Αναρτώ το κείμενο της από την Athens Voice, γιατί είναι όλα όσα σκεφτόμαστε για τη σημερινή κατάσταση, αλλά δεν ξέρουμε πως να τα πούμε ή γιατί υπάρχουν. Για μια ακόμη φορά η Σώτη κεντάει
Μερικοί από μας λέμε συχνά «Στην Ελλάδα είμαστε πίσω» ή «Στην Ελλάδα δεν πάμε ποτέ μπροστά»: μια κοινοτοπία. Τη διαπίστωση, που συνοδεύεται από βαθύ αναστεναγμό, δεν τη μοιράζονται όλοι οι Έλληνες. Από πατριωτισμό, εθνική υπερηφάνεια, αντιδυτισμό, σύμπλεγμα ανωτερότητας-κατωτερότητας. Ωστόσο, αυτό το «είμαστε πίσω» έχει υλική βάση: στην Ελλάδα σκεφτόμαστε ακόμα με όρους της δεκαετίας του ’70. Στη δεκαετία του ’70 σκεφτόμασταν με όρους της δεκαετίας του ’40: η ατμόσφαιρα ήταν πολεμική, όπως και σήμερα· ο τρόπος θέασης του κόσμου, τα συνθήματα και τα αιτήματα παραμένουν απαράλλακτα. Από τη μια πλευρά μια ψευτοπατριωτική δεξιά (αναίσχυντα κομματική και υπονομευτική του πολιτικού συστήματος), από την άλλη μια ψευτοπατριωτική αριστερά που ευαγγελίζεται τη σοβιετική εξουσία... Και στη μέση ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα εξαντλημένο από τα ίδια του τα τερατώδη σφάλματα, από την απουσία κάθε πολιτικού ήθους...
Ένα από τα ενδογενή προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η οικονομική και η πολιτιστική απόσταση μεταξύ των χωρών που τη συνθέτουν. Η παρουσία της Ελλάδας στην ΕΕ και ειδικά στην ευρωζώνη, εκτός του ότι αποτελεί μια παραφωνία, έχει προκαλέσει, με την επίφαση του εξευρωπαϊσμού, την ασφυξία της τοπικής οικονομίας, καθώς και την αναβίωση του συλλογικού χωριάτικου πείσματος έναντι των Ευρωπαίων. Έτσι κι αλλιώς, η Ελλάδα εμφανίζει βαθιά ιστορική ρήξη με το ευρωπαϊκό της παρελθόν και συνιστά ένα τεχνητό έθνος που συνδέθηκε με την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό αυτής της γλώσσας μέσω ύστερων πολιτικών πρωτοβουλιών. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι σημερινοί Έλληνες έχουν περισσότερη συνάφεια με την Τουρκία παρά με το χρυσό αιώνα. Όχι μόνον εξαιτίας της χρονικής απόστασης, αλλά εξαιτίας της παιδείας (και της έλλειψής της) καθώς και μιας παγιωμένης νοοτροπίας που συγκροτείται στη βάση του «ρωμέικου». Παρότι λοιπόν η Ευρώπη δεν νοείται χωρίς την παράδοση της ελληνικής αρχαιότητας, η Ελλάδα μπορεί να νοηθεί χωρίς την Ευρώπη την οποία εξάλλου δεν φαίνεται να θέλει να «φτάσει». Οι Έλληνες νιώθουν προσβεβλημένοι στην προοπτική να «φτάσουν» κάτι: πιστεύουν ότι αυτό το κάτι, είτε δεν τους αφορά, είτε το έχουν ήδη ξεπεράσει.
Η κρίση είναι πράγματι παγκόσμια και γι’ αυτήν ευθύνονται δομικά προβλήματα και εξελίξεις του συστήματος της ελεύθερης αγοράς (αποβιομηχάνιση, «απο-ϋλοποίηση» της οικονομίας, αποδέσμευσή της από τη νομοθεσία και τη δεοντολογία). Όμως η Ελλάδα καταρρέει επειδή «είμαστε πίσω». Και είμαστε πίσω, μεταξύ άλλων, επειδή δεν υπάρχει πολιτική ηθική κι επειδή δεν εφαρμόζονται οι νόμοι: στην ευρωπαϊκή έρευνα «ανοχής του εγκλήματος» (οικονομικού και γενικότερα ποινικού) ερχόμαστε δεύτεροι μετά την Ουκρανία (όπου υποτίθεται ότι γίνεται μύλος...). Η σχέση του πολίτη με τον νόμο παραμένει «τριτοκοσμική», δηλαδή συγκρουσιακή, με συνέπεια ήττα του νόμου (εργασιακές σχέσεις, διαχείριση, ασφάλεια, πρόνοια, πολεοδομία, φορολογία, προστασία περιβάλλοντος... Δεν υπάρχει τομέας δραστηριότητας που να μη χαρακτηρίζεται από ανομία). Εξάλλου, η νομοθεσία δεν έχει προχωρήσει από το 1981-82 και δεν έχει εκκαθαριστεί από τα οθωμανικά στοιχεία. Για παράδειγμα, δεν έχει θεσπιστεί η πλήρης ισότητα ανδρών-γυναικών στην εργασία και στην οικογένεια. Το αν η πλήρης ισότητα εφαρμοστεί στην πράξη και εμποτίσει τις νοοτροπίες είναι άλλο κεφάλαιο...
Το «είμαστε πίσω» σημαίνει ακριβώς αυτό: οι νοοτροπίες δεν ακολουθούν την ευρωπαϊκή πορεία. Η εκκλησία δεν έχει χωριστεί από το κράτος και απολαμβάνει ειδικών προνομίων· διατηρούμε ακόμα την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία (όπως οι Τούρκοι)· η εκπαιδευτική μηχανή είναι ξεχαρβαλωμένη και, σε μεγάλο της μέρος, βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων που έχουν επιδείξει πιστοποιητικό αριστερών κοινωνικών φρονημάτων (κάτι που συνέβαινε σε μερικά πανεπιστήμια στη Γαλλία μετά το 1968). Τα κοινωνικά φρονήματα βαραίνουν περισσότερο από την επιστημονική και παιδαγωγική αξία: το επίπεδο της επιστήμης και της έρευνας είναι το χαμηλότερο στην Ευρώπη.
Ένα από τα ενδογενή προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η οικονομική και η πολιτιστική απόσταση μεταξύ των χωρών που τη συνθέτουν. Η παρουσία της Ελλάδας στην ΕΕ και ειδικά στην ευρωζώνη, εκτός του ότι αποτελεί μια παραφωνία, έχει προκαλέσει, με την επίφαση του εξευρωπαϊσμού, την ασφυξία της τοπικής οικονομίας, καθώς και την αναβίωση του συλλογικού χωριάτικου πείσματος έναντι των Ευρωπαίων. Έτσι κι αλλιώς, η Ελλάδα εμφανίζει βαθιά ιστορική ρήξη με το ευρωπαϊκό της παρελθόν και συνιστά ένα τεχνητό έθνος που συνδέθηκε με την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό αυτής της γλώσσας μέσω ύστερων πολιτικών πρωτοβουλιών. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι σημερινοί Έλληνες έχουν περισσότερη συνάφεια με την Τουρκία παρά με το χρυσό αιώνα. Όχι μόνον εξαιτίας της χρονικής απόστασης, αλλά εξαιτίας της παιδείας (και της έλλειψής της) καθώς και μιας παγιωμένης νοοτροπίας που συγκροτείται στη βάση του «ρωμέικου». Παρότι λοιπόν η Ευρώπη δεν νοείται χωρίς την παράδοση της ελληνικής αρχαιότητας, η Ελλάδα μπορεί να νοηθεί χωρίς την Ευρώπη την οποία εξάλλου δεν φαίνεται να θέλει να «φτάσει». Οι Έλληνες νιώθουν προσβεβλημένοι στην προοπτική να «φτάσουν» κάτι: πιστεύουν ότι αυτό το κάτι, είτε δεν τους αφορά, είτε το έχουν ήδη ξεπεράσει.
Η κρίση είναι πράγματι παγκόσμια και γι’ αυτήν ευθύνονται δομικά προβλήματα και εξελίξεις του συστήματος της ελεύθερης αγοράς (αποβιομηχάνιση, «απο-ϋλοποίηση» της οικονομίας, αποδέσμευσή της από τη νομοθεσία και τη δεοντολογία). Όμως η Ελλάδα καταρρέει επειδή «είμαστε πίσω». Και είμαστε πίσω, μεταξύ άλλων, επειδή δεν υπάρχει πολιτική ηθική κι επειδή δεν εφαρμόζονται οι νόμοι: στην ευρωπαϊκή έρευνα «ανοχής του εγκλήματος» (οικονομικού και γενικότερα ποινικού) ερχόμαστε δεύτεροι μετά την Ουκρανία (όπου υποτίθεται ότι γίνεται μύλος...). Η σχέση του πολίτη με τον νόμο παραμένει «τριτοκοσμική», δηλαδή συγκρουσιακή, με συνέπεια ήττα του νόμου (εργασιακές σχέσεις, διαχείριση, ασφάλεια, πρόνοια, πολεοδομία, φορολογία, προστασία περιβάλλοντος... Δεν υπάρχει τομέας δραστηριότητας που να μη χαρακτηρίζεται από ανομία). Εξάλλου, η νομοθεσία δεν έχει προχωρήσει από το 1981-82 και δεν έχει εκκαθαριστεί από τα οθωμανικά στοιχεία. Για παράδειγμα, δεν έχει θεσπιστεί η πλήρης ισότητα ανδρών-γυναικών στην εργασία και στην οικογένεια. Το αν η πλήρης ισότητα εφαρμοστεί στην πράξη και εμποτίσει τις νοοτροπίες είναι άλλο κεφάλαιο...
Το «είμαστε πίσω» σημαίνει ακριβώς αυτό: οι νοοτροπίες δεν ακολουθούν την ευρωπαϊκή πορεία. Η εκκλησία δεν έχει χωριστεί από το κράτος και απολαμβάνει ειδικών προνομίων· διατηρούμε ακόμα την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία (όπως οι Τούρκοι)· η εκπαιδευτική μηχανή είναι ξεχαρβαλωμένη και, σε μεγάλο της μέρος, βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων που έχουν επιδείξει πιστοποιητικό αριστερών κοινωνικών φρονημάτων (κάτι που συνέβαινε σε μερικά πανεπιστήμια στη Γαλλία μετά το 1968). Τα κοινωνικά φρονήματα βαραίνουν περισσότερο από την επιστημονική και παιδαγωγική αξία: το επίπεδο της επιστήμης και της έρευνας είναι το χαμηλότερο στην Ευρώπη.
Επίσης, είμαστε η μοναδική χώρα στον δυτικό κόσμο με σταλινικό κομμουνιστικό κόμμα το οποίο συγκεντρώνει υπολογίσιμη δύναμη και ακόμα μεγαλύτερη επιρροή. Το κόμμα αυτό –που υπόσχεται στον «λαό» φύκια για μεταξωτές κορδέλες– συμπληρώνεται από παρεμφερείς σταλινοειδείς ομάδες διαβρώνοντας τον συνδικαλισμό και καταστρέφοντας τους ήδη ευάλωτους δημοκρατικούς θεσμούς. Στην Ελλάδα επικρατεί ακόμα ο χωρισμός του σύμπαντος σε «δεξιά» και «αριστερά», σε «καλούς» και «κακούς»· η αριστερά μοιάζει με θρησκευτική αίρεση: ένδοξος γλωσσικός μαλλιαρισμός και η λογική του «όλα είναι δρόμος». Κι όμως, η ευρωπαϊκή αριστερά έχει εξελιχθεί: σήμερα εκφράζει τη δημοκρατία στο πλαίσιο της ενωμένης Ευρώπης, το κοσμικό κράτος, την «πρόοδο» με όρους ποιότητας ζωής, την κοινωνική αλληλεγγύη στη βάση των ίσων ευκαιριών. Η ευρωπαϊκή αριστερά έχει αποτινάξει τα ολοκληρωτικά της στοιχεία, έχει γυρίσει σελίδα.
Στο επίπεδο της εξουσίας, μολονότι διαφθορά και σκάνδαλα σημειώνονται σε όλες τις χώρες, δεν επικρατεί το δίκαιο του πιο ισχυρού, επικρατεί το δίκαιο του πιο τρελού. Στο επίπεδο της εργασίας επιβραβεύεται απροσχημάτιστα η λούφα: το εργασιακό ήθος χλευάζεται ως ψυχική ασθένεια, η επιχειρηματικότητα ως ασυγχώρητη καπιταλιστική φιλοδοξία. Όσο για την οποιαδήποτε κοινωνική φιλοδοξία ερμηνεύεται σαν απαράδεκτη οίηση. Πρέπει να είμαστε όλοι μέτριοι, ή κάτω του μετρίου, αλλιώς «κάτι ύποπτο συμβαίνει»... Όλα αυτά και κάμποσα ακόμη που συνιστούν τις παράπλευρες απώλειες του άλματος από την υπανάπτυξη στη θέση του φτωχού συγγενούς στην Ευρώπη δικαιολογούν το «είμαστε πίσω» και τον βαθύ αναστεναγμό.
Στο επίπεδο της εξουσίας, μολονότι διαφθορά και σκάνδαλα σημειώνονται σε όλες τις χώρες, δεν επικρατεί το δίκαιο του πιο ισχυρού, επικρατεί το δίκαιο του πιο τρελού. Στο επίπεδο της εργασίας επιβραβεύεται απροσχημάτιστα η λούφα: το εργασιακό ήθος χλευάζεται ως ψυχική ασθένεια, η επιχειρηματικότητα ως ασυγχώρητη καπιταλιστική φιλοδοξία. Όσο για την οποιαδήποτε κοινωνική φιλοδοξία ερμηνεύεται σαν απαράδεκτη οίηση. Πρέπει να είμαστε όλοι μέτριοι, ή κάτω του μετρίου, αλλιώς «κάτι ύποπτο συμβαίνει»... Όλα αυτά και κάμποσα ακόμη που συνιστούν τις παράπλευρες απώλειες του άλματος από την υπανάπτυξη στη θέση του φτωχού συγγενούς στην Ευρώπη δικαιολογούν το «είμαστε πίσω» και τον βαθύ αναστεναγμό.
1 comment:
Άριστο κείμενο.
Post a Comment