Μόλις είχε σταματήσει η βροχή.
Το χώμα άχνιζε ζεστό στο απέραντο χωράφι μπροστά απ΄τη φτωχική καλύβα.
Ζεστό σαν τον κόρφο της γυναίκας του που το χάραμα είχε εγκαταλείψει για ν΄αγναντέψει το θαύμα του Θεού.
Μήνες παρακαλούσε στις προσευχές του να ελεήσει ο μεγαλοδύναμος και γι΄αυτόν λίγο νεράκι που τόσο χρειαζόταν ο σπόρος για να τραφεί και να πιάσει καρπό.
Μήνες ολόκληρους τα πρωϊνά στεκόταν στο πρεβάζι του παραθύρου με τα γαλάζια μάτια ν΄ατενίζουν τον ορίζοντα.
Μήνες ολόκληρους δε σκεφτόταν άλλο παρά το χρέος.
Και να που τώρα μπροστά του το χρώμα είχε ζωντανέψει, τα δέντρα τραγουδούσαν χαρμόσυνα,τα πουλιά κεντούσαν γιρλάντες λουλουδιών πάνω στη στέγη και τα σκυλιά χαρούμενα χαιρετούσαν με λαχτάρα τον ήλιο που ανέτειλε ρωμαλέος ζεσταίνοντας το σύμπαν.
Έτρεξε να ξυπνήσει τη Μαρία.
“Μαρία, βροχή!Μαρία έβρεξε!”
Ένα μελαχροινό κεφάλι σγουρό αναρρίγησε κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού κι ανασηκώθηκε.
Ήταν δύο μάτια δακρυσμένα από συγκίνηση.
Ξαγρυπνισμένα,κόκκινα,βαριά μα λαμπερά.
Για πόσα βράδια δεν είχε το αφτί στο στήθος του άντρα της ακουμπισμένο και προσπαθούσε ν΄ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του, σαν ασυρματιστής μέσα σε θύελλα και ταραχή, να πιάσει ένα σήμα ελπίδας και να το κάνει παντιέρα του σπιτιού της, να κρατηθεί ψηλά.
Για πόσα πρωϊνά τον έβλεπε αμίλητο να τριγυρνά σα λύκος μέσα στο κλουβί του και να σπαράζει απ΄τη χρυσή σκλαβιά της προσμονής.
Και να ρωτά.Και να σιωπά.
Μα η φωνή ακούστηκε καθαρά στ΄αυτιά της.
Ήταν εκεί.
Όρθιος μπροστά της με το χέρι απλωμένο.
Κρατήθηκαν και μονομιάς ανοίξανε την πόρτα να μπει το φως και το νερό και οι οσμές και η ζωή και να πλημμυρίσουν την καλύβα τους με ουσία κοσμική και αγία και αληθινή που να μαγεύσει τα δεινά και να τα κάνει κόκκινες μπάλες χριστουγεννιάτικες πάνω στις μπούκλες της Μαρίας και πάνω στο στήθος του αντρός μετάλλιο χρυσό και φτερό του Ερμή, Απολλώνια ηλιαχτίδα.
Και οι δυό τους να ζωγραφίσουν μουσική, χορό να στήσουν φλογερό, γιορτή να ξεκινήσει ώσπου να δύσει το σώμα του ενός πάνω στου άλλου, όπως την πρώτη φορά αφότου έσμιξαν,σαν τώρα τρία χρόνια.
Πήραν τη λάσπη στα χέρια τους.
Δύο ζευγάρια χέρια, δύο ζευγάρια μάτια, δύο καυτές ανάσες, η Δύση και η Ανατολή, ο Αυγερινός και η Πούλια.
Ο Αντρας και η Μαρία πλάθαν το χώμα και τη στάχτη και χτίζανε και υψώνανε και στεριώνανε γονατιστοί με ζήλο με λατρεία τον κόσμο, τη ζωή, την αγάπη ,το παιδί τους.
Νερό και Χώμα.
Φωτιά.Πηλός.Πνοή.Ανθρωπος.
Αυτή είναι η αλυσίδα της ιστορίας τους, η πάλη της δημιουργίας των αισθήσεων που ψάχνουν μορφή για να υπάρξουν, των ψυχών που θέλουν κορμιά να ζωντανέψουν, να περπατήσουν σ΄αυτό το νοτισμένο χώμα, σ΄ένα χωράφι παραδεισένιο.
Αδαμ και Εύα, εσείς μη λησμονείτε πως η βροχή δεν είναι δώρο, μα δάκρυα και αγώνας και εξορία κι ασκητική και μέλι και ακρίδες σ΄ερήμους και σελήνες και πόνος και προσμονή και έπαθλο μοναδικής κοινής μάχης ψυχής να γίνουν τα δύο κομμάτια ένα, ένα καρβέλι αντίδωρο, σώμα και αίμα, βωμός αγάπης και οίκος Θεού.
Αυτό λοιπόν είναι το Χρέος.
Η έλλειψη, η απώλεια, η ανάγκη.
Για κάποιους ο σκοπός, για άλλους παραμύθι.
Για μένα μια αναζήτηση συνεχής ,ένας σεβντάς ,μία αυτοτελής οντότητα με σάρκα και οστά που βαραίνει πολύ τον κόσμο της αφαίρεσης που ζω, που ανασαίνω χωρίς να βρίσκω οξυγόνο καθαρό, μα πάντοτε μίγματα και συνδυασμούς.
Αυτή είναι κι η ευχή μου προς υμάς, αυτή η επιθυμία μου.
Η δημιουργία
Wednesday, November 7, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment