να τραγουδουν,να παιζουν

Να υποδεχτουνε μια χρονια,καινουργια, στη ζωη τους

Να τους γυρεψεις μια φορα,καινουργια,στη ζωη σου

Μόλις είχε σταματήσει η βροχή

Μόλις είχε σταματήσει η βροχή.
Το χώμα άχνιζε ζεστό στο απέραντο χωράφι μπροστά απ΄τη φτωχική καλύβα.
Ζεστό σαν τον κόρφο της γυναίκας του που το χάραμα είχε εγκαταλείψει για ν΄αγναντέψει το θαύμα του Θεού.
Μήνες παρακαλούσε στις προσευχές του να ελεήσει ο μεγαλοδύναμος και γι΄αυτόν λίγο νεράκι που τόσο χρειαζόταν ο σπόρος για να τραφεί και να πιάσει καρπό.
Μήνες ολόκληρους τα πρωϊνά στεκόταν στο πρεβάζι του παραθύρου με τα γαλάζια μάτια ν΄ατενίζουν τον ορίζοντα.
Μήνες ολόκληρους δε σκεφτόταν άλλο παρά το χρέος.
Και να που τώρα μπροστά του το χρώμα είχε ζωντανέψει, τα δέντρα τραγουδούσαν χαρμόσυνα,τα πουλιά κεντούσαν γιρλάντες λουλουδιών πάνω στη στέγη και τα σκυλιά χαρούμενα χαιρετούσαν με λαχτάρα τον ήλιο που ανέτειλε ρωμαλέος ζεσταίνοντας το σύμπαν.
Έτρεξε να ξυπνήσει τη Μαρία.
“Μαρία, βροχή!Μαρία έβρεξε!”
Ένα μελαχροινό κεφάλι σγουρό αναρρίγησε κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού κι ανασηκώθηκε.
Ήταν δύο μάτια δακρυσμένα από συγκίνηση.
Ξαγρυπνισμένα,κόκκινα,βαριά μα λαμπερά.
Για πόσα βράδια δεν είχε το αφτί στο στήθος του άντρα της ακουμπισμένο και προσπαθούσε ν΄ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του, σαν ασυρματιστής μέσα σε θύελλα και ταραχή, να πιάσει ένα σήμα ελπίδας και να το κάνει παντιέρα του σπιτιού της, να κρατηθεί ψηλά.
Για πόσα πρωϊνά τον έβλεπε αμίλητο να τριγυρνά σα λύκος μέσα στο κλουβί του και να σπαράζει απ΄τη χρυσή σκλαβιά της προσμονής.
Και να ρωτά.Και να σιωπά.
Μα η φωνή ακούστηκε καθαρά στ΄αυτιά της.
Ήταν εκεί.
Όρθιος μπροστά της με το χέρι απλωμένο.
Κρατήθηκαν και μονομιάς ανοίξανε την πόρτα να μπει το φως και το νερό και οι οσμές και η ζωή και να πλημμυρίσουν την καλύβα τους με ουσία κοσμική και αγία και αληθινή που να μαγεύσει τα δεινά και να τα κάνει κόκκινες μπάλες χριστουγεννιάτικες πάνω στις μπούκλες της Μαρίας και πάνω στο στήθος του αντρός μετάλλιο χρυσό και φτερό του Ερμή, Απολλώνια ηλιαχτίδα.
Και οι δυό τους να ζωγραφίσουν μουσική, χορό να στήσουν φλογερό, γιορτή να ξεκινήσει ώσπου να δύσει το σώμα του ενός πάνω στου άλλου, όπως την πρώτη φορά αφότου έσμιξαν,σαν τώρα τρία χρόνια.
Πήραν τη λάσπη στα χέρια τους.
Δύο ζευγάρια χέρια, δύο ζευγάρια μάτια, δύο καυτές ανάσες, η Δύση και η Ανατολή, ο Αυγερινός και η Πούλια.
Ο Αντρας και η Μαρία πλάθαν το χώμα και τη στάχτη και χτίζανε και υψώνανε και στεριώνανε γονατιστοί με ζήλο με λατρεία τον κόσμο, τη ζωή, την αγάπη ,το παιδί τους.
Νερό και Χώμα.
Φωτιά.Πηλός.Πνοή.Ανθρωπος.
Αυτή είναι η αλυσίδα της ιστορίας τους, η πάλη της δημιουργίας των αισθήσεων που ψάχνουν μορφή για να υπάρξουν, των ψυχών που θέλουν κορμιά να ζωντανέψουν, να περπατήσουν σ΄αυτό το νοτισμένο χώμα, σ΄ένα χωράφι παραδεισένιο.
Αδαμ και Εύα, εσείς μη λησμονείτε πως η βροχή δεν είναι δώρο, μα δάκρυα και αγώνας και εξορία κι ασκητική και μέλι και ακρίδες σ΄ερήμους και σελήνες και πόνος και προσμονή και έπαθλο μοναδικής κοινής μάχης ψυχής να γίνουν τα δύο κομμάτια ένα, ένα καρβέλι αντίδωρο, σώμα και αίμα, βωμός αγάπης και οίκος Θεού.
Αυτό λοιπόν είναι το Χρέος.
Η έλλειψη, η απώλεια, η ανάγκη.
Για κάποιους ο σκοπός, για άλλους παραμύθι.
Για μένα μια αναζήτηση συνεχής ,ένας σεβντάς ,μία αυτοτελής οντότητα με σάρκα και οστά που βαραίνει πολύ τον κόσμο της αφαίρεσης που ζω, που ανασαίνω χωρίς να βρίσκω οξυγόνο καθαρό, μα πάντοτε μίγματα και συνδυασμούς.
Αυτή είναι κι η ευχή μου προς υμάς, αυτή η επιθυμία μου.
Η δημιουργία

Night Light



Σε κοιταζω οταν κοιμασαι..

ησυχα σα γατακι στη γωνια του..

και κρατω την ανασα μου μη σε ξυπνησω..

και διακοψω τα ονειρα που τρεχουν στο μυαλο σου..

μηπως και ειμαι τυχερος μια νυχτα σαν και τουτη..

και δεις οτι μαζι ξαπλωνουμε σ ετουτο το λουλουδι..

και καποιος αλλος να κρατα τη φλογα της αγαπης..

να μας ζεσταινει ολονυχτις..

νεραϊδα και ιπποτη..

μα τωρα εσυ γλυκεια κι αθωα ομορφια μου..

μη μου σκοτιζεσαι γι αυτα..

εγω θα σε φυλαω..

μεχρι της μερας ζεστασια..

να ρθει να σε ζητησει

Θυμάσαι?

Από τα πράσινα δάση στα βουνά, που μόλις και χαϊδεύουν τα σύννεφα με τις κορυφές τους, ως και τις σμαραγδένιες ακρογιαλιές του Ιονίου, με τις πολύχρωμες βαρκούλες στις μαρίνες, είχες απλώσει το μπαϊράκι σου και διάβαινες καμαρωτός στις ερωτήσαντες και τους χωμάτινους διαύλους της ανάγκης.

Αλάργα στις δεξιές, αλάργα στις αριστερές, μπότες, σπιρούνια, και το δράκο στο ντεπόζιτο να πετάει τις φλόγες του στις παρατεταμένες, ένα δισάκι, με χταπόδια ασφαλισμένο στην ουρά, αντίβαρο θαρρείς, του υψιπετούς εμπρόσθιου τροχού, να διώχνει πιο ψηλά τις μύριες κακές σου σκέψεις, χελιδόνι.

Όταν την πόρτα έκλεινες και σφάλιζες τα μάτια της ψυχής, προτού να ταξιδέψεις, πικρέ, λατρεμένε, πρωτόβγαλτο βλαστάρι ανοιξιάτικο.

Όταν αυτή η βροχή πασπάλιζε χρυσόσκονη, τα μαδημένα σου φτερά, αγαπημένε αρμενιστή, τραγούδι αλυχτισμένο.

Αλάργα στις ανηφόρες και τις κατηφοριές, κράνος και γάντια, κι ένα μυστρί να χτίσεις τα τείχη που γκρέμισε εκείνη, όταν σε πρωτοείδε στο κατώφλι, άγκυρα κι αστρολάβος θαρρείς, του ενός όντος, που με τα λάδια και τα φίλτρα του ξορκίζει το σκουλήκι μακριά, και πιο μακριά απ την κάρδια σου, πρωτόπλαστε.

Όταν ξεπέζεψες από το αστέρι, που χρόνια φώτιζε τον ουρανό της γειτονιάς μας.

Όταν βαφτίστηκες ξανά -τρεις φόρες- μες τα νερά του Μύρτου.

Όταν το ακουστικό μου έπεσε απ το χέρι, και γίνηκε κομμάτια.

Αλάργα, αλάργα λησμονιά, αλάργα θαλασσοταραχή μου, ψυχή αδούλωτη, με ματωμένα χεριά, από τα γκάζια της ζωής, τα χιλιομετρημένα.

Έχω απομείνει μοναχός, σαν πειρατής της στέπας, να τραγουδώ κάθε πρωί προτού να ξεκινήσω.

Αν είχες στρίψει πιο νωρίς?

Αν είχες περιμένει?

Αν έβλεπες τη μάνα σου να κλαίει λυπημένη?

Ορφάνεψαν τα βουνά και τα μπλε συννεφάκια κι αποκαθήλωσε ο νοτιάς το τρύπιο μπαϊράκι, εκείνο που απλωνόταν ως την ακρογιαλιά με τις βαρκούλες, που είχαμε κουρσέψει πριν καιρό, θυμάσαι?

Με θυμάσαι?

Σύννεφα πάνω απ το Θερμαϊκό

Συννεφα πανω απ το Θερμαϊκο...συννεφα που φευγουν,κατρακυλανε προς τα νοτια,ροβολανε θα'λεγε ο παππους μου αν ζουσε...γεια σου παππου,καβαλα πανω στο συννεφο κι εσυ;...Κατι τετοιες θλιμμενες κυριακες ψαχνω να βρω ενα μερος κρυφο να κουρνιασω μακρια απ τον κοσμο και τις κουβεντες...υφεση,καταστολη,μελαγχολια...μετραω 3 πουλια που φευγουν για μερη πιο ζεστα,γεματα ηλιο......Εσωτερικες στιγμες,αυθεντικες,οχι μοιρασμενες,ουτε διχασμενες...μαραμενες,ζαρωμενες,κοιμισμενες...που θελω να ξεφυγω απο κατι αλλα δεν ξερω τι...κι επειδη δεν ξερω καθομαι κι αναρωτιεμαι.....Κι ανασκοπωντας την εβδομαδα που περασε δε βρισκω να κρατησω σημαντικα χαμογελα ουτε γλυκες κουβεντες,μονο κατι γελια αχνα και κουφια και τα μαλωματα της γατας με το σκυλι σε μια αυλη πιο κατω απ τη δικη μου..σταχτες.....Μηνυματα στο κινητο,κουδουνισμα στο σταθερο και ο διαυλος της επικοινωνιας πνιγεται με τα καλωδια των επεκτασεων του...και ολοενα πιο μεσα κρυβεται μια αναρθρη κραυγη που προσπαθει να ενοχλησει την ηρεμια της επερχομενης βροχης.....Βροχη...ναι,βροχη ερχεται...βροχη φερνουν τα συννεφα απ το θερμαϊκο...παραπονα και προσευχες..επιθυμιες που θελουν να ποτισουν το χωμα των αρχοντων και να φυτρωσουν λιγο βασιλικο...λιγο γιασεμακι..να καθαρισει τις ορμες,τα παθη,τις χαρες......Και με ολα αυτα...τι αχαρο φανταζει το διτροχο αλογακι!..δεν εισαι συννεφο εσυ...δεν εισαι σταγονα της βροχης..δεν εισαι φωνη...δεν εισαι αγαπη..χαχαχαχα....αγαπη...τι ανακαλυψη κι αυτη απατηλη..τι ψεμα......Κι αναπολωντας τη φορα που ακουσα κοροϊδια...κι ενα στην πλατη χτυπημα ψευτικο πολυ και κουφιο,θλιβομαι ξανα οπως εκεινη τη φορα και λεγω :Ως ποτε;...Και μ'ολα αυτα λεω ν ανοιξω την ομπρελλα μου και να βγω λιγο να περπατησω...να νοιωσω το χαμο που φερνει η βροχη στα βρωμικα πεζοδρομια της Αχαρνων...να μεινω λιγο μονος......Σαν συννεφο που ροβολαει απο τη μια ακρη της καρδιας στην αλλη...γεματο δακρυα και γελια συναμα......Βρεξε παππουλη...βρεξε...καθαρισε το δρομο μου...νεα βδομαδα ξημερωνει...νεα σαν νεο χελιδονι......σαν λησμονια ...σαν τελος που τελειωνει,σαν λευτερια..

Χωρίς τίτλο

...πηρα βαθια ανασα...η στροφη χιλιομετρα πισω.......χαλαρωνω......ειναι μιση ωρα που δεν ειμαι γω που οδηγαω......καποιος δαιμονας εχει θολωσει το μυαλο μου...ξερω......προσπαθω ν αφησω πισω σκεψεις κι ανησυχιες......ξανα η μοτοσυκλετα οδος της ψυχης...οριο..οριο ψυχης.....την εχω παρατησει...με εχει παρατησει.....κλαψαμε αγκαλια κατω απο ενα εκκλησακι ψηλα,με φοντο την Αθηνα.....και ειπαμε γεια.....μετα γυρισαμε ξανα πισω...και τα σπασαμε...και γιναμε κομματια......σαν τη μηχανη.....ηθελα να γινω θρυψαλα για σενα...για να σου αποδειξω το ποσο σ αγαπω...και διαλυθηκα για σενα και για μενα......και λιγο πριν σβυσω το κερι που τοσα χρονια καιει στο καντηλι μου......ενα χερι με χαστουκισε και μου ειπε ν αγωνιστω να σε κερδισω.....εστω κι αν δεν εισαι συ..στο χρωσταω...θα σε ψαξω.....μιση ωρα τωρα παλευω με το σαζμαν και δεν καρφωνω τις στροφες......κουραστηκε κι αυτη να μ υποφερει..τη βασανιζω.....την αφηνω κατω απ το δεντρο σου και παω με τα ποδια πια.....εκλαψες ποτε για μενα?...αναρωτιεμαι

Αρχόντισσα

Η ώρα είχε πάει ήδη 4.
Στο σαλονάκι με τις παλιομοδίτικες πράσινες ταπετσαρίες ο Λάζος έπαιρνε έναν υπνάκο στο καναπέ.
Εγώ, λουσμένος από τον ιδρώτα, δίπλα στον ανεμιστήρα, σκότωνα τα λεπτά διαβάζοντας ένα αδιάφορο περιοδικό.
Παρασκευή απόγευμα και η Θεσσαλονίκη βράζει.
Δύσκολη μέρα στην οικοδομή, σκασμένο μεροκάματο, δυο κρύες Αμστελ, ένα σουβλάκι, κι ένα ΤΤ ρημάδι με αλυσίδα κρεμμασμένη και δισκόφρενο στραβωμένο από τα έντο!
Το ραντεβού στις 5 στο καφενείο στη Μαρτίου με τα παόκια αφιονισμένα να πίνουν το φραπέ τους βλαστημώντας το κράτος της Αθήνας…κράνος θα έλεγα εγώ, της εξουσίας, χαλύβδινο, ν’αντέχει κατάρες και σιχτήρια και ροπαλιές αγανάκτησης από τη νύφη του Βορρά…Παρκάραμε τα μηχανάκια στη βιτρίνα και πήραμε τους φίλους από το μαγαζι…
Κομμάτια ζωής, στερνές ατάκες, καπνοί και μπάφα, μανιβελιές και βογκητά από τα ξαναμμένα κύλινδρα, πρώτες, δευτέρες, σούζες και φύγαμε,ο Κορινος φαντάζει μακρινός, σαν ήλιος του χειμώνα..
Και μια και δυο, χιλιόμετρα κυλάνε γάργαρα στα διψασμένα μας λαρύγγια, ν’αφήσουμε την εθνική, να βγούμε στ’αντάρτικο του βουνού…
φιδίσιος δρόμος γλυστερός, όλο πρασινάδα και νερά, δεξά-ζερβά, ο Λάζος με το ΤΤ μπροστά να δείχνει το δρόμο…
τί δρόμο να δείξεις ρε πραπρά με λάστιχο βακελίτη, ντριφτάροντας σ’ανηφοριές, διπλώνοντας στις κατηφοριές, και το βουνό, θεριό, απλώνει την πλαγιά του..
Μια στάση σε μια πηγή κι ένα εκκλησάκι και γρήγορα ξανά…αρχίζει να σουρουπώνει…και πάμε κι ανεβαίνουμε...
δεξιές, αριστερές, κλειστές, ανοιχτές, και τα φωσάκια τ΄ ουρανού αρχιζουν να ξεμυτίζουν…πού πάμε Λάζο?...
Υπομονή…
Και ξάφνου πίσω απ' την πλαγιά έτσι όπως κατεβαίνει η στράτα, το θαύμα της Ανατολής μπροστά μου ξεπροβάλλει, φωτεινό κι αστραφτερό σα κόσμημα αστρικό, σα κοσμικό διαμάντι, ένα χωριό, μια φωτιά, μια λάμψη, μια ανάσα, κι από πάνω του ένα μισό φεγγάρι γιορτινό, μια ημισέληνος, σα της Αγιάς Σοφιάς το γιορντάνι, κι ο Θεός ζωγράφιζε μαβιά, μπλαβιά, με το χρυσό πινέλο, σύννεφα, ανθρώπους, ζωντανά, μια εκπληκτική εικόνα, βγαλμένη από τα παραμύθια ρε παιδιά, τις χίλιες και μια νύχτες, και μπουσουλώντας σιωπηλά φτάσαμε στη πλατεία…
Κόσμος πολύς, βοή, κι ένα τρανό πλατάνι.
Τί να' χουνε δει τα μάτια του αναρωτιέμαι!
Τί κόσμο φιλοξένησαν τα πράσινα κλαριά του…
στο κέντρο του χωριού λοιπόν μες την πλατεία στεκότανε του Λάζαρου το σπίτι…
Μας υποδέχτηκε η μάνα του και μας κάθησε στο μπαλκόνι.
Τσίπουρο και τυρί, καφέ και παξιμάδι.
Ψιλή κουβέντα ήθελε.
Γάμου ετοιμασίες και γιορτή να' χει φουντώσει στο ξύρισμα του γαμπρού.
Γέλια, χαρές, φαϊ,πιοτό κι ωραίες αναμνήσεις.
Δροσιά πολλή, ευγενική ατμόσφαιρα, ευλογημένη…
Εκεί πιο πέρα, απόμερα, μια μαυροφορεμένη φιγούρα, σκυφτή θαρρείς, μας μέτραγε έναν-έναν.
Δυο μάτια γαλανά, ξεφτισμένα σαν γαλανόλευκη του ’20 που κυματίζει ακόμα, δυο μάτια κοφτερά, μα πιο γλυκά από μέλι, καθόταν η γιαγιά, η αφέντισσα, η πατρωνα…
Γυναίκα αληθινή, ζωή σα παραμύθι…
τ’άσπρα μαλλιά και ο μποξάς, στεφάνι, κλάδος ελιάς του αγωνιστή που κέρδισε τον δρόμο, προσφυγοπούλα και Σμυρνιά, βάλε πριν πόσα χρόνια…
Σε τούτο το μπαλκόνι αυτή η γιαγιά της πλατείας, είδε χαρές και λύπες να περνούν κάτω από το πλατάνι,να διαφεντεύονται ζωές, του χρόνου οι ημέρες, κι αυτή να στέκεται εκεί αγέρωχη σα βράχος, ακλόνητος και στιβαρός, κομμάτι της ιστορίας, λιθάρι αναπόσπαστο του τόπου αυτού, για πάντα ριζωμένο…
-Θέλεις γλυκο?-με ρωτησε
-Θέλω-
Κάτσε κάτω
Και με το βήμα το ασταθές, τα ροζιασμένα χέρια, αργές κινήσεις, λυγερές, σα νιόπαντρο κορίτσι, ένα πιατάκι με γλυκό, ένα ποτήρι με νερό, το ακριβό της δώρο.
Γύρισα απ' την άλλη μή με δει, γομάρι ολόκληρο να κλαίει, μια ζωή απλωμένη σε μια πλατεία ενός χωριού, μια βάρκα σ' ακρογιάλι απαγγιο, χαμηλό, να σιγομουρμουράει, τραγούδι, λόγια αρχοντικά, με τη φωνή σπασμένη απ' τα χρυσά της γηρατειά, με σεβασμό, με αγάπη…
Λύγισα, κι υποκλίθηκα, σεμνά, σηκώθηκα να φύγω….
η νύχτα με περίμενε να την ξανανταμώσω, μια διαδρομή κι αυτή, φαρδιά, στενή, μακριά πολύ, δρόμοι, σοκάκια, κροκάλες, ισιάδια και στροφές, ζωής τερτίπια και γιορτές…συναπαντήματα.
Και στο μπαλκόνι της εκεί ψηλά, η αρχόντισσα κοιτάζει και στέκει ψηλή, ψηλή σαν Όλυμπος, σα Γκιώνα, με τα απλωμένα χέρια της να δίνουν ευχή, να χαιρετούν και να φιλούν και να ξεπροβοδίζουν…
-Γειά σου γιαγιά - να' σαι καλά!
-Καλό δρόμο αγόρι μου να' χεις...
Μίζα, γκαζιά και φεύγω για την επιστροφή στη ξαναμμένη Αθήνα…
Συγκινημένος, διαφορετικός, μα με καρδιά γεμάτη…
γεμάτη κατάνυξη κι αγάπη παλιάς Ελλάδας και βουνού, σεβαστικιάς και τρυφερής γυναίκας το τραγούδι…
τραγούδι αληθινό, αρχοντικό, βγαλμένο από τα βάθη της Ανατολιάς, που το' ριξε η μοίρα του σε τούτη τη πλατεία..σε τούτη τη μεριά της γης να στέκει αγαπημένο.
Και η κάθοδός μου γίνηκε γλυκειά πολύ ανάσα, λες κι όλες οι ευχές του σύμπαντος με σπρώχνανε να τρέξω, πιο γρήγορα, αέρινα, σα σύννεφο πετούσα!
Οι ρόδες δεν πατούσανε στην άσφαλτο, στο χώμα..μα ήμουν ήρεμος πολύ, κι όλο χαμογελούσα..
Να' χεις υγειά - καλή καρδιά, αρχόντισσα γυναίκα…-

Tuesday, October 30, 2007

Ο έρωτας των 18 χρόνων, ο πρώτος έρωτας (Το κείμενο της Κλαίρης)



Σήμερα το πρωί, όπως κλασσικά ερχόμουν οδηγώντας στο γραφείο, κι όπως κλασσικά είχα ψυχολογία Schumacher και στα νύχια για μανούρα, σχεδόν κόντεψα να πατήσω έναν… Bart!!!! Αντί να τον προσπεράσω, έκοψα και πήγαινα σιγά – σιγά από πίσω του (η αλήθεια είναι ότι ψιλο-αγχώθηκε ο κυριούλης που τον οδηγούσε) και με πλημμύρισαν χιλιάδες αναμνήσεις.

Ο Bart ήταν το πρώτο μηχανάκι μου. Τι μάρκα, δεν θυμάμαι, δεν ξέρω, για την ακρίβεια δεν κατάλαβα ποτέ. Για μένα ήταν ο Bart!!! Δίχρονος, με συμπλέκτη, με λάδι στη βενζίνη και πολλά κιλά μπόχα από την εξάτμιση. Η πρώτη – πρώτη μου αγάπη, το καλοκαίρι εκείνο των 18 χρόνων. Σπάνια δικάβαλο! Από τρικάβαλο μέχρι τετρακάβαλο (όταν υφίστατο… ανάγκη μετακίνησης πληθυσμού). Κι εκείνο, το πρώτο καλοκαίρι της γνωριμίας μας, που είχαμε τον ενθουσιασμό του σφοδρού έρωτα μας, τον είχα πείσει ότι είναι κάτι μεταξύ Enduro και Jeep και αυτός δεν με απογοήτευσε ποτέ.

Το standard του ήταν το τρικάβαλο. Εγώ και οι δύο κολλητές μου. Ξυπνούσα το πρωί, του έλεγα δύο γλυκόλογα και ξεκινούσαμε. Ανεβαίναμε όλες πάνω, μπροστά στα πόδια μου στριμώχναμε σάκους με πετσέτες, αντηλιακά, ραδιοφωνάκι, ρακέτες, ψυγειάκι, τσιμπιδάκια, περιοδικά, βιβλία κτλ κτλ κτλ. Η τρίτη και τελευταία κατά σειρά φορούσε στην πλάτη έναν σάκο με ψάθες, άλλες πετσέτες, άλλα αντηλιακά κτλ, κτλ, κτλ. Στο πλάι, κατά μήκος μας, η μεσαία κρατούσε την ομπρέλα θαλάσσης! Και βουρ στις θάλασσες!!! Το θράσος μας δε ήταν τέτοιο, που περνούσαμε από την πλατεία (για να εφοδιαστούμε τσιγάρα, αναψυκτικά, νερά και τα σχετικά αναλώσιμα) και αν μας… κράζανε (σούργελο με ρόδες), επειδή ακριβώς αναπτύσσαμε… ιλιγγιώδεις ταχύτητες (της τάξεως των 20 χλμ), σταματάγαμε επιτόπου και κάναμε μανούρα (γλώσσα ροδάνι και οι τρεις). Και μετά ικανοποιημένες ξεκινούσαμε προς τις παραλίες τραγουδώντας (έξω φωνή κιόλας οι κακοφωνίξ) «Το σαραβαλάκι μου πόσο τ' αγαπάω!!! Στις ανηφοριές μουγκρίζει, στις κατηφοριές ρολάρει! Κι όταν βρει τον ίσιο δρόμο, περπατάει και γουργουρίζει!» (δεν το πιστεύω ότι το θυμάμαι!)

Ένα μεσημέρι είχαμε κανονίσει με τους αγαπημένους μας να πάμε όλοι μαζί για μπάνιο και μετά να συμφάγουμε στο σπίτι μου (οι γονείς μου έλειπαν στο χωριό). Οι γκόμενοι, μας έστησαν! Και οι τρεις!!! Τρελά νεύρα!!! Γυρίσαμε σπίτι και για να εκτονωθούμε, πήραμε από ένα κομμάτι χαρτί και σκιτσάραμε έκαστη τους αγαπημένους μας, σε όχι και τόσο.. ευπρεπή κατάσταση (είχαμε πολύ… ξεβράκωτη φαντασία, τι να πω!) και ευτυχισμένες και ικανοποιημένες από το κράξιμο και σουργέλιασμα που τους ρίξαμε πήραμε τον Bart και πήγαμε για μπύρες! Όταν επιστρέψαμε αργά το βράδυ κουρούμπελα, βρήκαμε τους γονείς μου στο σπίτι (επέστρεψαν εκτάκτως) και τον μπαμπά μου με ψιλογυαλισμένο μάτι (εχμ.. αυτός τις βρήκε πρώτος τις… ζωγραφιές μας).

Το θεϊκότερο όλων ήταν τα βράδια, που ετοιμαζόμασταν, στολιζόμασταν, βαφόμασταν, φτιάχναμε μαλλί και παίρναμε δρόμο. Και πάντα φτάναμε με ένα κολλημένο χαμόγελο (από το κρύο), μουτζούρα τα μάτια (από το κλάμα) και μαλλί όρθιο (από τον αέρα)!

Απίστευτες, ατελείωτες, νοσταλγικές ιστορίες από εκείνο το καλοκαίρι των 18 χρόνων παρέα πάντα με τον πρώτο μου έρωτα. Τον Bart!

Τώρα ο Bart βρίσκεται θαμμένος στα… θεμέλια του σπιτιού μου! Δεν άντεξε η καρδιά μου να τον πετάξω στα παλιοσίδερα. Τους πρώτους έρωτες εξάλλου δεν τους πετάς!

Friday, October 26, 2007

Οταν το ποδοσφαιρο ηταν παιχνιδι για παιδια

Θυμαμαι εκεινα τα καλοκαιρια στο Διμηνιο,παρεα με τους φιλους μου
παιζαμε μπαλα ολη μερα

η αντιπαλη ομαδα ειχε ενα παιδι,απο μια οικογενεια βραζιλιανων που ζουσαν μονιμα στο χωριο
στα παιδικα μου ματια φανταζε ενας ηρωας,οπως ειναι τωρα ο ριβαλντο,εκανε κατι τριπλες φανταστικες

Ηταν παραμονες του Μουντιαλ του 82 και το γηπεδακι πισω απο μια αυλη ηταν γεματο αλαφιασμενα πιτσιρικια με ζητα ελλας παπουτσια και οσα ημασταν τυχερα ειχαμε παπουτσια με καρφια
εγω ειχα κιτρινα μαυρα,γιατι μου τα χε παρει ο παππους μου που ηταν αεκτσης
τερμα δεν καθομουνα ποτε γιατι ειχα αγχος μη φαω γκολ κατω απο τα ποδια

ειχε σηκωθει πολυ ψηλα η σκονη,ειχε ζεστη και ημασταν ολοι καταιδρωμενοι

αν ομως δεν επεφτε ο ηλιος,το δικο μας μουντιαλ δεν τελειωνε μεχρι να φτασουμε στα πεναλτι και να τελειωσει εκει η διαδικασια,και η κερδισμενη ομαδα να φαει παγωτα

τι αγωνια,τι ομορφια,τι ρομαντζο
τι ομορφο πραγμα το ποδοσφαιρο

εμεις ημασταν ενα ματσο πιτσιρικια σ ενα ξερο γηπεδακι διπλα σε κατι καλαμιες, την ιδια στιγμη στις φαβελες της βραζιλιας ενα αλλο ματσο πιτσιρικακια επαιζε με τενεκεδακια και στα σοκακια της Τουλουζης μια πολυεθνικη ομαδα τσακωνονταν για ενα οφσαιντ

το βραδυ ολοι οι αστερες περνουσαν μπροστα απο την τηλεοραση,εκεινη την παλια με το καμπυλωτο τζαμι
και καθομασταν ολα μαζι με τις βρωμικες φανελιτσες μας,διπλα στους μεγαλους που κοιτουσαν σοβαροι κι αμηχανοι

εκεινη τη χρονια με πηρε ο θειος μου πρωτη φορα στο καραισκακη
το παλιο καραισκακη με τα τσιμεντα
με το φελιζολ σε κομματια και τον εθνικαρα να φωναζει στο τοπικο ντερμπι ολυμπιακος-εθνικος

πρωτη φορα,ακουσα τοσο βρισιδι στη ζωη μου
ο θειος μου εκλεινε τ αυτια να μην χαλασω την καρδια μου

ομως η μαγεια ηταν εκει

απο την αυλη και τον βραζιλιανο φιλο μου,απο το μουντιαλ του 82 και του 86 πιο μετα με το ανθρωπακι που φορουσε το πρασινο σομπρερο
απο τα πανινι τα αυτοκολλητα και τα χαρτακια

ολο το παιδικο μου συμπαν ηταν στο χορταρι αναμεσα στα δυο τερματα,παρεα με πασατεμπο και πορτοκαλαδα με ανθρακικο

δεν ξερω ποσο αγνα ηταν τα πραγματα τοτε,δε θυμαμαι

ομως εξαιτιας ενος φιλου,που μου εφερε αναμνησεις πριν λιγο,απο παιχτες και ομαδες,και εποχες θρυλικες,συγκινηθηκα παρα πολυ

και θελησα να το μοιραστω μαζι σας

ξερετε....ακομα παιζω με τενεκεδακια... στο δρομο

κι ακομα,εστω κι αν η ομαδα μου με πληγωνει,οταν περναω εξω απο τα τσιμεντα,με διαπερναει ενα ριγος

"εμπαινε φονια"

καπου βαθια μεσα μου ελπιζω,
οτι θα ερθει η εποχη που θα ξανασυναντησω εκεινον τον πιτσιρικα...
και θα του κλεινω τ αυτια να μην ακουει τις καφριλες,
καπου,καποτε...
θα συναντησω τον πιτσιρικα
και ισως παιξουμε μπαλα μαζι,
οπως τοτε

Tuesday, October 23, 2007

A paris

Ξυπνησες νωριτερα απο μενα.
Καταλαβα οτι σηκωθηκες,οταν επαψα να αισθανομαι το δερμα σου πανω στο δικο μου δερμα.
Τη ζεστασια,που ολη νυχτα κρατουσα σφιχτα μεσα μου.Να μην κρυωσω.
Μισανοιξα τα ματια,και σε ειδα να στεκεσαι μπροστα στο παραθυρο του δωματιου,ολογυμνη.
Μολις ειχες τραβηξει την κουρτινα και κοιτουσες εξω.Εβρεχε.
Και η καταχνια του χειμωνα ειχε κανει το σχεδιο της στο τζαμι,κι εσυ στριμωχνοντας το προσωπο σου αναμεσα στην κουρτινα και το χνωτο σου,την ανασα σου,προσπαθουσες να διακρινεις,το βαπορετο που διεσχιζε τον Σηκουανα,οπως καθε πρωι,την ιδια ωρα.
Δε μιλησα.Δεν θελησα.
Ηταν τοσο ομορφη η εικονα σου,ετσι οπως το μισοφως του γκριζου πρωϊνου χυνοταν πανω στους ωμους κ τα μαλλια σου.
Θα λεγε καποιος,οτι περιμενες καποιον γλυπτη να σκαλισει τη φιγουρα σου για παντα,σ ενα κομματι πετρα,σ ενα κομματι πηλο,και να σε ονομασει την κοιμωμένη-ξυπνητή νύφη του ποταμού.Του δωμάτιου.Της πόλης του έρωτα.
"Εφη,καλημερα"
Γυρισες ξαφνικα,και απο ντροπη,τυλιχτηκες με το σεντονι,να μη σε δω αφροντιστη.ετρεξες στο μπανιο,κι εγω ανασηκωθηκα,στην ακρη του στρωματος,λιγο να συνελθω,να ετοιμαστω.
Ειχαμε σχεδια για εκεινη την ημερα.
Δεν προλαβα να σκεφτω κατι αλλο,και με φιλησες δυνατα μ ενα πλατυ χαμογελο.
Στα χειλη.
Ποσο μ αρεσει το χαμογελο σου.Ειναι γιορτινο.Ειναι ζωντανο.Ειναι μια υποσχεση,οτι ολα θα πανε καλα,και σημερα.
Ντυθηκαμε γρηγορα,βιαστικα,λες και μας κυνηγουσαν υποχρεωσεις.
Ομως ολα αυτα,δεν ηταν,παρα η αγωνια μας,να δουμε οσο περισσοτερα πραγματα μπορουσαμε.
Να ζησουμε μεσα στ ονειρο μας,ώρες πολλες,στιγμες εντονες,χαμενοι -πιασμενοι χερι με χερι- στα στενα πετρινα σοκακια του παλιου Σεν ζερμαιν αν λε,του τροκαντερο,πανω ψηλα,στο περιστροφικο καφε του πυργου του Αιφελ,στις αρχαιοτητες του λουβρου,στην πολυτελεια των Υλισιων πεδιων κ των παλατιων του Λουδοβικου.
Εγυρες το μπερε που φορουσες στο κεφαλι,στον ωμο μου.
Μου εσφιξες το χερι με τα καφε σουετ γαντια σου.
Ο καφες ηταν στο τραπεζι,ενα μικρο σιελ στρογγυλο τραπεζι,μπροστα απο μια μεγαλη βιτρινα,στο πιο παλιο μπιστρο του κεντρου.Ησουν ευτυχισμενη.
Με κοιταξες και μου το είπες χωρις ν αρθρωσεις λεξη.
Ηπια μια γουλια καφε,σηκωθηκα να τηλεφωνησω,χρησιμοποιωντας ενα κερμα.
Στην αλλη ακρη του συρματος,μια γνωστη φωνη με γυρισε πισω.Με ταρακουνησε.Αφησα το ακουστικο να πεσει.Επρεπε να φυγω,ηταν αργα.
Σκεφτηκα οτι θα καταλαβαινες,και μετα σκεφτηκα οτι δεν σου αξιζε κατι τετοιο.
Και μετα,ανοιγοντας την πορτα του μπιστρο,σταματησα ενα ταξι,μαζεψα τα πραγματα μου,κι εφυγα για παντα απ τη ζωη σου.
Και εισαι εκει,ακομα,στο Παρισι,να περιμενεις,σ ενα παλιο μπιστρο,με τα καφε σουετ γαντια σου,το βλεμμα της Πηνελοπης κι ενα ζεστο καφε ν αχνιζει στην πορσελανη,να ταξιδεψουμε,στον επομενο σταθμο της ζωης μας.
Στο αγνωστο.
"Εφη καλημερα".
Σταματησε να βρεχει.

Thursday, October 11, 2007

Επίδαυρος

Συζητούσαμε στο λιμανάκι της Επιδαύρου με τους φίλους , παρέα μ έναν καφέ κι ένα.τσιγάρο.
Κουβέντα για άντρες και μοτοσυκλέτες, φιλοσοφίες κι αμπέλια,στιγμές σαν αποστάγματα, άλλες δυνατές και καθαρές σαν τσίπουρο πρώιμο, κι άλλες σαν αγιορείτικα θολά κρασιά, μια ηλιόλουστη και λαμπερή μερα.
Μαγευτική, σα ζωντανή, ανάμνηση μίας ωρίτσας,εκεί, κάτω, μπροστά στο αγνάντι των κυματισμών της γυναίκας-θάλασσας, που φλέρταρε, με τα μπουρινάκια του μπαρμπα Ποσειδώνα, του πορθητή της καρδιάς της.

Στρίβουμε όλοι μαζί, νοερά ο ένας πίσω απο τον άλλον.
Δίνει ο πρώτος το ρυθμό κρατώντας τη μπαγκέτα του μαέστρου, σαν άλλος Φον Κάραγιαν, σαν χορευτής απο τη λίμνη των κύκνων, αργά, αργόσυρτα.
Ξετυλίγεται πίσω μας το φίδι της Επιδαύρου, φίδι χοντρό του δάσους και της ομίχλης, μια διαδρομή μυστηριακή, που καταλήγει στα μυστικά του αρχαίου θεάτρου της, μιά ανάβαση, μετά κατάβαση, χιλιάδες αισθήσεις - διακυμάνσεις, φόβος και ηδονή, χορός κι ευχή, του ταυρομάχου.
Πλαγιάζουμε σαν μια αρμάτα πολεμικών τριήρων, που χτύπησε απ’ τα δεξιά η φουσκοθαλασσιά, κι αναρρόφησε η παλίρροια, απο τ’αριστερά.
Φρενάρουμε, γκαζώνουμε, είμαστε ζωντανοί, αναπνέουμε, έχουμε τα μάτια ανοιχτά κι αποτυπώνουμε κάθε μέτρο απο το δρόμο της ζωής μας, έχοντας αρπάξει την ίδια χρυσή κλωστή, απ το ίδιο παράλληλο σύμπαν, γλυστράμε γλυκά δεμένοι πάνω της, στο πεπρωμένο μας.

Είναι ιερή η συγκέντρωση του σαμουράι όταν αδράξει το σπαθί του.
Είναι έξω απο το υλικό του σώμα, ψηλά, και αφουγκράζεται το χώρο και το χρόνο, πρωτού χτυπήσει.
Καρέ καρέ, μέτρο στο μέτρο, η διαδρομή, ο παράξενος τόπος προσκυνήματος των Αθηναίων εφίππων, γίνεται πολεμική τέχνη, γίνεται πειθαρχία,γίνεται ζεν,γίνεται τροχός, η ίδια.
Κυλά, σαν το ποτάμι που ξέρει τη ρότα του, απο ένστικτο, πρωτού χυθεί ορμητικό στη θάλασσα, κι εμείς, ταξιδιώτες, δεμένοι στο κατάρτι του Οδυσσέα, μαγεμένοι απο το τραγούδι της ασφάλτινης σειρήνας, κουμαντάρουμε τις στιγμές, που η οδήγηση γίνεται διαύγεια , ανάταση κι εξιλέωση, και χαμόγελο ικανοποίησης μετά απο τη νίκη της ισορροπίας.


Δεν είναι μόνο τεχνική, να λές οτι κινείσαι, οτι οδηγάς μοτοσυκλέτα.
Είναι περισσότερο μια ψυχική διεργασία, μια αναζήτηση.
Μια απόπειρα, το φυσικό φαινόμενο, οι νόμοι της φυσικής, να γίνουν δική σου αρμονία.
Τα μέσα σου να γίνουν ταυτόσημη έννοια με τα γύρω σου ,και τα μάτια, η όραση, ν’ ανοίγουν το δρόμο της γνώσης και του σκοπού.
Να βλέπεις, σημαίνει να διεισδύεις, να μπαίνεις βαθιά στα πράγματα.
Να τρυπάς την ησυχία του δάσους με δικύλινδρες πιστονιές και γιαπωνέζικα κατάνα, να γίνεσαι ο ίδιος πρωταγωνιστής στ’ αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, και να ποιείς ένα ρυθμό συνεχή,μία ροή, μιά λειτουργία μοναδική, κατάνυξης.
Αλλα και να τα σταματάς, να χαλιναγωγείς, αυτά τα μέσα σου, είναι σπουδαίο πράγμα, και να καταλαγιάζεις, και να δένεις στο λιμάνι, νά, εκεί κάτω.
Αυτό που φαίνεται, απ’ το παράθυρο που κοιτάνε οι δερματοφορεμένοι, αποκαμωμένοι, ριγμένοι στα ψάθινα καθίσματα.
Αυτοί, που εκεί αναζητούν ντόκο ελεύθερο, για ν αποθέσουν τις ψυχές τους στη σίγουρη αγκαλιά του.
Αυτοί, άντρες μοναχοί, που καβαλάνε του εξορκιστή πόνου τα όργανα.
Πονάνε οταν οδηγούν, οδηγούν όταν πονάνε, σέρνουν τις ζωές τους τις φορτωμένες αγώνα και υποχρέωση κι αγωνιούν να φτάσουν, εκεί κάτω, στο λιμανάκι της Επιδαύρου,στο τέρμα της διαδρομής τους, στη συνείδηση, στη λύτρωση τους.
Κι αναρωτιόνται, φωναχτά, πότε θα φτάσουν.
Και πόσα λίτρα βενζίνη –και πόση ψυχή- θα χρειαστούν, μέχρι το τέλος.


Ν αφήσω τη λιακάδα να με νανουρίσει?
Να ζαλιστώ και να γελάσω ανέμελα με τους ανθρώπους, παρέα μ έναν καφέ κι ένα.τσιγάρο, μια μέρα ηλιόλουστη στο λιμανάκι της γαλήνης?

Δεν ξέρω, τα κλείνω και φεύγω.

Αύριο μέρα είναι και θα ξαναρωτήσω.

Καληνύχτα.

Friday, October 5, 2007

Χαγιαμπούσα

αυτο το μηχανακι μου προκαλει ενα δεος.
απο τοτε που πρωτοβγηκε μου το προκαλουσε.
εχω μια αισθηση,ενος πιτσιρικα,που ανοιγει το στομα μπροστα σ εναν παιδικο του ηρωα,που βγαινει απο τις σελιδες του περιοδικου,και ξαφνικα του απλωνει το χερι για να γνωριστουν,να κανουν παρεα.
δεν εχω ποτε διανοηθει,οτι μπορουν τοσα αλογα,175 νομιζω,να χαλιναγωγηθουν,η εστω,να μπουν στην ασφαλτο,απο τα δικα μου χερια.
δεν ξερω,δεν εχω δοκιμασει,αυτο το δεος παντοτε μ εμποδιζε να ζητησω βολτα απο καποιον φιλο,καποιο γνωστο.ουτε και ξερω,αν τοσο γκαζι χωραει στο δικο μου το μυαλο.
χτες βραδυ,βρεθηκα στην αττικη οδο να χαζευω την πισω ροδα,ενος χαγια,κοκκινου μεταλλικου,κεραμιδι σχεδον ειναι το χρωμα,κεραμιδι κ μαυρο,γυαλιστερο,με κατι πλακες θηριωδεις,το γνωστο μακρουλο μουτρο,την καμπυλωτη ουρα,το καλογυμνασμενο μυωδες κορμι κ το σφυριγμα απο τις εξατμισεις,την ωρα που η ροπη παραμορφωνε το πισω λαστιχο,εκτοξευοντας μπροστα τον αγριεμενο αναβατη.
ΚΑΥΛΩΣΑ.
κι οταν εγω καυλωνω παει να πει το εξης: ειτε οτι εχω φτασει καπου κ πρεπει να παω στο επομενο etap,ειτε οτι εχω κολλησει στα σκατα κ χριεαζομαι ενα χαστουκι να ξεκολλησω.
δεν εχω απαντηση,ουτε κ θα την ψαξω εδω μεσα,ειναι ακομα πολυ νωρις,καφε δεν ηπια,τσιγαρο δεν καπνιζω,και το ουισκυ ειναι πιο χρησιμο τα κρυα βραδια,παρα τα κρυα πρωινα..
μ αρεσει πολυ το χαγιαμπουσα.η γιαχαμπουσα.η χαγιαμπουρδα που λεει ενας φιλος μου.ειναι μια παντελως αχρηστη μοτοσυκλετα για οτιδηποτε αλλο,εκτος του προφανους.
να εξυπηρετει το σκοπο,μιας μνημειωδους αποδοσης κ αδρελινοπαραγωγου,υπερμοτοσυκλετας,που με το καλημερα σας ξεφτιλιζει λαστιχα και τσαμπουκαδες,μακραινει χερια,και προκαλει ρευσεις στα αγορακια που καρυδωνουν το δεξι γκριπ στους ανοιχτους δρομους.
με λιγα λογια ειναι ενα μηχανακι για "παιδια".
και επειδη ειναι ενα μηχανακι για ανωριμους και ανεγκεφαλους βαρεμενους τυπους που περνούν τη μερα τους μπροστα σ ενα πισι,πισω απο ενα γραφειο,σαν κι εμενα δηλαδη,οποτε το συναντω,του κλεινω στα κρυφτα το ματι,και το καλοπιανω.
το καλοπιανω και το κανακευω,για να μην κανω την αποκοτια,και μπω σε κανα μαγαζι κ παρω κανενα,ετσι αβασανιστα,οπως συνηθιζω,ετσι επειδη γουσταρω ρε αδερφε,να "δω" τι κανει αυτη η χαμηλη και μακρια διτροχη ζαργανα,τα βραδια στην αττικη οδο,τα πρωινα στην τριπολεως και τα μεσημερια στην αθηνων λαμιας,στα ρυζογαλα του Μπέσα - μπέσα.
γιατι η μοτοσυκλετα ειναι ενα παραμυθι,σαν αυτο που σκαρωνω τωρα,ενας μυθος,μια καραμελα που πιπιλας ολημερις γιανα ξεχνιεσαι,και μια γροθια στο στομαχι,οταν ξαμολιεσαι παραζαλισμενος στους δρομους του κοσμου,περνας ξυστα απ τους καθρεφτες -τις ζωες μωρε- των αλλων,κι οταν εσυ,κατεβαζεις μια ταχυτητα,κι αφηνεις μαζι με λαστιχο,κατω στη μαυρη ασφαλτο,τα κριματα σου,τις μαλακιες σου,τα σφαλματα και τις μετανοιες σου,τις υποσχεσεις και τα "θα" σου,την επομενη-γιατρεσσα- μερα,που θα ξορκισει τον πονο που κουβαλας στη σελα σου,σημερα.
κι αν μου/σου χρειαζεται μια "δοση" απο χαγιαμπουσα,να κουνηθουν τα μυαλα,να γινουν μυλος,να ξεμπερδεψουμε τα μπλεγμενα μας,να δουμε μπροστα,και να μας αφησει τα σημαδια του ο αερας στο προσωπο κ τα ρoυθουνια,εκει στα 300 χαω,ειναι γιατι επιλεξαμε,να ζουμε στα κλουβια,σκυμμενοι,γονατιστοι,συμβιβασμενοι,ενδοτικοι,διπλωματες,μπιζνεσμεν,με τα παπαρια μας διπλωμενα προσεκτικα μεσα στα καλοραμμενα μεταξωτα φιρματα σωβρακα μας.
και οταν κοιταμε τον αετο,να ντρεπομαστε που με 1300 κυβικα,βαζει κατω τα δικα μας τα πολλα,τα βαρια κι ασηκωτα,τα κυβικα του εαυτου μας,που μοιαζει με μολυβενια μπαλα,σαν αυτη που χουν στα κατεργα οι νταλτον κι ο ραν-ταν-πλαν.
χρειαζομαι κατι τετοιο?σιγουρα θα το κανω?αποκλειεται?
προτιμω να αφουγκραζομαι το μυθο που "παιζει" στην οθονη του μυαλου μου,και να λυγιζω τα τιμονια της κυριας μου,δηθεν αδιαφορα -μη με πεταξει απο τη σελα της απο τη ζηλια,καποιες φορες που μια χαγιαμπουσα κωλιαζει,και χαιρετα με τον τροπο της το μπανιστηρι,το γδυσιμο,το προστυχο βλεμμα μου,που την αγγιζει,σε καθε καμπυλη της,σε καθε γωνιά της.
προτιμω να ονειρευομαι οτι,ειμαι καβαλα της,και ταξιδευουμε.
για παντα.
και οτι καθε φορα που την καβαλαω,ειναι μια καινουργια "πρωτη" φορα.
και αυτες οι φορες δεν φθειρονται απο συνηθεια.
ουτε απο το χρονο.ουτε απο τις ευρωπαϊκες νομοθεσιες.
μπροστα σου υποκλινομαι,μεγαλη σουζουκομάνα.
καλες περιπλανησεις,μεσα στη σιδερενια αγκαλια σου.
εχε γεια

Tuesday, September 11, 2007

Η πρώτη βροχή της άνοιξης

Κάποτε μου είχε πεί η μάνα μου, πως όταν γεννιέται ένα παιδί,οι μοίρες μαζεύονται γύρω από την κούνια του και το ραίνουν με τις ευχές και με τα λόγια τους.
Σαν κάτι τέτοιο να ονειρευόμουν χτές το βράδυ,και μισανοίγοντας τα μάτια υπο τους ήχους του πρωινού μουσικού ξυπνητηριού, σηκώθηκα –περιέργως- με καλή διάθεση.Μάλλον κάτι καλό θα λέγανε για μένα,σκέφτηκα.Η να το πώ καλύτερα, κάτι τέτοιο ευχόμουν βαθιά μέσα μου, προσπαθώντας να γαντζωθώ απ’ την πετσέτα και να σφουγγίξω το προσωπο μου από τα νερά.
Άσε το μηχανάκι σήμερα, βρέχει πολύ.
Ακροβατώντας ανάμεσα από σακούλες σκουπιδιών και μαλλιαρά σκυλάκια,βγήκα στη δημοσιά να πάρω το τρένο, δεν είναι δα και τόση απόσταση.Κι άρχισα να βηματίζω γοργά χωρίς να δίνω σημασία, στη μέση του δρόμου.Κατάλαβα πως ήμουν μόνο εγώ εκεί.Και δίπλα μου κυλούσε το ποταμάκι της βροχής.Κοίταξα κι είδα ένα χάρτινο καραβάκι να επιπλέει.Κάποιο παιδι από το σταθμό λιγο πιο πάνω το ειχε φτιάξει και το αμόλησε να ταξιδέψει φαίνεται.
Πιάστηκα από την κουπαστή του με αγωνία να μην το χάσω και μπάρκαρα κι εγώ.Κι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε παρέα, παλατζάροντας δεξιά κι αριστερά, κάνοντας σβούρες, πέφτοντας στις δίνες του ποταμού, αποφεύγοντας γόπες και χαρτάκια, και βιαστικούς περαστικούς που σηκώνανε τεράστια κύματα και θέλανε να μας πνίξουν.
Κατηφορίζαμε πάνω στην πρώτη ανοιξιάτικη βροχή.
Και τα χαντάκια και τα πεζοδρόμια και τα πεζούλια και τα ντουβάρια και το ντεκόρ του γνώριμου δρομου, είχαν ανθίσει όλα μονομιάς, και είχαν γίνει ένα μεγάλο περιβολι με πανσέδες και ήλιους και κίτρινα φωτεινά λουλούδια, και τα ζουζούνια της φύσης είχανε στήσει μια χαρούμενη γιορτή, και όλοι οι άνθρωποι απορημένοι κοιτούσαν τον χάρτινο τιτανικό που διέσχιζε το στενό δρομάκι τους και τον καπετάνιο που τους καλούσε ν’ανέβουν να λικνιστούν κι αυτοι λιγάκι, πάνω στην ανοιξιάτικη βροχή, και να μην είναι σκυθρωποί όπως εχτές, που ήταν Δευτέρα.
Να μας χαμογελάσουν λίγο, γιατι είναι Τρίτη και πρώτη του μηνός κ γιορτάζουμε και βγάζουμε δοντάκια και μεγαλώνουμε και φτιάχνουμε χαρακτήρα ζωηρό, αποκριάτικο, παιδικό, πολύχρωμο.Και κάνουμε γαϊτανάκι και πάμε στην εξοχή με τους φίλους κ τις φίλες μας κι ερωτευόμαστε.
Ναι ερωτευομαστε, και δεν ξεχνάμε κάθε πρώτη της ανοιξιάτικης βροχής να πιπιλάμε τις ψιχάλες, γιατι είναι μήνυμα από τον ουρανό, τον αθηναίικο, τον σκοτεινό και τόσο βαρύ, ότι ήρθε η ώρα, ν’ ανοίξουμε το σεντούκι με τα συναισθήματα,και να ερωτευτούμε, ξανά και ξανά, και να χορέψουμε λιγάκι πάνω στο χάρτινο καραβάκι μας πρωτού μουλιάσει και βυθιστεί αύτανδρο μέσα στο εφήμερο του ταξιδάκι, μια Τρίτη πρωί που δεν είναι σαν τις άλλες, μια Τρίτη πρωί που εσύ με πήρες απ’ το χέρι, και με τραβηξες εξω από το ονειρο που τοσο πολύ μ αρέσει.
«Έλα τρέξε, καθυστερείς».
Και πήγες, πάλι εσύ μπροστά, με την κοτσίδα σου να κάνει παιχνίδια πάνω από το μαύρο σου παλτό, να μου δείξεις. Να μου δειξεις, πρωτού χαράξει, εκείνο το δέντρο που μου λεγες δυο μερες στ’ αυτί, θυμάσαι?Ήμασταν δυο, και ηταν ένας ο κόσμος και δε γινόταν να τον μοιράσουμε.Και είχαμε πει να κάνουμε σ’ εκείνο το δέντρο μια αφιέρωση.Ότι θα είμαστε πάντα μαζί, την πρώτη βροχή της άνοιξης και θα πιπιλάμε τις ψιχάλες της, ο ένας από τα χείλια του αλλουνού,και θα πετάμε το χάρτινο καραβάκι μας μέσα στο πρώτο ποταμάκι που θα συναντούμε, και θα ερωτευόμαστε ξανά απ’ την αρχή, κάθε φορά, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή.
Θυμασαι?
Και μετα μεγαλώσαμε, και η άνοιξη της αγάπης έπεσε σα φύλλο,το φθινόπωρο, και κύλησε πάνω στην ίδια βροχή, περαστική.Και το δέντρο μας κάποια μπουλντόζα το γκρέμισε.Και το καραβάκι μας, κάποιος απρόσεχτος το τσαλαπάτησε.Κι ακούστηκε μέσα στο σιώπηλο το σύμπαν, ένα ανεπαίσθητο «κρακ», κι ήσουν εσύ, που κάπως με σκεφτηκες.Και από την άλλη πλευρα του ήλιου ήμουν εγώ, που κάπως σε ένοιωσα.Και βγήκα στο δρόμο τρέχοντας σαν τρελός ,σήμερα το πρωϊ, χωρίς ομπρέλα, χωρίς παλτό.
«Να τρεξω, καθυστερώ».
Να πλατσουρίσω στον άδειο δρόμο με τα μάτια κλειστά, να νοιώσω στα χείλη τις ψιχάλες, σα να φιλω εσένα, ναι, και το φιλί να φτάσει στα δικά σου χείλη, όπου κι αν βρίσκεσαι, με τη βροχή, με το χάρτινο καραβάκι της καρδιάς μου, να τρέξω να σε προλάβω.
Στάθηκα ξεπνεμένος στις ράγες του σιδηροδρομικού σταθμού.Το τρένο ερχόταν σε 1 λεπτο και 30 δευτερόλεπτα από τον Άγιο Δημήτριο.Ο κόσμος πολύς, συνωστισμός.
Μα…να και μια συνάδελφος!
«Πως κι από δω?».«Καλο μηνα».
Και της κράτησα την ομπρελα πάνω από τη δική της ατίθαση κοτσίδα, να μη βραχεί, για όση ώρα θ’ ανηφορίζαμε μαζί ως το γραφείο.
Και κάπως έτσι, ξεκίνησε μια Τρίτη, μια πρώτη του μηνός.
Μιά, πρώτη βροχη,μιάς άνοιξης.