Ξυπνησες νωριτερα απο μενα.
Καταλαβα οτι σηκωθηκες,οταν επαψα να αισθανομαι το δερμα σου πανω στο δικο μου δερμα.
Τη ζεστασια,που ολη νυχτα κρατουσα σφιχτα μεσα μου.Να μην κρυωσω.
Μισανοιξα τα ματια,και σε ειδα να στεκεσαι μπροστα στο παραθυρο του δωματιου,ολογυμνη.
Μολις ειχες τραβηξει την κουρτινα και κοιτουσες εξω.Εβρεχε.
Και η καταχνια του χειμωνα ειχε κανει το σχεδιο της στο τζαμι,κι εσυ στριμωχνοντας το προσωπο σου αναμεσα στην κουρτινα και το χνωτο σου,την ανασα σου,προσπαθουσες να διακρινεις,το βαπορετο που διεσχιζε τον Σηκουανα,οπως καθε πρωι,την ιδια ωρα.
Δε μιλησα.Δεν θελησα.
Ηταν τοσο ομορφη η εικονα σου,ετσι οπως το μισοφως του γκριζου πρωϊνου χυνοταν πανω στους ωμους κ τα μαλλια σου.
Θα λεγε καποιος,οτι περιμενες καποιον γλυπτη να σκαλισει τη φιγουρα σου για παντα,σ ενα κομματι πετρα,σ ενα κομματι πηλο,και να σε ονομασει την κοιμωμένη-ξυπνητή νύφη του ποταμού.Του δωμάτιου.Της πόλης του έρωτα.
"Εφη,καλημερα"
Γυρισες ξαφνικα,και απο ντροπη,τυλιχτηκες με το σεντονι,να μη σε δω αφροντιστη.ετρεξες στο μπανιο,κι εγω ανασηκωθηκα,στην ακρη του στρωματος,λιγο να συνελθω,να ετοιμαστω.
Ειχαμε σχεδια για εκεινη την ημερα.
Δεν προλαβα να σκεφτω κατι αλλο,και με φιλησες δυνατα μ ενα πλατυ χαμογελο.
Στα χειλη.
Ποσο μ αρεσει το χαμογελο σου.Ειναι γιορτινο.Ειναι ζωντανο.Ειναι μια υποσχεση,οτι ολα θα πανε καλα,και σημερα.
Ντυθηκαμε γρηγορα,βιαστικα,λες και μας κυνηγουσαν υποχρεωσεις.
Ομως ολα αυτα,δεν ηταν,παρα η αγωνια μας,να δουμε οσο περισσοτερα πραγματα μπορουσαμε.
Να ζησουμε μεσα στ ονειρο μας,ώρες πολλες,στιγμες εντονες,χαμενοι -πιασμενοι χερι με χερι- στα στενα πετρινα σοκακια του παλιου Σεν ζερμαιν αν λε,του τροκαντερο,πανω ψηλα,στο περιστροφικο καφε του πυργου του Αιφελ,στις αρχαιοτητες του λουβρου,στην πολυτελεια των Υλισιων πεδιων κ των παλατιων του Λουδοβικου.
Εγυρες το μπερε που φορουσες στο κεφαλι,στον ωμο μου.
Μου εσφιξες το χερι με τα καφε σουετ γαντια σου.
Ο καφες ηταν στο τραπεζι,ενα μικρο σιελ στρογγυλο τραπεζι,μπροστα απο μια μεγαλη βιτρινα,στο πιο παλιο μπιστρο του κεντρου.Ησουν ευτυχισμενη.
Με κοιταξες και μου το είπες χωρις ν αρθρωσεις λεξη.
Ηπια μια γουλια καφε,σηκωθηκα να τηλεφωνησω,χρησιμοποιωντας ενα κερμα.
Στην αλλη ακρη του συρματος,μια γνωστη φωνη με γυρισε πισω.Με ταρακουνησε.Αφησα το ακουστικο να πεσει.Επρεπε να φυγω,ηταν αργα.
Σκεφτηκα οτι θα καταλαβαινες,και μετα σκεφτηκα οτι δεν σου αξιζε κατι τετοιο.
Και μετα,ανοιγοντας την πορτα του μπιστρο,σταματησα ενα ταξι,μαζεψα τα πραγματα μου,κι εφυγα για παντα απ τη ζωη σου.
Και εισαι εκει,ακομα,στο Παρισι,να περιμενεις,σ ενα παλιο μπιστρο,με τα καφε σουετ γαντια σου,το βλεμμα της Πηνελοπης κι ενα ζεστο καφε ν αχνιζει στην πορσελανη,να ταξιδεψουμε,στον επομενο σταθμο της ζωης μας.
Στο αγνωστο.
"Εφη καλημερα".
Σταματησε να βρεχει.
Tuesday, October 23, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment