Sunday, May 20, 2007

Διάλεξε

κι όταν

έσβησε το φεγγάρι η νύχτα
κι άρχίσε της ανάγκης η φυλακή
και οι άνθρωποι κατσαρίδες της Χιροσίμα
και οι δυό σου ρόδες σκάσανε
κι είχε μείνει μια ανάσα να μοιραστείς

εσυ τι διάλεξες?

και τι διαλέγεις τώρα?

κι όταν

ο ήλιος ξεσήκωσε τη μέρα
κι ένα κορίτσι σ'αγαπούσε
κι ήμασταν φίλοι
και οι δυό σου ρόδες κύλησαν
και τ' οξυγόνο έπνιξε τα πνευμόνια σου

εσύ τι διάλεξες?

και τι διαλέγεις τωρα?

Thursday, May 17, 2007

Para nada

Ξύπνησα καθυστερημένα από το χτεσινό ξενύχτι στη μικρή οθόνη
Είχα αργήσει στη δουλειά και μηχανικά άρχισα να ντύνομαι
Κλειδιά και κράνος (βλέπεις πάντα η μηχανή πηγαίνει πιο γρήγορα από το μετρό όταν βιάζομαι) και κουτρουβάλημα στις σκάλες

Εκεί στην είσοδο της πολυκατοικίας την είδα

Μια μελαχρινή ισπανίδα με πολύχρωμη φορεσιά, μεγάλα μαύρα μάτια κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο περασμένο πάνω απ το αριστερό της αυτί
Buenos Dias Senor! Quieres bailar?
Δεν πρόλαβα ν’ αντιδράσω καθώς ακόμα δεν είχα συνέλθει από την ομορφιά της εικόνας και βρέθηκα να χορεύω flamenco στα κίτρινα μάρμαρα στο κατώφλι της παλιάς πολυκατοικίας

Τα τακούνια της πήραν φωτιά και το θηλυκό της λίκνισμα με παρέσυρε σε μια παλιά εποχή ,το 1955 ,στις γιορτές και τις γιορτινές εκδηλώσεις της πρωτομαγιάς στη Σεβίλλη
Κόσμος ,λουλούδια ,μουσική και παντού χαρούμενα ,γιορτινά πρόσωπα να με φωνάζουν να καθίσω στο τραπέζι τους
Ποιο τραπέζι?
Γλυκές κιθάρες και βραχνές μελωδικές φωνές εκτόξευαν τους χορευτές στο ξύλινο πάλκο της πλατείας ,να στροβιλίζονται ,σαν ένα σώμα ,σε μια μυστικιστική τελετουργία ,μια γιορτή της άνοιξης και της αγάπης

Κρασί ,κρασί ,κρασί και τα τραγούδια. Και οι μελαχρινές κοπέλες μ αυτά τα μάτια που λιώνουν την πιο κρύα καρδιά του κόσμου. Την καρδιά του χειμώνα που λίγο λίγο μας μετέτρεψε σε κρύσταλλους ,που διαθλούν το φώς και τη ζεστασιά του έρωτα και της ζωντανής ,απτής μας ,εμπειρίας

Para nada. Για το τίποτα

Με φίλησε στο στόμα και με καλημέρισε. Είχα ανάψει απ το χορό και το κορμί της. Δεν ήθελα να φύγω να πάω στη δουλειά

Ξαφνικά χάθηκε. Σαν αεράκι του Μάη. Γλυκό και δροσερό. Χάδι και άγγιγμα θεραπευτικό και παρηγορητικό συνάμα

Η ανοιχτή τζαμένια πόρτα έχασκε και μου δείχνε την έξοδο. Και μ ένα σάλτο ,βρέθηκα καβάλα στη μηχανή ,να κόβω βόλτες στην Πατησίων ,με την ανάμνηση της να μ’ αγκαλιάζει από τη σέλα
Πρώτη φορά μια διαδρομή ως τη δουλειά έχει τόσο χρώμα ,τόσο κέφι ,τόσο πάθος
Όλα τα φανάρια τα βλέπω πράσινα ,όλα τα ταξί και τα λεωφορεία είναι άρματα καρναβαλικά ,με κόσμο που μου πετάει τριαντάφυλλα στο δρόμο

Κι εγώ νοιώθω σαν ταυρομάχος σε μια μεγάλη αρένα και θριαμβεύω μπροστά στο βλέμμα της. Είναι εκεί και μου πετάει το μαντήλι της ποτισμένο με τ’ άρωμα και το φιλί της
«Θέλω να είμαι νικητής για σένα απόψε» της αντιγυρίζω
“Hasta luego mi amor”

Και ο θυρωρός ,γκρινιάζει ,όπως κάθε πρωί που πάρκαρα κάτω απ τη μύτη του ,χορευτικά, με πόζα

OLE!

Tuesday, May 15, 2007

Μέσα μου

Μ’ έχουν προσκαλέσει σ ένα σπίτι μετά τις 12
Παίρνω το τελευταίο λεωφορείο
Κόσμος λιγοστός στον πεζόδρομο και το βήμα γοργό
Οι μπότες χτυπάνε στις καφετιές σκούρες πλάκες αντηχώντας στις έρημες καμάρες του corso Garibadi
Είμαι 19 χρονών
Είμαι φρεσκοξυρισμένος
Είμαι όμορφος και ψηλός σαν κυπαρίσσι
Και διασχίζω το πυκνό σκοτάδι σαν ηλιαχτίδα με την ταχύτητα του φωτός ,την ώρα που σκάει χαρούμενη σ έναν ανθό ,για να ζεστάνει τα μύχια χνούδια του και να τον καλημερίσει
Λίγος ο κόσμος και άγνωστος
Το στέρεο δονείται από τη μουσική του Tricky
Μια μουσική βγαλμένη από τα έγκατα της ψυχής του περιπλανώμενου διαβάτη της γής αυτής ,που μας έλαχε να εξερευνήσουμε μέτρο-μέτρο ,χωρίς πυξίδα και χάρτη
Μπάσο υπόκωφο τρυπάει τα τύμπανα ,τρυπάει το μυαλό ,τρυπάει τη γεμάτη ελπίδα καρδιά των άγουρων προσώπων ,που γύρω γύρω από το στρογγυλό τραπέζι ,ξεφυσούν το βαρύ καπνό απ τα ρουθούνια τους
Ζαλίζομαι και πέφτω
Πέφτω πολύ χαμηλά
Κι αγγίζω τη μαύρη άσφαλτο που έχουν στρώσει οι εργάτες στην εθνική οδό των ονείρων
Αγγίζω τη διαγράμμιση ,αγγίζω τις μπαριέρες ,αγγίζω το ζεσταμμένο γκρίπ που θέλει προσοχή να μη δαγκώσει
Αγγίζω το αγαλματένιο της βυζί ,τα μαλλιά της που μοιάζουν σα χείμαρρος ,που σκάει στα βράχια της λίμνης της Garda
Και ανεβαίνω πολύ ψηλά
Και είμαι καβάλα σ ένα συννεφάκι ν’ ατενίζω τη γή ,και τραγουδάω ένα στίχο του Χατζή Παρατηρώντας τον κόσμο ,που χάνεται κάτω απ τα πόδια μου
Και δε με νοιάζει
Και δε σ αγγίζω πια με τον ίδιο τρόπο ,γιατί είσαι μακριά και δε σε φτάνω
Μισανοίγω τα βλέφαρα να δω τριγύρω ,παίζουν χαρτιά και κουβεντιάζουν ,πως γίνεται αυτό?
Η πολυθρόνα που έχω βουλιάξει μοιάζει με ζυμάρι που κολλάει στα μέλη μου σα ζελέ με γεύση φράουλα
Δε θέλω να σηκωθώ
Δε θέλω να παίξω απόψε το βράδυ
Τόσα πολλά συμβαίνουν ,και τόσα λίγα
Και το ηχείο πάνω απ το κεφάλι μου ,ψιθυρίζει ,λόγια κρυφά και μυστικά
Και με χτυπάει βαθιά στο στομάχι για να συνέλθω
Είναι η επίβιωση που μ’ έκανε να σηκωθώ εκείνο το βράδυ
Γιατί δεν ήθελα
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη του μπάνιου ,και είδα το πρόσωπο μου
Δεν το χα κάνει ποτέ
Κι ήμουν εγώ ,χλωμός και ιδρωμένος ,με τα μάτια κενά
Ήταν σβυσμένη η φλόγα ,την είχα κάψει ολότελα για λίγο κέφι
Κι έφυγα πανικόβλητος
Κι έτρεξα ,όπως ποτέ δεν το ‘χα κάνει
Σαν άγριο άλογο που καλπάζει ελευθερωμένο απ τα δεσμά του
Και δεν κοιτάζει πίσω
Κι όταν σταμάτησα να πάρω ανάσα ,τότε κατάλαβα
Σε κουβαλάω μέσα μου

Φθορά

Θυμάμαι ένα σώμα να εκτινάσσεται βίαια από τοίχο σε τοίχο
Χωρίς λόγο,χωρίς αιτία
Ένα άψυχο κουφάρι που κινείται αέναα χωρίς προορισμό

Πατώντας κάθε φορα σ ένα από τα δύο άκρα που καταλήγει
Και παίρνει φόρα για να ξαναχιμήξει στο άλλο απέναντι
Να σκοτωθεί,να παραμορφωθεί,να πληγωθεί όσο μπορεί

Να γίνει μια ανώνυμη μάζα που όλοι λυπούνται και οικτίρουν
Που όλοι χαϊδεύουν,που όλοι αγαπούν
Που όλος ο κόσμος νοιάζεται να δώσει το υστέρημα του

Όπως μας έλεγε ο Χριστούλης

Και ζείς μέσα στο δηλητήριο?
Πως ζείς?

Έχεις μια σάρκα πάνω από τη σάρκα σου
Και μία ψυχή που κουκουλώνει την ψυχή σου
Ένα κεφάλι πάνω απ το κεφάλι σου
Ένα κορμί που περπατάει μαζί σου
Και σε βαραίνει
Και σε κρατάει στη γή

Έδυσε ο ήλιος της δεύτερης ευκαιρίας,τώρα,πρίν λίγο
Δεν το κατάλαβες?

Σπάσανε τα άκρα που ορίζουν τη ζωή σου
Και είσαι πια ένας αστέρας,ένας πλανήτης

Που τριγυρνάει σφυρίζοντας αδιάφορα στο δηλητηριασμένο του σκοτάδι
Και δεν αντέχει πια να ζεί τα πρωϊνά

Χωρίς αγάπη
Χωρίς οίκτο

Χωρίς να γίνεται σκουπίδι για όσους περνούν από μπροστά του

Θυμάμαι μια κλεψύδρα
Και τις καρδιές μας σαν την άμμο να κυλουν

Η μία μέσα στην άλλη

Απ άκρη σ άκρη μέσα στο γυάλινο μας κόσμο
Χιλιάδες κόκκοι άμμου

Χιλιάδες δευτερόλεπτα να μπαίνω μέσα σου, κι εσύ σε μένα

Να ζούμε σ ένα κόσμο που συνεχώς κινείται

Μες το γυαλί

Πως ζώ μεσα σ ένα γυάλινο θρυμματισμένο σύμπαν?
Πως ζώ?

Με τη δική σου σάρκα πάνω απ τη δική μου?
Και την δικιά σου την ψυχή να κουκουλώνει τη δική μου?
Και το κεφάλι σου κορώνα στο δικό μου
Και το δικό σου το κορμί, ναό και καταφύγιο μου?

Χωρίς λόγο,χωρίς αιτία

Γίνομαι η λέξη που μισώ,που με τρελαίνει
Γίνομαι τ' όνομα σου,κληρονομιά σου
Γίνομαι σκλάβος σου,καταραμένος
Γίνομαι ο ίδιος δηλητήριο να σε σκοτώσω
Γίνομαι μια σκιά,βαριά ,να σε τυλίξω

Δεν έχει μείνει άλλο τίποτα να πούμε

Να σου χαρίσω
Λίγη φθορά
Ένα μικρό κομμάτι απ το υστέρημα μου

Να δείς την άλλη μου πλευρά
Που παίρνει φόρα πατώντας σταθερά
Στο γνώριμο της άκρο

Να σκοτωθεί,να παραμορφωθεί,να πληγωθεί, όσο μπορεί

Στην αγκαλιά σου(?)

Πως ζείς χωρίς εμένα?
Πως ζείς?

Χωρίς φθορά?