Monday, April 27, 2009

Κοροϊδευόμαστε

Σήμερα μου 'ρθε η κεραμίδα στο κεφάλι.
Δεν έφτανε θαρρείς ο παραλογισμός του γραφείου, σε κάθε έκφραση και γκριμάτσα του, σε κάθε ήχο και μελωδία του, έλαβα κι ένα sms.
42 % αύξηση στις πωλήσεις πολυτελών αυτοκινήτων, τον τελευταίο μήνα, με το 82 % εκ των αγοραστών να καταβάλουν το αντίτιμο της αγοράς, τοις μετρητοίς..
Καταραμένη κρίση, καταραμένη φτώχια.
Αρκούσε μία ανεπαίσθητη μείωση των τελών ταξινόμησης στα αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες και παντός είδους οχήματα, για να ξεγυμνωθεί -ακόμα μιά φορά- το ψέμα και η μαλακία που μας δέρνει.
Παιδιά, ας το πάρουμε απόφαση ότι τελικά δεν πρόκειται ν' αλλάξει τίποτα σ' αυτόν τον μοναχικό πλανήτη που λέγεται Ελλάδα.
Ο ήλιος, το φώς, η θάλασσα και ο ήχος που κάνουν τα κυμματάκια καθώς σκάνε στην άμμο, κυμματάκια που φτιάχνει η τράτα που πηγαινοφέρνει τους τουρίστες, στην ερωτική παραλία της Μυκόνου (ν' αγιάσουν τα χώματα σου) Super Paradise, ο διψασμένος τσολιάς στο Σύνταγμα, ένα μεσημέρι καλοκαιρινό, τα διαγγέλματα του πρωθυπουργού για λιτότητα, τα τσιμέντα των Εξαρχείων και τα μάρμαρα του Παρθενώνα, ο φραπουτσίνο της πλατείας Κολωνακίου και ο σκέτος -πουτσίνο της πλατείας Μπουρναζίου, το τρελαμένο αφεντικό που κυνηγά τα φαντάσματα των Κινέζων στην Κουμουνδούρου και το μπριζολάδικο του Τέλη, τα πρωϊνάδικα και τα μεταμεσονύχτια δελτία ειδήσεων με το κουρασμένο πρόσωπο της Λίζας Δουκακάρου -της αιώνιας Αθηναίας Καρυάτιδας, αγκαλιά με την έταιρη στραβοχυμένη ελαφρώς ,Φάνη Πετραλιά - μήν στεναχωριέστε, όλο αυτό το μεγαλείο δε θα τελειώσει ποτέ.
Ποτέ.
Κι εμείς απλά κοροϊδευόμαστε, σπρώχνουμε τις μέρες και τις νύχτες μας ανεπαίσθητα, έτσι όπως σφαλίζουν οι ηλικιωμένοι θαμώνες, τα ξύλινα παραθυρόφυλλα του οίκου ευγηρίας που τους φιλοξενεί, με μιά ευγένεια κι ένα μικρό τρίξιμο- κλανιά, για να μην ενοχλήσουν τα ασπρόμαυτα τέρατα της χαμένης νεότητας τους, τις αναμνήσεις και τα ξεθωριασμένα τους όνειρα.
Είμαστε μιά χώρα του χαβαλέ, με άσχημους ανθρώπους και στραβές αλήθειες, πολλές και κοφτερές συνήθειες, μα πάνω απ όλα δε χάνουμε ποτέ το κέφι μας, το πρώτο υποκατάστατο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σα να λέμε, μας τελείωσε η αλλαγή, ξεθύμανε η λεμονάδα που δρόσιζε τις μέρες του '81, που νέοι και γέροι ελπίζαμε ότι, μιά κοινωνική δημοκρατία θα στόλιζε το μουστάκι του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που αναρτούσε ο δάσκαλος κάθε 25η Μαρτίου, δίπλα απο τον Χριστούλη μας, στα λαχανί ντουβάρια του δημοτικού σχολείου.
Και αντί για τη δημοκρατία και το μουστάκι, καταλήξαμε να μιλάμε για το ξυρισμένο αιδοίο και το αναμένο τζάκι της κουμπάρας στην Κηφισσιά, εκεί που μας περιμένουν τα υπόλοιπα σημαντικά στελέχη-ανώτεροι υπάλληλοι, σπουδαίοι κοντολογίς άνθρωποι, με σπουδαία μυαλά και σπουδαίες αντιλήψεις.
Είμαστε αστείοι, επιφανειακοί, ασόβαροι, κύναιδοι, αισχροί, αναίσθητοι, αντιαισθητικοί, σκληρόπετσοι και εγωιστές, φλύαροι, τενεκέδες, αναλώσιμοι, ανερμάτιστοι και ρεμπεσκέδες, τεμπελχανάδες, οι μισοί με κοιλιές-φετίχ και οι μισοί στολισμένοι σα γύφτικες αρκούδες, παράλογοι και υπόλογοι για ένα ατελείωτο χάλι, μιά ασταμάτητη σαχλαμάρα, μιά συστηματική υποκρισία, μιά επαναλαμβανόμενη κοροϊδία, ένα γαλανόλευκο χάος με την αμήχανη μούρη του Χαριστέα να παίζει παλιούς σκοπούς στο σκουριασμένο του μπουζούκι - είναι καλό παιδί όμως, και το είπαν όλοι.
Και το χειρότερο απ όλα, το βίτσιο του θίασου, να παρελάυνει κάθε πρωί, κάτω απο τα μπαλκόνια, με μουγκρητά, μαρσαρίσματα και κορναρίσματα, με μουγκανίσματα και κακαρίσματα, παρφουρισμένος και μπογιατισμένος, παραταγμένος κι αστραφτερός, για το μεροκαματάκι του -για τη φουκαριάρα τη μαμά του, που λέει και η διαφήμιση του- και όλοι μαζί, χαρούμενοι, να τραγουδάμε χαρωπά, την ώρα που μας ζέυουν στο άροτρο της ξεφτίλας μας.
Κοροϊδευόμαστε κι ελπίζουμε σ ένα καλύτερο αύριο.
Λές και η παρακμή, έχει ακμή, γωνίες, αιχμές και όρια διακριτά, προσδιορισμένα από την ανάγκη κάποιου ποιητή, για μέτρο, κάλος, ισορροπία και συμμετρία.
Λές και ο πάτος, είναι μιά τσίγκινη επιφάνεια, σαν τραμπολίνο, και σκάζοντας με φόρα πάνω του- με κρότο, ο παραφουσκωμένος μας πισινός, θα κάνει γκέλ, και το χρηματιστήριο θ ανέβει πάλι σε ύψη ολύμπια και αιθέρες πρωτόγνωρους-τρανούς και διαμαντένιους.
Λές και θα γίνουμε ποτέ άνθρωποι - εμείς, όσοι ζητάμε δικαιοσύνη, γιατί δεν αδικούμε το ίδιο με τους άλλους, τους διπλανούς, και δεν ασκούμε κι εμείς σαδιστικά ένα κάποιο "δικαίωμα" στην πλάτη του τελευταίου τροχού της αμάξης, σε κάποιο δρόμο, σε κάποια πορεία, σε κάποια λαϊκή κυριαρχία.
Οχι δεν ονειρεύομαι ένα καλύτερο αύριο, δε βλέπω το μέλλον με αισιοδοξία, δεν πιστεύω σε θαύματα και φαντασίες, όλοι μας λένε ψέματα, τι σχεδιάζουν να μας κάνουν.
Δεν τους χειροκροτώ, και δεν τους κοιτώ στα μάτια. Δε χαιρετώ δια χειραψίας, ούτε τους λέω ευχαριστώ, δεν είμαι αυλικός, ούτε και φίλος, ούτε γνωστός.
Προσπαθώ να ξεγλυστρώ μακριά τους, να δραπετεύω σαν τον Παλαιοκώστα, απο τη φυλακή μου, και να γελάω εις βάρος τους, με τα παθήματα τους.
Κακομάθημένα παλιόπαιδα είμαστε, που γελούν στραβά και δεν παίρνουν σοβαρά, τα σοβαρά, τα ουσιώδη, τα ταπεινά.
Και περνούν τα χρόνια, κι ανακυκλώνονται οι λέξεις, τα πρόσωπα, οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, τα αδιέξοδα, και στο κέντρο πάντα εμείς, χαραμιζόμαστε, και είναι κρίμα.
Κοροϊδευόμαστε- λες και θα ζήσουμε για πάντα, γαμώτο μου.

Tuesday, April 14, 2009

Δε γίνεται λέμε

Το να μπαίνεις στη διαδικασία να γράφεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις σου, δεν είναι μιά εύκολη υπόθεση.
Είναι μία κατάσταση, κατα την οποία μιά αλληλουχία από άλλες μικρότερες καταστάσεις γίνεται κάτι -ένα μόρφωμα- που αποκτά σάρκα και οστά και κάπου θέλει να εμφανιστεί, να εκτονωθεί, να ψηθεί απο το φώς και το αλάτι της ημέρας, της μπαναλιτέ, της αδιαφορίας και της μαλακίας που αραδιάζεται σα σωρός απο άδεια σακιά μέσα στην αποθήκη του μυαλού μας.
Και αυτή η κατάσταση, η μαμά κατάσταση -ας την ονομάσω έτσι- για να προκύψει, όσο πάει και γίνεται μία ιστορία βασανιστική και πιεστική, αγχωτική και επαναληπτική, απαιτητική και επίπονη, και τελικά φτάνεις σ ένα σημείο να μπουχτίζεις, προσπαθώντας να βρείς κάτι να πείς.
Και τι να πείς?
Ολα τα χουν πεί άλλοι, και τα υπόλοιπα τα έχουν καλύψει οι υπόλοιποι. Αρα? Τίποτα.
Αυτό που μένει είναι η κούραση της μέρας.
Κι άλλα πολλά μένουν, αλλά απο αυτά, τα περισσότερα είναι αφρόψαρα και τα καμακώνεις πανεύκολα, τα τηγανίζεις και τα τρώς, τα ξεκοκκαλίζεις παρέα με τα φιλαράκια σου και δε βαρυστομαχιάζεις κιόλα.
Ομως ψαράς μάγκας και τσίφτης, ξακουστός στον Πειραιά, γίνεσαι με τα μεγάλα ψάρια. Και για να τα θέλξεις στα δίχτυα σου πρέπει να είσαι πραγματικά καλός, και πραγματικά μόνος.
Αναρωτιέμαι λοιπόν και σκέφτομαι, ποιό το νόημα της άσκοπης συναναστροφής.
Με πήρε τηλέφωνο κάποιος φίλος για να μιλήσουμε. Δέχτηκα. Θα περάσει η ώρα είπα.
Μα έλα μου ντέ!
Αυτή η παγίδα της αεργίας και της αργοσχολοσύνης και της ρέγκλας και της ραστώνης, όπου δύο μαντραχαλάδες αυνανίζονται επικοινωνιακά, αντί να συνδιαλέγονται, είναι η πιό συνηθισμένη μέθοδος για να χαλάσεις την ψυχική σου νηνεμία.
Και αντί να ελαφραίνουν τα βάρη σου, να εναποθέτεις τις κοτρώνες και τα τσιμέντα της προσωπικότητας σου, να ανασαίνουν τα πνευμόνια σου σε ύψη ανείδωτα και αύρες αιθέριες, γίνεσαι ένα μπαλόνι κόκκινο, γεμάτος με σκατούλες και σκατάκια, και σκοτούρες των άλλων, και δανείζεσαι ωδίνες και σκοτοδίνες, και σάχλα με το κιλό, σε κάθε χρώμα και μέγεθος, και όχι μόνο ψάρι δε βλέπεις, μα ούτε και φύκι.
Μωρε δεν καθόμουν σπίτι μου θα πείς? Κι άς με λένε και παράξενο.
Η συναναστροφή δουλεύει με το φαινόμενο της όσμωσης.
Οι άνθρωποι είμαστε πομποί και δέκτες, ψάρια και ψαράδες.
Και σάν εσύ, μια ψυχή τρυφερή και γλυκοπονιάρα, βρεθείς στα άβαθα του διπλανού, στο λιμάνι του καημού του, όσο και να το θές, ξεζουμίζεσαι, προσπαθώντας να κολυμπήσεις στ άγνωστα νερά του.
Κι αδειάζεις τη σεντίνα με τα βρωμόνερα του, και λερώνεσαι. Και πονοκεφαλιάζεις.
Χειρότερος άνθρωπος απο τον γκρίζο -σάν κάπνα- δεν υπάρχει.
Υπουλος και αόρατος τρυπώνει στους πόρους και τα ρούχα σου, και μετά μυρίζεις και δεν ξεπλένεσαι. Και ποτέ δεν καταλαβαίνεις και πώς την πάτησες.
Είναι πολύ απλό. Κόβεις το έξω, και ενισχύεις το μέσα.
Κάθεσαι αγκαλιά με την παραξενιά σου, τη λόξα και τις ατέλειες σου -αυτές που κάνουν τις γυναίκες να σε γουστάρουν δηλαδή- και προσπαθείς να φτιάξεις την αλληλουχία των μικρών καταστάσεων, σε μιά μεγαλύτερη μαμα-κατάσταση, και να την παρακαλέσεις να πάρει σάρκα και οστά, να εμφανιστεί μπροστά στα μάτια σου, και να της δώσεις μιά κλωτσιά στα πισινά για να ησυχάσεις.
Δε γίνεται άλλο λέμε.
Νισάφι!!

Wednesday, April 1, 2009

Μποϊκοταζ στις καφετέριες

Αγαπητοί εσπρεσάκηδες, φραπεδάκηδες, καπουτσινάκηδες,
όπως όλοι γνωρίζετε στα καταστήματα που μας σερβίρουν τους καφέδες μας, μας πιάνουν τα οπίσθια(!!!) υπερχρεώνοντας τα ροφήματα, κερδοσκοπώντας σε βάρος των απλών καταναλωτών.
Ένα απλό προϊόν που στα σούπερ μάρκετ κοστίζει ανάμεσα στα 0,75 - 4 ευρώ η συσκευασία, στα καφέ που βρίσκονται σε κεντρικά σημεία και στις περιοχές αναψυχής και διασκέδασης της Αθήνας, τωνμεγάλων αστικών κέντρων και των τουριστικών προορισμών, οι τιμές ξεπερνούν κάθε φαντασία.
Ένας ελληνικός καφές ξεκινάει από 2,5 ευρώ, η τιμή εκκίνησης του γαλλικού είναι στα 3 ευρώ, ενώ ο καπουτσίνο - ως προϊόν ιταλικής φινέτσας και μόδας - ξεκινάει στα 3,5 ευρώ.
Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα, που στο εξωτερικό οι τιμές αυτών το υπηρεσιών,δεν ξεπερνούν ούτε κατά το ήμισυ των παραπάνω "ελληνικών" τιμών.
Συνήθως οι τιμές του καφέ εκτινάσσονται σε περιόδους πολέμου.
Τελικά, η Ελλάδα βρίσκεται σεακήρυχτο πόλεμο με τη γενιά των 700 ευρώ - τους συνήθεις πελάτες, λόγω ηλικίας, των καφετεριών.
Τα παιδιά αυτά τιμούν τον παραδοσιακό τρόπο συνεύρεσης και κοινωνικοποίησ ης των Ελλήνων, δίνοντας με αυτό τον τρόπο ζωή και οικονομική στήριξη στις επιχειρήσεις και στους χιλιάδες εργαζόμενους αυτών.
Καλούμε λοιπόν όλους εσάς να διεκδικήσετε δυναμικά τον απαιτούμενο σεβασμόπρος τον πελάτη, την τσέπη του και τη νοημοσύνη του.
Το Σάββατο 11 Απριλίου 2009 δεν θα πάμε για τον καθιερωμένο καφέ με φίλους.
Ας απολαύσουμε τη βόλτα μας στα μαγαζιά και στους δρόμους και ας μαζευτούμε στα σπίτια μας για καφέ.
Αν λοιπόν αυτές οι επιχειρήσεις θέλουν να επιβιώσουν εν μέσω κρίσης,ας ρίξουν τις τιμές, προκειμένου να διατηρήσουν την πελατεία τους.
Σάββατο 11 Απριλίου 2009 - Μποϊκοτάζ στις καφετέριες