Saturday, November 17, 2007
Το κουμπί της
την ειχα δει πολλες φορες με τις φιλες της στη γειτονια να πηγαινουν για καφεδες μπορει,γειτονισσα θα ειναι
ηταν μια 30αρα στα γεματα της,με μακρυ σπαστο μαλλι,το φορτε μου και πολυ ομορφο στρογγυλο πισινο
απο αυτους που οταν τους τυλιγει το τζην καταλαβαινεις γιατι η levi's ειναι πρωτο ονομα στο κολωνακι
ενα μηνα προσπαθουσα να της τραβηξω την προσοχη
μα με κουστουμι εμφανιζομουν,μα με σκισμενο παντελονι,μα με τρεντυ λουκ και λαδωμενο μαλλι,τιποτα ομως
μου εδινε την εντυπωση μιας γυναικας κατασταλαγμενη ς σ ενα παιχνιδι που λεγεται "με ξερω και αδιαφορω"
δεν ειχα σκοπο να την αφησω ομως,το ειχα παρει αποφαση
ενα μεσημερι,στης ακροπολη τα μερη,που τραγουδαει και ο κοκοτας,κατεβαινω φουριοζος κατα τις 4-4.30
ηταν μια μερα πολυ επεισοδιακη και ειχα πολλα νευρα,οπως συνηθως
καπου σε μια γωνια την παιρνει το ματι μου να προσπαθει να βαλει μπρος την αρχαιολογια του σοιχιρο χοντα και το μονοκυλινδρο να ξερναει βενζινες απο την ταλαιπωρημενη εξατμιση του
δεν εχασα χρονο
αφησα το κρανος στον θυρωρο,κλεινοντας του το ματι και εσπευσα να αξιολογησω την κατασταση
οντως ηταν μια ομορφη γυναικα
μια ομορφια ανεπιτηδευτη,αυτη την ομορφια που ψαχνω να βρω σε μερικες γυναικες που απεκτησαν ρυτιδες στο ανω χειλος,αλλα δεν κανουν τιποτα για να το κρυψουν
το μαλλι της ιδρωμενο και κολλημενο στο καθαρο της μετωπο,τα ματια της καφετια και γηινα,τα χειλη της λεπτα και ροδοκοκκινα,ξαναμενη και αποκαμωμενη απο την προσπαθεια
τη χτυπησα ελαφρα στον ωμο και γυρισε απορημενη να με κοιταξει
μαλλον ημουν σε μαυρα χαλια κι εγω,γιατι εβαλε τα γελια,δε μου αφησε κανενα περιθωριο να προβαρω τις ατακες που σχεδιαζα
συστηθηκα και της ειπα οτι θελω να τη βοηθησω να φυγει να παει σπιτι της εκεινο το μεσημερι καβαλα στην παπια
δεν τα καταφερα,δε μου βγηκε
ηταν ας πουμε σα να λεγα ψεματα στον εαυτο μου,ηταν μια κραυγαλεα ψευτικη προσφορα,και ολο το συμπαν το ηξερε οτι συνομωτουσα να βγαλω κατασταση απο το πουθενα
και το ρημαδοπαπι δεν επαιρνε μπροστα με τιποτα,ειχε μπουκωσει
μα τι τσοκ τραβηξα,τι σπρωξιμο εριξα,τι μανιβελιες σωστες και αναποδες εφαγα,εκει αμετακινητο,σα να περιμενε το δικο της ποδι για να παρει μπροστα
ειχε περασει ενα μισαωρο και ημασταν εκει,καταμεσης του κοσμου,δυο ανθρωποι κουρασμενοι,με τα προβληματα μας,μπροστα απο ενα μηχανακι που απλα δεν ηθελε να παρει μπροστα,αντιμετωποι με κατι τοσο απλο,μα τοσο σημαντικο,μεγενθυνοντας τη λεπτομερεια και κανοντας τη ουσια,θελοντας να ταξιδεψουμε χωρις το μεσον,φατσα καρτα με τις ευθυνες μας,ο ενας απεναντι στον αλλον,αυτη μελαχροινη,εγω καστανος,η τελεια κορνιζα
ηθελα εκεινη τη στιγμη να της κανω ερωτα πανω στη σελα,το ειχα αναγκη
ηθελα να της πω ποσο ευτυχισμενος ειμαι που βρισκομαι διπλα της
ηθελα να της πω ενα σωρο μαλακιες,σαν καποιο παιδακι του δημοτικου που αγορασε γαριδακια και μπουκωμενο λεει στη μανα του ποσο γουσταρει
ηθελα ,ενα σωρο ηθελα
και μετα αδειασα,ξεφορτισα,ηρεμησα,και την ξανακοιταξα
μιλαγε στο κινητο της με καποιον αντρα,του ελεγε οτι επαθε βλαβη το μηχανακι,και οτι θα καθυστερουσε κι αλλο στο ραντεβου της
γυρισα τη ρεζερβα και με μια μανιβελια το μηχανακι πηρε μπροστα,ετσι απλα
και εκεινη για πρωτη φορα μετα απο ωρα,ξαναχαμογελασε
κι εγω καταλαβα οτι δεν ημουν τιποτα περισσοτερο απο μια μανιβελια,μεσα σ ενα συμπαν απο μηχανολογικα προβληματα
δεν ημουν τιποτ αλλο,παρα μια ευχη για καλο δρομο,ενα ανταποδοτικο χαμογελο,μια γεματη ποθο ματια
σκετη απογοητευση,κανω να φυγω,δεν ειχα λογο να στεκομαι αλλο ενα μισαωρο στο πεζοδρομιο
με σταματησε και με ευχαριστησε για την προσπαθεια μου,μου σκασε κι ενα φιλι στο μαγουλο,πεταχτα,κοριτσιστικα
ενοιωσα ακομα χειροτερα,ακομα πιο μαλακας,ακομα πιο ανημπορος να ελεγξω την εξελιξη της ζωης μου προς τα καπου,και αγανακτησα
ετρεξα πισω της,εσβυσα το μοτερ και την αρπαξα απ το χερι
δεν ειπε τιποτα,δεν θελησε
χωθηκαμε σ ενα καφε εκει πιο πανω και δε μιλησαμε περισσοτερο
το κινητο της βαραγε αλλα δεν το απαντησε ποτε,με περιμενε
και οταν ηρθε ο καφες τη φιλησα στο στομα και της εκανα ερωτα πανω σε μια παλια καρεκλα ψαθινη
και τοτε καταλαβα κατι πολυ σπουδαιο,που παντοτε μου ξεφευγε,παντοτε ξεγλυστρουσε,παντοτε ελειπε απο τη σκεψη μου
καταλαβα οτι εκεινη ηταν παντοτε εκει και με περιμενε
αλλοτε με καποιο χαλασμενο παπι,αλλοτε με καποιον ιο στον υπολογιστη της,αλλοτε με καποιο sms
εκεινη,η μελαχροινη με το σπαστο μαλλι και τον ωραιο κωλο,ηταν εκει για μενα τοσα χρονια,αλλα εγω δεν ημουνα εκει ποτε
κι επρεπε να λυωσω μανιβελαροντας τον εαυτο μου για να γυρισω ρεζερβα,να καταλαβω
κι επρεπε να σπρωξω ενα βαρος σ εναν κατηφορο για να παρω μπροστα
κι επρεπε ν αφησω τη ζωη μου να με κρατησει στην αγκαλια της,να με κοιταξει μ εκεινα τα ματια τα καφετια,για να αγανακτησω
και να παρω τα ρισκα μου,και να τολμησω
να βρω το κουμπι της,καπου αναμεσα στο στηθος και την κοιλια της,καπου μεσα σ εναν κυλινδρο αεροψυκτο,ενα μεσημερακι στο κεντρο της αθηνας
δεν την ξαναδα ποτε,δεν ξερω αν συνεχισε να δουλευει καπου κοντα,αν πηγε ποτε στο ραντεβου της,αν πηρε αλλο παπι,αν εβαψε τα μαλλια της
οσες φορες κι αν εψαξα να τη βρω,δεν τα καταφερα
κι ετσι πολλες φορες σκεφτομαι οτι ποτε δεν υπηρξε,ουτε εκεινη,ουτε τιποτα,και οτι ηταν απλα ενα ονειρο που ειδα,ζαλισμενος απ τη δουλεια
η απλα οτι δεν υπαρχω εγω,αλλα καποιος αλλος,που ζει μια παραλληλη ζωη παρατηρωντας ενα κουφαρι που μου μοιαζει,πινοντας εναν καφε παρεα μ εκεινη κανοντας ερωτα πανω σε μια ψαθινη καρεκλα ενος καφενειου
και τον ζηλευω τον πουστη
τον ζηλευω παρα πολυ
γιατι εκεινος αποφασισε,εγω ακομα οχι
και ψαχνω κι εγω το δικο μου παπι,τη δικη μου αποφαση,τη δικη μου μανιβελια
και ειναι ολα τα μεσημερια ιδια...μα τοσο ιδια..........
Φύγε
Εχω απλωσει το χερι σφιγμενο σε γροθια,για να σ εμποδισω να πλησιασεις
Οχι,αυτη τη φορα η ζωη σου δεν προκειται να με πληγωσει
Αυτος ο καμβας της καθημερινοτητας ειναι τοσο γκρι οσο εμεις διαλεξαμε να ειναι
Και τι να λενε τα αιματα,και τι να λενε τα παραμυθια
Και τι να λενε τα κλαμενα σου ματια
Ποιος μπορει να λυπηθει εναν ανθρωπο που δε λυπαται τον εαυτο του
Και ποιος μπορει να σταθει διπλα σου
Αισθανομαι αναξιος,τραγικα ανικανος
Τρωω το ξυλο της ζωης μου,μια ζωη
Καποια εποχη θυμαμαι μ αρεσε,ημουν εγω που το χα διαλεξει
Σημερα εχω ξερασει,εχω αηδιασει
Που μοναχα συννεφα ειναι,τριγυρω,και ο πρωτος βοριας τα παιρνει μακρια
Στην ανωνυμια του ουρανου μας,των επιλογων μας
Τρωγωμαι με τα ρουχα μου για παρτη σου,σε σκεφτομαι,σε θελω
Σε θελω προστυχα περισσοτερο,ψευτικα,απο αναγκη
Γιατι αναμεσα στην αγαπη και τη μοναξια,το πρωτο ειναι το δυσκολο και το δευτερο το βολικο
Κι αυτο το ξυλο μ εχει αδρανησει
Και δεν ξεφευγω με κανεναν αλλο τροπο
Ουτε με Μαλαμα,ουτε με βολτες,ουτε με 3 μαλακες φιλους καποια βραδια
Το μονο που θελω αυτη την ωρα,ειναι να φυγεις
Να γινεις ατμος στα τζαμια καποιου αλλου και να κυλησεις
Να γινεις μια σταγονα απο νερο και να χαθεις
Σ αυτο το μεγαλο γκρι καμβα,το δρομο απο τσιμεντο
Ουτε κι εγω μπορω,ουτε κι εσυ μπορεις
Με αναφιλητα,με παρακαλετα
Ειναι αυτοματο πιστολι ο ερωτας,πυροβολας
Μεχρι οι σφαιρες σου να κανουν σουρωτηρι τη ζωη σου
Κι οταν σου μεινει μοναχα μια στη γεμιστηρα
Η εσυ θα φυγεις
Η εγω θα κανω σουρωτηρι το μυαλο μου
Θα φαω το ξυλο που μ αρεσει,θα ξενυχτησω
και μετα θα γινω εκεινη η βιτρινα που ψωνιζεις
Με το βλεμμα το αντρικο που σε καυλωνει
Με αναφιλητα,με παρακαλετα
Φυγε,απλα
Η τελευταια σφαιρα ειναι η δικια μου
Friday, November 16, 2007
Ο μηχανόβιος
οι διακοπες προγραμματισμενες εγκαιρα,τα εισητηρια κλεισμενα,το δρομολογιο γνωστο,η βενζινη στο τεποζιτο
τα μαυρα δερματινα σφιχτα δεμενα,ο εξοπλισμος απαραιτητος για να καλυψω τα χιλιομετρα μεχρι το καραβι
ημουν μονος
ο δρομος ιδιος και απαραλαχτος,γκρι και ασπρος
τα βουνα,οι χερσες εκτασεις,η κυκλοφορια στην εθνικη οδο
το λιμανι
καπου εκει αραξα σε μια σκια να πιω λιγο νερο
και τοτε ηρθε
καβαλα σ ενα σουπερσπορτ,κυνηγωντας,δεν ξερω τι,φρεναροντας με πολυ βιασυνη λιγα μετρα μακρυτερα
ετρεξε να βγαλει εισητηριο
ανοιξε το φερμουαρ της φορμας του κ απο μεσα ηταν ιδρωμενος
ανατριχιασα
δε φορουσε φανελακι
ηρθε διαστακτικα και μου ζητησε ενα χαρτομαντηλο
καρφωθηκα πανω στο στερνο του,κοκκινισα,και με ειδε
χαμογελασε και συστηθηκε
"κι εσυ εκει πας?"
"κι εγω εκει παω"
"ωραια μοτοσυκλετα"
"και η δικια σου"
ο λιμενικος υπαλληλος εδωσε το σημα και μπηκαμε
δεσαμε διπλα διπλα,χωρις να μιλαμε
το στηθος του ειχε στεγνωσει
εγω ειχα κοκκινισει κι αλλο,δεν τα καταφερνα να δεσω στο αμπαρι
επιασε το σκοινι και με δυο-τρεις κινησεις εφτιαξε εναν κομπο
γυρισε και με κοιταξε,χαμογελωντας ξανα
"σ ευχαριστω"
"θελεις κι αλλο χαρτομαντηλο?"
τραβηχτηκε πισω και εφτιαξε τα κολλημενα μαλλια-δεν ηθελε
ηρθε ξανα κοντα μου να τσεκαρει τον κομπο
ειχε μετακομισει στο λαιμο μου
γυρισα να βγαλω τα κλειδια και κολλησε πισω μου
παραλιγο να λιποθυμησω
"ναι"
με αρπαξε απ το λαιμο και μ εσφιξε με δυναμη
παρελυσα
"ναι"
γυρισα και τον κοιταξα
τα ματια του ειχαν κοκκινισει,το στηθος του ιδρωσε παλι
με παρεσυρε
τον παρεσυρα
ειχα ιδρωσει κι εγω,μεσα στα μαυρα μου
κλειδωθηκαμε καπου σκοτεινα
εκλεισα τα ματια μου κι ενοιωσα ανυπερασπιστος
λες και ταξιδευα με 300 στην ερημο με το αλατι
λες και φρεναριζα οριακα στις σερρες
με ειχε πνιξει με την αδρεναλινη του,με το δικο του αλατι,με τη δικια του ερημο
κι ολα ηταν θολα
κι ολα ηταν ατμος και μεταλλικοι ηχοι ανατριχιαστικοι απο την αγκυρα που τραβουσαν πανω
για να σαλπαρουμε καποτε
οχι να μη σαλπαρουμε
οχι να μη με γυμνωσεις ετσι
οχι να μην σ ερωτευτω
δεν τον κοιταξα στα ματια και με χαστουκισε
"πουσταρα"
με κλωτσησε,με εφτυσε
κι απομεινα στη σκοτεινη μου τρυπα,μονος ξανα
με τα δερματινα μου dainese στα γονατα
χωρις κουραγιο να σηκωθω να του φωναξω
χωρις αξιοπρεπεια
χωρις το ιδρωμενο σου στηθος
κοιταξα τον εαυτο μου στον καθρεφτη
σε λιγο πιαναμε λιμανι,φταναμε
δεν τον εψαξα ποτε
ειδα το πισω λαστιχο του να σπινιαρει και να το σκαει,γρηγορα οπως την πρωτη φορα
ειχα ακομα μερικα χιλιομετρα να φτασω
στην αγκαλια της
να ξαναπω ψεματα
να ξαναγινω ενας απο αυτους
ενας μηχανοβιος
Και?
οι κουρτινες στομωσαν καθε ελπιδα ηλιαχτιδας στο δωματιο μου
ανοιξε λιγο το τζαμι
εξω ο κοσμος τρεχει..απ το πρωι..
τρεχουμε να προλαβουμε..
να παρουμε ανασα
στις συννεφιες
εκει ψηλα στην ακρη του κοσμου
τρεχουμε με ορμη για να τρυπησουμετην καταχνια
εκει ψηλα στο τελος του οριζοντα
εξω ο κοσμος γυριζει..απ το πρωι..η μαλλον απο χτες το βραδυ..δε σταματα..κανε κουραγιο..και που ξυπναμε χαραμα..τι θα πει?
εμεις δε βρηκαμε ποτε την ηλιαχτιδα στο κρεβατι μας
τα τζαμια κλειστα..τις εκκλησιες
κανε κουραγιο..κοιτα ψηλα..τις συννεφιες
ερχεται αερας να τις διωξει
και να μυρισει γιορτη και ξεγνοιασια..κοσμε σταματα να με παρεις..αποβραδις
και να ξυπνησουμε μαζι κι εσυ ξανθε μου ηλιε να γελασεις
σαν εκκλησια την πορτα σου ν ανοιξεις
μια προσευχη γι εκεινον να σου πω..που γινε πελαγο..βουνοκι εφυγε
ηλιε μου κεχριμπαρι μου σε αγαπω
μα μια ηλιαχτιδα σου ποτε δε μου χαριζειςτα πρωινα..στις 7..και που ξυπναω τι θα πει..?
αν ειναι κι εσυ να φυγεις
αποβραδις...
Γειά σου ρε μάστορα
σ αυτη την μοιρολατρικη,παθητικη σταση της μη διεκδικησης,της σιωπηλης αποδοχης μιας εμφανεστατης κλεψιας
δεν εχει σημασια το γιατι η το ποιος,αλλωστε συνηθως το μονο που μενει ειναι οι επαναλαμβανομενες ιδιες καταστασεις-αποτελεσματα,και οχι το ντεκορ
σ αυτη τη λουμπα πεφτω παντοτε δια της απατηλης οδου της εμπιστοσυνης κ της φιλικης στασης
δια της απατηλης οδου της ρομαντικης κουβεντας με το μαστορα,της μυρωδιας του συνεργειου του,της βιασυνης των πελατων του,του καθησυχαστικου βλεμματος του οταν απευθυνεται σ εσενα κ σου λεει "περιμενε"και περιμενεις πανω σε μια πλαστικη καρεκλα απο το λιντλ,πινοντας φραπε νεροπλυμα μεσα σε ποτηρι γιουλα η σε πλαστικο ψηλο,που εχει φτιαξει σε μια καμαρουλα που στανταρ ειναι κ τουαλετα μαζι,διπλα σε χαρτια υγειας και παστα για να καθαριζεις τα χερια απο τα γρασσα
και κατα βαθος θαυμαζεις το γερολυκο μαστορα που παντοτε εχει αποψη,παντοτε μια λυση,παντοτε δεκαδες κυπελα απο παλιους αγωνες τοποθετημενα σ ενα βρωμικο ραφακι πανω απ το γραφειο του,παντοτε γνωστες πελατες που αναλυουν τον τελευταιο αγωνα του ροσσι με καθε λεπτομερεια,παντοτε μια τρομερη χαρη να ελισσεται αναμεσα σε μηχανακια,ανταλλακτικα,φαξ κ αδειες κυκλοφοριας,τηλεφωνηματα,και κοσμο που μπαινοβγαινει συνεχως και τα παραμαστορακια του που ολο λαθη κ στραβομαρες κανουν
θα μου πεις κι εσυ,τι σ αρεσει σ ολο αυτο το χαος?τι γουσταρεις?εσυ που δε σηκωνεις τα μανικια ουτε μια αλλαγη λαδιων να κανεις?
μου φαινεται μια παιδικη χαρα το συνεργειο
ενα χωρος μυστηριωδης,ανεξηγητος,φανταστικος,μια εκκλησια,μια τελετουργια
ενας χωρος οπου ο χρονος αποκτα αλλες διαστασεις,οι χαρακτηρες διαφορετικες σκιες,τα προσωπα και τα πραγματα γραφουν δικες τους παραγραφους σ αυτο το τεραστιο βιβλιο της καθημερινης μυθολογιας
το ταδε καβασακι,το ταδε σουζουκι,ο ταδε πελατης που επεσε προχτες,η ταδε μπιελα που εσκασε καταμεσημερο,το ταδε τακακι που ειναι σκληρο σαν παξιμαδι,ο ταδε αγωνας που βγηκαμε στα χορτα
ολα αυτα,ηρωισμοι,ιδρωτες,πονοι κ πονακια,χαρες και χαρουλες,ιστοριες καθημερινες ασημαντες και σπουδαιες,λεφτα με ουρα δισεκατομμυρια και τρυπιες τσεπες,μοτοσυκλετες σουργελα και διαμαντια μοναδικα,ελπιδες για διακρισεις και τεραστιες απογοητευσεις
ολα αυτα,ειναι συμπυκνωμενη ζωη,σα χοντρη βαλβολινη,σα νεκταρ με γευση διχρονολαδου,σαν καβουρδισμενος αραβικος καφες απ το ντακάρ,που μονο ο μαστορας κερναει στο συνεργειο του,μονο αυτος μπορει να ξερει πως να σερβιρει,μονο αυτος κατεχει αυτη τη μυστικη συνταγη,την ατιμη
και ποιος τολμα να την κοστολογησει?και ποιος τολμα να φερει αντιρρηση?
ανοιγουν τα ρουθουνια μου,τα ματια κ τ αυτια μου,και μαζευω αερα και καυσαεριο μαζι
κυλιεμαι στα καμμενα λαδια,κατω απο ταπες,κατω απο στραβωμενους σωληνες κι εξατμισεις,διπλα σε σκασμενα λαστιχα,κοιταζω να δω αν μου κανει στραβομαρες στο μηχανακι μου,μα τι να δω?τι να ξερω?λες και μ ενδιαφερει,λες και κατεχω,λες και θ αλλαξει κατι τελικα?
μπορει καταβαθος να ελπιζω κιολας,οτι δεν θα ειναι σωστη η επισκευη,μονο κ μονο να χω κατι ν ασχοληθω,να τσαντιστω,να κουβεντιασω με τα φιλαρακια μου,για τον "πουστη τον κομπογιαννιτη που δεν ξερει να ρυθμιζει 38αρια μικουνι",να τον κανω ρομπα κ ξεφτιλα στη μοτοκοινωνια,και μετα μετανοιωμενος -γιατι καταβαθος χωρις αυτον δε μπορω να υπαρχω στο στερεωμα του μεγα μηχανοβιου Μερφυ- να ξαναγυρισω και να του ξαναδωσω λεφτα δισεκατομμυρια για να μου φτιαξει το μηχανακι,και να μου ταξει επιδοσεις,να μου ταξει,να μου υποσχεθει
και ειμαι κι εγω μια κοπελιτσα που περιμενει εξω στο κρυο το πρωτο της ραντεβου στα 16,μ εκεινον τον ψηλο,τον αξυριστο,τον σκληρο αλλα αισθηματια καταβαθος,να καβαλησουμε ενα διτροχο εργαλειο και να στανιαρουμε τις δικες μας ατσαλοβιδες σ αυτη την μεγαλη γεφυρα της ζωης ,στη μεση της οποιας βρεθηκαμε καποτε,και στ ακρα της οποιας θα ξαναβρεθουμε, καβαλα σ αλλα διτροχα,σ αλλες ψυχες,ειτε σαν οδηγοι,ειτε σα συνοδηγοι,ειτε απλα σαν καποιοι που απλα αποκαμαν κ θελουν μονο να κοιταζουν
και να θυμουνται
κι ειμαι κι εγω ενα κατασπρο προσωπακι με κοκκινα μαγουλα,λαχανιασμενο,με μια βρωμικη φορμα wurth,μια πενσα κι ενα δεκαρακι στην κωλοτσεπη,κι ενα σβερκο μελανιασμενο απο τις σφαλιαρες του αφεντικου μου,που περιμενω να φυγουν οι βιαστικοι,να πιασω το μικρο μου θησαυρο,με τις νικελωμενες ζαντες και την κομμενη σελα,να παρω τη βασουλα μου να την παω για καφε μολις τελειωσει το φροντιστηριο της
κι ειμαι κι εγω ενας κωλογερος με λερωμενο σωβρακο που συγκινειται οταν περνανε εκεινα τα μπονβιλ,εκεινα τα λεμαν,εκεινα τα μπολντορ και τριζουν τα κωλοπαγκακια του ζαπειου μαζι με τα κιτρινισμενα μου δοντια,μαζι με τα ποτηρια και τα πιατακια των καφενειων,και τις συνειδησεις ολων των "τακτοποιημενων" του κοσμου αυτου,μ αυτα τα ρελαντι που ποτε δε σταθεροποιηθηκ αν,αλλα μονιμως ανεβοκατεβαιναν αρρυθμιστα,μια ζωη τα ιδια,τα παλιορελαντι,τα ψυχικα μου αλγη,τα μαζεμενα μου
και λιγο ν ανοιξω τα ματια μου,ξαναπροσγειωνομαι σε μια πραγματικοτητα ατελειωτων μαρσαρισματων,και γκρινιας,και πονηριας,κι ενος χεριου στην τσεπη μου που θελει να μου τα παρει,να τα κανει ισως λουλουδια στα μπουζουκια,λαστιχα για τρακντει,δωρο για τα παιδια του,η καφε στο στορκ μαζι με αλλους μαστορες που διηγουνται ποσο κοροιδο ειναι ο ελληνας πελατης
και τον αφηνω
και δε με νοιαζει
και ουτε ξερω ποσα εχω πληρωσει,τα εχω ξεχασει,και θελω να τα ξεχασω
λες και σπουδασα λογιστης,λες και θα σωθω,λες και θα χτισω,λες και εχει καμμια σημασια το χρημα οταν το συγκρινεις με το συναισθημα,με την εμπειρια,με την απολαυση
και αλλες δικαιολογιες,για να μη μαλωνω μαζι τους,για να κρυβομαι πισω απ τα βαρελια με το αβγκας και να παιζουμε ολοι μαζι με τα παιχνιδια μας,να γκαριζουμε και να ματωνουμε τα γονατα μας με τις κοντρες στα παλια μας βελαμος,και να σκιζουμε τις φανελες του καλυτερου μας φιλου γιατι τελειωσε πιο γρηγορα το κολατσιο του
ειναι μια κοροιδια,μια παθητικη σταση,μια μαλακια και μιση να σου τα τρωνε οι μαστορες και να το ξερεις,και να μην κανεις τιποτα,οπως εχτες που επαιζε ταβλι κ ουτε που γυρισε να με κοιταξει οταν του ζητησα μια αλλαγη λαδιων
"θα τα παρεις μαζι σου η θα τα βαλουμε εδω?"
"εδω"
και ξανα,για μια ακομα μερα,ο χορος αρχισε,και τα μπαλετα μπολσοι του συνεργειου στο αιγαλεω βγηκαν στα πεζοδρομια,στους παγκους,στις καφετεριες,στα βιντεο κλαμπ με τις γνωστες βασουλες,στα κομμωτηρια με τις γλυκιες αννουλες,οπου χωραει ο νους σου,κι αρχισαν να γλεντανε μεθυσμενα,κατω απο τη μπαγκετα του αρχιμαστορα,του αρχιτεκτονα,του ιδιου του εξεκιουτιβ μανατζερ ντιζαινερ σχεδιαστου του εργοστασιου ταδε στη μαντζουρια
ποσο κοστιζουν τα χαμογελα?εστω και τα ηλιθια?ποσο κοστιζουν οι αντρικες συνομωσιες?τα χαζα μας παιχνιδακια?ποσο κοστιζουν οι μικρες μας περιπλανησεις και τα τραγουδια του μανθου αρμπελια?ποσο?
και τελικα οταν θα παρει ξανα μπρος, το αστρικο μου οχημα,το διτροχο της ψυχης μου της ιδιας,με κροτο,με βοη,με θυμό
πισω απ τη ζελατινα μου,ξανα θα ουρλιαζω
"Γεια σου ρε μαστορα"
Αχ Μαρία
κατι που μου κανε νοημα να βγει,εσπρωχνε,αδιαμορφωτο νομιζω,πνευμα
κατι μου εφταιγε,κλασσικο θα μου πεις κι εσυ,καποια αιτια χρειαζοταν για να βολταρω στη γνωστη μου-συνομωτικη-αθηνα
βλεπεις η αθηνα εχει αυτο το καλο
ειναι μια πολη οπου το γκριζο της καλυπτει ολα τ αλλα,δινει το τελειο αλλοθι,σκεπαζει με την ανασα της ολες τις αλλες ανασες
πισω απο τα τζαμια,τα δωματια,τους σουμιεδες που τριζουν
ειναι μια ερωτικη πολη,που μοιαζει μ εκεινα τα σεντονια με λαχουρι ξεφτισμενο στις ακρες απ την πολυκαιρια,μ εκεινους τους παγκους των βρωμοξενοδοχει ων του κεντρου,που ακουμπας βιαστικα την ταυτοτητα σου κ παιρνεις κλειδι κ καφε μαζι,μια πολη οπου ο ερωτας ειναι ροζ φλουο απο νεον και τσοντες σκισμενες στους φωταγωγους,σε πληρη αντιθεση με το γκριζο των ποντικων που τις αναμασανε
γκριζο και ροζ θα ηταν και το πνευμα που εσπρωχνε να βγει εκεινη τη νυχτα
αει σιχτιρι
ειχα το μονοκυλινδρο,σιγα τ αυγα,ουτε σε γιαουρτι δε σπινιαρε αυτο το μηχανακι,ελειπε και μια βιδα απο το καρμπυρατερ και βαρυγκομουσε τα κιλα μου,πανω,κατω,ασκοπα χωρις λογο,εγω κι αυτο,και ξαφνικα -κι αυτη-καπου την πετυχε το ματι μου σε μια πυλωτη,σε καποιο δρομο καθετο κοντα στη νομικη,γνωστη πιατσα για τους παλιους,με λυωματα μεγαλα,τρυπημενες καρδιες και χερια,θεατρικα μακιγιαζ και βαριες φωνες,πολλα χιλιομετρα στα σαρκινα κοντερ,πολλα φωτα,πολλα κορναρισματα
και φορουσε ενα μπερεδακι μαυρο,στραβοβαλμενο σε κατι πυκνα μπουκλωτα μαλλια,να σκεπαζει ενα κατασπρο μετωπο κ δυο ματαρες καφετιες,γλυκες σαν κατι σοκολατακια,σαν κατι γλυκα που κλεβεις κατω απ τα τραπεζια των θειαδων σου τη μεγαλη εβδομαδα,και πασαλειβεσαι με σοκολατες για να χορτασεις
πασαλειφτηκα με τα ματια της,απο πανω ως κατω,μεσα εξω με γυρισε,πεντε λεπτα την κοιταξα και ξεραθηκα,πανω στη σελα,σταματηστε καποιος τη βενζινη,να φρεναρει το γκαζι της γης να κατεβω να την αγγιξω
"ψαχνεις παρεα?"
"ανεβα"
ενα κοριτσι ησουνα,ενα κοριτσι απο αυτα που παντα ηθελα να κρατησω απο το χερι
ετσι ομορφα και απλα,και να παμε για ψωνια ενα σαββατο μεσα στον κοσμο,και να σε δειξω στη μανα μου και να πω,ρε μανα απο δω το κοριτσι μου,και να με κοιταξεις με τα καφετια σου ματια και να συμφωνησεις σιωπηλα οτι δεχεσαι
τι να δεχεσαι?
δεν ξερω,κατι θα βρισκαμε ρε αδερφε,καπου θα συμφωνουσαμε
κι εσυ ρε Μαρια,καβαλησες εκεινη τη σκορπια νυχτα τη σελα μου,και πηγαμε,και τραβηξαμε
δεν την αφησα να γδυθει μονη της,ηθελα εγω να της βγαλω τα ρουχα
ειχε ενα τατουαζ στο δεξι της στηθος,ενα λουλουδι,αγκαλια με τη μεγαλη της ρωγα
εσκυψα και την πηρα στο στομα μου,μαζι με το λουλουδι της,ειχε μια γευση φρουτενια,δεν ξερω αν σας εχει συμβει,ολα να σας θυμιζουν ενα δεντρο γεματο με χυμους,με καρπους,και να σας πιανει βουλιμια,και να θελέτε να καταβροχθισετε ολο το δεντρο και να μη χορταινετε,και να μην ξεδιψατε,και να θελετε κι αλλο,και αλλο να μην υπαρχει
εσκυψα και τη φιλησα στο στομα,με αφησε,με ηθελε κι αυτη,ποιος ξερει τι σκεφτηκε,ποιος ξερει πως εμοιαζα κι εγω,μαλλον καποιο παλιο της γκομενο θα της θυμισα και με φιλησε στο στομα,μου δαγκωσε τη γλωσσα και με πεταξε στο κρεβατι
κι οπως καναμε ερωτα μου κραταγε το κεφαλι να κοιταζω τον καθρεφτη διπλα μας,και κοιταζε κι αυτη,και κοιταζομασταν στον καθρεφτη,τι φρικη θεε μου
να μην τολμας να κοιτας στα ματια τον ερωτα σου
τι σχεση εχει αν ειναι για 5 λεπτα,αν ειναι για 5 χρονια
εβαλε ποτε κανενας συνορα στο χωρο κ το χρονο,εβαλε ποτε κανεις αναμεσα μας συρματοπλεγμα?
μονο καθρεφτες βαλαμε να φτυνουμε τους εγωισμους μας,κυριακες,γιορτες κι αργιες
ειχε περασει ωρα,δεν ξερω ποση,δε μ ενοιαζε,ειχαμε καμποση ωρα καθησει αγκαλια χωρις να μιλαμε
της πεταξα τα λεφτα,ετσι φτηνα οπως κανουν στις ταινιες,δεν την κοιταξα καθολου,της γυρισα την πλατη,σιχαθηκα
σιχαθηκα τα παντα εκει μεσα,τα ξεφτισμενα σεντονια,το ροζ και γκριζο πνευμα που εσκαγε να βγει κ βγηκε μ ενα χυσιμο ψευτικο,αυτο ηταν λοιπον,μια καβλα,οχι ενα παθος,οχι μια ιδεα,μια μαλακια σ ενα ξενο σωμα ητανε,σιγα τ αυγα τα μονοκυλινδρα,τα ασπινιαριστα,τα αδερφιστικα
τις πεταξα τα λεφτα στη μαπα
και ηξερα οτι ουτε γω δεν τ αξιζα εκεινο το λεπτο
εκεινη αξιζε παραπανω,ποιος ηταν ο ξεφτιλας,ποιος ο καταδικος,ποιος ο στιγματισμενος?
"πετα με μεχρι την ομονοια να παρω ενα χαρτι"
εβαλα κρανος,καθησε πισω μου
εμενε λεει ραφηνα,και ηταν φοιτητρια
πολυ πειστικη με το ταγαρι της και το στραβο της μαυρο μπερεδακι,τα πανινα της,τα καφετια της ματια
Αχ ρε Μαρια,αχ ρε μωρο μου μοναδικο,καπου σε αφησα στην κωλομονοια,καπου σε καποιον μιλησες
το σκασες σε καποιο στενο με τα δικα μου λεφτα,δεν ξερω αν στα σβυσα εγω τα δικα σου ματια,εκεινη τη νυχτα φωτισες τα δικα μου
και το στομα μου
και τα χερια μου
και κατεβαινοντας το δρομο μου χωσε μια τσιχλιτσα μεσα απο τη ζελατινα
μια τσιχλιτσα με γευση φρουτου,γεματη ζουμι,γεματη γευσεις και ονειρα,λες να θελα να την ακουσω τοτε? -μπα μαλλον φοβηθηκα
γατζωμενη πανω μου,εσυ,επρεπε ν ανοιξω το γκαζι να το σκασουμε
δεν το ανοιξα ποτε
ειναι μια πολη η αθηνα,οπου το γκριζο επικρατει των αλλων χρωματων,η ανασα της πολης απανω στις ανασες μας,πισω απο τις τζαμαριες μας,τα κλιματιστικα μας,τα τεχνητα μας περιβαλλοντα,τις ψευτικες υποσχεσεις μας
ειναι μια πολη ολακερη η Μαρια
και ζω μεσα της,και ειμαι ζωντανος μαζι της
σαν το λουλουδι-τατουαζ πανω στο στηθος της,που δε γερνα ποτε,δε μαραινεται
εισαι κι αποψε μια λαμψη στα ματια μου,σε ψαχνω κι αποψε,
αει σιχτιρι....... ....
Πιερό
ειχαν τραβηχτει τα νερα ψηλα,ειχε παλιροια,ειχαν ξεβρασει φυκια τα κυματα και καποιοι γλαροι εκοβαν βολτες αμεριμνοι πανω απ τα κεφαλια των παραθεριστων"
σιγα τα θεαμα",ψιθυρισε στο αυτι της ωριμης γυναικας ο Πιέρο
ολη μερα προσπαθουσε να τον πεισει οτι αυτο το μερος ηταν εξαιρετικη ευκαιρια να απομονωθουν,να μεινουν μονοι,να φυλλομετρησουν τις στιγμες που δε μπορεσαν να συναντηθουν στο διαμερισμα που διατηρουσε στο κεντρο
ομως αυτος μεσα του ενοιωθε οτι ολα αυτα ηταν απλα μια προφαση,απο αυτες που πεισματικα απεφευγε τον τελευταιο καιρο
την ειχε σιχαθει,τη σιχαινοτανε,δεν ηθελε καν να την ακουει στο τηλεφωνο,εκεινες τις φορες που παραληρουσε μονη της στο ακουστικο εξιστορωντας του πως περασε τη μερα της στο γραφειο
τι τον ενδιεφερε κι αυτον?
επαιζε μ ενα μικρο απο ενα λυκειο απεναντι απο το μαγαζι του,που καθε πρωι του εστελνε φιλακια κ προστυχες ματιες μεσα απο τα καγκελα του προαυλιου
τον ειχε ξετρελανει το μικρο,τον ειχε σκλαβωσει με την τσαχπινια της,τον ειχε....
"Καλα που ταξιδευεις?",τον σκουντηξε η Μάνια και με μια κινηση του δαγκωσε το μαγουλο
ο καβαλος του ειχε φουσκωσει κ το στενο τζην δε μπορουσε να συγκρατησει τον ερεθισμο του που προσπαθουσε να βγει στο φως της υπεροχης μερας και να διατρανωσει την παρουσια του,να υπαρξει,να κυμματισει κι αυτος σε μια γαλαζια απεραντη θαλασσα,να εκτοξευτει σαν τον απολλωνα 13 σ ενα διαστημα ηδονης και αχορταγης αστρικης συνουσιας,να αποδρασει απο τα συμβατικα δεσμα του βαμβακερου του κελιου.......
η εμπειρη γυναικα ενοιωσε το σκιρτημα του Πιερο κ δε σταματησε να παιζει κοντα στο λαιμο του νεαρου αντρα,ηταν η στιγμη που κρυφα περιμενε καταβαθος,η ωρα που ηθελε να πιστεψει οτι θα ειναι δικος της για παντα
τον κοιταξε με παθος βαθια στα ματια,τα γαλαζια λαμπερα ματια που νομιζες οτι θα χαθεις,σαν ενα βοτσαλο σε μια λιμνη ηρεμιας και σιγουριας
ενοιωθε τοσο ασφαλης διπλα του,τοσο γεματη,τοσο πολυ...αισθησι ακη,που σχεδον βουρκωσε στη σκεψη οτι σε μια ,το πολυ δυο ωρες,θα αναγκαζονταν να τηγανιζει ομελετα για τον αντρα της τον Σταματη σ εκεινο το παλιο κουζινακι που ειχε απο τοτε που παντρευτηκε
εκεινος εδειχνε να μην αντιδρα,λες και δεν τον ενδιεφερε,λες και ο καβαλος του ηταν ενα αλλο κρατος,αυτονομο,με δικη του αυτοδυναμη κυβερνηση,στιγμιαιες αποφασεις,ελευθερια επιλογης,δικαιωμα σ ενα κυνηγι χωρις ορους
ομως παρολη την παγωμενη σταση του,το αιμα εβραζε στις φλεβες του Πιερο κ δεν τον αφηνε να ηρεμησει,και οι φαντασιωσεις τον τυφλωναν την ωρα που η Μανια ειχε κατεβασει το φερμουαρ και με το χερι της ακουμπουσε τον αφαλο του γεροδεμενου αντρα,κανοντας ελαφριες κινησεις ωστε να τον γυμνωσει στο φως του ηλιου,να τον απομυθοποιησει για μια φορα ακομα..
αρχισε να τον δαγκωνει,στην αρχη με μικρες κινησεις,ολοενα πιο εντονες,σε λιγο ειχε αρχισει να τον ποναει,ηθελε να τον ματωσει,να τον γεμισει σημαδια δικα της,να εχει πανω του αφησει τη σταμπα της,οτι της ανηκει ,κ σε καμμια αλλη πορνη δεν ανηκει αυτος ο Πιερο με τα γαλαζια ματια,κι αρχισε να τον γρατζουναει,και να μπηγει τα μακρια της νυχια ολοενα πιο βαθια στη σαρκα του,μεχρι που το βαρυ αγκομαχητο του σταματησε τελειως,και τιποτα πια δεν ακουγοταν,καμμια φωνη,κανενα σημαδι,κανενα δειγμα οτι υπηρχε καποιος εκει κοντα,οτι τον ακουμπουσε...
Σηκωθηκε αργα και κοιταχτηκε στον καθρεφτη
Ο Σταματης φωναζε μεσα απο την κουζινα οτι το φαγητο ηταν πολυ ωραιο,η κορη της μολις ειχε γυρισει απο το σχολειο κ τρωγανε
κοιταχτηκε ξανα κ σαλιωσε τα φρυδια της μηπως και μπορεσει να μοιασει καθολου στην ξεθωριασμενη γαμηλια φωτογραφια πανω απο το προσκεφαλο του κρεβατιου τους,εβαλε τη ρομπα της,τεντωθηκε και μισανοιξε την πορτα μισοζαλισμενη
ο συζυγος και η κορη της ηταν στο τραπεζι και συζητουσαν ανεμελοι,πλησιασε να καθησει κ παρατηρησε οτι λιγο κατω απο το τιραντακι της μικρης ενα κοκκινο σημαδακι ξεπροβαλε,σαν δαχτυλια
"Τι ειναι αυτο?" τη ρωτησε
και αντι αλλη απαντησης ,η μικρη την κοιταξε,μεσα απο εκεινα τα καγκελα ,που μυριζανε τσαχπινια,πισω απο ενα σχολικο προαυλιο,καποιο μεσημερακι που σιγουρα σε καποιο αλλο μερος της αθηνας,μερικοι γλαροι θα κοβανε βολτες πανω απο μια παραλια με φυκια κ κοσμο να λιαζεται αμεριμνος,προσπαθωντας να φυλλομετρησει στιγμες και εικονες της ανιαρης του ζωης
κι ενα μικρο,στραβο χαμογελο,ζαρωσε το γλυκο της προσωπακι,και τρομαξε,τρομαξε πολυ
γιατι θυμηθηκε τον Πιερο πισω της να ιδρωνει,κι εκεινη να ζαρωνει τα χειλια της απο καυλα,απεναντι στον καθρεφτη,και ηταν σα να κοιταζει την κορη της,σα να μοιραστηκε ενα μυστικο,και σκιαχτηκε
και αδεξια γκρεμισε ενα ποτηρι με νερο πανω στη ρομπα της κι εγιναν ολα θρυψαλα,ολος ο ερωτας,ολη η ζωη και ολα τα ονειρα της
οτι καποτε θα ξεφευγε απο εκεινη τη ζωη που τοσο την ειχε κουρασει
ματαια ομως,απελπιδα,ειχε σβυσει κι αυτη ακομα η τελευταια φλογα,μεσα στη φωτια που εκαιγε τα ματια της μικρης,και το ματι που τηγανιζε για το Σταματη της,ομελετες και πατατες,καθε κυριακη μεσημερι
εριξε λιγο νερο στο προσωπο της,χαμογελασε,εδεσε τη ζωνη του Σταματη στο λαιμο της και κρεμαστηκε στο μπανιο
το τελευταιο πραγμα που θυμηθηκε πρωτου η ζωη πεταξει απ το κορμι της,ηταν ο καβαλος του Πιερο,εκεινο το απογευμα στη σαρωνιδα...
XT 500
Ηταν ο παιδικος μου φιλος,εκεινος που μ εβαλε στα μηχανακια,οχι σαν εναν συνεπιβατη απλο,αλλα σα συνοδοιπορο,ισοτιμα,ισοποσα,ισοτονικα,χαριζοντας μου διτροχες ανασες οταν ανασες δεν επαιρνα,οταν ημουν σε μια κατασταση λυκειακου κυνηγητου,με κατι αντιγραμμενα διαγωνισματα,κατι κοπανες,κατι αγχωμενα ραντεβου σε καφετεριες της πλατειας
Κι εκεινες οι βολτες στην παραλιακη,οι κοντρες,οι τουμπες,και τ αεροπλανα που απογειωνοντουσταν καποια βραδυα ξεκαρφωτα μπροστα απο δυο κουτακια μπυρα σχεδον ζεστη,τα παγωτα μεσα στο χειμωνα και οι ατελειωτες συζητησεις απανω στα τευχη του Μοτο,οι ευρωπαιοι που μολις ξανανοιωναν τοτε και τα γιαπωνεζικα υπεροπλα που εσκιζαν τη νυχτα με τις ελευθερες 4 σε μια.Ολες εκεινες οι σκεψεις βιδωναν και ξεβιδωναν την εγκεφαλικη μου σανιδα σωτηριας,οταν χτυπουσα το εισητηριο στο μετρό για ν αρμενισω για τον τοπο του ραντεβου,και καθισα μονος μου νομιζω,σ ενα απο τα βαγονια,με τις βελουδινες καρεκλες
Γνωστος ο τοπος,γεματος υποσχεσεις,γεματος καρδιοχτυπια,καπου εκει περα εμενε η πρωτη μου αγαπη,μια Κατερινα με μπουκλωτα μαλλια κι ενα ροβερ παλιο προικα του πατερα της,και κατω απο εκεινα τα παλιοδεντρα την ειχα πρωτοφιλησει,και να εκει στο βαθος διπλα στο γκαραζ ειχαμε ανταλλαξει τα πρωτα χαδια μεσα στο ροβερ εκεινο.Και πως μερικες φορες ειναι αστειο,οτι ο τοπος και ο χρονος διαθλωνται,και σε ξαναγυριζουν εκει που αφησες μια μισοτελειωμενη προταση,να την ολοκληρωσεις πια,και να ησυχασεις,ετσι και σε μενα συνεβη,οταν ανεβηκα στην επιφανεια και με δυο-τρεις δρασκελιες βρεθηκα μπροστα απο το μουσαμα που τη σκέπαζε.
Αδιακριτα,βιαια,ετσι οπως ενας καυλωμενος πιτσιρικας θελει να ξεβρακωσει την κυρα του,και να την παρει ματι,να τη χουφτωσει,και μετα,αφου εμπεδωσει οτι αυτο το κορμι ποθει περισσοτερο,ετσι κι εγω,με δυο κινησεις ξεβρακωσα το λεπτο,καλλιγραμμο σωμα,το απαλλαξα απο το γκρι σαβανο του,τη μπουργκα του,και τοτε ξαναφαγα ενα χαστουκι,λες και μου το χρωσταγε εκεινη η Κατερινα,για την απιστια μου
Και εγενετω μοτοσυκλετα
Και οπως μπροστα σε ολες τις σπουδαιες μοτοσυκλετες της ζωης μου,εχω σταθει κι εχω συλλογιστει,τι ειναι αυτο που με κανει να τις νοιωθω περισσοτερο σημαντικες απο τις αλλες,τις αγοραιες,αυτες με τα ξεφτελισμενα ονοματα και τις κοινοτυπες ιστοριες,αυτες που μοιαζουν με το βαρετο συναδελφο μας στο γραφειο,που τον εχουμε μαθει οτι ειναι βαρετος και μας εχει μαθει να ειμαστε κι εμεις τα ιδια,για να γελαμε καποτε,ετσι και μπροστα σ αυτο το ασκητικο λεπτεπιλεπτο αυθεντικα γυναικειο σωμα,σταθηκα και συλλογιστικα,και απαντησα μεγαλοφωνα.Κι ομως υπαρχει (ερωτας)
Με βλεφαριασε ανησυχος ο δικος της.Με ρωτησε.Του απαντησα.
Εγω ημουν ο αλλος,γι αυτον,ο αλλος αντρας ,που ηρθε να παρει το μωρο του,την ψυχη του,την ιστορια που χε γραμμενη ο ιδιος,με γρατζουνιες και κωλιες,πανω στο μαυρο της σασι.Και τι δουλεια μπορει να ειχα,απομεσημερο με τη φωτογραφικη μου,να παιρνω ποζες απ το μωρο του.Λες κι ηταν καμμια πορνη φτιασιδωμενη,λες και ηταν τυχαια,λες και ηταν μια ξεπεταγμενη πιτσιρικα.Δεν ηξερα να του πω,αλλα δε με περιμενε κιολας.
Αρχοντικα,ευγενικα,με σεβασμο,με ειλικρινεια βρε αδερφε,ειλικρινεια αντρικεια,ειλικρινεια που βγηκε μεσα απο ενα πονο ανειπωτο,μια κραυγη,την ξεγυμνωσε προσεκτικα,την τσουλησε λιγο παραπερα,την εστησε κοντρα στον ηλιο,ομορφα κι ωραια,και μετα με καλεσε και μου ειπε :
"Παρτην,τωρα ειναι ετοιμη".
Δεν εβγαλα ουτε αχνα,μανιβελαρισα,πηρε με τη δευτερη φορα,ξυπνια,ναζιαρα,θελησε λιγο γκαζι να ερθει στα ζεστά της,λιγο χτυπημα στο φτερακι να ερθει στα συγκαλα της,εραστης της ημουνα,οχι αντρας,σα να καταλαβε,μετα απο χρονια,οτι ενας αλλος αντρας την χαιδευει και μου ψιλοκοκκινησε,εβηξε υπακουα,και κοπανωντας την πρωτη μεσα στο κορμι της,αρχισε να κυλαει μπροστα και να κουναει τα στητα της τα βυζια στην Καλλιροης
Κι ομως υπαρχει.Υπαρχει ο πουστης κρυμμενος καπου και περιμενει να σε σαϊτεψει,οταν εσυ εισαι αποφασισμενος να σταματησεις να κουνας τον κοσμο σου,να πιστεψεις οτι η γη γυριζει κ δε στεκεται,οτι η ακροπολη ειναι ασπρη και οχι μαυρη,οταν ρε παιδι μου λες σ ολους τους φιλους σου,οτι εχεις κατασταλλαξει,κι οτι εχεις βρει -σαν αντρας-ενα νοημα στη ρημαδοζωη σου.Ε,τοτε ερχεται και στην καρφωνει.
Την πρωτη,τη δευτερα,την τριτη,την τεταρτη
Και μ ενα βουϊσμα μονοκυλινδρο,ρολαροντας ξενοιαστος,σ ενα μισοαδειο δρομο,καταλαβαινεις γιατι αυτη ειναι Μοτοσυκλετα,κι εσυ απλα,ενα ανθρωπακι που τυχαια γνωρισες μια αλλη πλευρα της Ανάσας της.
Του δωσα τα κλειδια,τα βρηκαμε,πηρα τις φωτογραφιες,και πηγα στο Θησειο να πιω ενα καφε να βαλω τα πραγματα σε μια πορεια,σε μια διασταση.Δεν τη σκεφτηκα αλλο,δε με σκεφτηκε,αγκαλιασα τη δικια μου για καληνυχτα και κοιμηθηκαμε ολοι ευτυχισμενοι,κατω απο ενα γκριζο μουσαμα,πιασμενοι στην δικη της κουλούρα.
Την επομενη εμαθα τα νεα της,ειχε φυγει με το νεο της ιδιοκτητη,για αλλη πολη,για αλλη αγκαλια,πιο στοργικη,πιο σεβαστικη,κι εγω ειχα μεινει με μια της φωτογραφια
Κι ενα δικο της χτυπημα στην πλατη,φιλικο,με το γνωστο κροταλιστο της αξάν,το πειραιωτικο,εκεινο που μονο η Μελινα ηξερε να μεταφραζει σε κολωνακιωτικη -για να μην πω επιδαυρεια- σπονδη,τραγουδι κι ευχη,κι αναμνηση σπουδαια,σημαντικη,αυθεντικης κυρίας.
Ένα τυπικό πρωϊνό
κρυο το νερο-κρυο και το φραπεδογαλο και το τοστακι να γεμισει το αρκουδοστομαχο και να αρχισει ο χορος με κατευθυνση προς τη δουλεια-ξεκινωντας απο τη σταση αιγαλεω αυτη τη φορα και οχι απο τη συνηθισμενη σταση αττικη με τους μονιμως ξεχειλισμενους καδους απο σκουπιδια
κατεβαινω στην αυλη φουριοζος με 10 αρωματα πανω στο θεικο μου κορμι-αλλο για τη μασχαλη αλλο για το σωμα αλλο για τα ποδια αλλο για το στομα και μια καβαντζα axe apollo για τα φαναρια διπλα σε μωρα με καμπριο κλπ-βγαζω το ΟΠΛΟ εξω το οποιο ποτε δεν εχω πλυνει-γι αυτο και ειναι οπλο-οσοι δε με περνανε μενουν μακρια μην τους παρει στο ματι καμια πιτσιλια απο αγνο ηλιελαιο σολ που γεμιζει το ενος λιτρου καρτερ-βγαζω εξω το οπλο λεμε παω να μανιβελαρω-σιγα μην παρει-δινω τσοκ μια δυο τρεις και ο θηριωδης μονοκυλινδρος ερχεται στη ζωη μ ενα πατ-πατ-πατ-βρουουουομ....καρφωνω την πρωτη,καρφωνω τη δευτερα και τα δισκακια μεγεθους μινιντισκ πατιναρουν με αγκομαχητο και μεταδιδουν την κινηση μεσω ελαχιστων απωλειων-α ρε πουστη κινεζε με τα cnc σου-στη γομα που εχω επιλεξει να παταει το πισω λαστιχο με τις καταλληλες ρεισινγκ πιεσεις
με πιανει φαναρι-γαμω την πουτανα μου αυτο το φαναρι ποτε δεν το προλαβαινω-ελισσομαι λοιπον σαν αιλουρος και με το ενα ποδι κατω κοβω κινηση
πολυς λαος στην καβαλας σημερα αλλα δε μασαω το τοστακι εκανε δουλεια και χαμογελαω σατανικα μεσα απο το καρμπον κεβλαρ κρανος μου για τη συνεχεια που επεται η καθοδος μου προς το κεντρο
ΠΡΑΣΙΝΟ!!!!!!!πρωτη-δευτερα-τριτη-τεταρτη στο οριο των 80 χιλιομετρων... .
ωωωωωωππππααααα.
κοψε...φορτηγο...ενα-δυο-τρια σλαλομ...περναω...κερναω τσαι ενα ληντακι που περναω στον ποντο μεσα στο λουκι που κανει ενα βολβο,ενα φιεστα κι ενα πεζω ραλυ χαμηλωμενο και κυνηγαω ενα ινοβα κολλημενος στο φτερο του κανοντας σλιπστρημινγκ με το κεφαλι χωμενο στα οργανα της παπιας που βρυχαται με οργη
καντε στη μπαντα ρε να περασωωωωωω... ..φρενα...φρεν α...φρενα λεμε...τιποτα. ..βαζω μια τριτη για να κοψω λιγο και τελικα σταματω διπλα απο τον ινοβα ο οποιος τοση ωρα δεν πηρε χαμπαρι...ρε τον πουστη λεω απ μεσα μου...μ εχει απο γκαζι αλλα επειδη ειμαι γραναζωμενος κοντος κι εχω μπαμ θα του φυγω λοξα και θα χωθω πρωτος αναμεσα σε δυο σειρες φρακαρισμενα ΙΧ
μεχρι να πεις φυτιλι την εχω κανει και επιταχυνω..τον πηρα...γκρρρρρ ρ....σημερα εχω κεφια...περναω αναμεσα απο τ αμαξια...ανηφο ρα για τη γεφυρα καβαλας και σπυρου πατση...εχω απλα...τα χωνω...κραταω την τριτη στον κοφτη (εχμμμ..λεμε και καμμια μαλακια...) μεχρι να φτασω στην καμπουρα και βλεπω ανοιχτωσια κατω...χωνω και μια τεταρτη να απλωσει το μοτερ..ωωωωπα. ...φρενα ρεεεεεεεε γαμω τα δισκοφρενα μου..κατεβασμα σε δευτερα...εχω δεξια κλειστη με παππου στο κεντρο να περναει τη διαβαση...βγαζ ω γονατο δεξιο τον σημαδευω...και περναω ανετα με στυλ μαξ μπιατζι θεε και το σωμα αριστοτεχνικα μαγκωμενο-ετοιμο για στενη επαφη....ανεταα...πολυ ανετα...φτανω ξανα σε φαναρι..ωωωωωω ωχχχχχχχ
κι ενω σταματαω με κωλια πισοφρενη και σκεφτομαι ποτε να περασω με κοκκινο ποτε με πρασινο ,ο εχων περιφερειακη οραση αριστερος οφθαλμος εντοπιζει δεσποινιδα με αερατη ενδυμασια μεσα σε σμαρτ,κοτσο,γυαλουμπα γκραν κλας,μινι καφτο-που πας πρωι πρωι μωρη-και ελαφρυ μπητακι στο χαι φαι...μαρσαρω αγριεμενος γιατι δε μου δινει σημασια...κατεβαζω τη ζελατινα και τη ρωταω...μαμαζε λ...απο που πανε για ομονοια?
η κοπελα νομιζωντας οτι θελω ψιλα για να βαλω βενζινη δεν απαντα ,αλλα ενοχλημενη γυρνα απο την αλλη οπου τυπος ξεκρανωτος με βαραντερο μαρσαρει κι αυτος κοιτωντας με με μισος που παω να του φαω τα τυχερα-σιγα ρε φιλε μισο μετρο πιο κατω απο σενα ειμαι-και της χαμογελαει με τροπο αφηνοντας να φανει η βουρτσισμενη του οδοντοστοιχια-ενταξει η δικια μας μετα απο 10 σφραγισματα 5 θηκες 3 εξαγωγες και πολυ γουρουνοπουλο δεν ειναι τοσο γυαλιστερη να λεμε την αληθεια-τσιμπαει το μωρο αρχιζει το μπιρι μπιρι,ειμαστε ομως σε χρονο που ανοιγει ο πρασινο κι εγω ως ζηλιαρογατος λεω θα σου τη φερω ρε φλωρε να μαθεις τι θα πει παπια πεκινου....
χωνομαι μπροστα απο το σμαρτ μεχρι να καταλαβει ο τυπος οτι εχουμε φαναρι και του φωναζω "ισα ρε λακηηηηηηηηηη".....ηδη εχω στριψει αριστερα εχω βαλει και τριτη και ανεβαινω την πειραιως...με κυνηγαει το βαραντερο και αρχιζω να τρομοκρατουμαι ...ρε συ τι θελει ο τυπος...εκανε και το κονε του...ας αφησει σε μενα τελοσπαντων το πολ ποζισιον να χαρω με κατι...ελισσομ αι σαν αιλουρος αναμεσα απο ταξι αμαξια,αμαξακια,αμαξιδια,αμαξηλατα,αμαξοστοιχιες και γυαλισμενες οδοντοστοιχιες με την ταυτοτητα στα δοντια...ο τυπος καπου φρακαρει,καπου παλατζαρει,εχει και το σμαρτ κοντα να μη χασει το κονε...λεω κι εγω που να χωθω...αυτος αμα με φτασει θα με πατησει απο πανω...ανοιγει η ομονοια ,φτανω στη σταδιου...φτου ρεεεεεεεε ανοιχτωσια κι ελευθερη ροη τι να λεει τωρα...με πλησιαζει ο τυπας με κοιταει ενοχλημενος κατι λεει απο μεσα του φευγει μπροστα...ελα δω τωρα λεω...τον ακολουθω με την τεταρτη στα κοκκινα...τον βλεπω οτι παει να στριψει αριστερα...παι ρνω θεση εσωτερικη αμολαω τα φρενα...τον εχω...τον εχω...γαμωτ... γαμωτ...γαμωτ. ..και του ριχνω μια προσπεραση φανταστικη απο μεσα πανω στην κουρμπα τετοια που ουτε ο πεντροζα δε φανταζοτανε και πανω που του χω ριξει μια κολωνα και βρισκεται παραζαλισμενος ο λακης....γκααα αααααασπππππππ π....πεφτω σε μια λακουβα μπροστα στο αττικα....η καλολαδωμενη οπισθια συσπασιον μου ομως με τα δυο φρεσκα αφτερμαρκετ αμορτισερια αξιας 25 ευρω και τα δυο δε με προδιδει....κι ενω τραμπαλιζομαι ανεξελεγκτα προς το φαναρι θυμαμαι το καλιφορνια που ελεγε οτι κοιτα εκει που θες να πας και ως δια μαγειας βρισκομαι ξανα διπλα στο σμαρτ που-δεν ξερω πως-ντουμπλαρε ενα σωρο κοσμο και χωθηκε κι αυτο πρωτο φαναρι πιστα....ξεσκο νιζομαι κι εγω σενιαρομαι-τι σκατα νταινεζε παμε και παιρνουμε ρε παιδι μου τι αραι τι γκλοβερ τι νικος αποστολοπουλος βρακια φοραμε-και της κανω "δεσποινις τελικα κι εσεις κολωνακι πατε" χαμογελωντας σαν το χαρυ κλυν στο "πατατες"
ο τροχονομος ομως δεν ειδε οτι παιζοταν ειδυλιο και εδωσε ροη στο ρευμα μας....οποτε.. .εξαφανιζεται το σμαρτ...εξαφαν ιζομαι κι εγω...πατ..πατ ...πατ..με τα αφτια κατεβασμενα και την αλυσιδα λιγο λασκα...το συμπλεκτη καμενο απο την πατιναδα...στρ ιβω...παρκαρω για τη δουλεια...και να σου ο λακης με το βαραντερο να ξεπαρκαρει κι αυτος στο πεζοδρομιο...ω χ...λες...ρε συ...ειναι αυτος που εχει το μαγαζι που παιρνω καφε γκουχ-γκουχ-γκουχ...καλημερα κ.Χ.....πως ειστε σημερα (εχοντας κρυψει κρανη κλπ) ε...να...κατι μαλακες που κυκλοφορουν... ενα κωλοπαιδο πηγε να με εμβολισει λιγο πριν κι εχασα κι ενα μωρο που ειχα κοζαρει...ασε ρε φιλε...τι κοσμος κυκλοφορει αναμεσα μας...ε..ναι.. .λεω κι εγω...αλητες με τα παπια...κοιτα να δεις που το δικο μου το χω συνεργειο και ηρθα με το μετρο...αμα τον πετυχαινα πουθενα...πιτσ ιρικαδες καβλωμενοι...α στα να πανε ρε μαρκο συγχιστηκα πρωι πρωι...τι να σου φτιαξω...ε..ξε ρω γω ενα φραπε φτιαξε ακομα δεν εχω ξυπνησει...ωστ ε ετσι κυριε Χ το κωλοπαιδι ε?
ναι ασε σου λεω...γκρρρρ.. .μπρρρρ...τρρρ ρ....ο φραπες...τα παγακια...το καλαμακι...η πετσετουλα...τ ο ενα ευρω και το γκλαν-γκλαν που κανει οταν πεφτει μεσα στον κουμπαρα....αλλη μια τυπικη μερα αρχιζει στο γραφειο...
Tuesday, November 13, 2007
Πυγμάχος
Η ταινία που παρακολουθήσαμε, αφορούσε τη ζωή ενός πυγμάχου.
Επί δύο και πλέον ώρες είχα ταύτιστεί με τον πρωταγωνιστή, του οποίου η ζωή, εντός και εκτός ρίνγκ, βλέπαμε να εκτυλίσεται, με φοβερή ένταση, μπροστά στα μάτια μας.
Η πυγμαχία είναι ένα μοναχικό άθλημα.
Είναι ένα αγώνισμα στο οποίο, είσαι πρωταγωνιστής σε ένα θέαμα, αλλά και μαχητής ταυτόχρονα.
Απέναντι στο κοινό, είσαι πάνω στο ρίνγκ, πιό ψηλά απ όλους, σάν υπεράνθρωπος σχεδόν, αλλά κι αποδιοπομπαίος τράγος συνάμα.
Απέναντι στον αντιπαλό σου, είσαι μιά πρόκληση, μία ανάγκη, γιατί χωρίς αντίπαλο, ούτε η δική σου παρουσία έχει νόημα.
Απέναντι στον εαυτό σου, είσαι ένας κριτής κι ο τρομερότερος πυγμάχος που μπορείς ποτέ να φανταστείς.
Χρειάζεται μεγάλη προετοιμασία, για να σταθείς στα πόδια σου, απέναντι σ όλα τα μάτια που περιμένουν να καταγράψουν κάθε σου γροθιά, κάθε γκριμάτσα πόνου, κάθε σταγόνα ιδρώτα που πέφτει στο καναβάτσο.
Και δύναμη πολλή, να στέκεσαι αγέρωχος, και ν αψηφάς τον πόνο και τη μανία του ενστίκτου του θηρίου που ανυπομονεί να σπαράξει,το άλλο θηρίο, στην αντίπαλη γωνία.
Γιατί η πυγμαχία, είναι πρώτα και κύρια, μια πάλη απέναντι στον εαυτό σου, μιά πάλη συνεχής,αέναη κι επίπονη, τιτάνια και προσωπική, μιά πάλη χαρακτήρα και αξιών,μιά αναμέτρηση με κάθε στιγμή αδυναμίας, κούρασης και λιγοψυχίας, ένα κροσε στη συνήθεια ,ενα ντιρέκτ στη βόλεψη κι ένα αποτελειωτικό άπερκατ στην αναβλητικότητα κ τη μιζέρια του μικρόκοσμου σου.
Κι όπως σε όλα τα σπουδαία αγωνίσματα, όπου ο σκοπός δεν είναι να ματώσεις τον αδελφό πυγμάχο που αντιμάχεσαι, αλλά να πολεμήσεις και να σταθείς ασυμβίβαστα απέναντι στη στιγμή της κρίσης, την ώρα της απόφασης, παίρνοντας ρίσκα με το υστέρημα των δυνάμεων σου, έτσι κι η πυγμαχία, είναι ένας δρόμος για την κάθαρση της ψυχής του αθλητή της, και μιά πηγή απ όπου ο άνθρωπος αντλεί, το νερό της καλυτέρευσης του.
Μέσα απ τη μάχη,απ τη φωτιά,απο τον πόνο.
Είναι σεμνός ο αληθινός πυγμάχος.
Σεμνός, αμίλητος κι αμείλικτος.
Ένα αρχαιοελληνικό άγαλμα ρώμης και κάλλους, μία θέση πυγμής, μπροστά σ όλο τον κόσμο της μετριότητας, της ψωροπερηφάνειας, της πλαδαρής χαμηλής ζωής, της επανάληψης, της μετριότητας κ της ρηχής ψυχής.
Μία κοφτερή λεπίδα που σκίζει τη σάρκα που δεν αντέχει τις κακουχίες και τη σιωπή.
Είναι αθλητής ο αληθινός πυγμάχος, κι ένα παράδειγμα αθλητή.
Για όσο τα φώτα βρίσκονται πάνω του, και τα σχοινιά της παλέστρας τριγύρω του.
Κι όσο βαστάνε τα κόκκαλα και οι μυώνες του, τα 18άρια γάντια κ τα δετά μποτάκια, το γυαλιστερό σορτσάκι και το πλατύ ανάγλυφο του στέρνο.
Για τόσο, που, έχουν οι άλλοι αποφασίσει, ότι θα διαρκέσει στον θίασο τους.
Και για όσο ο ίδιος, θα σκίαζεται το άλλο μισό του, τον Πολυδεύκη.
Σ εκείνη την παλιά ταινία, ο ήρωας έδινε την τελική του μάχη, ενάντια σ έναν πυγμάχο τρομερό στην όψη, τρομαχτικό, τεράστιο, σωματώδη, σχεδόν διπλάσιο, υπερφυσικό, ένα βουνό δυνάμεων, έναν ωκεανό αντοχής, μία κοιλάδα απέραντη προετοιμασίας.
Και αγωνίστηκε κοιτάζοντας κατάματα τον αντιπαλό του.
Κι όταν τελείωσε η πυγμαχία κ ο μικρός νίκησε τον μεγάλο, αναρωτήθηκα, το γιατί.
Και σάν μια λάμψη να φώτισε το μυαλό μου και κατάλαβα.
Πυγμαχώ θα πεί, πολεμώ το φόβο μου.
Και είναι χρέος.
Wednesday, November 7, 2007
Λύτρωση
Συννεφο
Και βροχη
Και αλατι και ιωδιο στις πληγες που η παρατεταμενη εκθεση στον ηλιο σου
Ανοιξε στο μουσαμα που φοραω για δερμα
Στεκομαι ολορθος επιβιωνοντας
Γιατι εβαλα στοιχημα ν αντεξω
Και περιμενουν στον τερματισμο
Οι αγωνοδικες να μου φορεσουν κλαδους ελιας
Αυτος ο στιβος είναι δικος μου
Κι ας εχει τα ονομα σου
Ειμαι εδώ
Ξαναγυρνωντας στο παρελθον και τρεχοντας στο μελλον
Καπου στη μεση θα σε θυμαμαι νομιζω
Να με κοιταζεις σιωπηλη και να τεντωνεσαι
Σαν τη χορδη του τοξου της αληθειας
Που όταν παλεται μοιαζει με φυσημα
Ενός αερα που αναπνεω και λυτρωνομαι
Ας είναι λοιπον κι αυτός
Η αρχη μιας νεας καταιγιδας
Ωσπου να γινει αφρος κι αυτό το κυμα
Και να σκαλισει στο ακρωτηρι της λησμονιας
Μια ακομα λεξη, μια απουσια
Τ ονομα σου
Αρνούμαι
Μόνο εσένα έχω
Μόλις είχε σταματήσει η βροχή
Το χώμα άχνιζε ζεστό στο απέραντο χωράφι μπροστά απ΄τη φτωχική καλύβα.
Ζεστό σαν τον κόρφο της γυναίκας του που το χάραμα είχε εγκαταλείψει για ν΄αγναντέψει το θαύμα του Θεού.
Μήνες παρακαλούσε στις προσευχές του να ελεήσει ο μεγαλοδύναμος και γι΄αυτόν λίγο νεράκι που τόσο χρειαζόταν ο σπόρος για να τραφεί και να πιάσει καρπό.
Μήνες ολόκληρους τα πρωϊνά στεκόταν στο πρεβάζι του παραθύρου με τα γαλάζια μάτια ν΄ατενίζουν τον ορίζοντα.
Μήνες ολόκληρους δε σκεφτόταν άλλο παρά το χρέος.
Και να που τώρα μπροστά του το χρώμα είχε ζωντανέψει, τα δέντρα τραγουδούσαν χαρμόσυνα,τα πουλιά κεντούσαν γιρλάντες λουλουδιών πάνω στη στέγη και τα σκυλιά χαρούμενα χαιρετούσαν με λαχτάρα τον ήλιο που ανέτειλε ρωμαλέος ζεσταίνοντας το σύμπαν.
Έτρεξε να ξυπνήσει τη Μαρία.
“Μαρία, βροχή!Μαρία έβρεξε!”
Ένα μελαχροινό κεφάλι σγουρό αναρρίγησε κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού κι ανασηκώθηκε.
Ήταν δύο μάτια δακρυσμένα από συγκίνηση.
Ξαγρυπνισμένα,κόκκινα,βαριά μα λαμπερά.
Για πόσα βράδια δεν είχε το αφτί στο στήθος του άντρα της ακουμπισμένο και προσπαθούσε ν΄ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του, σαν ασυρματιστής μέσα σε θύελλα και ταραχή, να πιάσει ένα σήμα ελπίδας και να το κάνει παντιέρα του σπιτιού της, να κρατηθεί ψηλά.
Για πόσα πρωϊνά τον έβλεπε αμίλητο να τριγυρνά σα λύκος μέσα στο κλουβί του και να σπαράζει απ΄τη χρυσή σκλαβιά της προσμονής.
Και να ρωτά.Και να σιωπά.
Μα η φωνή ακούστηκε καθαρά στ΄αυτιά της.
Ήταν εκεί.
Όρθιος μπροστά της με το χέρι απλωμένο.
Κρατήθηκαν και μονομιάς ανοίξανε την πόρτα να μπει το φως και το νερό και οι οσμές και η ζωή και να πλημμυρίσουν την καλύβα τους με ουσία κοσμική και αγία και αληθινή που να μαγεύσει τα δεινά και να τα κάνει κόκκινες μπάλες χριστουγεννιάτικες πάνω στις μπούκλες της Μαρίας και πάνω στο στήθος του αντρός μετάλλιο χρυσό και φτερό του Ερμή, Απολλώνια ηλιαχτίδα.
Και οι δυό τους να ζωγραφίσουν μουσική, χορό να στήσουν φλογερό, γιορτή να ξεκινήσει ώσπου να δύσει το σώμα του ενός πάνω στου άλλου, όπως την πρώτη φορά αφότου έσμιξαν,σαν τώρα τρία χρόνια.
Πήραν τη λάσπη στα χέρια τους.
Δύο ζευγάρια χέρια, δύο ζευγάρια μάτια, δύο καυτές ανάσες, η Δύση και η Ανατολή, ο Αυγερινός και η Πούλια.
Ο Αντρας και η Μαρία πλάθαν το χώμα και τη στάχτη και χτίζανε και υψώνανε και στεριώνανε γονατιστοί με ζήλο με λατρεία τον κόσμο, τη ζωή, την αγάπη ,το παιδί τους.
Νερό και Χώμα.
Φωτιά.Πηλός.Πνοή.Ανθρωπος.
Αυτή είναι η αλυσίδα της ιστορίας τους, η πάλη της δημιουργίας των αισθήσεων που ψάχνουν μορφή για να υπάρξουν, των ψυχών που θέλουν κορμιά να ζωντανέψουν, να περπατήσουν σ΄αυτό το νοτισμένο χώμα, σ΄ένα χωράφι παραδεισένιο.
Αδαμ και Εύα, εσείς μη λησμονείτε πως η βροχή δεν είναι δώρο, μα δάκρυα και αγώνας και εξορία κι ασκητική και μέλι και ακρίδες σ΄ερήμους και σελήνες και πόνος και προσμονή και έπαθλο μοναδικής κοινής μάχης ψυχής να γίνουν τα δύο κομμάτια ένα, ένα καρβέλι αντίδωρο, σώμα και αίμα, βωμός αγάπης και οίκος Θεού.
Αυτό λοιπόν είναι το Χρέος.
Η έλλειψη, η απώλεια, η ανάγκη.
Για κάποιους ο σκοπός, για άλλους παραμύθι.
Για μένα μια αναζήτηση συνεχής ,ένας σεβντάς ,μία αυτοτελής οντότητα με σάρκα και οστά που βαραίνει πολύ τον κόσμο της αφαίρεσης που ζω, που ανασαίνω χωρίς να βρίσκω οξυγόνο καθαρό, μα πάντοτε μίγματα και συνδυασμούς.
Αυτή είναι κι η ευχή μου προς υμάς, αυτή η επιθυμία μου.
Η δημιουργία
Night Light
Θυμάσαι?
Από τα πράσινα δάση στα βουνά, που μόλις και χαϊδεύουν τα σύννεφα με τις κορυφές τους, ως και τις σμαραγδένιες ακρογιαλιές του Ιονίου, με τις πολύχρωμες βαρκούλες στις μαρίνες, είχες απλώσει το μπαϊράκι σου και διάβαινες καμαρωτός στις ερωτήσαντες και τους χωμάτινους διαύλους της ανάγκης.
Όταν ξεπέζεψες από το αστέρι, που χρόνια φώτιζε τον ουρανό της γειτονιάς μας.
Σύννεφα πάνω απ το Θερμαϊκό
Χωρίς τίτλο
Αρχόντισσα
Στο σαλονάκι με τις παλιομοδίτικες πράσινες ταπετσαρίες ο Λάζος έπαιρνε έναν υπνάκο στο καναπέ.
Εγώ, λουσμένος από τον ιδρώτα, δίπλα στον ανεμιστήρα, σκότωνα τα λεπτά διαβάζοντας ένα αδιάφορο περιοδικό.
Παρασκευή απόγευμα και η Θεσσαλονίκη βράζει.
Δύσκολη μέρα στην οικοδομή, σκασμένο μεροκάματο, δυο κρύες Αμστελ, ένα σουβλάκι, κι ένα ΤΤ ρημάδι με αλυσίδα κρεμμασμένη και δισκόφρενο στραβωμένο από τα έντο!
Το ραντεβού στις 5 στο καφενείο στη Μαρτίου με τα παόκια αφιονισμένα να πίνουν το φραπέ τους βλαστημώντας το κράτος της Αθήνας…κράνος θα έλεγα εγώ, της εξουσίας, χαλύβδινο, ν’αντέχει κατάρες και σιχτήρια και ροπαλιές αγανάκτησης από τη νύφη του Βορρά…Παρκάραμε τα μηχανάκια στη βιτρίνα και πήραμε τους φίλους από το μαγαζι…
Κομμάτια ζωής, στερνές ατάκες, καπνοί και μπάφα, μανιβελιές και βογκητά από τα ξαναμμένα κύλινδρα, πρώτες, δευτέρες, σούζες και φύγαμε,ο Κορινος φαντάζει μακρινός, σαν ήλιος του χειμώνα..
Και μια και δυο, χιλιόμετρα κυλάνε γάργαρα στα διψασμένα μας λαρύγγια, ν’αφήσουμε την εθνική, να βγούμε στ’αντάρτικο του βουνού…
φιδίσιος δρόμος γλυστερός, όλο πρασινάδα και νερά, δεξά-ζερβά, ο Λάζος με το ΤΤ μπροστά να δείχνει το δρόμο…
τί δρόμο να δείξεις ρε πραπρά με λάστιχο βακελίτη, ντριφτάροντας σ’ανηφοριές, διπλώνοντας στις κατηφοριές, και το βουνό, θεριό, απλώνει την πλαγιά του..
Μια στάση σε μια πηγή κι ένα εκκλησάκι και γρήγορα ξανά…αρχίζει να σουρουπώνει…και πάμε κι ανεβαίνουμε...
δεξιές, αριστερές, κλειστές, ανοιχτές, και τα φωσάκια τ΄ ουρανού αρχιζουν να ξεμυτίζουν…πού πάμε Λάζο?...
Υπομονή…
Και ξάφνου πίσω απ' την πλαγιά έτσι όπως κατεβαίνει η στράτα, το θαύμα της Ανατολής μπροστά μου ξεπροβάλλει, φωτεινό κι αστραφτερό σα κόσμημα αστρικό, σα κοσμικό διαμάντι, ένα χωριό, μια φωτιά, μια λάμψη, μια ανάσα, κι από πάνω του ένα μισό φεγγάρι γιορτινό, μια ημισέληνος, σα της Αγιάς Σοφιάς το γιορντάνι, κι ο Θεός ζωγράφιζε μαβιά, μπλαβιά, με το χρυσό πινέλο, σύννεφα, ανθρώπους, ζωντανά, μια εκπληκτική εικόνα, βγαλμένη από τα παραμύθια ρε παιδιά, τις χίλιες και μια νύχτες, και μπουσουλώντας σιωπηλά φτάσαμε στη πλατεία…
Κόσμος πολύς, βοή, κι ένα τρανό πλατάνι.
Τί να' χουνε δει τα μάτια του αναρωτιέμαι!
Τί κόσμο φιλοξένησαν τα πράσινα κλαριά του…
στο κέντρο του χωριού λοιπόν μες την πλατεία στεκότανε του Λάζαρου το σπίτι…
Μας υποδέχτηκε η μάνα του και μας κάθησε στο μπαλκόνι.
Τσίπουρο και τυρί, καφέ και παξιμάδι.
Ψιλή κουβέντα ήθελε.
Γάμου ετοιμασίες και γιορτή να' χει φουντώσει στο ξύρισμα του γαμπρού.
Γέλια, χαρές, φαϊ,πιοτό κι ωραίες αναμνήσεις.
Δροσιά πολλή, ευγενική ατμόσφαιρα, ευλογημένη…
Εκεί πιο πέρα, απόμερα, μια μαυροφορεμένη φιγούρα, σκυφτή θαρρείς, μας μέτραγε έναν-έναν.
Δυο μάτια γαλανά, ξεφτισμένα σαν γαλανόλευκη του ’20 που κυματίζει ακόμα, δυο μάτια κοφτερά, μα πιο γλυκά από μέλι, καθόταν η γιαγιά, η αφέντισσα, η πατρωνα…
Γυναίκα αληθινή, ζωή σα παραμύθι…
τ’άσπρα μαλλιά και ο μποξάς, στεφάνι, κλάδος ελιάς του αγωνιστή που κέρδισε τον δρόμο, προσφυγοπούλα και Σμυρνιά, βάλε πριν πόσα χρόνια…
Σε τούτο το μπαλκόνι αυτή η γιαγιά της πλατείας, είδε χαρές και λύπες να περνούν κάτω από το πλατάνι,να διαφεντεύονται ζωές, του χρόνου οι ημέρες, κι αυτή να στέκεται εκεί αγέρωχη σα βράχος, ακλόνητος και στιβαρός, κομμάτι της ιστορίας, λιθάρι αναπόσπαστο του τόπου αυτού, για πάντα ριζωμένο…
-Θέλεις γλυκο?-με ρωτησε
-Θέλω-
Κάτσε κάτω
Και με το βήμα το ασταθές, τα ροζιασμένα χέρια, αργές κινήσεις, λυγερές, σα νιόπαντρο κορίτσι, ένα πιατάκι με γλυκό, ένα ποτήρι με νερό, το ακριβό της δώρο.
Γύρισα απ' την άλλη μή με δει, γομάρι ολόκληρο να κλαίει, μια ζωή απλωμένη σε μια πλατεία ενός χωριού, μια βάρκα σ' ακρογιάλι απαγγιο, χαμηλό, να σιγομουρμουράει, τραγούδι, λόγια αρχοντικά, με τη φωνή σπασμένη απ' τα χρυσά της γηρατειά, με σεβασμό, με αγάπη…
Λύγισα, κι υποκλίθηκα, σεμνά, σηκώθηκα να φύγω….
η νύχτα με περίμενε να την ξανανταμώσω, μια διαδρομή κι αυτή, φαρδιά, στενή, μακριά πολύ, δρόμοι, σοκάκια, κροκάλες, ισιάδια και στροφές, ζωής τερτίπια και γιορτές…συναπαντήματα.
Και στο μπαλκόνι της εκεί ψηλά, η αρχόντισσα κοιτάζει και στέκει ψηλή, ψηλή σαν Όλυμπος, σα Γκιώνα, με τα απλωμένα χέρια της να δίνουν ευχή, να χαιρετούν και να φιλούν και να ξεπροβοδίζουν…
-Γειά σου γιαγιά - να' σαι καλά!
-Καλό δρόμο αγόρι μου να' χεις...
Μίζα, γκαζιά και φεύγω για την επιστροφή στη ξαναμμένη Αθήνα…
Συγκινημένος, διαφορετικός, μα με καρδιά γεμάτη…
γεμάτη κατάνυξη κι αγάπη παλιάς Ελλάδας και βουνού, σεβαστικιάς και τρυφερής γυναίκας το τραγούδι…
τραγούδι αληθινό, αρχοντικό, βγαλμένο από τα βάθη της Ανατολιάς, που το' ριξε η μοίρα του σε τούτη τη πλατεία..σε τούτη τη μεριά της γης να στέκει αγαπημένο.
Και η κάθοδός μου γίνηκε γλυκειά πολύ ανάσα, λες κι όλες οι ευχές του σύμπαντος με σπρώχνανε να τρέξω, πιο γρήγορα, αέρινα, σα σύννεφο πετούσα!
Οι ρόδες δεν πατούσανε στην άσφαλτο, στο χώμα..μα ήμουν ήρεμος πολύ, κι όλο χαμογελούσα..
Να' χεις υγειά - καλή καρδιά, αρχόντισσα γυναίκα…-