Tuesday, October 30, 2007

Ο έρωτας των 18 χρόνων, ο πρώτος έρωτας (Το κείμενο της Κλαίρης)



Σήμερα το πρωί, όπως κλασσικά ερχόμουν οδηγώντας στο γραφείο, κι όπως κλασσικά είχα ψυχολογία Schumacher και στα νύχια για μανούρα, σχεδόν κόντεψα να πατήσω έναν… Bart!!!! Αντί να τον προσπεράσω, έκοψα και πήγαινα σιγά – σιγά από πίσω του (η αλήθεια είναι ότι ψιλο-αγχώθηκε ο κυριούλης που τον οδηγούσε) και με πλημμύρισαν χιλιάδες αναμνήσεις.

Ο Bart ήταν το πρώτο μηχανάκι μου. Τι μάρκα, δεν θυμάμαι, δεν ξέρω, για την ακρίβεια δεν κατάλαβα ποτέ. Για μένα ήταν ο Bart!!! Δίχρονος, με συμπλέκτη, με λάδι στη βενζίνη και πολλά κιλά μπόχα από την εξάτμιση. Η πρώτη – πρώτη μου αγάπη, το καλοκαίρι εκείνο των 18 χρόνων. Σπάνια δικάβαλο! Από τρικάβαλο μέχρι τετρακάβαλο (όταν υφίστατο… ανάγκη μετακίνησης πληθυσμού). Κι εκείνο, το πρώτο καλοκαίρι της γνωριμίας μας, που είχαμε τον ενθουσιασμό του σφοδρού έρωτα μας, τον είχα πείσει ότι είναι κάτι μεταξύ Enduro και Jeep και αυτός δεν με απογοήτευσε ποτέ.

Το standard του ήταν το τρικάβαλο. Εγώ και οι δύο κολλητές μου. Ξυπνούσα το πρωί, του έλεγα δύο γλυκόλογα και ξεκινούσαμε. Ανεβαίναμε όλες πάνω, μπροστά στα πόδια μου στριμώχναμε σάκους με πετσέτες, αντηλιακά, ραδιοφωνάκι, ρακέτες, ψυγειάκι, τσιμπιδάκια, περιοδικά, βιβλία κτλ κτλ κτλ. Η τρίτη και τελευταία κατά σειρά φορούσε στην πλάτη έναν σάκο με ψάθες, άλλες πετσέτες, άλλα αντηλιακά κτλ, κτλ, κτλ. Στο πλάι, κατά μήκος μας, η μεσαία κρατούσε την ομπρέλα θαλάσσης! Και βουρ στις θάλασσες!!! Το θράσος μας δε ήταν τέτοιο, που περνούσαμε από την πλατεία (για να εφοδιαστούμε τσιγάρα, αναψυκτικά, νερά και τα σχετικά αναλώσιμα) και αν μας… κράζανε (σούργελο με ρόδες), επειδή ακριβώς αναπτύσσαμε… ιλιγγιώδεις ταχύτητες (της τάξεως των 20 χλμ), σταματάγαμε επιτόπου και κάναμε μανούρα (γλώσσα ροδάνι και οι τρεις). Και μετά ικανοποιημένες ξεκινούσαμε προς τις παραλίες τραγουδώντας (έξω φωνή κιόλας οι κακοφωνίξ) «Το σαραβαλάκι μου πόσο τ' αγαπάω!!! Στις ανηφοριές μουγκρίζει, στις κατηφοριές ρολάρει! Κι όταν βρει τον ίσιο δρόμο, περπατάει και γουργουρίζει!» (δεν το πιστεύω ότι το θυμάμαι!)

Ένα μεσημέρι είχαμε κανονίσει με τους αγαπημένους μας να πάμε όλοι μαζί για μπάνιο και μετά να συμφάγουμε στο σπίτι μου (οι γονείς μου έλειπαν στο χωριό). Οι γκόμενοι, μας έστησαν! Και οι τρεις!!! Τρελά νεύρα!!! Γυρίσαμε σπίτι και για να εκτονωθούμε, πήραμε από ένα κομμάτι χαρτί και σκιτσάραμε έκαστη τους αγαπημένους μας, σε όχι και τόσο.. ευπρεπή κατάσταση (είχαμε πολύ… ξεβράκωτη φαντασία, τι να πω!) και ευτυχισμένες και ικανοποιημένες από το κράξιμο και σουργέλιασμα που τους ρίξαμε πήραμε τον Bart και πήγαμε για μπύρες! Όταν επιστρέψαμε αργά το βράδυ κουρούμπελα, βρήκαμε τους γονείς μου στο σπίτι (επέστρεψαν εκτάκτως) και τον μπαμπά μου με ψιλογυαλισμένο μάτι (εχμ.. αυτός τις βρήκε πρώτος τις… ζωγραφιές μας).

Το θεϊκότερο όλων ήταν τα βράδια, που ετοιμαζόμασταν, στολιζόμασταν, βαφόμασταν, φτιάχναμε μαλλί και παίρναμε δρόμο. Και πάντα φτάναμε με ένα κολλημένο χαμόγελο (από το κρύο), μουτζούρα τα μάτια (από το κλάμα) και μαλλί όρθιο (από τον αέρα)!

Απίστευτες, ατελείωτες, νοσταλγικές ιστορίες από εκείνο το καλοκαίρι των 18 χρόνων παρέα πάντα με τον πρώτο μου έρωτα. Τον Bart!

Τώρα ο Bart βρίσκεται θαμμένος στα… θεμέλια του σπιτιού μου! Δεν άντεξε η καρδιά μου να τον πετάξω στα παλιοσίδερα. Τους πρώτους έρωτες εξάλλου δεν τους πετάς!

Friday, October 26, 2007

Οταν το ποδοσφαιρο ηταν παιχνιδι για παιδια

Θυμαμαι εκεινα τα καλοκαιρια στο Διμηνιο,παρεα με τους φιλους μου
παιζαμε μπαλα ολη μερα

η αντιπαλη ομαδα ειχε ενα παιδι,απο μια οικογενεια βραζιλιανων που ζουσαν μονιμα στο χωριο
στα παιδικα μου ματια φανταζε ενας ηρωας,οπως ειναι τωρα ο ριβαλντο,εκανε κατι τριπλες φανταστικες

Ηταν παραμονες του Μουντιαλ του 82 και το γηπεδακι πισω απο μια αυλη ηταν γεματο αλαφιασμενα πιτσιρικια με ζητα ελλας παπουτσια και οσα ημασταν τυχερα ειχαμε παπουτσια με καρφια
εγω ειχα κιτρινα μαυρα,γιατι μου τα χε παρει ο παππους μου που ηταν αεκτσης
τερμα δεν καθομουνα ποτε γιατι ειχα αγχος μη φαω γκολ κατω απο τα ποδια

ειχε σηκωθει πολυ ψηλα η σκονη,ειχε ζεστη και ημασταν ολοι καταιδρωμενοι

αν ομως δεν επεφτε ο ηλιος,το δικο μας μουντιαλ δεν τελειωνε μεχρι να φτασουμε στα πεναλτι και να τελειωσει εκει η διαδικασια,και η κερδισμενη ομαδα να φαει παγωτα

τι αγωνια,τι ομορφια,τι ρομαντζο
τι ομορφο πραγμα το ποδοσφαιρο

εμεις ημασταν ενα ματσο πιτσιρικια σ ενα ξερο γηπεδακι διπλα σε κατι καλαμιες, την ιδια στιγμη στις φαβελες της βραζιλιας ενα αλλο ματσο πιτσιρικακια επαιζε με τενεκεδακια και στα σοκακια της Τουλουζης μια πολυεθνικη ομαδα τσακωνονταν για ενα οφσαιντ

το βραδυ ολοι οι αστερες περνουσαν μπροστα απο την τηλεοραση,εκεινη την παλια με το καμπυλωτο τζαμι
και καθομασταν ολα μαζι με τις βρωμικες φανελιτσες μας,διπλα στους μεγαλους που κοιτουσαν σοβαροι κι αμηχανοι

εκεινη τη χρονια με πηρε ο θειος μου πρωτη φορα στο καραισκακη
το παλιο καραισκακη με τα τσιμεντα
με το φελιζολ σε κομματια και τον εθνικαρα να φωναζει στο τοπικο ντερμπι ολυμπιακος-εθνικος

πρωτη φορα,ακουσα τοσο βρισιδι στη ζωη μου
ο θειος μου εκλεινε τ αυτια να μην χαλασω την καρδια μου

ομως η μαγεια ηταν εκει

απο την αυλη και τον βραζιλιανο φιλο μου,απο το μουντιαλ του 82 και του 86 πιο μετα με το ανθρωπακι που φορουσε το πρασινο σομπρερο
απο τα πανινι τα αυτοκολλητα και τα χαρτακια

ολο το παιδικο μου συμπαν ηταν στο χορταρι αναμεσα στα δυο τερματα,παρεα με πασατεμπο και πορτοκαλαδα με ανθρακικο

δεν ξερω ποσο αγνα ηταν τα πραγματα τοτε,δε θυμαμαι

ομως εξαιτιας ενος φιλου,που μου εφερε αναμνησεις πριν λιγο,απο παιχτες και ομαδες,και εποχες θρυλικες,συγκινηθηκα παρα πολυ

και θελησα να το μοιραστω μαζι σας

ξερετε....ακομα παιζω με τενεκεδακια... στο δρομο

κι ακομα,εστω κι αν η ομαδα μου με πληγωνει,οταν περναω εξω απο τα τσιμεντα,με διαπερναει ενα ριγος

"εμπαινε φονια"

καπου βαθια μεσα μου ελπιζω,
οτι θα ερθει η εποχη που θα ξανασυναντησω εκεινον τον πιτσιρικα...
και θα του κλεινω τ αυτια να μην ακουει τις καφριλες,
καπου,καποτε...
θα συναντησω τον πιτσιρικα
και ισως παιξουμε μπαλα μαζι,
οπως τοτε

Tuesday, October 23, 2007

A paris

Ξυπνησες νωριτερα απο μενα.
Καταλαβα οτι σηκωθηκες,οταν επαψα να αισθανομαι το δερμα σου πανω στο δικο μου δερμα.
Τη ζεστασια,που ολη νυχτα κρατουσα σφιχτα μεσα μου.Να μην κρυωσω.
Μισανοιξα τα ματια,και σε ειδα να στεκεσαι μπροστα στο παραθυρο του δωματιου,ολογυμνη.
Μολις ειχες τραβηξει την κουρτινα και κοιτουσες εξω.Εβρεχε.
Και η καταχνια του χειμωνα ειχε κανει το σχεδιο της στο τζαμι,κι εσυ στριμωχνοντας το προσωπο σου αναμεσα στην κουρτινα και το χνωτο σου,την ανασα σου,προσπαθουσες να διακρινεις,το βαπορετο που διεσχιζε τον Σηκουανα,οπως καθε πρωι,την ιδια ωρα.
Δε μιλησα.Δεν θελησα.
Ηταν τοσο ομορφη η εικονα σου,ετσι οπως το μισοφως του γκριζου πρωϊνου χυνοταν πανω στους ωμους κ τα μαλλια σου.
Θα λεγε καποιος,οτι περιμενες καποιον γλυπτη να σκαλισει τη φιγουρα σου για παντα,σ ενα κομματι πετρα,σ ενα κομματι πηλο,και να σε ονομασει την κοιμωμένη-ξυπνητή νύφη του ποταμού.Του δωμάτιου.Της πόλης του έρωτα.
"Εφη,καλημερα"
Γυρισες ξαφνικα,και απο ντροπη,τυλιχτηκες με το σεντονι,να μη σε δω αφροντιστη.ετρεξες στο μπανιο,κι εγω ανασηκωθηκα,στην ακρη του στρωματος,λιγο να συνελθω,να ετοιμαστω.
Ειχαμε σχεδια για εκεινη την ημερα.
Δεν προλαβα να σκεφτω κατι αλλο,και με φιλησες δυνατα μ ενα πλατυ χαμογελο.
Στα χειλη.
Ποσο μ αρεσει το χαμογελο σου.Ειναι γιορτινο.Ειναι ζωντανο.Ειναι μια υποσχεση,οτι ολα θα πανε καλα,και σημερα.
Ντυθηκαμε γρηγορα,βιαστικα,λες και μας κυνηγουσαν υποχρεωσεις.
Ομως ολα αυτα,δεν ηταν,παρα η αγωνια μας,να δουμε οσο περισσοτερα πραγματα μπορουσαμε.
Να ζησουμε μεσα στ ονειρο μας,ώρες πολλες,στιγμες εντονες,χαμενοι -πιασμενοι χερι με χερι- στα στενα πετρινα σοκακια του παλιου Σεν ζερμαιν αν λε,του τροκαντερο,πανω ψηλα,στο περιστροφικο καφε του πυργου του Αιφελ,στις αρχαιοτητες του λουβρου,στην πολυτελεια των Υλισιων πεδιων κ των παλατιων του Λουδοβικου.
Εγυρες το μπερε που φορουσες στο κεφαλι,στον ωμο μου.
Μου εσφιξες το χερι με τα καφε σουετ γαντια σου.
Ο καφες ηταν στο τραπεζι,ενα μικρο σιελ στρογγυλο τραπεζι,μπροστα απο μια μεγαλη βιτρινα,στο πιο παλιο μπιστρο του κεντρου.Ησουν ευτυχισμενη.
Με κοιταξες και μου το είπες χωρις ν αρθρωσεις λεξη.
Ηπια μια γουλια καφε,σηκωθηκα να τηλεφωνησω,χρησιμοποιωντας ενα κερμα.
Στην αλλη ακρη του συρματος,μια γνωστη φωνη με γυρισε πισω.Με ταρακουνησε.Αφησα το ακουστικο να πεσει.Επρεπε να φυγω,ηταν αργα.
Σκεφτηκα οτι θα καταλαβαινες,και μετα σκεφτηκα οτι δεν σου αξιζε κατι τετοιο.
Και μετα,ανοιγοντας την πορτα του μπιστρο,σταματησα ενα ταξι,μαζεψα τα πραγματα μου,κι εφυγα για παντα απ τη ζωη σου.
Και εισαι εκει,ακομα,στο Παρισι,να περιμενεις,σ ενα παλιο μπιστρο,με τα καφε σουετ γαντια σου,το βλεμμα της Πηνελοπης κι ενα ζεστο καφε ν αχνιζει στην πορσελανη,να ταξιδεψουμε,στον επομενο σταθμο της ζωης μας.
Στο αγνωστο.
"Εφη καλημερα".
Σταματησε να βρεχει.

Thursday, October 11, 2007

Επίδαυρος

Συζητούσαμε στο λιμανάκι της Επιδαύρου με τους φίλους , παρέα μ έναν καφέ κι ένα.τσιγάρο.
Κουβέντα για άντρες και μοτοσυκλέτες, φιλοσοφίες κι αμπέλια,στιγμές σαν αποστάγματα, άλλες δυνατές και καθαρές σαν τσίπουρο πρώιμο, κι άλλες σαν αγιορείτικα θολά κρασιά, μια ηλιόλουστη και λαμπερή μερα.
Μαγευτική, σα ζωντανή, ανάμνηση μίας ωρίτσας,εκεί, κάτω, μπροστά στο αγνάντι των κυματισμών της γυναίκας-θάλασσας, που φλέρταρε, με τα μπουρινάκια του μπαρμπα Ποσειδώνα, του πορθητή της καρδιάς της.

Στρίβουμε όλοι μαζί, νοερά ο ένας πίσω απο τον άλλον.
Δίνει ο πρώτος το ρυθμό κρατώντας τη μπαγκέτα του μαέστρου, σαν άλλος Φον Κάραγιαν, σαν χορευτής απο τη λίμνη των κύκνων, αργά, αργόσυρτα.
Ξετυλίγεται πίσω μας το φίδι της Επιδαύρου, φίδι χοντρό του δάσους και της ομίχλης, μια διαδρομή μυστηριακή, που καταλήγει στα μυστικά του αρχαίου θεάτρου της, μιά ανάβαση, μετά κατάβαση, χιλιάδες αισθήσεις - διακυμάνσεις, φόβος και ηδονή, χορός κι ευχή, του ταυρομάχου.
Πλαγιάζουμε σαν μια αρμάτα πολεμικών τριήρων, που χτύπησε απ’ τα δεξιά η φουσκοθαλασσιά, κι αναρρόφησε η παλίρροια, απο τ’αριστερά.
Φρενάρουμε, γκαζώνουμε, είμαστε ζωντανοί, αναπνέουμε, έχουμε τα μάτια ανοιχτά κι αποτυπώνουμε κάθε μέτρο απο το δρόμο της ζωής μας, έχοντας αρπάξει την ίδια χρυσή κλωστή, απ το ίδιο παράλληλο σύμπαν, γλυστράμε γλυκά δεμένοι πάνω της, στο πεπρωμένο μας.

Είναι ιερή η συγκέντρωση του σαμουράι όταν αδράξει το σπαθί του.
Είναι έξω απο το υλικό του σώμα, ψηλά, και αφουγκράζεται το χώρο και το χρόνο, πρωτού χτυπήσει.
Καρέ καρέ, μέτρο στο μέτρο, η διαδρομή, ο παράξενος τόπος προσκυνήματος των Αθηναίων εφίππων, γίνεται πολεμική τέχνη, γίνεται πειθαρχία,γίνεται ζεν,γίνεται τροχός, η ίδια.
Κυλά, σαν το ποτάμι που ξέρει τη ρότα του, απο ένστικτο, πρωτού χυθεί ορμητικό στη θάλασσα, κι εμείς, ταξιδιώτες, δεμένοι στο κατάρτι του Οδυσσέα, μαγεμένοι απο το τραγούδι της ασφάλτινης σειρήνας, κουμαντάρουμε τις στιγμές, που η οδήγηση γίνεται διαύγεια , ανάταση κι εξιλέωση, και χαμόγελο ικανοποίησης μετά απο τη νίκη της ισορροπίας.


Δεν είναι μόνο τεχνική, να λές οτι κινείσαι, οτι οδηγάς μοτοσυκλέτα.
Είναι περισσότερο μια ψυχική διεργασία, μια αναζήτηση.
Μια απόπειρα, το φυσικό φαινόμενο, οι νόμοι της φυσικής, να γίνουν δική σου αρμονία.
Τα μέσα σου να γίνουν ταυτόσημη έννοια με τα γύρω σου ,και τα μάτια, η όραση, ν’ ανοίγουν το δρόμο της γνώσης και του σκοπού.
Να βλέπεις, σημαίνει να διεισδύεις, να μπαίνεις βαθιά στα πράγματα.
Να τρυπάς την ησυχία του δάσους με δικύλινδρες πιστονιές και γιαπωνέζικα κατάνα, να γίνεσαι ο ίδιος πρωταγωνιστής στ’ αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, και να ποιείς ένα ρυθμό συνεχή,μία ροή, μιά λειτουργία μοναδική, κατάνυξης.
Αλλα και να τα σταματάς, να χαλιναγωγείς, αυτά τα μέσα σου, είναι σπουδαίο πράγμα, και να καταλαγιάζεις, και να δένεις στο λιμάνι, νά, εκεί κάτω.
Αυτό που φαίνεται, απ’ το παράθυρο που κοιτάνε οι δερματοφορεμένοι, αποκαμωμένοι, ριγμένοι στα ψάθινα καθίσματα.
Αυτοί, που εκεί αναζητούν ντόκο ελεύθερο, για ν αποθέσουν τις ψυχές τους στη σίγουρη αγκαλιά του.
Αυτοί, άντρες μοναχοί, που καβαλάνε του εξορκιστή πόνου τα όργανα.
Πονάνε οταν οδηγούν, οδηγούν όταν πονάνε, σέρνουν τις ζωές τους τις φορτωμένες αγώνα και υποχρέωση κι αγωνιούν να φτάσουν, εκεί κάτω, στο λιμανάκι της Επιδαύρου,στο τέρμα της διαδρομής τους, στη συνείδηση, στη λύτρωση τους.
Κι αναρωτιόνται, φωναχτά, πότε θα φτάσουν.
Και πόσα λίτρα βενζίνη –και πόση ψυχή- θα χρειαστούν, μέχρι το τέλος.


Ν αφήσω τη λιακάδα να με νανουρίσει?
Να ζαλιστώ και να γελάσω ανέμελα με τους ανθρώπους, παρέα μ έναν καφέ κι ένα.τσιγάρο, μια μέρα ηλιόλουστη στο λιμανάκι της γαλήνης?

Δεν ξέρω, τα κλείνω και φεύγω.

Αύριο μέρα είναι και θα ξαναρωτήσω.

Καληνύχτα.

Friday, October 5, 2007

Χαγιαμπούσα

αυτο το μηχανακι μου προκαλει ενα δεος.
απο τοτε που πρωτοβγηκε μου το προκαλουσε.
εχω μια αισθηση,ενος πιτσιρικα,που ανοιγει το στομα μπροστα σ εναν παιδικο του ηρωα,που βγαινει απο τις σελιδες του περιοδικου,και ξαφνικα του απλωνει το χερι για να γνωριστουν,να κανουν παρεα.
δεν εχω ποτε διανοηθει,οτι μπορουν τοσα αλογα,175 νομιζω,να χαλιναγωγηθουν,η εστω,να μπουν στην ασφαλτο,απο τα δικα μου χερια.
δεν ξερω,δεν εχω δοκιμασει,αυτο το δεος παντοτε μ εμποδιζε να ζητησω βολτα απο καποιον φιλο,καποιο γνωστο.ουτε και ξερω,αν τοσο γκαζι χωραει στο δικο μου το μυαλο.
χτες βραδυ,βρεθηκα στην αττικη οδο να χαζευω την πισω ροδα,ενος χαγια,κοκκινου μεταλλικου,κεραμιδι σχεδον ειναι το χρωμα,κεραμιδι κ μαυρο,γυαλιστερο,με κατι πλακες θηριωδεις,το γνωστο μακρουλο μουτρο,την καμπυλωτη ουρα,το καλογυμνασμενο μυωδες κορμι κ το σφυριγμα απο τις εξατμισεις,την ωρα που η ροπη παραμορφωνε το πισω λαστιχο,εκτοξευοντας μπροστα τον αγριεμενο αναβατη.
ΚΑΥΛΩΣΑ.
κι οταν εγω καυλωνω παει να πει το εξης: ειτε οτι εχω φτασει καπου κ πρεπει να παω στο επομενο etap,ειτε οτι εχω κολλησει στα σκατα κ χριεαζομαι ενα χαστουκι να ξεκολλησω.
δεν εχω απαντηση,ουτε κ θα την ψαξω εδω μεσα,ειναι ακομα πολυ νωρις,καφε δεν ηπια,τσιγαρο δεν καπνιζω,και το ουισκυ ειναι πιο χρησιμο τα κρυα βραδια,παρα τα κρυα πρωινα..
μ αρεσει πολυ το χαγιαμπουσα.η γιαχαμπουσα.η χαγιαμπουρδα που λεει ενας φιλος μου.ειναι μια παντελως αχρηστη μοτοσυκλετα για οτιδηποτε αλλο,εκτος του προφανους.
να εξυπηρετει το σκοπο,μιας μνημειωδους αποδοσης κ αδρελινοπαραγωγου,υπερμοτοσυκλετας,που με το καλημερα σας ξεφτιλιζει λαστιχα και τσαμπουκαδες,μακραινει χερια,και προκαλει ρευσεις στα αγορακια που καρυδωνουν το δεξι γκριπ στους ανοιχτους δρομους.
με λιγα λογια ειναι ενα μηχανακι για "παιδια".
και επειδη ειναι ενα μηχανακι για ανωριμους και ανεγκεφαλους βαρεμενους τυπους που περνούν τη μερα τους μπροστα σ ενα πισι,πισω απο ενα γραφειο,σαν κι εμενα δηλαδη,οποτε το συναντω,του κλεινω στα κρυφτα το ματι,και το καλοπιανω.
το καλοπιανω και το κανακευω,για να μην κανω την αποκοτια,και μπω σε κανα μαγαζι κ παρω κανενα,ετσι αβασανιστα,οπως συνηθιζω,ετσι επειδη γουσταρω ρε αδερφε,να "δω" τι κανει αυτη η χαμηλη και μακρια διτροχη ζαργανα,τα βραδια στην αττικη οδο,τα πρωινα στην τριπολεως και τα μεσημερια στην αθηνων λαμιας,στα ρυζογαλα του Μπέσα - μπέσα.
γιατι η μοτοσυκλετα ειναι ενα παραμυθι,σαν αυτο που σκαρωνω τωρα,ενας μυθος,μια καραμελα που πιπιλας ολημερις γιανα ξεχνιεσαι,και μια γροθια στο στομαχι,οταν ξαμολιεσαι παραζαλισμενος στους δρομους του κοσμου,περνας ξυστα απ τους καθρεφτες -τις ζωες μωρε- των αλλων,κι οταν εσυ,κατεβαζεις μια ταχυτητα,κι αφηνεις μαζι με λαστιχο,κατω στη μαυρη ασφαλτο,τα κριματα σου,τις μαλακιες σου,τα σφαλματα και τις μετανοιες σου,τις υποσχεσεις και τα "θα" σου,την επομενη-γιατρεσσα- μερα,που θα ξορκισει τον πονο που κουβαλας στη σελα σου,σημερα.
κι αν μου/σου χρειαζεται μια "δοση" απο χαγιαμπουσα,να κουνηθουν τα μυαλα,να γινουν μυλος,να ξεμπερδεψουμε τα μπλεγμενα μας,να δουμε μπροστα,και να μας αφησει τα σημαδια του ο αερας στο προσωπο κ τα ρoυθουνια,εκει στα 300 χαω,ειναι γιατι επιλεξαμε,να ζουμε στα κλουβια,σκυμμενοι,γονατιστοι,συμβιβασμενοι,ενδοτικοι,διπλωματες,μπιζνεσμεν,με τα παπαρια μας διπλωμενα προσεκτικα μεσα στα καλοραμμενα μεταξωτα φιρματα σωβρακα μας.
και οταν κοιταμε τον αετο,να ντρεπομαστε που με 1300 κυβικα,βαζει κατω τα δικα μας τα πολλα,τα βαρια κι ασηκωτα,τα κυβικα του εαυτου μας,που μοιαζει με μολυβενια μπαλα,σαν αυτη που χουν στα κατεργα οι νταλτον κι ο ραν-ταν-πλαν.
χρειαζομαι κατι τετοιο?σιγουρα θα το κανω?αποκλειεται?
προτιμω να αφουγκραζομαι το μυθο που "παιζει" στην οθονη του μυαλου μου,και να λυγιζω τα τιμονια της κυριας μου,δηθεν αδιαφορα -μη με πεταξει απο τη σελα της απο τη ζηλια,καποιες φορες που μια χαγιαμπουσα κωλιαζει,και χαιρετα με τον τροπο της το μπανιστηρι,το γδυσιμο,το προστυχο βλεμμα μου,που την αγγιζει,σε καθε καμπυλη της,σε καθε γωνιά της.
προτιμω να ονειρευομαι οτι,ειμαι καβαλα της,και ταξιδευουμε.
για παντα.
και οτι καθε φορα που την καβαλαω,ειναι μια καινουργια "πρωτη" φορα.
και αυτες οι φορες δεν φθειρονται απο συνηθεια.
ουτε απο το χρονο.ουτε απο τις ευρωπαϊκες νομοθεσιες.
μπροστα σου υποκλινομαι,μεγαλη σουζουκομάνα.
καλες περιπλανησεις,μεσα στη σιδερενια αγκαλια σου.
εχε γεια