Thursday, October 11, 2007

Επίδαυρος

Συζητούσαμε στο λιμανάκι της Επιδαύρου με τους φίλους , παρέα μ έναν καφέ κι ένα.τσιγάρο.
Κουβέντα για άντρες και μοτοσυκλέτες, φιλοσοφίες κι αμπέλια,στιγμές σαν αποστάγματα, άλλες δυνατές και καθαρές σαν τσίπουρο πρώιμο, κι άλλες σαν αγιορείτικα θολά κρασιά, μια ηλιόλουστη και λαμπερή μερα.
Μαγευτική, σα ζωντανή, ανάμνηση μίας ωρίτσας,εκεί, κάτω, μπροστά στο αγνάντι των κυματισμών της γυναίκας-θάλασσας, που φλέρταρε, με τα μπουρινάκια του μπαρμπα Ποσειδώνα, του πορθητή της καρδιάς της.

Στρίβουμε όλοι μαζί, νοερά ο ένας πίσω απο τον άλλον.
Δίνει ο πρώτος το ρυθμό κρατώντας τη μπαγκέτα του μαέστρου, σαν άλλος Φον Κάραγιαν, σαν χορευτής απο τη λίμνη των κύκνων, αργά, αργόσυρτα.
Ξετυλίγεται πίσω μας το φίδι της Επιδαύρου, φίδι χοντρό του δάσους και της ομίχλης, μια διαδρομή μυστηριακή, που καταλήγει στα μυστικά του αρχαίου θεάτρου της, μιά ανάβαση, μετά κατάβαση, χιλιάδες αισθήσεις - διακυμάνσεις, φόβος και ηδονή, χορός κι ευχή, του ταυρομάχου.
Πλαγιάζουμε σαν μια αρμάτα πολεμικών τριήρων, που χτύπησε απ’ τα δεξιά η φουσκοθαλασσιά, κι αναρρόφησε η παλίρροια, απο τ’αριστερά.
Φρενάρουμε, γκαζώνουμε, είμαστε ζωντανοί, αναπνέουμε, έχουμε τα μάτια ανοιχτά κι αποτυπώνουμε κάθε μέτρο απο το δρόμο της ζωής μας, έχοντας αρπάξει την ίδια χρυσή κλωστή, απ το ίδιο παράλληλο σύμπαν, γλυστράμε γλυκά δεμένοι πάνω της, στο πεπρωμένο μας.

Είναι ιερή η συγκέντρωση του σαμουράι όταν αδράξει το σπαθί του.
Είναι έξω απο το υλικό του σώμα, ψηλά, και αφουγκράζεται το χώρο και το χρόνο, πρωτού χτυπήσει.
Καρέ καρέ, μέτρο στο μέτρο, η διαδρομή, ο παράξενος τόπος προσκυνήματος των Αθηναίων εφίππων, γίνεται πολεμική τέχνη, γίνεται πειθαρχία,γίνεται ζεν,γίνεται τροχός, η ίδια.
Κυλά, σαν το ποτάμι που ξέρει τη ρότα του, απο ένστικτο, πρωτού χυθεί ορμητικό στη θάλασσα, κι εμείς, ταξιδιώτες, δεμένοι στο κατάρτι του Οδυσσέα, μαγεμένοι απο το τραγούδι της ασφάλτινης σειρήνας, κουμαντάρουμε τις στιγμές, που η οδήγηση γίνεται διαύγεια , ανάταση κι εξιλέωση, και χαμόγελο ικανοποίησης μετά απο τη νίκη της ισορροπίας.


Δεν είναι μόνο τεχνική, να λές οτι κινείσαι, οτι οδηγάς μοτοσυκλέτα.
Είναι περισσότερο μια ψυχική διεργασία, μια αναζήτηση.
Μια απόπειρα, το φυσικό φαινόμενο, οι νόμοι της φυσικής, να γίνουν δική σου αρμονία.
Τα μέσα σου να γίνουν ταυτόσημη έννοια με τα γύρω σου ,και τα μάτια, η όραση, ν’ ανοίγουν το δρόμο της γνώσης και του σκοπού.
Να βλέπεις, σημαίνει να διεισδύεις, να μπαίνεις βαθιά στα πράγματα.
Να τρυπάς την ησυχία του δάσους με δικύλινδρες πιστονιές και γιαπωνέζικα κατάνα, να γίνεσαι ο ίδιος πρωταγωνιστής στ’ αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, και να ποιείς ένα ρυθμό συνεχή,μία ροή, μιά λειτουργία μοναδική, κατάνυξης.
Αλλα και να τα σταματάς, να χαλιναγωγείς, αυτά τα μέσα σου, είναι σπουδαίο πράγμα, και να καταλαγιάζεις, και να δένεις στο λιμάνι, νά, εκεί κάτω.
Αυτό που φαίνεται, απ’ το παράθυρο που κοιτάνε οι δερματοφορεμένοι, αποκαμωμένοι, ριγμένοι στα ψάθινα καθίσματα.
Αυτοί, που εκεί αναζητούν ντόκο ελεύθερο, για ν αποθέσουν τις ψυχές τους στη σίγουρη αγκαλιά του.
Αυτοί, άντρες μοναχοί, που καβαλάνε του εξορκιστή πόνου τα όργανα.
Πονάνε οταν οδηγούν, οδηγούν όταν πονάνε, σέρνουν τις ζωές τους τις φορτωμένες αγώνα και υποχρέωση κι αγωνιούν να φτάσουν, εκεί κάτω, στο λιμανάκι της Επιδαύρου,στο τέρμα της διαδρομής τους, στη συνείδηση, στη λύτρωση τους.
Κι αναρωτιόνται, φωναχτά, πότε θα φτάσουν.
Και πόσα λίτρα βενζίνη –και πόση ψυχή- θα χρειαστούν, μέχρι το τέλος.


Ν αφήσω τη λιακάδα να με νανουρίσει?
Να ζαλιστώ και να γελάσω ανέμελα με τους ανθρώπους, παρέα μ έναν καφέ κι ένα.τσιγάρο, μια μέρα ηλιόλουστη στο λιμανάκι της γαλήνης?

Δεν ξέρω, τα κλείνω και φεύγω.

Αύριο μέρα είναι και θα ξαναρωτήσω.

Καληνύχτα.

No comments: