Από τα πράσινα δάση στα βουνά, που μόλις και χαϊδεύουν τα σύννεφα με τις κορυφές τους, ως και τις σμαραγδένιες ακρογιαλιές του Ιονίου, με τις πολύχρωμες βαρκούλες στις μαρίνες, είχες απλώσει το μπαϊράκι σου και διάβαινες καμαρωτός στις ερωτήσαντες και τους χωμάτινους διαύλους της ανάγκης.
Αλάργα στις δεξιές, αλάργα στις αριστερές, μπότες, σπιρούνια, και το δράκο στο ντεπόζιτο να πετάει τις φλόγες του στις παρατεταμένες, ένα δισάκι, με χταπόδια ασφαλισμένο στην ουρά, αντίβαρο θαρρείς, του υψιπετούς εμπρόσθιου τροχού, να διώχνει πιο ψηλά τις μύριες κακές σου σκέψεις, χελιδόνι.
Όταν την πόρτα έκλεινες και σφάλιζες τα μάτια της ψυχής, προτού να ταξιδέψεις, πικρέ, λατρεμένε, πρωτόβγαλτο βλαστάρι ανοιξιάτικο.
Όταν αυτή η βροχή πασπάλιζε χρυσόσκονη, τα μαδημένα σου φτερά, αγαπημένε αρμενιστή, τραγούδι αλυχτισμένο.
Αλάργα στις ανηφόρες και τις κατηφοριές, κράνος και γάντια, κι ένα μυστρί να χτίσεις τα τείχη που γκρέμισε εκείνη, όταν σε πρωτοείδε στο κατώφλι, άγκυρα κι αστρολάβος θαρρείς, του ενός όντος, που με τα λάδια και τα φίλτρα του ξορκίζει το σκουλήκι μακριά, και πιο μακριά απ την κάρδια σου, πρωτόπλαστε.
Όταν ξεπέζεψες από το αστέρι, που χρόνια φώτιζε τον ουρανό της γειτονιάς μας.
Όταν βαφτίστηκες ξανά -τρεις φόρες- μες τα νερά του Μύρτου.
Όταν το ακουστικό μου έπεσε απ το χέρι, και γίνηκε κομμάτια.
Αλάργα, αλάργα λησμονιά, αλάργα θαλασσοταραχή μου, ψυχή αδούλωτη, με ματωμένα χεριά, από τα γκάζια της ζωής, τα χιλιομετρημένα.
Έχω απομείνει μοναχός, σαν πειρατής της στέπας, να τραγουδώ κάθε πρωί προτού να ξεκινήσω.
Αν είχες στρίψει πιο νωρίς?
Αν είχες περιμένει?
Αν έβλεπες τη μάνα σου να κλαίει λυπημένη?
Ορφάνεψαν τα βουνά και τα μπλε συννεφάκια κι αποκαθήλωσε ο νοτιάς το τρύπιο μπαϊράκι, εκείνο που απλωνόταν ως την ακρογιαλιά με τις βαρκούλες, που είχαμε κουρσέψει πριν καιρό, θυμάσαι?
Με θυμάσαι?
No comments:
Post a Comment