Sunday, July 22, 2007

Καστανά και πράσινα

Στο βάθος,στον ορίζοντα
δέκα λεπτά πρίν ανατείλει για τα καλά ο ήλιος
που τόσο φοβάσαι
κοιμάται το μυστικό σου

Δύο τα στίγματα,οι συντεταγμένες
Δύο οι ευκαιρίες μου
Δεξιά κι αριστερά
Κι εγώ είμαι ξανά στη μέση

Άσπρο χαρτί μου άπλωσες
και ζωγραφίζω
σα μικρό παιδί,στα πόδια σου
με χρώματα,καστανά και πράσινα

Ένα δρόμο και μιά επιστροφή
όσο βαστάει η καρδιά μου
και η δική σου
και τα καμώματα μας

Όσο απλώνεται η ζωγραφιά μου
και η μπογιά μου
στο βάθος,στον ορίζοντα
μέχρι το μυστικό σου

Wednesday, July 4, 2007

Το Δώρο

Το ξυπνητήρι χτύπησε 7 φόρες και μια μελώδια ξεκίνησε να παίζει βαλς μέσα απ ένα μικρό ηχείο πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης.
Έκανε κρύο στο δωμάτιο μου. Συνηθισμένο ,σκέφτηκα.
Άλλωστε ένα λεπτο ντουβαρι με χωριζει απ το κενο και τη χιονοθύελλα που λυσσά απέξω.
Ένα παπλωματάκι και μια κουβέρτα μ ένα σκυλάκι διακοσμητικό επάνω, δώρο της γιαγιάς μου στην Ιταλία, δε μ’ άφηναν να σηκωθώ.
Το ηχείο όμως κελαηδούσε ακόμη λες κι ήταν ορχήστρα δωματίου σε κάποιο βιενέζικο καφέ με καλοντυμένους ανθρώπους και πολλά σοκολατάκια.
Και ναι ,αυτή η λέξη ήταν αρκετή να με κάνει ν αποφασίσω.
Παντόφλες και στο σαλόνι στη φοντανιέρα για το πρωινό γλυκό ξύπνημα.
Άνοιξα λίγο το παράθυρο της κουζίνας, παραμέρισα μια κουρτίνα που έχω κρεμάσει, και κοίταξα απέξω.
Μπαλκονάκια μια σταλιά ,στοιβαγμένα το να πάνω στ άλλο, μπουγάδες, ξεμαλλιασμένες μανάδες να ντύνουν τα μωρά τους, κάτι καλογριές άνοιξαν το γκαράζ σε μια φαμελιά μαύρων, κεραίες τηλεόρασης μέχρι τον ουρανό επάνω ,χιλιάδες ζωές δίπλα - δίπλα,
και πάνω και κάτω και δεξιά κι αριστερά, κι ένα αγουροξυπνημένο μάτι να καταγράφει τον πρώτο ρυθμό του πρωινού, απορημένο που η σοκολάτα στο στόμα ριγεί τόσο πολύ το σώμα.
Κλακ, κλακ ,κλειδί στην πόρτα,κι ακούγετια το παλιό ασανσέρ που ανεβαίνει στον τέταρτο να παραλάβει τον επιβάτη του ,που άργησε για μια ακόμη μέρα να φύγει από το σπίτι.
Γρήγορα στο μετρό ,γρήγορα να προλάβω.
Κατήφορος, ανήφορος ,και προσπερνώ εισόδους πολυκατοικιών με γράμματα ανάγλυφα -ενθύμια του πότε είναι κτισμένες ,γιαπιά ,γκρέμια ,κόκκινα φωτάκια σβησμένα τώρα ,
δυο πιτσαρίες, πλανόδιες ψυχές.
Μαζί με τσούρμο ανθρώπων, παραπόταμων που ενώνονται κάθε πρωί σ ένα μεγάλο υδάτινο δέος και κατρακυλάμε στο τρένο της μεγάλης φυγής ,σε χρώμα πορτοκαλί, σε χρώμα γκρί, σε χρώμα ανεμελιάς και θλίψης.
Και όλοι βιαζόμαστε ,χωρίς να ξέρουμε γιατί ,κι ο Άγιος Παντελεήμονας έχει απλώσει τα τεράστια χεριά του και μας χαϊδεύει όλους ,μας αγγίζει με την πνοή του.
Και τα χιλιάδες μυρμήγκια κάθε λογής ,που τρέχουμε για λίγα ψιχουλακια κάθε πρωί ,και τα πεζοδρόμια της Αχαρνών ,που τόσα χρόνια βρώμικα παραμένουν, και τα πογκρόμ και τα κολχόζ και τα σοβχόζ της Ελληνικής Δημοκρατίας ,με κάθε λογής προσφυγόπουλα της ξενιτιάς.
Άλλος γιατί είναι πιο ψήλος, άλλος γιατί είναι πιο κοντός ,ασημαντότητες μας χωρίζουν Άγιε Παντελεήμονα ,ίσως καμιά φορά ,κάποιο σοκολατάκι.
Χτυπά το τηλέφωνο στο γραφείο μου και η γνώριμη φωνή της μάνας ακούγεται μέσα από ένα σύρμα που λειώνει από αγάπη.
-Να φέρω δυο τρία πραγματάκια? Φέρε.
Και συνεχίζεται η ζωή και οι κουβέντες στο γραφείο.
Ανυποψίαστος εγώ για μια ακόμη φορά ,ανίδεος ,απογοητευμένος ,φρακαρισμένος.
3 και μίση κτυπάει το ξυπνητήρι του μυαλού ,ώρα για δρόμο ,ξανά με το κανό στον ωμό για το ποτάμι που οδηγεί στο τρένο του λυτρωμού.
Μαύρα, κόκκινα, ξανθά κεφάλια σκέφτονται το ίδιο πράγμα εκείνη τη στιγμή και βιάζονται ,βιαζόμαστε.
Να πάμε να χωθούμε στις φωλιές μας ,να σκεφτούμε τι κάναμε ,να φάμε, να κοιμηθούμε, να δούμε τηλεόραση, να φορέσουμε άνετες πυτζάμες και παχιές παντόφλες που δεν κάνουν θόρυβο, αυτές που αγοράσαμε από τους Κινέζους μικροπωλητές της Πανεπιστήμιου, μπροστά από το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα που -τι ειρωνεία- ακόμα δεν έχει φτιάξει τμήμα Κινέζικης Γλωσσολογίας για να βλέπουμε Τσάκι Τσάν χωρίς υποτίτλους το βράδυ ,που θα τον χαιρόμαστε να δέρνει τους κακούς ,χαμογελώντας με τις παντόφλες που δεν κάνουν θόρυβο, μπροστά από μια κούπα τσάι.
-Ποιοι είναι οι κακοί μαμά?
Ρώτησα φωναχτά μόλις μπήκα στο άδειο σπίτι.
Είχε μόλις περάσει η καλή μου μάνα-νεράιδα και είχε ακουμπήσει με το ραβδί της το σπιτάκι.
Κι είχε μεταμορφωθεί σε φάτνη με δώρα και κόκκινα χριστουγεννιάτικα χρώματα.
Άγιο Βασίλη με τσέλο για να με ξυπνάει το πρωί με μελωδίες πραγματικές, ένα αρκουδάκι στο χαλί να μου χαρίζει δωράκια όταν πατάω πάνω του με τις γυμνές πατούσες μου, ένα κουνελάκι στο κομοδίνο για να μου φέρνει γούρι πρωτού να ξεκινήσω για το νερόμυλο μου.
Μα πάνω απ όλα ,χιλιάδες σοκολατάκια ,να τρώω κοιτάζοντας το χρόνο απ το παράθυρο.
Χιλιάδες φιλιά και αγκαλιές από τη μάνα Αθήνα και τον πατέρα Παντελεήμονα.
Χιλιάδες χαμόγελα από τους γείτονες σε χίλιες γλώσσες ,από χίλια κελιά ,με χίλια κεριά φωτισμένα πίσω από τις κουρτίνες ,με τα έλατα και τις χρυσαφιές μπαλίτσες των Χριστουγέννων.
Τι όμορφη φαντάζει η Πλατεία Αττικής τις γιορτές ,μέρες αγάπης, μέρες ελπίδας ,μέρες για σπίτι και κόκκινα χαλιά και μαξιλάρια.
Και φίλους ,κι εχθρούς ,και κρύο και βροχή.
Οι δρόμοι της γίνονται ουράνια μονοπάτια και οι ζητιάνοι άγγελοι που φέρνουν το θείο φως.
Και τα μπουρδέλα της γίνονται φάτνες ενός αλλιώτικου Χριστού.
Και η βρώμια ,στολίδι στις ψυχές των ταπεινών ξωμάχων.
Και τα ξερά φλούδια από τα φρούτα της λαϊκής της Τρίτης, το πιο χορταστικό γεύμα στο πιάτο μας.
Κι όλη αυτή η ομορφιά ,κι όλος αυτός ο ουρανός και η θάλασσα και η στεριά.
Είναι το δώρο μου για φέτος.
Γιατί ήταν μια απάντηση στην προσευχή του χτές ,μια αποκάλυψη τρανή, ένα χάδι από ένα χέρι οικείο.
Που μου τρίψε στη μούρη τη λέξη αγάπη ,που τόσο εύκολα λέω ,μα τόσο πολύ μου λείπει ν'ακούω, και τόσο δύσκολα κερδίζω ,και δεν την γυρίζω με πράξη ,δεν την εξαργυρώνω με αγάπη.
Δεν την γιορτάζω.
Μα είναι εκεί στον τέταρτο ,σ ένα κελί.
Τόσο κοντά ,πίσω από μια βιτρίνα και γύρω από αυτή ,σε μια γωνία του κόσμου ,σε μια πλατεία.
Σ ένα χαμόγελο.