Ενα τηλέφωνο χτύπησε εκείνο το Σαββατόβραδο,και μια πολυ γνωριμη,απο τα παλια χρονια,φωνη ακουστηκε
Ηταν ο παιδικος μου φιλος,εκεινος που μ εβαλε στα μηχανακια,οχι σαν εναν συνεπιβατη απλο,αλλα σα συνοδοιπορο,ισοτιμα,ισοποσα,ισοτονικα,χαριζοντας μου διτροχες ανασες οταν ανασες δεν επαιρνα,οταν ημουν σε μια κατασταση λυκειακου κυνηγητου,με κατι αντιγραμμενα διαγωνισματα,κατι κοπανες,κατι αγχωμενα ραντεβου σε καφετεριες της πλατειας
Κι εκεινες οι βολτες στην παραλιακη,οι κοντρες,οι τουμπες,και τ αεροπλανα που απογειωνοντουσταν καποια βραδυα ξεκαρφωτα μπροστα απο δυο κουτακια μπυρα σχεδον ζεστη,τα παγωτα μεσα στο χειμωνα και οι ατελειωτες συζητησεις απανω στα τευχη του Μοτο,οι ευρωπαιοι που μολις ξανανοιωναν τοτε και τα γιαπωνεζικα υπεροπλα που εσκιζαν τη νυχτα με τις ελευθερες 4 σε μια.Ολες εκεινες οι σκεψεις βιδωναν και ξεβιδωναν την εγκεφαλικη μου σανιδα σωτηριας,οταν χτυπουσα το εισητηριο στο μετρό για ν αρμενισω για τον τοπο του ραντεβου,και καθισα μονος μου νομιζω,σ ενα απο τα βαγονια,με τις βελουδινες καρεκλες
Γνωστος ο τοπος,γεματος υποσχεσεις,γεματος καρδιοχτυπια,καπου εκει περα εμενε η πρωτη μου αγαπη,μια Κατερινα με μπουκλωτα μαλλια κι ενα ροβερ παλιο προικα του πατερα της,και κατω απο εκεινα τα παλιοδεντρα την ειχα πρωτοφιλησει,και να εκει στο βαθος διπλα στο γκαραζ ειχαμε ανταλλαξει τα πρωτα χαδια μεσα στο ροβερ εκεινο.Και πως μερικες φορες ειναι αστειο,οτι ο τοπος και ο χρονος διαθλωνται,και σε ξαναγυριζουν εκει που αφησες μια μισοτελειωμενη προταση,να την ολοκληρωσεις πια,και να ησυχασεις,ετσι και σε μενα συνεβη,οταν ανεβηκα στην επιφανεια και με δυο-τρεις δρασκελιες βρεθηκα μπροστα απο το μουσαμα που τη σκέπαζε.
Αδιακριτα,βιαια,ετσι οπως ενας καυλωμενος πιτσιρικας θελει να ξεβρακωσει την κυρα του,και να την παρει ματι,να τη χουφτωσει,και μετα,αφου εμπεδωσει οτι αυτο το κορμι ποθει περισσοτερο,ετσι κι εγω,με δυο κινησεις ξεβρακωσα το λεπτο,καλλιγραμμο σωμα,το απαλλαξα απο το γκρι σαβανο του,τη μπουργκα του,και τοτε ξαναφαγα ενα χαστουκι,λες και μου το χρωσταγε εκεινη η Κατερινα,για την απιστια μου
Και εγενετω μοτοσυκλετα
Και οπως μπροστα σε ολες τις σπουδαιες μοτοσυκλετες της ζωης μου,εχω σταθει κι εχω συλλογιστει,τι ειναι αυτο που με κανει να τις νοιωθω περισσοτερο σημαντικες απο τις αλλες,τις αγοραιες,αυτες με τα ξεφτελισμενα ονοματα και τις κοινοτυπες ιστοριες,αυτες που μοιαζουν με το βαρετο συναδελφο μας στο γραφειο,που τον εχουμε μαθει οτι ειναι βαρετος και μας εχει μαθει να ειμαστε κι εμεις τα ιδια,για να γελαμε καποτε,ετσι και μπροστα σ αυτο το ασκητικο λεπτεπιλεπτο αυθεντικα γυναικειο σωμα,σταθηκα και συλλογιστικα,και απαντησα μεγαλοφωνα.Κι ομως υπαρχει (ερωτας)
Με βλεφαριασε ανησυχος ο δικος της.Με ρωτησε.Του απαντησα.
Εγω ημουν ο αλλος,γι αυτον,ο αλλος αντρας ,που ηρθε να παρει το μωρο του,την ψυχη του,την ιστορια που χε γραμμενη ο ιδιος,με γρατζουνιες και κωλιες,πανω στο μαυρο της σασι.Και τι δουλεια μπορει να ειχα,απομεσημερο με τη φωτογραφικη μου,να παιρνω ποζες απ το μωρο του.Λες κι ηταν καμμια πορνη φτιασιδωμενη,λες και ηταν τυχαια,λες και ηταν μια ξεπεταγμενη πιτσιρικα.Δεν ηξερα να του πω,αλλα δε με περιμενε κιολας.
Αρχοντικα,ευγενικα,με σεβασμο,με ειλικρινεια βρε αδερφε,ειλικρινεια αντρικεια,ειλικρινεια που βγηκε μεσα απο ενα πονο ανειπωτο,μια κραυγη,την ξεγυμνωσε προσεκτικα,την τσουλησε λιγο παραπερα,την εστησε κοντρα στον ηλιο,ομορφα κι ωραια,και μετα με καλεσε και μου ειπε :
"Παρτην,τωρα ειναι ετοιμη".
Δεν εβγαλα ουτε αχνα,μανιβελαρισα,πηρε με τη δευτερη φορα,ξυπνια,ναζιαρα,θελησε λιγο γκαζι να ερθει στα ζεστά της,λιγο χτυπημα στο φτερακι να ερθει στα συγκαλα της,εραστης της ημουνα,οχι αντρας,σα να καταλαβε,μετα απο χρονια,οτι ενας αλλος αντρας την χαιδευει και μου ψιλοκοκκινησε,εβηξε υπακουα,και κοπανωντας την πρωτη μεσα στο κορμι της,αρχισε να κυλαει μπροστα και να κουναει τα στητα της τα βυζια στην Καλλιροης
Κι ομως υπαρχει.Υπαρχει ο πουστης κρυμμενος καπου και περιμενει να σε σαϊτεψει,οταν εσυ εισαι αποφασισμενος να σταματησεις να κουνας τον κοσμο σου,να πιστεψεις οτι η γη γυριζει κ δε στεκεται,οτι η ακροπολη ειναι ασπρη και οχι μαυρη,οταν ρε παιδι μου λες σ ολους τους φιλους σου,οτι εχεις κατασταλλαξει,κι οτι εχεις βρει -σαν αντρας-ενα νοημα στη ρημαδοζωη σου.Ε,τοτε ερχεται και στην καρφωνει.
Την πρωτη,τη δευτερα,την τριτη,την τεταρτη
Και μ ενα βουϊσμα μονοκυλινδρο,ρολαροντας ξενοιαστος,σ ενα μισοαδειο δρομο,καταλαβαινεις γιατι αυτη ειναι Μοτοσυκλετα,κι εσυ απλα,ενα ανθρωπακι που τυχαια γνωρισες μια αλλη πλευρα της Ανάσας της.
Του δωσα τα κλειδια,τα βρηκαμε,πηρα τις φωτογραφιες,και πηγα στο Θησειο να πιω ενα καφε να βαλω τα πραγματα σε μια πορεια,σε μια διασταση.Δεν τη σκεφτηκα αλλο,δε με σκεφτηκε,αγκαλιασα τη δικια μου για καληνυχτα και κοιμηθηκαμε ολοι ευτυχισμενοι,κατω απο ενα γκριζο μουσαμα,πιασμενοι στην δικη της κουλούρα.
Την επομενη εμαθα τα νεα της,ειχε φυγει με το νεο της ιδιοκτητη,για αλλη πολη,για αλλη αγκαλια,πιο στοργικη,πιο σεβαστικη,κι εγω ειχα μεινει με μια της φωτογραφια
Κι ενα δικο της χτυπημα στην πλατη,φιλικο,με το γνωστο κροταλιστο της αξάν,το πειραιωτικο,εκεινο που μονο η Μελινα ηξερε να μεταφραζει σε κολωνακιωτικη -για να μην πω επιδαυρεια- σπονδη,τραγουδι κι ευχη,κι αναμνηση σπουδαια,σημαντικη,αυθεντικης κυρίας.
Friday, November 16, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment