Friday, June 29, 2007

Αναπτήρας απο ασήμι

Ένας αναπτήρας από ασήμι
Με δύο αρχικά σκαλισμένα πάνω του
Είναι η ψυχή του ταξιδιώτη
Που καίει τους δρόμους και τη συννεφιά
Σαν πύρινη λεπίδα η φωνή του
Και σαν εκρηξη ηφαιστείου η ματιά του
Κάθε τσιγάρο κι ένα κερί σ ένα ξωκλήσι
Για όλες τις ψυχές που ταξιδεύουν
Για σένα και για μένα
Να μας φυλάει ο θεός και τ’ ουρανού τ’ αστέρια
Όταν θα τραγουδάμε στο τραπέζι
Μόνο φωτιές να καίνε
Καθόλου στάχτες
Και όταν τελειώνει η μέρα να ξαναρχίζει
Πάλι μ’ αυτόν τον ίδιο αναπτήρα
Κι ας μη φαίνονται τα σκαλισμένα
Γράμματα πάνω στο πετσί του

Friday, June 22, 2007

Ημέρες του Ιουλίου

Όταν νοιώθεις ότι έχει συσσωρευτεί πάνω σου τόση σκόνη
Και τόση αδράνεια
Όταν Δεν αγαπάς
Όταν Δε ζείς
Όταν Δε διασκεδάζεις
Όταν δεν ταξιδεύεις

Είναι οι μέρες του ιουλίου που σε θεραπεύουν
Είναι το μπαλκόνι σου λουσμένο από έναν ψεύτη ήλιο
Είναι το κρεβάτι σου στρωμένο με λευκά σεντόνια
Είναι η καρδιά σου λιβανισμένη με μπαρούτι
Είναι το σώμα σου θλιμμένο χελιδόνι πάνω σ ένα καλώδιο ν’ ακροβατεί

Δεν έχει τελειωμό αυτός ο δρόμος
Δεν έχει αρχή,ούτε προορισμό
Δεν έχει ταμπέλες να δείχνουν προς τα πού οδεύεις
Δεν εχει βλάστηση,ουτε κυκλοφορία
Είναι υδράργυρος, κι εσυ σταγόνα
Και προσπαθείς να ταυτιστείς με το ποτάμι

Τι περιμένουμε εμείς?

Τι προσδοκούμε?

Έσπασε το σύμπαν και μας ξεσκίσανε τα θρύψαλα του

Χτύπα θεέ ,αλύπητα, το γυμνωμένο στήθος της Ηλέκτρας
Χτύπα ξανά ,δυνατά

Έχω καταρρεύσει στη σκοπιά
Και δεν περνά κανένας

Άτιμε Ιούλη και καλοκαίρι
Δεν είσαι λάμπα για να σε σβύσω
Και θέλω τόσο πολύ /Απελπισμένα

Να ξεκινήσω

Tuesday, June 19, 2007

Στάχτη

Μικρή φωτιά
Στα δυό μου χέρια σε κρατώ
Στις δυό μου χούφτες σε κρατώ φυλαγμένη
Να μη μου σβύσεις
Και σε κοιτάζω
Να παιχνιδίζεις με τα χιλιάδες χρώματα
Που φτιάχνει το άυλο σου σώμα
Όταν φλερτάρει με τον αέρα που φυσά
Μέρα και νύχτα
Ανάμεσα από τα δάχτυλα μου

Μικρή φωτιά
Στα δυό μου χέρια σε κρατώ
Στις δυό μου χούφτες σε κρατώ φυλακισμένη
Να μη με κάψεις
Κι εσύ γελάς γιατί το ξέρεις
Όταν φλερτάρεις με τον αέρα που φυσώ
Μέρα και νύχτα
Στο άυλο σου σώμα και θεριεύεις
Ανάμεσα από τα δάχτυλα μου
Μου τραγουδάς

Μικρή φωτιά
Μια πυρκαγιά
Πρέπει να γίνεις ξαφνικά
Και να το σκάσεις
Έχεις έναν ολόκληρο παλιό και γέρο κόσμο
Για να κάψεις

Τα δυό μου χέρια είναι μικρά
Είμαι ημέρα - είσαι νυχτιά

Δέν σε κρατώ / Παντοτινά

Θα είμαι στάχτη

Wednesday, June 6, 2007

Παραίτηση

Περιμένεις άγρυπνος ένα τεράστιο κύμα να έρθει να σε πνίξει.
Ένα κύμα γεμάτο αλμύρα,φύκια,ξύλα ξερά.
Ξεριζωμένα απο την άλλη άκρη του κόσμου.
Είσαι ένα τοτέμ φτιασιδωμένο.Που στέκεται ολόρθο σε μια προβλήτα.
Είσαι στην άκρη της ζωής σου.Σ ένα σύνορο φριχτό στέκεσαι παραστάτης.
Ανίκανος ν’ αντιδράσεις.
Ούτε γκριμάτσα ,ούτε μορφασμό μπορείς να κάνεις.
Στέγνωσε η μπογιά πάνω στο ξερό σου σώμα.Και παρακαλάς.Άγρυπνος.
Εκείνο το τεράστιο παλιροϊκό κύμα να έρθει να σε παρασύρει.
Στην άλλη άκρη του κόσμου να σε πετάξει ανακατεμένο με την αλμύρα.Τα φύκια κ τ’ άλλα ξερά ξύλα.Τα κούτσουρα.
Να δώσει τέλος στην αναμονή την ατελείωτη.Την αιώνια.

Θρηνώ κι εγώ μαζί σου.

Σε σκέφτομαι έτσι ακίνητο.Σου φωνάζω αλλά στεγνώσανε οι μπογιές απάνω στο ξεραμένο ξύλο σου.Στεγνώσανε τ’ αυτιά,τα μάτια,η γλώσσα.
Η ανάσα κρατιέται να ξεσπάσει την τελευταία στιγμή.
Πρωτού σ’ αρπάξει το κύμα που παρακαλάς.
Θρηνώ για σένα,θέλω να σε γλυτώσω.Απ’ το μειδίαμα της τζοκόντας με το οποίο στωϊκά μετράς το πέλαγος.
Κι ακούω τα ουρλιαχτά σου μέσα στο κεφάλι μου κάθε νύχτα.

Παραιτημένε μου εαυτέ.

Έξω απο τη σκοπιά που κρατάς τις χίμαιρες σου φυλαγμένες.Δεν υπάρχει καμμιά να σε περιμένει.Κανένας να σου πετάει πέτρες.
Κι ούτε φαϊ,κι ούτε νερό να σβύσεις τη δίψα της ανάγκης σου.
Πάρε τα μάτια απο τη θάλασσα ,δε σου αξίζει αυτή η τύχη.Ξεκλείδωσε τη σκέψη σου ,άφησε το κορμί σου.
Αύριο ξημερώνει μια βροχερή μέρα επιτέλους.Θα πλημμυρίσει τους πόρους σου με ελπίδα.Θα φουσκώσει τους αρμούς,τις αρτηρίες σου.
Θ’ ανέβουν οι χυμοί ως το λαιμό σου.
Και τότε δεν θα μπορείς να κάνεις αλλιώς.Θα προχωρήσεις.
Μέχρι να παραιτηθείς ξανά.Και ξανά.Μέχρι να χρειαστείς ξανά.
Τη λύτρωση.Την παραίτηση.Την ελπίδα.Το χώρο και το χρόνο.

Περιμένεις άγρυπνος ένα τεράστιο κύμα.

Κοιτάξου στον καθρέφτη,να δείς ,ποιόν περιμένεις…

Tuesday, June 5, 2007

Ένα τσιγάρο δρόμος

Τώρα που σβύνω ένα ακόμα τσιγάρο στο τασάκι ,είναι αργά για να κάνω κάτι.
Έχω όσα υλικά αγαθά χρειάζονται για να ‘μαι αυτάρκης.Κι όμως είμαι μια μαύρη τρύπα ,ένα κενό
Γιατί?
Αρκούν τα βίτσια για να γεμίσει το ποτήρι μου?
Αρκούν οι βόλτες,οι εμπειρίες?
Ένα τσιγάρο δρόμος ήταν η ευκαιρία μου να σε γνωρίσω ,αλλά πάντοτε βαριόμουν.
Βαριόμουν αφόρητα ,δεν έπαιρνα τα πόδια μου.
Και πάντοτε το τηλέφωνο χτυπούσε και κάτι άλλο βρισκόταν στη μέση για να μην έρθω.
Δεν ξερω το γιατί.
Και τώρα που έφυγες ,σκαλίζω τα σπλάχνα μου ,να βρω μια εξήγηση ,κι ανατριχιάζω.
Δεν έχει μείνει τίποτα.
Λένε πως η αγάπη ειναι σαν μια πηγή γεμάτη με νερό.
Άλλοι σταματούν και πίνουν ,άλλοι προσπερνούν ,άλλοι δε βλέπουν κάν ότι υπάρχει.
Και άλλοι -απλά-δε δίψασαν ποτέ.
Πρέπει να νοιώθω τύψεις που δεν έκλαψα για σένα?
Όλοι μου λένε πως πρέπει.
Άλλο ενα πρέπει ,και είναι ντροπή μου να είναι πρέπει και όχι θέλω.
Όμως δε θέλησα τόσα χρόνια ,και τι να λέω τώρα.
Δεν σε μισώ.
Δεν σ αγαπώ.
Απλά ποτέ μου δε σε γνώρισα ,και δεν το θέλησα ,δεν ένοιωσα την ανάγκη να το κάνω.
Κι ο κόσμος κλαίει τριγύρω μου ,κι εγώ δε βρίσκω δάκρυ να κυλήσει (έτσι για τους τυπους).
Το ψάχνω στην τσέπη μου αυτό το δάκρυ ,μα δεν υπάρχουν χρέη ,ούτε αλήθειες σ’ αυτή την τσέπη.
Έχει τρυπήσει μαζι με τις ελπίδες του κάποτε.
Δε μου λείπεις.
Δε σε πονάω.
Δεν το προσπάθησα ποτέ μου ,να γυρίσω το κλειδί για πάρτη σου ,να γυρίσω τη μίζα για σένα.
Δεν έβρισκα βενζίνη σε μια πόλη με χίλια βενζινάδικα.
Δεν έβρισκα λάστιχα καινούργια ,να μην γλιστρούν στη γειτονιά σου.
Ούτε τακάκια έβρισκα να σταματήσω έξω απ το σπίτι σου.
Και νοιώθω τύψεις για όλα.
Γιατί όταν το έμαθα βγήκα έξω και γέλασα.
Και ήπια.
Και πείραξα τις πουτάνες και τα λουλούδια.
Κι έκανα πως είμαι σκληρός -και ότι δε με νοιάζει.
Με νοιάζει?
Παρακαλώ το θεο να μου στείλει ενα δυνατό χαστούκι να ξυπνήσω.
Ξέχασα ν’ αγαπώ.
Ξέχασα γιατί αυθόρμητα δε βγαίνει.
Ξέχασα να ζωγραφίζω τριαντάφυλλα και πανσέδες.
Ξέχασα γιατί μ’ αρέσουν τ’ αρώματα και τα ανοιξιάτικα αγκαθάκια.
Ξέχασα να χορεύω όταν η άλλη μου καρδιά μου τραγουδά.
Ξέχασα να νοιάζομαι.
Λες και τα δυό πιστόνια που ανεβοκατεβαίνουν σε μια κάσα μέταλλο ,έχουν περισσότερα χιλιόμετρα διανύσει, απ’ τα δικά σου.
Και παραπάνω λάδια ,έκαψαν ,για να γυρίσουν το δικό μου κόσμο.
Όμως ποτέ δεν τα αγγάρεψα για πάρτη σου.
Σταυρώστε με.
Είμαι ένα κουφάρι αδειανό απο ζωή.
Ένας ρακοσυλέκτης ,ένα κάθαρμα.
Μ’ ένα στόμα που στάζει χολή ,κι ένα στομάχι που χωνεύει μίσος και θλίψη.
Ένα δοχείο αναμνήσεων και δηλητηριωδών αναθυμιάσεων.
Ένας τάφος αραχνιασμένος ,με δυο πιστόνια κέρινα ,να καίνε στ’ ανάθεμα μου.
Κι όλοι μου λένε χτυπώντας με φιλικά στην πλάτη:

ΚΟΥΡΑΓΙΟ

Τι αστείο που είναι να σου λένε κουράγιο ,όσοι εκείνη τη στιγμή ,έχουν την πολυτέλεια να φύγουν.
Και να κρυφτούν στο μπαμπακένιο ρόζ μαξιλάρι της ασφάλειας τους.
Κι εσύ να σκάβεις να βρείς νερό μες τη σαχάρα σου.
Απ τα πολλά χτυπήματα συνήθεια κατάντησε ο πόνος.
Και ηδονή.
Και κάυλα.
Και το κορμί σου που μετράει πληγές ,το ‘χεις κάνει εικόνισμα για το δικό σου βέβηλο ξωκλήσι.
Και το λατρεύεις σα σκήνωμα αγίου ,τόσο το θράσος της σάρκας σου.
Και μένει ένα μυαλό να κόβει με τα μάτια και τα κοιτάγματα του ,να κόβει οριζοντίως και καθέτως.
Νέες συντεταγμένες.
Μέσα σ’ αυτό το ατελείωτο κουβάρι από ανθρώπους.
Και σπίτια.
Και ζωές.
Και λείπει η αγάπη.
Και λείπει η ζωή.
Και ξανά τη θέση του εαυτού σου ,έχει πάρει η απώλεια.
Και πάλι-μάνα κουράγιο-ο τροχός γυρνάει και συνεχίζει να προχωρά ο κόσμος ολόκληρος λες και δεν πέρασε ούτε ένα δευτερόλεπτο.
Ανελέητος ο χρόνος ,δε σταματά ,δε φέρνει πίσω κανέναν πιά.
Άνοιξε ο διάδρομος ,με φώναξαν να πάω για τον τελευταίο σου ασπασμό.
Κι ήσουν ενα διαμάντι σπάνιο που ποτέ μου δεν σε γνώρισα.
Δε σ’ αγάπησα.
Δε σε μίσησα.
Κι όμως :
Ξέσκισες το πανί που έχω κάνει τοίχο,παραπέτασμα ,σφουγγάρι, για τα δικά ,τα αίματα μου.
Συγνώμη ,αρκεί?
Κάποτε ίσως ,σε μια άλλη ζωή ,να έχουμε πολλά να πούμε.
Στην τελική,
Ένα τσιγάρο δρόμος είναι ,τόσο,πολύ, κοντά.