Wednesday, November 7, 2007

Αρχόντισσα

Η ώρα είχε πάει ήδη 4.
Στο σαλονάκι με τις παλιομοδίτικες πράσινες ταπετσαρίες ο Λάζος έπαιρνε έναν υπνάκο στο καναπέ.
Εγώ, λουσμένος από τον ιδρώτα, δίπλα στον ανεμιστήρα, σκότωνα τα λεπτά διαβάζοντας ένα αδιάφορο περιοδικό.
Παρασκευή απόγευμα και η Θεσσαλονίκη βράζει.
Δύσκολη μέρα στην οικοδομή, σκασμένο μεροκάματο, δυο κρύες Αμστελ, ένα σουβλάκι, κι ένα ΤΤ ρημάδι με αλυσίδα κρεμμασμένη και δισκόφρενο στραβωμένο από τα έντο!
Το ραντεβού στις 5 στο καφενείο στη Μαρτίου με τα παόκια αφιονισμένα να πίνουν το φραπέ τους βλαστημώντας το κράτος της Αθήνας…κράνος θα έλεγα εγώ, της εξουσίας, χαλύβδινο, ν’αντέχει κατάρες και σιχτήρια και ροπαλιές αγανάκτησης από τη νύφη του Βορρά…Παρκάραμε τα μηχανάκια στη βιτρίνα και πήραμε τους φίλους από το μαγαζι…
Κομμάτια ζωής, στερνές ατάκες, καπνοί και μπάφα, μανιβελιές και βογκητά από τα ξαναμμένα κύλινδρα, πρώτες, δευτέρες, σούζες και φύγαμε,ο Κορινος φαντάζει μακρινός, σαν ήλιος του χειμώνα..
Και μια και δυο, χιλιόμετρα κυλάνε γάργαρα στα διψασμένα μας λαρύγγια, ν’αφήσουμε την εθνική, να βγούμε στ’αντάρτικο του βουνού…
φιδίσιος δρόμος γλυστερός, όλο πρασινάδα και νερά, δεξά-ζερβά, ο Λάζος με το ΤΤ μπροστά να δείχνει το δρόμο…
τί δρόμο να δείξεις ρε πραπρά με λάστιχο βακελίτη, ντριφτάροντας σ’ανηφοριές, διπλώνοντας στις κατηφοριές, και το βουνό, θεριό, απλώνει την πλαγιά του..
Μια στάση σε μια πηγή κι ένα εκκλησάκι και γρήγορα ξανά…αρχίζει να σουρουπώνει…και πάμε κι ανεβαίνουμε...
δεξιές, αριστερές, κλειστές, ανοιχτές, και τα φωσάκια τ΄ ουρανού αρχιζουν να ξεμυτίζουν…πού πάμε Λάζο?...
Υπομονή…
Και ξάφνου πίσω απ' την πλαγιά έτσι όπως κατεβαίνει η στράτα, το θαύμα της Ανατολής μπροστά μου ξεπροβάλλει, φωτεινό κι αστραφτερό σα κόσμημα αστρικό, σα κοσμικό διαμάντι, ένα χωριό, μια φωτιά, μια λάμψη, μια ανάσα, κι από πάνω του ένα μισό φεγγάρι γιορτινό, μια ημισέληνος, σα της Αγιάς Σοφιάς το γιορντάνι, κι ο Θεός ζωγράφιζε μαβιά, μπλαβιά, με το χρυσό πινέλο, σύννεφα, ανθρώπους, ζωντανά, μια εκπληκτική εικόνα, βγαλμένη από τα παραμύθια ρε παιδιά, τις χίλιες και μια νύχτες, και μπουσουλώντας σιωπηλά φτάσαμε στη πλατεία…
Κόσμος πολύς, βοή, κι ένα τρανό πλατάνι.
Τί να' χουνε δει τα μάτια του αναρωτιέμαι!
Τί κόσμο φιλοξένησαν τα πράσινα κλαριά του…
στο κέντρο του χωριού λοιπόν μες την πλατεία στεκότανε του Λάζαρου το σπίτι…
Μας υποδέχτηκε η μάνα του και μας κάθησε στο μπαλκόνι.
Τσίπουρο και τυρί, καφέ και παξιμάδι.
Ψιλή κουβέντα ήθελε.
Γάμου ετοιμασίες και γιορτή να' χει φουντώσει στο ξύρισμα του γαμπρού.
Γέλια, χαρές, φαϊ,πιοτό κι ωραίες αναμνήσεις.
Δροσιά πολλή, ευγενική ατμόσφαιρα, ευλογημένη…
Εκεί πιο πέρα, απόμερα, μια μαυροφορεμένη φιγούρα, σκυφτή θαρρείς, μας μέτραγε έναν-έναν.
Δυο μάτια γαλανά, ξεφτισμένα σαν γαλανόλευκη του ’20 που κυματίζει ακόμα, δυο μάτια κοφτερά, μα πιο γλυκά από μέλι, καθόταν η γιαγιά, η αφέντισσα, η πατρωνα…
Γυναίκα αληθινή, ζωή σα παραμύθι…
τ’άσπρα μαλλιά και ο μποξάς, στεφάνι, κλάδος ελιάς του αγωνιστή που κέρδισε τον δρόμο, προσφυγοπούλα και Σμυρνιά, βάλε πριν πόσα χρόνια…
Σε τούτο το μπαλκόνι αυτή η γιαγιά της πλατείας, είδε χαρές και λύπες να περνούν κάτω από το πλατάνι,να διαφεντεύονται ζωές, του χρόνου οι ημέρες, κι αυτή να στέκεται εκεί αγέρωχη σα βράχος, ακλόνητος και στιβαρός, κομμάτι της ιστορίας, λιθάρι αναπόσπαστο του τόπου αυτού, για πάντα ριζωμένο…
-Θέλεις γλυκο?-με ρωτησε
-Θέλω-
Κάτσε κάτω
Και με το βήμα το ασταθές, τα ροζιασμένα χέρια, αργές κινήσεις, λυγερές, σα νιόπαντρο κορίτσι, ένα πιατάκι με γλυκό, ένα ποτήρι με νερό, το ακριβό της δώρο.
Γύρισα απ' την άλλη μή με δει, γομάρι ολόκληρο να κλαίει, μια ζωή απλωμένη σε μια πλατεία ενός χωριού, μια βάρκα σ' ακρογιάλι απαγγιο, χαμηλό, να σιγομουρμουράει, τραγούδι, λόγια αρχοντικά, με τη φωνή σπασμένη απ' τα χρυσά της γηρατειά, με σεβασμό, με αγάπη…
Λύγισα, κι υποκλίθηκα, σεμνά, σηκώθηκα να φύγω….
η νύχτα με περίμενε να την ξανανταμώσω, μια διαδρομή κι αυτή, φαρδιά, στενή, μακριά πολύ, δρόμοι, σοκάκια, κροκάλες, ισιάδια και στροφές, ζωής τερτίπια και γιορτές…συναπαντήματα.
Και στο μπαλκόνι της εκεί ψηλά, η αρχόντισσα κοιτάζει και στέκει ψηλή, ψηλή σαν Όλυμπος, σα Γκιώνα, με τα απλωμένα χέρια της να δίνουν ευχή, να χαιρετούν και να φιλούν και να ξεπροβοδίζουν…
-Γειά σου γιαγιά - να' σαι καλά!
-Καλό δρόμο αγόρι μου να' χεις...
Μίζα, γκαζιά και φεύγω για την επιστροφή στη ξαναμμένη Αθήνα…
Συγκινημένος, διαφορετικός, μα με καρδιά γεμάτη…
γεμάτη κατάνυξη κι αγάπη παλιάς Ελλάδας και βουνού, σεβαστικιάς και τρυφερής γυναίκας το τραγούδι…
τραγούδι αληθινό, αρχοντικό, βγαλμένο από τα βάθη της Ανατολιάς, που το' ριξε η μοίρα του σε τούτη τη πλατεία..σε τούτη τη μεριά της γης να στέκει αγαπημένο.
Και η κάθοδός μου γίνηκε γλυκειά πολύ ανάσα, λες κι όλες οι ευχές του σύμπαντος με σπρώχνανε να τρέξω, πιο γρήγορα, αέρινα, σα σύννεφο πετούσα!
Οι ρόδες δεν πατούσανε στην άσφαλτο, στο χώμα..μα ήμουν ήρεμος πολύ, κι όλο χαμογελούσα..
Να' χεις υγειά - καλή καρδιά, αρχόντισσα γυναίκα…-

1 comment:

YO!Reeka's said...

τι ωραία ιστορία!!!