Friday, November 16, 2007

Πιερό

Αναζητουσε παραλια να λυωσει με την ησυχια της
ειχαν τραβηχτει τα νερα ψηλα,ειχε παλιροια,ειχαν ξεβρασει φυκια τα κυματα και καποιοι γλαροι εκοβαν βολτες αμεριμνοι πανω απ τα κεφαλια των παραθεριστων"
σιγα τα θεαμα",ψιθυρισε στο αυτι της ωριμης γυναικας ο Πιέρο
ολη μερα προσπαθουσε να τον πεισει οτι αυτο το μερος ηταν εξαιρετικη ευκαιρια να απομονωθουν,να μεινουν μονοι,να φυλλομετρησουν τις στιγμες που δε μπορεσαν να συναντηθουν στο διαμερισμα που διατηρουσε στο κεντρο
ομως αυτος μεσα του ενοιωθε οτι ολα αυτα ηταν απλα μια προφαση,απο αυτες που πεισματικα απεφευγε τον τελευταιο καιρο
την ειχε σιχαθει,τη σιχαινοτανε,δεν ηθελε καν να την ακουει στο τηλεφωνο,εκεινες τις φορες που παραληρουσε μονη της στο ακουστικο εξιστορωντας του πως περασε τη μερα της στο γραφειο
τι τον ενδιεφερε κι αυτον?
επαιζε μ ενα μικρο απο ενα λυκειο απεναντι απο το μαγαζι του,που καθε πρωι του εστελνε φιλακια κ προστυχες ματιες μεσα απο τα καγκελα του προαυλιου
τον ειχε ξετρελανει το μικρο,τον ειχε σκλαβωσει με την τσαχπινια της,τον ειχε....
"Καλα που ταξιδευεις?",τον σκουντηξε η Μάνια και με μια κινηση του δαγκωσε το μαγουλο
ο καβαλος του ειχε φουσκωσει κ το στενο τζην δε μπορουσε να συγκρατησει τον ερεθισμο του που προσπαθουσε να βγει στο φως της υπεροχης μερας και να διατρανωσει την παρουσια του,να υπαρξει,να κυμματισει κι αυτος σε μια γαλαζια απεραντη θαλασσα,να εκτοξευτει σαν τον απολλωνα 13 σ ενα διαστημα ηδονης και αχορταγης αστρικης συνουσιας,να αποδρασει απο τα συμβατικα δεσμα του βαμβακερου του κελιου.......
η εμπειρη γυναικα ενοιωσε το σκιρτημα του Πιερο κ δε σταματησε να παιζει κοντα στο λαιμο του νεαρου αντρα,ηταν η στιγμη που κρυφα περιμενε καταβαθος,η ωρα που ηθελε να πιστεψει οτι θα ειναι δικος της για παντα
τον κοιταξε με παθος βαθια στα ματια,τα γαλαζια λαμπερα ματια που νομιζες οτι θα χαθεις,σαν ενα βοτσαλο σε μια λιμνη ηρεμιας και σιγουριας
ενοιωθε τοσο ασφαλης διπλα του,τοσο γεματη,τοσο πολυ...αισθησι ακη,που σχεδον βουρκωσε στη σκεψη οτι σε μια ,το πολυ δυο ωρες,θα αναγκαζονταν να τηγανιζει ομελετα για τον αντρα της τον Σταματη σ εκεινο το παλιο κουζινακι που ειχε απο τοτε που παντρευτηκε
εκεινος εδειχνε να μην αντιδρα,λες και δεν τον ενδιεφερε,λες και ο καβαλος του ηταν ενα αλλο κρατος,αυτονομο,με δικη του αυτοδυναμη κυβερνηση,στιγμιαιες αποφασεις,ελευθερια επιλογης,δικαιωμα σ ενα κυνηγι χωρις ορους
ομως παρολη την παγωμενη σταση του,το αιμα εβραζε στις φλεβες του Πιερο κ δεν τον αφηνε να ηρεμησει,και οι φαντασιωσεις τον τυφλωναν την ωρα που η Μανια ειχε κατεβασει το φερμουαρ και με το χερι της ακουμπουσε τον αφαλο του γεροδεμενου αντρα,κανοντας ελαφριες κινησεις ωστε να τον γυμνωσει στο φως του ηλιου,να τον απομυθοποιησει για μια φορα ακομα..
αρχισε να τον δαγκωνει,στην αρχη με μικρες κινησεις,ολοενα πιο εντονες,σε λιγο ειχε αρχισει να τον ποναει,ηθελε να τον ματωσει,να τον γεμισει σημαδια δικα της,να εχει πανω του αφησει τη σταμπα της,οτι της ανηκει ,κ σε καμμια αλλη πορνη δεν ανηκει αυτος ο Πιερο με τα γαλαζια ματια,κι αρχισε να τον γρατζουναει,και να μπηγει τα μακρια της νυχια ολοενα πιο βαθια στη σαρκα του,μεχρι που το βαρυ αγκομαχητο του σταματησε τελειως,και τιποτα πια δεν ακουγοταν,καμμια φωνη,κανενα σημαδι,κανενα δειγμα οτι υπηρχε καποιος εκει κοντα,οτι τον ακουμπουσε...
Σηκωθηκε αργα και κοιταχτηκε στον καθρεφτη
Ο Σταματης φωναζε μεσα απο την κουζινα οτι το φαγητο ηταν πολυ ωραιο,η κορη της μολις ειχε γυρισει απο το σχολειο κ τρωγανε
κοιταχτηκε ξανα κ σαλιωσε τα φρυδια της μηπως και μπορεσει να μοιασει καθολου στην ξεθωριασμενη γαμηλια φωτογραφια πανω απο το προσκεφαλο του κρεβατιου τους,εβαλε τη ρομπα της,τεντωθηκε και μισανοιξε την πορτα μισοζαλισμενη
ο συζυγος και η κορη της ηταν στο τραπεζι και συζητουσαν ανεμελοι,πλησιασε να καθησει κ παρατηρησε οτι λιγο κατω απο το τιραντακι της μικρης ενα κοκκινο σημαδακι ξεπροβαλε,σαν δαχτυλια
"Τι ειναι αυτο?" τη ρωτησε
και αντι αλλη απαντησης ,η μικρη την κοιταξε,μεσα απο εκεινα τα καγκελα ,που μυριζανε τσαχπινια,πισω απο ενα σχολικο προαυλιο,καποιο μεσημερακι που σιγουρα σε καποιο αλλο μερος της αθηνας,μερικοι γλαροι θα κοβανε βολτες πανω απο μια παραλια με φυκια κ κοσμο να λιαζεται αμεριμνος,προσπαθωντας να φυλλομετρησει στιγμες και εικονες της ανιαρης του ζωης
κι ενα μικρο,στραβο χαμογελο,ζαρωσε το γλυκο της προσωπακι,και τρομαξε,τρομαξε πολυ
γιατι θυμηθηκε τον Πιερο πισω της να ιδρωνει,κι εκεινη να ζαρωνει τα χειλια της απο καυλα,απεναντι στον καθρεφτη,και ηταν σα να κοιταζει την κορη της,σα να μοιραστηκε ενα μυστικο,και σκιαχτηκε
και αδεξια γκρεμισε ενα ποτηρι με νερο πανω στη ρομπα της κι εγιναν ολα θρυψαλα,ολος ο ερωτας,ολη η ζωη και ολα τα ονειρα της
οτι καποτε θα ξεφευγε απο εκεινη τη ζωη που τοσο την ειχε κουρασει
ματαια ομως,απελπιδα,ειχε σβυσει κι αυτη ακομα η τελευταια φλογα,μεσα στη φωτια που εκαιγε τα ματια της μικρης,και το ματι που τηγανιζε για το Σταματη της,ομελετες και πατατες,καθε κυριακη μεσημερι
εριξε λιγο νερο στο προσωπο της,χαμογελασε,εδεσε τη ζωνη του Σταματη στο λαιμο της και κρεμαστηκε στο μπανιο
το τελευταιο πραγμα που θυμηθηκε πρωτου η ζωη πεταξει απ το κορμι της,ηταν ο καβαλος του Πιερο,εκεινο το απογευμα στη σαρωνιδα...

No comments: