Monday, December 21, 2009
Auf Wiedersehen
Χτές βράδυ, άξαφνα, μάθαμε το δυσάρεστο-ο Βέρνερ έφυγε.
Ήταν από καιρό στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου, μιάς πάθησης που παίρνει από κοντά μας, τους καλύτερους ανθρώπους.
Την τελευταία φορά που μας είχε επισκεφτεί -θα έχει περάσει ένας μήνας-ήταν σίγουρο ότι ήθελε με τον τρόπο του να μας χαιρετήσει, και να μας ευχαριστήσει, για όλα αυτά τα χρόνια της απροσδόκητης γνωριμίας μας και μερικών ουσιαστικών ανθρώπινων στιγμών, που ζήσαμε μαζί.
Γνωρίστηκαν με τη θεία μου, πρίν πολλά χρόνια, όταν η μισή μου οικογένεια ξενιτεύτηκε στη Γερμανία για δουλειά, και μετά από περιπέτειες κατέληξαν σε μια κοινή ζωή με πολλά σκαμπανεβάσματα και συγκινήσεις.
Όταν τον πρωτογνώρισα, φοιτητής στην Ιταλία, οδηγούσε το αυτοκίνητο της θείας, ώς άλλος σωφέρ, κατακόκκινος και ξερακιανός, μ' ένα αμήχανο χαμόγελο, αλλά και μιά εγκάρδια χειραψία, εξαφανίζοντας το δικό μου χεράκι, μέσα στην τεράστια παλάμη ενός ντόμπρου εργάτη από τη Στουτγκάρδη.
Θα ήταν στα 65 του όταν ήρθε για διακοπές στην Ελλάδα για πρώτη φορά, και προσπαθήσαμε να ανταλλαξουμε μερικές κουβέντες παραπάνω, εγώ στα μισά αγγλικά μου, εκείνος στα μισά γερμανικά του, στη μέση οι γλωσσομαθείς στην οικογένεια, και τελικά καταφέραμε να πούμε ότι μας αρέσει το ποδόσφαιρο και ότι οι ολυμπιακοί αγώνες είναι σπουδαίο πράγμα.
Καμμιά φορά τα λόγια δε χρειάζονται, παρά για να επιβεβαιώσουν όσα νοιώθεις και όσα υποννοείς, όταν έχεις απέναντι σου ψυχές αγνές, ταλαιπωρημένες και ερειπωμένες σχεδόν, από τα κρύα και τις βροχές της μοναξιάς και των σφαλμάτων τους.
Αρκεί ένα ποτηράκι κρασί και το σπινθίρισμα των ματιών που γεμίζουν από αγάπη, υπόγεια και τρυφερή, για να νοιώσεις και να συμπάσχεις, να είσαι άνθρωπος και άντρας, χωρίς πολλά πολλά, χωρίς πληθωρισμούς και ανατιμήσεις, χωρίς υπερβολές και συγκινήσεις, χωρίς φιοριτούρες και περιττούς ασπασμούς-ταφόπλακες της ουσίας-της σιωπής, που καθαγιάζει και σέβεται το ανάστημα και το παράστημα του καθενός μας.
Κι έτσι ο Βέρνερ έγινε για μένα ένας φίλος καλός, και ένας Έλληνας Γερμανός, ευγενής και γαλαντόμος, πιό τζέντλεμαν κι από τα μειράκια του Κολωνακίου, που δήθεν κατάγονται από σπουδαία τζάκια, πιό χουβαρντάς από φίλους παλιούς και πιό χαβαλετζής από άλλους που μας ενώνει η κοινή γλώσσα, αλλά μας χωρίζουν τα κοινά πάθη.
Τον θαύμαζα και τον θαυμάζω, γιατί στα τελευταία του, έκανε μια μεγάλη στροφή, μετάνοιωσε για όσα πίστευε ότι έπρεπε να μετανοίωσει, έκλεισε τα οφειλόμενα του στο Θεό και του ανθρώπους, και με μιά ζεϊμπεκιά, κι ένα τελευταίο ποτήρι, μας έγνεψε με το χέρι του, από το κρεβάτι του πόνου του, και εκτοξεύτηκε για τα καλά προς τον παράδεισο του, ένα παράδεισο για όσους γεννήθηκαν ταπεινοί και πέθαναν ταπεινότεροι, από επιλογή.
Και επειδή τα πάντα κύκλους κάνουν, και ο θάνατος με τη ζωή είναι δυό αδερφια που άλλοτε γλεντάνε και άλλοτε θρηνούν, και ξανά από την αρχή γκρεμίζουν και ξαναχτίζουν τα σύμπαντα μας, λίγο μετά το νέο για το φίλο μου που ξεκουράστηκε, έλαβα στο e-mail μου, τις φωτογραφίες του νεογέννητου του φίλου μου του Λεωνίδα, από τη μακρινή Φινλανδία.
Τι ειρωνία, θα λεγε κάποιος-τι θάυμα, θα αναφωνούσε κάποιος άλλος.
Τα κόκκινα μάγουλα του μπέμπη και τα πιό κόκκινα του Βέρνερ έχουν κάτι κοινό.
Γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, ο καθένας με τον τρόπο του, και μας φέρνουν χαρμόσυνα μηνύματα, τόσο διαφορετικά και τόσο ίδια μαζί.
Να ζούμε κάθε στιγμή, να κλαίμε και να γελάμε, να νοιώθουμε τη χαρά και τον πόνο,και πάνω απ όλα κάθε καινούργιο χρόνο να γινόμαστε πιότερο άνθρωποι, πιότερο γελαστοί, όχι γιατί μαζέψαμε περισσότερα λεφτά, αλλά γιατί κερδίσαμε περισσότερους φίλους-περισσότερους συμπορευτές, στο ανηφορικό μας μονοπάτι.
Έχε γειά και καλή μας αντάμωση, καλέ μου φίλε.
Wednesday, December 9, 2009
Ο φίλος μου ο Χ
Και αυτό μου συνέβη παρατηρώντας τον περίγυρο μου και τα παράδοξα που επιβεβαιώνω μέσα στον κύκλο των γνωστών μου
Είναι απίθανο, αστείο και κωμικοτραγικό να βλέπω τον φίλο μου τον Χ, ιδιοκτήτη μιάς μικρομεσαίας επιχείρησης, ο οποίος τελευταία αγόρασε ένα καλό αυτοκίνητο και μιά μοτοσυκλέτα (δαπάνησε δηλαδή ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό) να υποστηρίζει με παρρησία τους "εξεγερμένους" νέους που κάνουν αντιεξουσιαστικές πορείες στο κέντρο της Αθήνας.
Είναι ενδιαφέρον, αξιοπερίεργο και τραγελαφικό να βλέπω τη συνάδελφο μου την Ψ, από την λαϊκή Ελευσίνα, γόνο εργατών της Χαλιβουργικής, βοηθό λογίστρια της σφαλιάρας στο επάγγελμα, να υποστηρίζει με σθένος τα νέα ήθη που φέρνει ο Σαμαράς στην πολιτική, και το πολιτικό ανάστημα του Κώστα Καραμανλή. (αυτού δηλαδή που συνέβαλε στο να φορολογηθεί περισσότερο τα τελευταία χρόνια, χάνοντας ένα ακόμα κομμάτι από τα μικτά χίλια ευρώ που παίρνει).
Είναι παράλογο, να βλέπω τον παλιό μου συμμαθητή, τον Ω, ο οποίος φοράει Ρόλεξ δώρο της μαμάς του για το γάμο του, κάτοχο διδακτορικού, ο οποίος κάνει ιδιαίτερα για να ζήσει, όταν καλείται να πληρώσει το μερίδιο του καφέ, δικού του και της ωραιότατης συζύγου του, προκειμένου να αποχωρήσει νωρίτερα από την ομήγυρη μας να μετρά τα φραγκοδίφραγκα χωρίς αιδώ, για να αποτιμήσει τον καλοχτυπημένο του φραπέ.
Κι ένα σωρό άλλα παραδείγματα, καθημερινά, που μ' έχουν βάλει σε σκέψεις και προβληματισμούς.
Και τελικά κατέληξα ότι η πολιτική ουδόλως σχετίζεται με το ποιόν του καθενός απο εμάς.
Δηλαδή με το εισόδημα, τον πλούτο που κατέχει, την ιδεολογική του κληρονομιά, την κοινωνική του τάξη έστω!
Εγώ που νόμιζα ότι είναι αυτονόητο, ενας φτωχός πλήν τίμιος σαν κι εμένα, να ανήκει στην Αριστερά έστω (δηλαδή στην πτέρυγα που ιδεολογικά, κοινωνικά, ηθικά, υφίσταται για να διεκδικεί για λογαριασμό μου, από τους πλούσιους, τους κατέχοντες την εξουσία, τους προύχοντες βρε αδερφέ) είμαι εκτός πραγματικότητας!!
Ναι, είμαι παράξενος, εκτός κυκλώματος, ρομαντικός και απόλυτα φαντασμένος!
Το ίδιο θα ήμουν φυσικά, αν θεωρούσα αυτονόητο, το αντίθετο.
Το να ανήκω σε μιά Δεξιά πτέρυγα, εφόσον έχω γεννηθεί στην Κηφισσιά, έχω από τα 18 μου αυτοκίνητο και πηγαίνω στο σχολείο μου με τσάντα απο την εξαιρετική Luis Vuitton (ή κάπως έτσι).
Έλάτε όμως που η πραγματικοτητα έχει ανατρέψει βάναυσα τις ιδεοληπτικές μου προσεγγίσεις.
Η μάλλον έχει ανασκευάσει, όσα κάποτε, ήταν όντως αυτονόητα, και ήταν όντως απόρροια μιας αντιστοιχίας και μιας επικοινωνιακής αιτίασης, ανάμεσα στις πολιτικές παρατάξεις και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, που ψήφιζαν εκ των δικών τους ομοίων, για αντιπροσώπους τους, σε κάθε επίπεδο των κοινωνικών τους εκδηλώσεων.
Και απορώ.
Πώς είναι δυνατόν, κάποιος να μπορεί να αισθάνεται συνεπής με τον εαυτό του, τη λογική και τη συνείδηση του, όταν η φιλοσοφία του, ο τρόπος ζωής του, αντικρούει την πολιτική του σκέψη, άρα τα πραγματικά βαθιά πιστεύω του, για τον ρόλο που καλείται να παίξει ο ίδιος στη σκακιέρα της καθημερινότητας?
'Αραγε η πολιτική, είναι ένα ιδεολογικό σουπερμάρκετ, μιά συσκευασία-προσφορά, που αναλόγως του περιτυλίγματος θέλγει διαφορετική πελατεία, ώς προϊόν-κατάλοιπο-αναγκαίο κακό-ελεύθερο επάγγελμα που κάποιοι ασκούν με συνέπεια και σοβαροφάνεια?
Άραγε η πολιτική είναι απλά "κουβέντα να γίνεται", αδυνατώντας να ταυτιστεί με την πραγματικότητα, με τα ουσιαστικά αιτήματα του σημερινού απλού ανθρώπου?
Τι να πώ, δεν ξέρω. Ειλικρινά.
Ο καθένας από εμάς σήμερα, αισθάνεται συνειδησιακά ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα σε τελείως διαφορετικά πράγματα, χωρίς κανένα περιορισμό. Η κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών, στο επίκεντρο της σκέψης και της ηθικής.
Τα στεγανά και οι περιορισμοί έχουν καταρρεύσει εντελώς, η συνέπεια και η συνέχεια έχουν αντικατασταθεί απο τη συνεχή αγωνία να ανανεωθούμε και να ενταχθούμε σε ομάδες ή τάσεις που μας αρέσουν για διαφορετικούς λόγους, τα πύρινα λόγια του παρελθόντος, η αλληλεγγύη και η συμπαράταξη έχουν γίνει παρεϊστικα ψώνια από την τάδε φίρμα, και φαγητό στο δείνα εστιατόριο, χωρίς να συνδέονται το ένα με το άλλο, μεταξύ τους, ιστορικά, κοινωνικά και πρακτικά.
Και η πολιτική τι ρόλο παίζει, εφόσον δε μιλάει αντί υμών, με την εξουσία, για την εξουσία?
Εφόσον δε μπορούμε να την υποστηρίξουμε, με τη δική μας καθημερινότητα να αντανακλά τα αιτήματα της?
Η απάντηση είναι πολύ απλή, είναι μάλλον μονολεκτική: Κανένα ρόλο.
Γιατί?
Γιατί σήμερα ζούμε στην εποχή του κατακερματισμένου ανθρώπου-πάζλ, που έχουν αποσυναρμολογήσει και τεμαχίσει μεθοδικά -εδώ και χρόνια- όλοι εκείνοι, που μπορούν με ευκολία να αγοράζουν και να πωλούν το ανθρώπινο εκείνο κομματάκι που τους εξυπηρετεί κάθε φορά.
Σήμερα έιναι η ανάγκη για συντροφιά, αυριο η ματαιοδοξία, μεθαύριο ο φόβος και η αγωνία, πιό κατω η ανεργία.
Ο κατακερμάτισμένος άνθρωπος-πάζλ, ο οποίος προσγειώνεται σε μία αλλοπρόσαλη κοινωνία, με χιλιάδες υποομάδες στις οποίες καλείται να συμμετέχει κοινωνικοποιούμενος, της οποίας κοινωνίας κανείς δεν ξέρει τους στόχους και τα οράματα, αλλά μόνο τα πάθη και τις ενστικτώδεις ανάγκες, το εμπορικό δηλαδή κομμάτι.
Κι έτσι όλοι μπορούμε να διαλέξουμε και να παραστήσουμε όποιο ρόλο μας ταιριάζει, ενδυόμενοι τα κατάλληλα για την περίσταση αξεσουάρ.
Απέξω στυλάκι, απο μέσα Ροκ καρδιά. Απέξω ταλαιπωρημένος κουκουλοφόρας και απο μέσα γιός βουλευτή. Και να μην τρέχει κάστανο, που λέμε.
Τα πάντα είναι αποδεκτά, με μία μεγάλη διαφορά.
Αποδεκτά στη Δημοκρατία, που ζητά και τη συνέπεια και την ταυτότητα και καταδικάζει την όποια "κουκούλα".
Αποδεκτά και στο βόθρο της σαλαμοποίησης των πάντων, εκεί που το "μην κρίνεις" σημαίνει "μη σκέφτεσαι" και όχι "να μην προσβάλεις τη διαφορετικότητα".
Και ξαναρωτώ, τόσα κομμάτια αυτό το πάζλ, τόσοι άνθρωποι που θέλουν τόσα προϊόντα και τόσες "πολιτικές" για να χωράνε όλοι στο πολύχρωμο τσουβάλι?
Ισως να είναι κι έτσι!
Την επόμενη φορά που θα συναντήσω, τον καλό μου φίλο τον Α, διορισμένο στο Δημόσιο, με όνειρα του 8ωρου και τρίμηνες διακοπες, που διατείνεται ότι τον εκφράζει το μακρύ του -αντισυμβατικό- μαλλί και τα ρεμπέτικα του περιθωρίου, υπόσχομαι να τον ρωτήσω!
Tuesday, November 10, 2009
Σύννεφο περαστικό
Μόλις που είχα ξεκινήσει να πάω στο σπίτι, όταν μια μπόρα ξαφνική ξέσπασε στο κεφάλι μου.
Τσαντισμένος όσο δεν έπαιρνε άλλο, από τη βροχή, που με εκνευρίζει φοβερά όταν είμαι στο δρόμο, πάρκαρα τυχαία στη Στουρνάρη και έτρεξα να προστατέψω το κεφάλι μου κάτω από τη μαρκίζα ενός καταστήματος που εμπορευόταν υπολογιστές.
Τα μπουμπουνητά και η ένταση του νερού που έπεφτε στο δρόμο έκαναν φοβερό θόρυβο, και τα αυτοκίνητα που στέκονταν μποτιλιαρισμένα, ανήμπορα να κάνουν το παραμικρό μέτρο μπροστά ή πίσω, αυξάνονταν με γοργό ρυθμό.
Σε λίγο το Πολυτεχνείο, ήταν το φόντο μία λαμαρινένιας πολύχρωμης θάλασσας, μέσα στην οποία κινητά τηλέφωνα και τσιγάρα είχαν πάρει φωτιά.
Κοίταξα λίγο πιο ψηλά, πάνω από τα κλαδιά μιας ακακίας, και είδα ένα σύννεφο να περνάει από πάνω μας.
Ήταν ένα σύννεφο, σα μεγάλη τούφα από μπαμπάκι βουτηγμένη μέσα σε κρέμα, λίγο κιτρινωπή, λίγο σταχτιά, λίγο λευκή, και ανάμεσα στις δίπλες που έκανε ταξιδεύοντας στον ουρανό, ξεχώριζε το μακρινό γαλάζιο, λες και ήταν υπόσχεση ότι σύντομα θα ερχόταν και η λιακάδα μαζί του.
Νομίζω ότι αυτό το θέαμα μ' έπεισε τελειωτικά, ότι η φύση είναι ένα χαρούμενο παιχνίδισμα συναισθημάτων, εικαστικών και μουσικών, ένας χορός από εναλλασσόμενες παραστάσεις που τη μια στιγμή φαίνονται άσχετες, αλλά στο τέλος αθροιζόμενες, είτε σε στοίχιση, είτε σε παράταξη, είτε κάθετα, είτε παράλληλα, είτε απλά όπως αποφασίσει ο δημιουργός τους, καταλήγουν ένα τέχνημα άφθαστης έμπνευσης και ομορφιάς.
Άκουσα ομιλίες δίπλα μου και γύρισα να κοιτάξω. Ήταν μια νέα κοπέλα, φοιτήτρια μάλλον, που μιλούσε παραστατικά στο κινητό της. Στεκόταν κι αυτή, σαν κι εμένα, κάτω από την ίδια μαρκίζα, και προσπαθούσε να αποφύγει τη βροχή. Θάυμασα τις γκριμάτσες και τις εκφράσεις της, τα στιλπνά μαλλιά και τα τοξοτά φρύδια της. Τα χείλη και τα μάγουλα της. Το μικρό στήθος και τα πόδια που τυλιγμένα σ' ένα μώβ σαλβάρι στήριζαν τη φαρδιά της λεκάνη κόντρα στη βιτρίνα του καταστήματος.
Θυμήθηκα την Κλάιρη που στέκεται με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη του λουτρού μας να διορθώνει τα τσιμπιδάκια της, κι εμένα να χώνω τη μύτη μου μέσα στα μπουκλάκια της. Να την τσιμπάω και να με κυνηγά τριγύρω, σα δυό μέλισσες που διαγωνίζονται ποιά θα βουήξει περισσότερο στις 7 το πρωϊ. Να ξαπλώνω δίπλα της και να με ταξιδέυει, η ίδια ένα πολύχρωμο ζουμερό σύννεφο, με χίλιες λιακάδες και χίλιες βροχές ταυτόχρονες, τις όποιες στιγμές ξεκλέβουμε από την καθημερινότητα μας, να βρισκόμαστε δίπλα-κολλητά και να σιωπούμε, ν' αφουγκραζόμαστε και να ρουφάμε ο ένας την αύρα του άλλου.
Σκέφτηκα ότι όλο το σύμπαν να γκρεμιστεί, μιά μόνο γυναίκα μπορεί να το ξαναστήσει μόνη της, απ' την αρχή, σε τίποτα δε χρησιμεύουμε εμείς οι άντρες.
Είμαστε ένας φόντος, ένα περιτύλιγμα, τα κλαδιά που κρύβουν τη λιακάδα δίπλα στο πεζοδρόμιο της Στουρνάρη, οι γκρίζες πανύψηλες πολυκατοικίες των Εξαρχείων που στέκουν σκοτεινές και ακατοίκητες θαρρείς, όταν στρέφεις το βλέμμα πάνω τους.
Και αυτές είναι όλο το ζουμί, όλη η ουσία, που άλλες φορές περαστικές κι άλλες φορές για πάντα μας εξηγούν τα ίσα και τα άνισα της ρημάδας της αγάπης και της παρηγοριάς, του ξεροκόματου μας, του μόχθου και του αγώνα μας.
Έκλεισε το κινητό από δίπλα, το έβαλε στην τσάντα της κι εξαφανίστηκε με δυό τρία ανάλαφρα βήματα.
Η βροχή είχε τελειώσει και ο ρυθμός της πόλης ξαναγύριζε στο βαρετό, μονότονο και ασαφές παρελθόν του. Κι εγώ έπρεπε να φορέσω το κράνος μου και να πάω σπίτι.
Ανασκουμπώθηκα, βλαστήμησα την άσχημη και γερόντισσα πόλη που ξαναβρήκα μπροστά μου, και με δυό τρείς αδυναμες γκαζιές εξαφανίστηκα στο δαίδαλο της μέρας.
Monday, November 2, 2009
Χειμώνας
Η μυρωδιά του καμμένου πεύκου που έτρεφε το τζάκι, ήρθε να πάρει την ανατριχίλα που ένοιωσα, βγαίνοντας από τη θαλπωρή του αίρ-κοντίσιον στον παγωμένο αέρα της εξοχής.
Ο πατέρας ανάδευε μιά χούφτα κάστανα στη στάχτη, η μητέρα ήταν σκεπασμένη με μία πολύχρωμη μάλλινη κουβέρτα, και το ημίφως ζέσταινε τους ξύλινους τοίχους με μικρά χασμουρητά ευτυχίας.
Σε λίγο θα ξεκινούσε το παιχνίδι της ομάδας μου, που προτίμησα να το δώ σπίτι, αντί να πουντιάσω στην κερκίδα του γηπέδου.
Αναρωτήθηκα άν κάποιος απο τους φίλους μου θα τολμούσε να ξεμυτίσει από την αγκαλιά της γυναίκας του, για να συμμετέχει στο γνώριμο ενενηντάλεπτο ξεφωνητό μιάς Κυριακής απόγευμα, στο μακρινό Μαρούσι.
Κάποιος έβαλε στο ποτήρι μου μία γουλιά δωδεκάρι με μπόλικα παγάκια, και στο άλλο χέρι μου, πήρα μία χούφτα αλμυρά αμύγδαλα.
Ένοιωσα τόσο ευτυχισμένος, και τόσο τυχερός.
Η πόρτα άνοιξε και ο χειμώνας μπήκε για λίγο στο δωμάτιο.
Ήταν ένα χειμώνας γλυκός και πιτσιρίκος, σαν αυτά τα παιδιά που μόλις αρχίζουν να βγάζουν μαύρο χνούδι στα μάγουλα, και φοράνε σκουφιά για να ζεστάνουν τα κατακόκκινα αυτάκια τους, την ώρα που περπατούν σφυρίζοντας χαρούμενους σκοπούς.
Ένας παλιός γνώριμος, με το σακούλι γεμάτο παγωνιά, που κοντοστάθηκε να με κοιτάξει και να με χαιρετήσει.
Τον κάλεσα να καθήσει, αλλά δε θέλησε, είχε να πάει σε κάποιο άλλο σπίτι.
Μου έκλεισε το μάτι πονηρά και χάθηκε.
Το πρωί καβάλησα τη μοτοσυκλέτα μου να πάω στη δουλειά.
Τα γόνατα μου πάγωσαν και τα χέρια μου κρυστάλλιασαν μέσα από τα γάντια.
Σκέφτηκα την αγκαλιά της και το χουζούρι μας, εκεί σε μιά ζεστή γωνιά του κόσμου.
Κοίταξα μέσα από τα παράθυρα των αυτοκινήτων αναζητώντας ένα βλέμμα συμπαράστασης αλλά το μόνο που είδα ήταν βιασύνη, άγχος, και πρεμούρα.
Στη Βουκουρεστίου, στις κίτρινες πλάκες και τα μαρμάρινα ντουβάρια, είχε πέσει σιγή την ώρα που ο αέρας θρόιζε ανάμεσα στις ξεχασμένες καρέκλες των καφενείων. Όλοι μαζεμένοι πίσω από τις βιτρίνες να μορφάζουν χωρίς ν' ακούγονται, σα βουβός κινηματογράφος.
Έφτασα στο γραφείο κρυωμένος σχεδόν και η ζωή συνεχιζόταν χωρίς κανείς να καταλάβει ότι το χνώτο της είχε θολώσει τις διαθέσεις μας.
Ήταν χειμώνας, στρυφνός και γέρος, σαν τον αξύριστο λαχειοπώλη με τις σκληρές παλιοκαιρισμένες σόλες του, που χτυπούν στο αυτί και στο μάτι, την ώρα που περπατά βλαστημώντας την τύχη και την απελπισία του.
Ένα περιστέρι ράμφισε το τζάμι μου και γύρισα να το κοιτάξω.
Του έβαλα σπόρια για να έρθει μέσα και να φάει, αλλά τρόμαξε κι έφυγε.
Και τότε ένοιωσα απέραντη μοναξιά.
Wednesday, October 14, 2009
Γυναίκες
Εντός του γραφείου το χάζεμα σημαίνει ίντερνετ, μιάς και λείπουν όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν το επίθετο "ενδιαφέρον" δίπλα τους.
Βρίσκω λοιπόν παλιές, γνώριμες και γνωστές φάτσες, κυρίως από την εποχή που πήγαινα σχολείο και ο Χολαργός -η περιοχή που έμενα τότε- ήταν μία τελείως διαφορετική γειτονιά, ή έστω έτσι νομίζει κάποιο μικρό παιδί, που προσπαθεί να χωρέσει τον κόσμο και τους φίλους του σε κοντά παντελονάκια, σιδερότυπα και μίκυ μάους, αντάμα με τα πρώτα καρδιοχτύπια και την αγωνία για την εξέταση στη Χημεία τις Παρασκευές τελευταία ώρα.
Αυτό που με εντυπωσιάζει είναι οι γυναίκες.
Όλες όσες ήταν ροκούδες, ανεξάρτητες, τρέντυ και προχωρημένες, είναι όλες ξανθιές μέζ, με άψογο μακιγιάζ και δύο μωρά στην αγκαλιά η κάθε μία.
Θα μου πείς κι εσύ, τι σε πειράζει. Και θα πώ ότι δε με πειράζει καθόλου.
Απλά σκέφτομαι πόσο αλλάζουμε απέξω μας, ενώ απο μέσα μας παραμένουμε οι ίδιοι και οι ίδιοι, σε κάθε φάση της ζωής- διαδρομής μας.
Βέβαια στο παραπάνω παράδειγμα οι ομοιότητες της γενιάς είναι παροιμιώδεις, και δεν περιορίζονται στην εμφάνιση μονάχα, αλλά στο γενικότερο πρότυπο με το οποίο κάποιοι προσπάθησαν να συγκρουστούν στα νιάτα τους, καταφέρνοντας απλά να το τελειοποιήσουν, κάνοντας το ακόμα ακριβότερο (κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Και οι κοπέλες του Β2 έγιναν σαν τις μαμάδες τους, και οι κοπέλες του Γ3 σαν τις θειάδες τους, και ποζάρουν όλο χάρι, δίπλα στους λαμπερούς εξίσου απογόνους τους.
Και ψάχνω να θυμηθώ γιατί ερωτευόμουν τότε, και σήμερα ξενερώνω τόσο.
Γιατί αυτά που τότε ήταν τόσο πολύ σπουδαία και σημαντικά, το νάζι, το χαμόγελο, η πρόσκληση για καφέ στην πλατεία και το φλερτάκι στα διαλείματα, σήμερα έχει γίνει μιά εικόνα κοινότυπη, βαρετή και τέλεια αμερικανοποιημένη, στην ελληνική της βερσιόν φυσικά, στο "Έρωτες" και όχι στο "Τολμη και γοητεία".
Και σκέφτομαι φωναχτά, ότι κι εγώ δεν έχω αλλάξει καθόλου σε σχέση με τότε, σε όσα ζητώ και σε όσα ψάχνω, άρα γιατί αυτές ν' αλλάξουν?
Και σκέφτομαι φωναχτά, ότι υπήρχαν κάποιες άλλες που κάναμε παρέα, λιγότερο λαμπερές, αλλά πιό έξυπνες και πιό σπινθηροβόλες, που περίμεναν να φάμε τα μούτρα μας από τις στάρ, για να τις "δούμε" πόσο χαριτωμένα μιλούσαν στις συναντήσεις και τα πάρτυ της εποχής.
Και αυτές παραμένουν ίδιες, να μην πώ ότι ομόρφυναν ακόμα περισσότερο.
Γυναίκα θα πεί, ξέρω να χαμογελώ, ξέρω να αγκαλιάζω, ξέρω να μιλώ χωρίς να λέω πολλά με λέξεις, κυρίως όμως θα πεί, ξέρω να περιμένω.
Τέτοιες γυναίκες, σπουδαίες, δεν έχω γνωρίσει πολλές στη ζωή μου, μάλλον έχω γνωρίσει μόνο μία που να θέλει να με κάνει παρέα και σκέφτομαι ότι χρειάστηκε να φανώ τυχερός, εκτός από αρκετά γοητευτικός, για να μην είμαι εγώ, δίπλα της, σε μιά φωτογραφία με το στημένο και θεατρινίστικο ύφος της μικροαστικής ευτυχίας του νεοέλληνα.
Σαν όλες αυτές, που τελικά έχουν μεγαλύτερη αξία, από την ίδια την καθημερινότητα που μοιράζεσαι με τον άνθρωπο σου.
Και για να ξέρεις να μοιράζεσαι, θα πρέπει να ξέρεις να χάνεις από τις γυναίκες την πρωτοκαθεδρία, την πρωτοβουλία, την εγωιστική σου διάθεση απέναντι στο σύμπαν, και να ξέρεις ότι καλύτερα περνάει, όποιος αρκείται να απολαμβάνει τις κατάλληλες και συνειδητές επιλογές στη ζωή του.
Μακριά από τα φώτα. Μόλις σβήσουν.
Αγκαλιά με τη μοναδική που κάνει την καρδιά σου να χτυπά.
Sunday, October 4, 2009
Γιώργος
Σήμερα μία προσωπική νίκη, επισκιάζει το μεγάλο θρίαμβο του ΠΑ.ΣΟ.Κ στην εκλογική του αναμέτρηση με την απερχόμενη Νέα Δημοκρατία.
Η νίκη του Γιώργου Παπανδρέου, ενός ανθρώπου που αμφισβητήθηκε όσο λίγοι, τόσο από το ίδιο του το κόμμα, όσο και από τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και πολλούς παραδοσιακούς ψηφοφόρους της παράταξής του.
Ο πολιτικός άνδρας, που από αύριο θα είναι πρωθυπουργός, αντιπροσωπεύει στο μυαλό μου, μια νέα υγιέστερη πρόταση πολιτικού και προσωπικού ήθους, που έρχεται να πάρει την εμπιστοσύνη του κόσμου, και να την κάνει πρόταση και ελπίδα υλοποιήσιμη, πραγματική και εξαργυρώσιμη, να δώσει όραμα και προοπτική σε μία γενιά που έχει ανάγκη να πιστέψει, ότι υπάρχει τρόπος και μέθοδος, αυτή η χώρα να αναδείξει τα καλά της, τα προτερήματα και τις αξίες της επιτέλους.
Ο λαός όχι μόνο αποδοκίμασε τη Νέα Δημοκρατία, και τον Κώστα Καραμανλή, που επί 5,5 χρόνια νοιώθαμε ότι περισσότερο έκανε αγγαρεία, εξοφλώντας τα πολιτικά γραμμάτια και τον κοινωνικό ρεβανσισμό των ψηφοφόρων του, αλλά επέλεξε τον Γιώργο, για να γυρίσει σελίδα, σε μία από τις σκοτεινότερες περιόδους της νεότερης πολιτικής ιστορίας του τόπου.
Ο ελληνικός λαός, επέλεξε το ΠΑ.ΣΟ.Κ για να πάει μπροστά, γιατί ξέρει, ότι όποτε υπάρχει η ανάγκη να γίνουν τομές και ρήξεις με το κατεστημένο, μόνο μία οδός υπάρχει, μόνο μία επιλογή.
Η σύγκρουση με την παλιά Ελλάδα, με τις αραχνιασμένες πρακτικές του βολέματος και του αναμασήματος της τακτικής των ημετέρων, των κομματικών κλικών και των εχόντων και κατεχόντων, η αποστασιοποίηση από τον τραμπουκισμό και τη βαρβαρότητα, από τη Δημοκρατία της τηλεόρασης που παράγει παραπολιτικά show και πολιτιστική παρακμή, από την εκτράχυνση της καθημερινής κοινωνικής ειρήνης, από την ανασφάλεια και το παρακράτος, από τις παροχές για τους λίγους και τη φορολογία για τους πολλούς.
Η σύγκρουση μίας νέας Ελλάδας ,που σε πείσμα όλων, βλέπει το μέλλον με αισιοδοξία και δύναμη, διότι έχει μάθει να επιβιώνει και να διεκδικεί, και στα δύσκολα να προτάσσει τα στήθη, και να μήν εγκαταλείπει το καράβι όταν αρχίζουν οι φουρτούνες.
Η σύγκρουση μιάς κοινωνίας που αναζητεί όραμα για να επιβιώσει, και αυτό το όραμα της το προσφέρει μιά διαφορετική ανάγνωση της πολιτικής, από έναν άνθρωπο που δεν έπαψε να αγωνίζεται για τις δικές του "αμερικάνικες" δήθεν ιδέες, ιδέες πολύ ελαφρές και αισιόδοξες, για τον βαθιά σκεπτόμενο Έλληνα της μπριζόλας του ροχαλητού και της Μερτσεντέ, που νοιάζεται μόνο για το χωραφάκι του και την ψόφια κατσίκα του γείτονα.
Ο Γιώργος νίκησε.
Και μαζί του νικήσαμε όλοι όσοι θέλουμε να ονειρευόμαστε ένα καλύτερο αύριο γι΄αυτή τη χώρα, ένα αύριο ρομαντικό, με δικαιοσύνη για το λαό, με δικαιώματα για όλους, με δυνατότητες για όλους, με 5 πράγματα πιό ίσια μέσα στα 100 στραβά, με ηγέτες κάποιους που αντιπροσωπεύουν καλύτερες, αγνότερες και ηθικότερες αξίες, πιό ανθρώπινες και πιό δημοκρατικές, πιό κοντά στον πολίτη, πιό κοντά στα προβλήματα, πιό κοντά στην αλήθεια.
Ο Γιώργος θα νικάει, κάθε μέρα, εάν όλοι μας, αποφασίσουμε να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να αγωνιζόμαστε για τα πιστεύω μας, για να γίνουμε εμείς πρώτα καλύτεροι ξεφεύγοντας από τα στενά όρια της προσωπικότητας μας, και κοιτάζοντας πως η κατσίκα του γείτονα θα κάνει 2 φορές παραπάνω γάλα, και πώς όλοι μαζί, όσοι πιστεύουμε ότι η χώρα μας μπορεί να ξεφύγει από τη μιζέρια και την παρακμή, από την ταπείνωση και την αναξιοπρέπεια της καθημερινότητας, μπορούμε να παρασύρουμε με το χαμόγελο και την ενέργεια μας, τις καλές δυνάμεις να συστρατευτούν στο δίκαιο αγώνα της νέας εποχής.
Μιάς εποχής φωτεινότερης, λαμπερότερης, με περισσότερους ανθρώπους συμμέτοχους στα τεκταινόμενα, να νέμονται περισσότερους καρπούς της κοινής προσπάθειας.
Εύχομαι καλή δύναμη και καλά μυαλά.
Ο δρόμος αυτή τη φορά, δεν έχει επιστροφή.
Tuesday, September 29, 2009
Οι ζωές των άλλων
Τώρα τελευταία έπεσε στην αντίληψη μου μία ιστορία, που μου μετέφεραν τρίτοι, την οποία όμως σα θεματολογία έχω ξανασυναντήσει στο παρελθόν στο δικό μου κύκλο.
Τι το περίεργο κρύβει η όλη υπόθεση?
Τη σχέση του καθενός από εμάς με το περιβάλλον του, τους φίλους και τους συγγενείς και το κατά πόσον αλληλεπιδρούμε και επηρρεάζουμε πραγματικά στη ζωή των άλλων ή απλά είμαστε ντεκόρ, ταπετσαρία τοίχου ή απλά ένας καφές κι ένα τσιγάρο, έτσι για να περνά η ώρα.
Η αρχή και το τέλος των σχέσεων είναι η κοινή θέληση για επικοινωνία, για συμπόρευση, για μοίρασμα εμπειριών και για συμπαράσταση σε αυτή την πορεία που ο καθένας μας αποκαλεί ζωή, διαδρομή, ανηφόρα και κατηφόρα, κόλαση και παράδεισο τέλοσπαντων.
Όμως υπάρχουν τα όρια της προσωπικότητας του καθενός, που ορίζουν και περιορίζουν ή επιτρέπουν και προάγουν και ωφελούν μιά σχέση. Αυτά τα όρια είναι τόσο ορατά και απτά, για παράδειγμα η εξωτερική εμφάνιση και το ντύσιμο, όσο και αόρατα και μή συγκεκριμένα όπως οι σκέψεις, η ψυχολογία, οι φιλοδοξίες.
Το μεγαλύτερο όριο και το αυστηρότερο σύνορο όμως, είναι τα μάτια μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μέχρι που βλέπουμε και άλλες φορές μέχρι ποιού σημείου θέλουμε να κοιτάξουμε τριγύρω, το παρελθόν, το παρόν και το αύριο. Μέχρι πού φτάνει το βλέμμα, και σε ποιόν ορίζοντα αναγνωρίζει σημάδια θετικά και αρνητικά. Γνώση, εμπειρίες, ιστορίες και αμαρτίες, και πάνω απ' όλα όνειρα.
Είμαι της γνώμης -γνώμη δογματική που θά θελα να μου δωθεί η ευκαιρία να αναθεωρήσω- ότι κάποιοι άνθρωποι, ίσως το "κάποιοι" να μην είναι ακριβές, πιθανώς πάρα πολλοί όμως, περιορίζονται από τον ίδιο τους τον εαυτό, ώς προς τις επιλογές και τη ζωή τους.
Και όταν λέω περιορίζονται από τον εαυτό τους, εννοώ ότι όπως χρειάζεται να είσαι ψηλός για να παίξεις μπάσκετ, έτσι και χρειάζεται να είσαι εύστροφος για να παίζεις σωστό στοίχημα και προπό, άλλο τόσο χρειάζεται να είσαι φιλόδοξος για να κυνηγάς τις ευκαιρίες στο επάγγελμα, και άλλο ακόμα τόσο είναι απαραίτητο να αντιλαμβάνεσαι σε ποιά πραγματικότητα-σε ποιά δεδομένη κατάσταση βρίσκεσαι κάθε στιγμή.
Γιατί λοιπόν οι ευκαιρίες δεν είναι για όλους? Γιατί η δημοκρατία δεν αφορά τους πάντες, το δίπλωμα οδήγησης το 40% των οδηγών, τα πλούτη τον κάθε φτωχό, οι γνώσεις τον κάθε αναγνώστη, το σέξ τον κάθε όμορφο του πλανήτη? Ενώ η οικονομία τα προσφέρει προς αγορά, απλόχερα σε όλους, αντί του κατάλληλου αντιτίμου?
Γιατί πολύ απλά, εάν είχαμε αυτογνωσία, θα ξέραμε ότι κάθε άνθρωπος, είναι ένα σκαρί-ένα σασί έλεγα κάποτε που μου άρεσαν τα αυτοκίνητα- που είναι φτιαγμένο να κάνει κάποιες δουλειές καλύτερα από κάποιο άλλο, αντέχει κάποια φορτία, έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα πολύ συγκεκριμένα, και έχει και ένα κινητήρα-εγκέφαλο-καρδιά και ψυχή, που άλλον τον κάνει μαραθωνοδρόμο, άλλον σπρίντερ, άλλον σκληροτράχηλο εξερευνητή και άλλον απλά τον πάει μέχρι το καφενείο της γειτονιάς, και τον κερνάει και καφέ.
Και η παιδεία? Και οι άλλοι? Οι αλληλεπιδράσεις του περιβάλλοντος που διαμορφώνουν την προσωπικότητα? Και όλα όσα μας μαθαίνουν στα σχολεία?
Γιατί ο Γιωργάκης τα "παίρνει" τα γράμματα, ενώ ο Κωστάκης όχι? (Τυχαία αναφορά καθώς το αντίθετο συμβαίνει στην πραγματικότητα της πολιτικής. Αστείο ήταν).
Και πόσα γράμματα και πόσες νουθεσίες χωράνε στο μυαλό του Γιωργάκη? Και πόσο το Γιωργάκη τον αλλάζουν όλα αυτά? Και πόσο επιδρά η δική μου παρουσία, του κολλητού του, στην ψυχοσύνθεση του?
Μήπως η επίδραση είναι καθαρά θέμα του τί ζητάει ο καθένας? Και άρα τόσο ερέθισμα δέχεται, και άρα από τη συγκεκριμένη πηγή θα το επιτρέψει να εισάλθει στα εντός του?
Μα τί λέω? Δηλαδή τελικά εμείς οι άνθρωποι, δεν είμαστε στενόμυαλοι, εγωιστές, παρτάκηδες, οικογενειόδουλοι, και τεμπελχανάδες? Δεν είμαστε αγύμναστοι σώματι και πνεύματι? Δεν είμαστε μικροψυχοι και τσιγκούνηδες-τσιφούτηδες και γύφτοι μεγάλοι?
Είμαστε κοντά σ' αυτό που ο φιλόσοφος ονόμασε "ΑΝΘΡΩΠΟ" και δεν το ξέρω?
Κι εσύ ταλαίπωρε φίλε και κολλητέ, μιλάς και μιλάς και μαλλιάζει η γλώσσα σου, για να δείξεις στον καλό σου φίλο και κολλητό, ότι κάνει λάθος ή ότι δεν κάνει λάθος, αλλά τελειωνει το τσιγάρο στο τασάκι και ο καπνός θολώνει περισσότερο την ανταλλαγή των λέξεων και των εκφράσεων, τη συνουσία των φιλοφρονήσων και των θελήσεων.
Ίσως και να είναι μιά ειλικρινής κατάθεση, όλα αυτά, μιά χείρα βοηθείας, μιά χειρονομία αγάπης, κι εγώ απλά να είμαι δύσπιστος και άπιστος Θωμάς.
Αλλά το μπουζουκοκέφαλο, και η ζωή του "άλλου" βαθύτατα πεπεισμένα ότι βαδίζουν στο δρόμο το σωστό, ότι και να γίνει. Και τα τρένα να περνούν, και ούτε ο σταθμαρχης να μήν αλλάζει, παρά γεμάτα τα παγκάκια από αποχαυνωμένους ταξιδιώτες, να σχολιάζουν την ταχύτητα του μέσου, και όχι τα αναργύρωτα εισητήρια που βρίσκονται βαθιά χωμένα στις τσέπες τους.
Έτσι και η ιστορία που άκουσα, έτσι κι αυτή που κάποτε συνάντησα.
Με σκαμπίλισε το αποτέλεσμα, γιατί ουδέποτε είχα καταλάβει, ότι οι άνθρωποι έχουν μονάχα ένα μεγάλο εχθρό στην πρόοδο και τη βελτίωση τους.
Τον ίδιο τους τον εαυτό. Και ότι όσο νωρίτερα καταλάβουν με τί ζώο έχουν να κάνουν, γιατί καθένας μας είναι και διαφορετικό και πολλά μαζί ορισμένοι, για κάθε ώρα της ημέρας, τόσο καλύτερα θα ψάξουν να δούν πώς θα τα βάλουν μαζί του, και πώς θα το σαμαρώσουν, μπάς και τραβήξουν στις ανηφοριές της πραγματικότητας.
Και ότι όσο και να προσπαθώ να σε βοηθήσω φίλε μου, άν δεν κουνήσεις τα χεράκια σου, αλλά κυρίως την κοτρώνα της αδράνειας σου, στο μυαλό και στη ζωή σου, όσο και να σε αγαπώ, απλοί γνωστοί θα μείνουμε, και καθόλου φίλοι δε θα γίνουμε.
Εύχομαι κι εγώ, κάποιος να σκέφτεται και για μένα, κι εγώ για το δικό μου ζώο, τα ίδια.
Tuesday, September 15, 2009
Μιά παρηκμασμένη κοινωνία
Ανακοινώθηκαν οι εκλογές και η τηλε-παρέλαση ξεκίνησε, ώς αναμένετο.
Και οι προεκλογικές ομιλίες ξεκίνησαν, και οι διαφημίσεις, και οι συζητήσεις στα καφενεία, και το γνωστό γαϊτανάκι των προβλέψεων.
Δε με συγκινεί τίποτα πιά.
Παρότι τα συναισθήματα μου, ώς προς τη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση είναι εντονότερα από ποτέ, καθώς βαθιά μέσα μου ελπίζω, κάποιες αλλαγές να επέλθουν στον εργασιακό μου χώρο, σε επίπεδο διοίκησης και μόνο, αυτό που με απασχολεί είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Η προσέγγιση των πολιτικών παραγόντων, της εξουσίας δηλαδή, πρώην, νύν και μέλλουσας, απέναντι στα αληθινά και υπαρκτά προβλήματα της κοινωνίας.
Δεν είμαι πολιτικός αναλυτής, ούτε και οικονομολόγος, είμαι απλά ένας άνθρωπος που αφουγκράζεται το περιβάλλον του. Τι αφουγκράζομαι?
Ότι ζούμε σε μία εποχή, που εκτός από την ευημερία των αριθμών, τίποτα άλλο δεν ευημερεί. Και μιλώ για όραμα, για όνειρο, για πνεύμα και αισθητική. Σε κάθε χώρο.
Περπατώ στο δρόμο και διαπιστώνω ότι έχει χαθεί η ευγένεια, οι περαστικοί κολλούν ένα μέτρο δίπλα μου, με σκουντάνε, με παραμερίζουν και κάνουν πως δε με βλέπουν.
Οδηγώ στην Εθνική Οδό και φρίττω από την βάρβαρη συμπεριφορά των άλλων οδηγών, συμπεριφορά προκλητικά αδιάφορη που με βάζει πολλές φορές σε κίνδυνο, κίνδυνο για τη ζωή μου.
Μένω στο κέντρο της Αθήνας και δεν ακούω πιά Ελληνικά, παρά ένα μίγμα ξένων γλωσσών, όχι μόνο τις λέξεις και τις προτάσεις, αλλά τη στάση του σώματος, τις εκφράσεις και τα ζητούμενα των εξαθλιωμένων, από εμένα τον χορτάτο.
'Ερχομαι στη δουλειά και αντί για πρόγραμμα, οργάνωση και αλληλεγγύη, διαπιστώνω το χάος, την ανικανότητα, την προσωπική ζωή του καθενός σε πρώτο πλάνο, και το καθήκον στο φόντο.
Συζητώ με φίλους και γνωστούς, και το κυνήγι του χρήματος, η ματαιοδοξία και το ατομικό όφελος, είναι η μόνιμη δικαιολογία, για να αποφύγουμε συζητήσεις περισσότερο ανθρώπινες και συμπεριφορές περισσότερο αληθινές, αυθεντικές και ουσιώδεις.
Και αφουγκράζομαι τριγύρω και εισπράττω, μιά οσμή και μία γεύση δυσάρεστη, ένα αδιέξοδο και μία απογοήτευση, την ήττα και την παρακμή σε κάθε γωνιά της πόλης, και κάπου αμυδρά, κάποιες φορές, κάτι ξεκάρφωτες και σκόρπιες νότες αισιοδοξίες, σε άσχετες φάσεις, να διακωμωδούν τον παραλογισμό.
Μια παρηκμασμένη κοινωνία είμαστε, παρηκμασμένη εκ θεμελίων, σάπια μέχρι το μεδούλι, όχι γιατί δεν έχουμε να φάμε, αλλά γιατί δε μπορούμε να ελπίζουμε, και δε μπορούμε να ονειρευτούμε.
Γιατί η πολιτική, είναι πλέον υπόθεση διαχείρισης και όχι πρόταση αλλαγής πραγματικής, στο όραμα και στα κραταιά ήθη. Στην παιδεία που φτιάχνει ανθρώπους ευγενείς και θετικούς, υγιή κομμάτια ενός συνόλου που πασχίζει να βρεί η να φτιάξει μιά νέα ταυτότητα.
Ζητάμε τα μάρμαρα της Ακρόπολης πίσω, αλλά δε μας αξίζει, μάλλον καλύτερο θα ήταν να τους δώσουμε ολόκληρη της Ακρόπολη, μήπως και διεγείρει τα δικά τους μέτρα και σταθμά, ώς τουριστικό αξιοθέατο σε κάποια γωνία του μουσείου τους, γιατί εδώ στην Αθήνα, έχει αποτύχει να εμπνεύσει όλους εμάς, ώς σύμβολο μιάς φωτεινής προοπτικής στο μέλλον.
Ώς δικό μας μέτρο και όραμα, ώς σύγκριση των δυνητικών μας ικανοτήτων, σε σχέση με αυτές που επικαλούμαστε ρουσφετολογώντας παραμονές των εκλογών.
Δεν ξέρω άν υπάρχει λύση, για όλα αυτά.
Ίσως αν ξεκινούσαμε πάλι σήμερα, να "διαβάζουμε" την καθημερινότητα με μάτια πολίτη και όχι τεχνοκράτη, σε 20-30 χρόνια να μπορούσαμε να ελπίζουμε, ότι η "οικονομία της αγοράς" θα μεταβαλλόταν σε "κοινωνία των πολιτών". Όλων όσων δηλαδή μπορούν να συνειδητοποιήσουν, ότι πρόοδος δεν είναι υπόθεση ενός, αλλά όσων θέλουν να συνεργάζονται και όχι απλά να συζούν σε διπλανά μπαλκόνια.
Μάλιστα η συνεργασία και η αλληλεγγύη θα έπρεπε να είναι θεσμικά κατοχυρωμένες διαδικασίες, ώς παιδευτικό εργαλείο, από την οικογένεια και το σχολείο, μέχρι την τοπική κοινότητα και την ευρύτερη αυτοδιοίκηση. 'Αμισθί φυσικά. Χωρίς γκρί και μάυρες ζώνες προτιμήσεων, χωρίς κομματικές σερπατίνες.
Εκλογές 2009 λοιπόν, η αλλαγή ας ξεκινήσει, από το πάτημα του κουμπιού της τηλεόρασης.
Για να κλείσει φυσικά.
Να κρατήσουμε έξω από τις ψυχές μας, την εικόνα που θέλουν αυτοί να πιστέψουμε, ότι μπορούμε να ελπίζουμε, και τίποτα παραπάνω.
Monday, August 24, 2009
Μία από τα ίδια
Είμαι σίγουρος, ότι πολλοί περιμένουν τις καταστροφές, για να ασκήσουν κριτική, να αρθρώσουν πύρινο λόγο, να βάλλουν μύδρους στα κακώς κείμενα, να στηλιτεύσουν τους υπαίτιους και να καταδείξουν το "τις πταίει" της συμφοράς.
Όλοι δίκιο έχετε. Όλοι δίκιο έχουμε, τα έχουμε πει και ξαναπεί, εδώ και είκοσι χρόνια, που κάθε καλοκαίρι γίνονται τα ίδια, με τα αυγουστιάτικα μελτέμια, και το χειμώνα με τα βουλωμένα φρεάτια, και πιό μετά με τα χιόνια, και άλλοτε με τα μπλάκ-άουτ της ΔΕΗ, και καμμιά φορά με κάποιο ναυάγιο -λόγω αμέλειας- και άλλα δυστυχώς πολύ τραγικά γεγονότα, που με τρόμο αντιλαμβάνομαι ότι έχουμε συνηθίσει.
Ναι-τα έχουμε συνηθίσει πιά και αλλάζουμε κανάλι.
Αλλάζουμε κανάλι, όχι γιατί είμαστε ανάλγητοι και αδιάφοροι, αλλά γιατί δεν αντέχουμε κάθε φορά, να βλέπουμε από την οθόνη, τόση καταστροφή, πόνο και δυστυχία, σε απευθείας σύνδεση, τόσα προσωπα να ωρύονται από οργή και απελπισία για το αναπάντεχο (?) και αντί απαντήσεων να βγαίνουν οι ίδιοι αμήχανοι και ανίκανοι πολιτικοί να κάνουν δηλώσεις, για να πούν τελικά τι? Ότι δεν αδιαφόρησαν?
Και εδώ φτάνουμε στο μοναδικό ερώτημα που έχω να υποβάλλω, ως πολίτης που προσπαθεί να καταλάβει τι τελικά λειτουργεί καλά σ' αυτή τη χώρα : Τόσα χρόνια, γιατί δεν έχετε οργανώσει την πολιτική προστασία? Γιατί δεν έχουμε τα μέσα, τις άμυνες, τη γνώση και τα αντανακλαστικά να αντιμετωπίσουμε επαναλαμβανόμενα και γνωστά δυσάρεστα γεγονότα?
Δε με ενδιαφέρει ειλικρινά ποιός έβαλε τη φωτιά.
Δεν είμαι ούτε συνομωσιολόγος, ούτε ντετεκτιβ, ούτε κάν επαρκώς πληροφορημένος για να γνωρίζω από πρώτο χέρι το ποιοί επωφελούνται από το κάψιμο αυτών των εκτάσεων. Και να το πώ και τελείως ειλικρινά, δε με ενδιαφέρει και να μάθω.
Μπορεί τη φωτιά να την έβαλε ο Γιωργάκης, μπορεί οι Τούρκοι, μπορεί οι οικοπεδοφάγοι, μπορεί οι κάτοικοι του Γραμματικού, μπορεί και η κακιά η μοίρα μας. Δε με ενδιαφέρει.
Αυτό που με ενδιαφέρει να μάθω, είναι γιά ποιό λόγο πληρώνω ένα κράτος, που συνεχώς με φορολογεί αναίτια και αυξητικά, στο διηνεκές της ιστορίας, το οποίο αδυνατεί να ανταποκριθεί στους ρόλους και στα καθήκοντα που έχει αναλάβει να φέρει είς πέρας.
Ασφάλεια, υγεία, παιδεία, εξωτερική πολιτική, εμπορικές σχέσεις και κάθε τομέα που του αναλογεί.
Σε ποιά ακριβώς υποχρεώση του απέναντι σε μένα, ανταποκρίνεται επαρκώς το κράτος, όταν κάθε χρονιά η πυροσβεστική δηλώνει αδυναμία να σβήσει η έστω να ελέγξει τις φωτιές που εκατό τα εκατό αναμένει στην τελική λόγω του αέρα, αλλά και λόγω της περιρέουσας ατμόσφαιρας που από κανάλια και εφημερίδες ανακοινώνεται εδώ και μιά εβδομάδα, περί απείλής εμπρησμών?
Σε ποιά υποχρέωση του απέναντι σε μένα είναι το κράτος συνεπές, όταν κάθε χρόνο, το κέντρο της Αθήνας γίνεται παρανάλωμα από τους εκάστοτε αλητόβιους που παίζουν ξύλο με την αστυνομία, και όταν δηλώνουν πλήρη αδυναμία να ελέγξουν την εγκληματικότητα και τη λαθρομετανάστευση?
Που δικαιολογεί τα λεφτά του φορολογούμενου, η κρατική πολιτική του Αβραμόπουλου, που δηλώνει προς πάσα κατεύθυνση ότι δε μπορεί να επανδρώσει επαρκώς τα νοσοκομεία, δε μπορεί να παρέχει πραγματικά δωρεάν υγεία, αλλά έχει γίνει το άντρο της μίζας και της παραοικονομίας με κλεψιές σε υλικά και φακελάκια που ξεπερνούν κάθε φαντασία?
Η μήπως είδαμε ξαφνικά, τα παιδιά που βγαίνουν από σχολεία και πανεπιστήμια, να έχουν λάβει κάποια μόρφωση που θα τους δώσει αληθινά εφόδια για τη ζωή τους? Πότε? Πρίν ή μετά τις αιώνιες καταλήψεις που κάνει η δήθεν αριστερά της πλάκας, του τσίπρα και του αλαβάνου και της παπαρήγα?
Αρα τι πληρώνουμε ρε παιδιά? Ξέρει κανείς?
Και το ζήτημα δεν είναι τα λεφτά-το χρήμα αυτό καθεαυτό, στην τελική πάς μια φορά στα μπουζούκια και τον ετήσιο φόρο που σου αναλογεί τον χαλάς στις γαρδένιες.
Το ζήτημα είναι η αξία του κρατικού προϊόντος, που καλούμαστε να στηρίξουμε, να προτιμήσουμε, να στελεχώσουμε, να αξιολογήσουμε και τελικά να διαχειριστούμε ώς συνειδητοί ψηφοφόροι! Η κάνω λάθος?
Διαφορετικά, ας μας δώσουν την επιλογή, να πληρώνουμε ότι επιθυμούμε να διαθέτουμε, δηλαδή ιδιωτική ασφάλιση, υγεία, ασφάλεια, μπάτσους, πρέζα, ποδόσφαιρο, πυραύλους και ότι στην ευχή μας ξημερώσει! Αλλά τόση κοροϊδία πιά φτάνει!
Γι΄αυτό κι εγώ αλλάζω κανάλι και λέω φωναχτά "μία από τα ίδια" για να μην πω το "τι έχεις Γιάννη, τι είχα πάντα", που είναι η ίδια έκφραση επί της ουσίας.
'Ωρα να αλλάζουμε χώρα μου φαίνεται........
Tuesday, August 18, 2009
Διακοπές 2009
Φέτος λοιπόν διαλέξαμε Αιγαίο μεριά, σε τόπο παραδοσιακά ζευγαρονησιώτικο, την κοσμοξάκουστη Μήλο.
Αφού κουνηθήκαμε στο πλοίο-επίσης παραδοσιακά είχαν κάνει και τις θέσεις μας σαλάτα χωριάτικη-και αφού αεριστήκαμε επίσης για τα καλά-ας όψονται τα μελτέμια του Αυγούστου-, πήραμε την απόφαση, ή μάλλον καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι το νησί δε μας έκανε κλίκ.
Δηλαδή τελικά, πολλά ακούσαμε, λίγα είδαμε και ακόμα λιγότερα καταλάβαμε, όταν επιστρέφοντας συζητήσαμε με τους "άλλους", αυτούς δηλαδή που έσκιζαν τα ρούχα τους για το φανταστικό νησί με τις απίστευτες παραλίες και τα κρυστάλλινα νερά, την ησυχία και την ηρεμία, τις βόλτες χέρι-χέρι με το ταίρι και το σπέσιαλ καλοκαίρι, το γύρο του νησιού με καραβάκι-την υπέρτατη αποτυχία- και ένα κάρο άλλα επιχειρήματα-προτάσεις-συμπάθεια και άπειρη κατανόηση με το χαμόγελο του "γνώστη" στο στόμα, για να καλοπεράσουμε κι εμείς.
Και αυτό για το οποίο απορώ τελικά, δεν είναι το γούστο και η άποψη του καθενός, αυτά στο κάτω κάτω δεν τα πολυδιαπραγματεύεσαι, όμως η επιμονή τους να υποστηρίζουν ότι, εγώ-εμείς είμαστε οι "παράξενοι, διαφορετικοί και ιδιοτροποι" που δέ γυρίσαμε με το στόμα γεμάτο σάλια και καλά λόγια για τον τόπο που επιλέξαμε να ξεκουραστούμε.
Και γιατί άλλωστε?
Έχοντας επισκεφτεί τα τελευταία χρόνια Σέριφο, Σίφνο, Πάρο και Μύκονο από τη μιά και Χαλκιδική, Κεφαλλονιά, Λευκάδα και σχεδόν όλα τα παράλια της Δυτικής Ελλάδας και ολίγη Πελλοπόνησο, τι το τρομερό και φοβερό, τι το σπουδαίο και ανεπανάληπτο περίμενα να δω?
Τίποτα.
Η ανάγκη του ανθρώπου, να ισχυροποιήσει την εντύπωση του, μέσα από τις ανάλογες σύμφωνες εντυπώσεις και περιγραφές των υπόλοιπων συνταξιδιωτών ή επισκεπτών, είναι ο μόνος λόγος που η επιμονή γίνεται επίμονη και αδιαπραγμάτευτο επιχείρημα.
Σου λέει ο άλλος, δε μπορεί ΕΓΩ να πέρασα φανταστικά και να έκρινα ότι η Μήλος είναι τέλεια, και να έρχεται ο τάδε και ο δείξε-μπηξε με την ξινισμένη του μούρη, και να μου μουτζουρώσει τ' όνειρο, που το καλοδιαφήμισα με σέξυ πόζες στην Φιριπλάκα, και την επόμενη ήταν πρώτο σε σχόλια στο facebook! Δε γίνονται αυτά!
Έτσι έχει λοιπόν το θέμα και τίποτα περισσότερο, διότι όσοι κάνουν συνειδητές επιλογές και όχι του "κοπαδιού", που χρειάζονται αυτοεπιβεβαίωση για τα γούστα τους, δε λένε πολλά, ούτε ενθουσιάζονται πολύ, παρά μένουν μετριόφρονες και λογικοί, προτείνοντας και τις ανάλογες εικόνες που μπορούν να μοιραστούν μαζί μου και μαζί μας, όντας σε παρόμοιο μήκος κύμματος.
Και για να πώ ολόκληρη την αλήθεια, δεν περάσαμε και άσχημα, απλά τα ζητούμενα μας ήταν και παραμένουν διαφορετικά, μάλλον προς την κατεύθυνση ενός περισσότερο πλούσιου σε βλαστηση-σκιά και ηρεμία τόπου, για καλό φαγητο, ξεκούραση και κυρίως αποστάσεις από τον όχλο που καθημερινά κουράζει με τις συνήθειες και το εκτόπισμα του.
Του χρόνου με βλέπω πάντως για εξωτερικό, και άλλες παραστάσεις.
Με βάση τα μέρη που έχω επισκευτεί στην πατρίδα μας, λίγες είναι πιά οι εκπλήξεις που μπορεί να μου επιφυλλάσει το τοπίο της (οι άνθρωποι ποτέ δε σταματούν να με εκπλήττουν!!) και σκέφτομαι ότι με τα χρήματα που σπατάλησα, για να πέφτει πάνω μου-γύρω μου-δώθε μου το μισό μπουρνάζι με την ανταύγεια, την αλυσίδα και το πεντικιούρ στο πόδι και τον γκόμενο με τα τριών ημερών και το νταλκά της αθλητικής εφημερίδας στη μασχάλη, όλα υπό τους ήχους μοντέρνου λαϊκοπόπ και αρώματος φρανσαίζ πατσουλί, μπορώ να απολαύσω κάτι πραγματικά διαφορετικό και ποιοτικό.
Καλή επιστροφή μας λοιπόν!
Wednesday, July 15, 2009
Ξεπεράσαμε το...2000
Αν σκεφτώ βέβαια, ότι έχω τέτοιο ψώνιο, που εδώ και δύο χρόνια, κάνω ένα τουλάχιστον κλίκ στη σελίδα αυτή, ημερησίως, τότε ώς δια μαγείας και μαγγανείας έχουμε:
300 μέρες -στις άδειες δε μπαίνω ίντερνετ καλέεεεε- επί 2 έτη μας κάνει 600 κλίκ!!
Άρα ο καλύτερος αναγνώστης μου, είμαι εγώ ο ίδιος!!
Γι' αυτό το λόγο θα αυτοβραβευτώ και θα κεράσω τον εαυτό μου ένα παγωτό "φρούτα του δάσους" για το μεγάλο αυτό επίτευγμα.
Ευχαριστώ το θεό, τη μαμά μου, και πάνω απ όλα την υπηρεσία μου που δε μου αναθέτει βαριές δουλειές!!!
Καλό καλοκαίρι (μέχρι κάτι να με ξανατσαντίσει, και να πιάσω πληκτρολόγιο και ποντίκι :-P)
Friday, July 10, 2009
Μετρό
Για μιά ακόμη φορά, τα μπλεξίματα με τα μηχανάκια και τις ζημιές τους, με οδήγησαν στη χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς.
Αυτό καμμιά φορά μπορεί και να είναι χρήσιμο για την ψυχική μου υγεία, γιατί κοινωνικοποιούμαι -τρόπο τινά- και περπατάω στην πόλη χαζεύοντας ανέμελος, χωρίς να με νοιάζει άν κορνάρει κάποιο ταξί πίσω μου.
Οταν όμως έξω η θερμοκρασία φλερτάρει με τον αριθμό 40, τότε δεν είναι καλή ιδέα να περπατάς σε μία τσιμεντένια σαχάρα στις τέσσερεις το απόγευμα.
Στάθηκα στην αποβάθρα του μετρό στο Πανεπιστήμιο και κοίταξα γύρω μου.
Ηρεμία, χαλαρότητα, όλα στη θέση τους, επιβάτες, προσωπικό και τρένα, όλα ρυθμισμένα σε μία σταθερή περιοδικότητα, που έχει λογική, ρυθμό και διακριτά όρια.
Που έχει πρόγραμμα, οργάνωση και σχέδιο.
Και σκέφτηκα ότι ο ίδιος κόσμος που λίγο πρίν, στην επιφάνεια του δρόμου, καφριάζει και εκτονώνεται με την κάθε ευκαιρία, που δαγκώνει προς πάσα κατεύθυνση ευρισκόμενος σε μόνιμη κατάσταση άμυνας, βρίσκει στο τακτοποιημένο περιβάλλον του μετρό, μία άλλη Ελλάδα, μία άλλη κοινωνία, πιό κοντά στις υποσχέσεις των κάθε λογής εξσυγχρονιστών.
Και προσαρμόζονται! Όλοι! Και με το που διαβαίνουν το κατώφλι της αποβάθρας του Συντάγματος, απορρίπτουν το τρίχινο σκουτάρι του νεοβάρβαρου πολίτη, και ενδύονται το σιδερωμένο κουστούμι του Λονδρέζου, του Παριζιάνου, του Μιλανέζου!
Συμμετέχουν, αποδέχονται, επιλέγουν, στηρίζουν, καταβάλλοντας δίχως να βαρυγκομήσουν, το αλμυρό αντίτιμο του εισητηρίου, που αξίζει το ένα ευρώ, για τις συνθήκες στο μετρό, ενώ δεν το αξίζει για τις συνθήκες στο τρένο ή στο λεωφορείο!
Είναι άραγε σωστό, να προσαρμόζουμε τη συμπεριφορά μας, αναλόγως των συνθηκών που συναντούμε?
Πιστεύω πως όχι.
Η κατάλληλη και ουσιαστική παιδεία, για έναν σωστό ανθρώπο, δεν αφορά διακρίσεις και κατα περίπτωση συμπεριφορές, ούτε και θέτει στεγανά στη σκέψη και την πράξη. Αντίθετα δημιουργεί την ανάγκη για συνεχή βελτίωση, για αναζήτηση και για αναθεώρηση.
Με λίγα λόγια, οι αρχαίοι Αθηναίοι, δεν ήταν άξιοι πολίτες, επειδή το περιβάλλον στο οποίο κινούνταν καθημερινά παρείχε κάλος και αισθητική, πέρα από την ικανοποίηση των πρακτικών αναγκών τους, αλλά διότι μπορούσαν να διακρίνουν, ότι η Πόλη, εντάσσεται στο γενικότερο σύστημα κοινωνικής παιδείας και ενάρετου βίου.
Πολίτης σημαίνει, ο έχων λόγο με (διάλογος) αλλά και γιά την Πόλη, άρα είναι κάποιος που αποτελεί μία μικρογραφία της, και όχι κάποιος αδιάφορος διαβάτης, τύχαια περαστικός.
Η αλλιώς, είναι ασύμβατο και τελικά ανόητο να λέμε ότι, ένας σοβαρός άνθρωπος θα έχει το σπίτι του καθαρό και περιποιημένο, την ίδια στιγμή που επιλέγει να ρυπαίνει την Πόλη μέσα στην οποία ζεί.
Είναι ανόητο να είμαστε κοινωνικοί κανίβαλλοι σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, αλλά να μην είμαστε μέσα στο μετρό. Η σε κάποιο ανάλογο χώρο, που λειτουργεί με κάποιες αυτονόητα πολιτισμένες συνθήκες.
Ο πολιτισμός και η παιδεία αφορούν τους ανθρώπους και τα έργα τους.
Άρα είναι πρώτα και κύρια ψυχικές και νοητικές δεξιότητες.
Από την άλλη μεριά, δε μπορώ να μην εντυπωσιαστώ, από την θετική αντίδραση του κόσμου, απέναντι στο ορθό, το λογικό, το καλαίσθητο και το ενάρετο.
Όσο και να γκρινιάζω, ότι είμαστε συνένοχοι, στον καθημερινό τραμπουκισμό, άλλο τόσο θαυμάζω, το πόσο, απομονώνοντας συμπεριφορές μάζας και μόδας, ο Ελληνας διαθέτει ένα αγαθό ένστικτο-κληρονομιά-γενετικό υλικό, που του δείχνει το δρόμο.
Και συνεχίζω να ελπίζω, ότι έστω και από την ανάποδη, δηλαδή μέσα από έργα τεχνικά, και ψυχαγωγικά, όλοι εμείς δικαιωνόμαστε, για το μύχιο και βαθύ μας αίτημα, για μία ωραιότερη και λογικότερη, πραγματικά ανθρώπινη κοινωνία.
Μία κοινωνία ανθρώπων ελεύθερων πνευματικά!
Thursday, July 2, 2009
Αγαπητέ κύριε Τενέζο
Μένω στον Αγιο Παντελεήμονα,μερικά στενά πιό κάτω απο εκεί που έχεις στήσει τη σκηνή σου.
Κάθε μέρα,γυρνώντας από τη δουλειά μου,περνάω από την Πατησίων και σε βλέπω,πιστό στην απεργία πείνας που κάνεις.
Δε σου κρύβω,ότι προβληματίστηκα πολλές φορές εξαιτίας σου,άλλωστε είχα διαβάσει την επιστολή σου στον Πρωθυπουργό,σε διάφορα φόρουμ,και είχα παρακολουθήσει κουβέντες φίλων με αφορμή τη διαμαρτυρία σου.
Κατέληξα ότι δε συμφωνώ με αυτό που κάνεις,και θα μου απαντήσεις ότι δε σε ενδιαφέρει η γνώμη ενός αγνώστου. Δεκτό.
Θα ήθελα όμως να σου πώ μερικές μου σκέψεις,αν μου επιτρέψεις,κάνοντας μία φιλική κουβέντα μαζί σου.
Κοίτα γύρω σου.
Λίγο πιό κάτω,αλλοδαποί μετανάστες έχουν στρώσει την πραμάτεια τους,προσπαθώντας να την πουλήσουν στους περαστικούς.
Στην ΑΣΟΕΕ νεαροί φοιτητές σπουδάζουν,προσπαθώντας να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό τους.
Στα μαγαζιά τριγύρω διάφοροι άνθρωποι εργάζονται για 700 ευρώ υπομένοντας τρελά αφεντικά και παλαβούς πελάτες,και περιμένουν να σχολάσουν για να γυρίσουν σπίτι τους και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Στο δρόμο,λίγο πιό κεί από τη σκηνή σου,χιλιάδες άνθρωποι περνούν κάθε λεπτό,πηγαίνοντας κάπου,προσδοκώντας ότι ο δρόμος θα τους φέρει ένα καλύτερο αύριο.
Ξέρεις τι κοινό έχουν όλοι αυτοί, οι άγνωστοι σε σένα?
Ότι, δικαίως ή αδίκως, αγωνίζονται καθημερινά για να κερδίσουν τη ζωή τους, πέφτουν,ξανασηκώνονται,ματώνουν και θεραπεύονται,πονάνε και χαίρονται,γελάνε και κλαίνε,και πάνω απ όλα ΕΛΠΙΖΟΥΝ ότι ο θεός τους, θα τους δώσει τη δύναμη -ίσως- να στέκονται στα πόδια τους θαρραλέοι,στις καλές και τις κακές στιγμές.
Προσπαθούν,το δώρο της ζωής,να το εξαργυρώσουν,ο καθένας με τα προβλήματα του.
Και μέσα σ' αυτή τη γειτονιά της ανέχειας,της φτώχειας και της εξαθλίωσης,των θαμπών ονείρων και της ξεθυμασμένης ελπίδας, των φθαρμένων όπλων που έλεγε και ο Κίπλινγκ σ ένα του ποίημα,στέκεσαι ακίνητος,καθηλωμένος από την απόφαση σου να σταματήσεις να ζείς.
Γιατί?
Επειδή κάτι πήγε στραβά στη ζωή σου,τά χασες όλα,και σε χτύπησανε με αδικία και μίσος?
Ξέρεις πόσοι από αυτούς που κοιτάζεις κάθε μέρα,να προσπερνούν,μοιάζουν με τσακισμένα καράβια?
Με πουλιά που δεν έχουν πιά φτερα?
Με τραγούδια χωρίς μελωδία πιά?
Ξέρεις?
Κι όμως,ο αέρας σφυρά στ αυτιά μας,ο ήλιος μας ζεσταίνει,και πάντα βρίσκεται ένα χαμόγελο να μας πει "Καλημέρα"!
Σήκω από την απάθεια και τον εγωϊσμό σου,παράτα τις ανώφελες (δυστυχώς στη χώρα μας) εικασίες ότι κάτι θ' αλλάξουν αυτοί για χάρη σου,και στάσου στα πόδια σου.
Και ξεκίνα από την αρχή τη ζωή σου,χωρίς να περιμένεις κάτι,παρά να ξημερώσει η επόμενη μέρα,και να σε βρίσκει γερό,υγιή,με την οικογένεια σου να σου γελά,και το δρόμο διάπλατα ανοιχτό μπροστά σου.
Ηρθε η ώρα,να δείξεις,ότι είσαι ένας πραγματικός αγωνιστής,και όχι κάποιος που τό βαλε στα πόδια,επειδή η ζωή του φέρθηκε σκληρά.
Εύχομαι το καλύτερο,στον αληθινό αγώνα σου,τον εσωτερικό,απέναντι στον αλήθινό σου εχθρό,τον ίδιο σου τον εαυτό.
Φιλικά,ένας άγνωστος διαβάτης
Thursday, May 28, 2009
Τζάνειο
Χωμένο μέσα σ ένα δάσος από πολυκατοικίες, σ ένα λόφο του Πειραιά, είναι το κτίριο που πρωτοθεμελιώθηκε το 1886.
Αν πιάσεις την κατάλληλη θέση στο πεζοδρόμιο, έξω από την ανακλινόμενη μπάρα που ρυθμίζει την είσοδο και την έξοδο στο προαύλιο, μπορείς να διακρίνεις το λιμανάκι και τη θάλασσα, στο τέλος του δρόμου.
Ένα σωρό βάρκες και βαρκούλες, να λικνίζονται στο γαλάζιο κύμα, να σε υπνωτίζουν με την κίνηση και τα σκέρτσα τους, να τις αγναντεύεις από το λόφο του πόνου, και να ξεχνιέσαι.
Όλη η δυστυχία του κόσμου συγκεντρωμένη σ' αυτό το μέρος.
Πρόσωπα πονεμένα, φουκαριάρικα και χαρακωμένα από τα προβλήματα, πλάτες γυρτές και μέσες σπασμένες να κοιτάνε το τσιμέντο, πόδια στραμπουληγμένα και φτέρνες μαύρες από το σούρσιμο πάνω στα φαγωμένα σκαλιά, χέρια σκασμένα από τον κόπο και τη δουλειά, αδιέξοδα και τραγωδίες, έξω από τους θαλάμους αναμονής, στα γκρίζα μεταλλικά παγκάκια.
"Έρχεται ο καρδιολόγος", φωνάζει μία τσιγγάνα με μακριά πλεξούδα και φθαρμένο πορτοκαλί βελουτέ φουστάνι. Είμαστε από τις 7 στημένοι απέξω, και περιμένουμε.
Μεμιάς, λές και κάποιο αόρατο χέρι νά δωσε το πρόσταγμα, πέφτουν δέκα κορμιά, να γκρεμίσουν την πόρτα.
Οροί, βελόνες, αίματα και γάζες, ούρα και κόπρανα, ιδρώτες και εκκρίματα, πυτζάμες ριγέ και καρώ και στραβοπατημένες σαγιονάρες, ένας εφιάλτης από ατημέλητα και ανήσυχα κεφάλια κάθε είδους, όλοι μαζί να σπρώχνουν μιά πόρτα, λές και πίσω της είναι η έξοδος της λύτρωσης, η ανταμοιβή του Αβραάμ που δε θυσίασε το γιό του, στα γόνατα του Τιμωρού-Πατέρα.
Φωνές και κλάματα, έντονα και ξεψυχισμένα λόγια, τα "σας παρακαλώ" και τα "άντε γαμηθείτε" δίπλά δίπλα, άραγε τι να πληρώνουν όλοι αυτοί, γιατί να στέκονται έτσι, παραδομένοι στην ανέχεια τους, να μήν κλωτσούν το σύστημα, αλλά το διπλανό τους -αυτό τον φταίχτη που τρύπωσε μπροστά τους-, να υποφέρουν από επιλογή, να τεντώνουν και να τυλίγουν τους μυώνες και τους αδένες τους, σ ένα τεράστιο δίχτυ ανασφάλειας αντάμα με οργή, και να μπλέκονται, άντρες και γυναίκες, στο χορό του παραλογισμού και της οδύνης.
Και η λευκή πόρτα ανοίγει αργά και όποτε, και ο επόμενος που επικρατεί από το μπουλούκι, χάνεται πίσω της ανακουφισμένος, κερδισμένος, αφήνοντας απέξω το λαό να σκούζει για τη σειρά του.
Ζητάω από τη νοσοκόμα να της πάρει τη θερμοκρασία.
Το μέτωπο της βράζει, υποφέρει, τα κόκκινα της μαλλία κάνουν κοντράστ με το μαξιλάρι, εκεί πάνω σ΄ενα άθλιο σιδερένιο κρεβάτι χωρίς φρένα, που με την παραμικρή κίνηση χτυπάει στο διπλανό και κάνει σάν κούφια λαμαρίνα. Είναι 8 στριμωγμένοι, στο θάλαμο, δύο ετοιμοθάνατες και οι άλλοι να φωνάζουν για τα δίκια τους.
Όλοι έχουν δίκιο, και όλοι έχουν δικαίωμα στον πόνο και την απελπισία.
Κάθομαι στα πόδια της και τις χαϊδεύω τις πατούσες, της άρεσε παλιά αυτό θυμάμαι, όμως κοιμάται χωρίς όνειρα. Η διπλανή τινάζεται κάθε λίγο και με κοιτάζει με απονενοημένο ύφος. Η αδερφή της με την αποτυχημένη πλαστική στο πρόσωπο είναι τόσο καλή, αλλά δεν τα καταφέρνει. Πιό δίπλα μία γριά με καμμένη πλάτη, και ξεχειλωμένα σπλάχνα, έχει ανάγκη απο τις δύο αποκλειστικές για ν ανασάνει και να γυρίσει πλευρό. Ο ρόγχος της μου σφυροκοπά τα μηνίγγια.
Βγαίνω έξω να πάρω ανάσα, και δεν αντέχω άλλο.
Λυωμένες ζωές, και σκιαγμένες ψυχές, παραμορφωμένες μορφές-παραμελημένες απο τη ζωή-, αναρωτιέμαι πώς μαζεύτηκαν όλοι αυτοί εδώ, χωρίς κλιματισμό να λειτουργεί με μιά διαβολεμένα ζεστή μέρα να στέλνει τον υδράργυρο στα ύψη και την αντοχή μου στα τάρταρα, με τα σεντόνια να κολλάνε στα πόδια και τους γιατρούς να ζέχνουν φτηνά αφτερσεϊβ με ωραιοπάθεια, και να κοιτάνε τα μπούτια και τις κυλότες των ασθενών, τις νοσοκόμες να λένε χυδαία ανέκδοτα, το ντελιβερυ μποϊ να φέρνει πίτσες για τις νυχτερινές βάρδιες, την ίδια στιγμή που ουρλιάζω για λίγη αξιοπρέπεια, για λίγη ανθρωπιά.
Ένα κρεματόριο είναι εκεί μέσα.
Μιά κόλαση, με τον οίκτο για κολιέ, στον σαπημένο κόρφο της.
Θέλουν λεφτά οι αλήτες. Είναι αλήτες. Διαπραγματεύονται τα λεφτά τους, πάνω από τα κρεβάτια των ανήμπορων ανθρώπων. Χτίζουν τη ζωή και το χώρο και τον αέρα τους, πάνω από τα λείψανα, τα υπόγεια και τη μούχλα των ταπεινών.
Εμποροι της ανάγκης.
Θέλει να κατουρήσει και δε μπορεί να σηκωθεί.
Την αρπάζω από το χέρι, με τον ορό στο άλλο, και διασχίζουμε το διάδρομο, με τα βλέμματα των άλλων να μας γδύνουν με τρόπο ξεφτιλισμένο-ντροπιαστικό.
Ο πόνος του άλλου, η ανακούφιση μας, η εξιλέωση μας, τα δήθεν φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, τα περίεργα φευγαλέα νεύματα, "αυτή είναι που...", τα 20 μέτρα μέχρι την τουαλέτα είναι ο γολγοθάς της, κι εγώ με το σταυρό στον ώμο, και το μαντήλι, σκουπίζω τα δάκρυα της.
Υπομονή.
Σ' αυτό το διαστρεβλωμένο σύμπαν, υπομονή.
Εκείνο το θερμομετρο ακόμα να ρθει, πάω μέσα και κάνω φασαρία, έρχεται η Μαγδαληνή και γυρνάει ενοχλημένη και μου κάνει: "Εντάξει είναι". Αποκοιμιέμαι. Και βλέπω ότι έχω βγάλει φτερά -σα μύγα- και παλεύω να ξεφύγω, χτυπώντας τα χιλιάδες φορές το λεπτό, κουτρουβαλώντας τον αερά με την κάμφορα και την απολύμανση, αναζητώντας μία τρύπα στον τοίχο του δωματίου να κρυφτώ και να μη φαίνομαι, και αγωνιώ και σκάω, και πιέζομαι και αγκομαχώ και πεθαίνω, και όλα αυτά τα ονειρεύομαι ακουμπισμένος στο ίδιο μαξιλάρι μ' εκείνη.
Παραμερίζω την κουρτίνα, να μπεί το φώς.
Οι λευκές ρόμπες των γιατρών με τις παραφουσκωμένες, από τα βρώμικα λεφτά τους, τσέπες και τους συμβιβασμένους κόρφους τους, και τις παραιτημένες διάνοιες τους, και την εκδίκηση στα μάτια τους -για τα χρόνια που δήθεν σπάτάλησαν διαβάζοντας ανατομία, την ώρα που οι συμμαθητές τους εκσπερματωναν στην αληθινή ανατομία των κοριτσιών τους- είναι πιό λαμπερές από ποτέ.
Κουνιώνται πέρα δώθε οι χοντροκώλικες κουστωδίες τους, πάνω στα λαχανί πλακάκια και τα παστρικά μωσαϊκά, με περισσή ευελιξία, ανάμεσα στα μαυρισμένα μάτια των ανθρώπων που εκλιπαρούν γιά θεραπεία σώματος και ψυχής, με σάλιο ξεραμένο στο λαιμό, και άναρθρα "σας παρακαλώ", και ξαναπάνε για σύσκεψη.
Πάμε να φύγουμε αγγελούδι μου.
Στο τέλος του δρόμου, στην κατηφόρα, μάς περιμένει μία βαρκούλα ν' άρμενίσουμε στα γαλάζια νερά του Πειραιά, στην Μαρίνα Ζέας, το Τροκαντερό, να σου δείξω πού βγάζουν χταπόδια οι λαδομπογιατισμένες τράτες με τα γυναικεία ονόματα, και τα κόκκινα σου μαλλιά να κάνουν κοντράστ στην αγκαλιά μου.
Κι αντίκρυ, το παλιό Τζάνειο, βλοσυρό, να ξερνά πραγματικότητα, στάχτη και τύψεις.
Ονειρευόμαστε.
Αν πιάσεις την κατάλληλη θέση στο πεζοδρόμιο, έξω από την ανακλινόμενη μπάρα που ρυθμίζει την είσοδο και την έξοδο στο προαύλιο, μπορείς να διακρίνεις το λιμανάκι και τη θάλασσα, στο τέλος του δρόμου.
Ένα σωρό βάρκες και βαρκούλες, να λικνίζονται στο γαλάζιο κύμα, να σε υπνωτίζουν με την κίνηση και τα σκέρτσα τους, να τις αγναντεύεις από το λόφο του πόνου, και να ξεχνιέσαι.
Όλη η δυστυχία του κόσμου συγκεντρωμένη σ' αυτό το μέρος.
Πρόσωπα πονεμένα, φουκαριάρικα και χαρακωμένα από τα προβλήματα, πλάτες γυρτές και μέσες σπασμένες να κοιτάνε το τσιμέντο, πόδια στραμπουληγμένα και φτέρνες μαύρες από το σούρσιμο πάνω στα φαγωμένα σκαλιά, χέρια σκασμένα από τον κόπο και τη δουλειά, αδιέξοδα και τραγωδίες, έξω από τους θαλάμους αναμονής, στα γκρίζα μεταλλικά παγκάκια.
"Έρχεται ο καρδιολόγος", φωνάζει μία τσιγγάνα με μακριά πλεξούδα και φθαρμένο πορτοκαλί βελουτέ φουστάνι. Είμαστε από τις 7 στημένοι απέξω, και περιμένουμε.
Μεμιάς, λές και κάποιο αόρατο χέρι νά δωσε το πρόσταγμα, πέφτουν δέκα κορμιά, να γκρεμίσουν την πόρτα.
Οροί, βελόνες, αίματα και γάζες, ούρα και κόπρανα, ιδρώτες και εκκρίματα, πυτζάμες ριγέ και καρώ και στραβοπατημένες σαγιονάρες, ένας εφιάλτης από ατημέλητα και ανήσυχα κεφάλια κάθε είδους, όλοι μαζί να σπρώχνουν μιά πόρτα, λές και πίσω της είναι η έξοδος της λύτρωσης, η ανταμοιβή του Αβραάμ που δε θυσίασε το γιό του, στα γόνατα του Τιμωρού-Πατέρα.
Φωνές και κλάματα, έντονα και ξεψυχισμένα λόγια, τα "σας παρακαλώ" και τα "άντε γαμηθείτε" δίπλά δίπλα, άραγε τι να πληρώνουν όλοι αυτοί, γιατί να στέκονται έτσι, παραδομένοι στην ανέχεια τους, να μήν κλωτσούν το σύστημα, αλλά το διπλανό τους -αυτό τον φταίχτη που τρύπωσε μπροστά τους-, να υποφέρουν από επιλογή, να τεντώνουν και να τυλίγουν τους μυώνες και τους αδένες τους, σ ένα τεράστιο δίχτυ ανασφάλειας αντάμα με οργή, και να μπλέκονται, άντρες και γυναίκες, στο χορό του παραλογισμού και της οδύνης.
Και η λευκή πόρτα ανοίγει αργά και όποτε, και ο επόμενος που επικρατεί από το μπουλούκι, χάνεται πίσω της ανακουφισμένος, κερδισμένος, αφήνοντας απέξω το λαό να σκούζει για τη σειρά του.
Ζητάω από τη νοσοκόμα να της πάρει τη θερμοκρασία.
Το μέτωπο της βράζει, υποφέρει, τα κόκκινα της μαλλία κάνουν κοντράστ με το μαξιλάρι, εκεί πάνω σ΄ενα άθλιο σιδερένιο κρεβάτι χωρίς φρένα, που με την παραμικρή κίνηση χτυπάει στο διπλανό και κάνει σάν κούφια λαμαρίνα. Είναι 8 στριμωγμένοι, στο θάλαμο, δύο ετοιμοθάνατες και οι άλλοι να φωνάζουν για τα δίκια τους.
Όλοι έχουν δίκιο, και όλοι έχουν δικαίωμα στον πόνο και την απελπισία.
Κάθομαι στα πόδια της και τις χαϊδεύω τις πατούσες, της άρεσε παλιά αυτό θυμάμαι, όμως κοιμάται χωρίς όνειρα. Η διπλανή τινάζεται κάθε λίγο και με κοιτάζει με απονενοημένο ύφος. Η αδερφή της με την αποτυχημένη πλαστική στο πρόσωπο είναι τόσο καλή, αλλά δεν τα καταφέρνει. Πιό δίπλα μία γριά με καμμένη πλάτη, και ξεχειλωμένα σπλάχνα, έχει ανάγκη απο τις δύο αποκλειστικές για ν ανασάνει και να γυρίσει πλευρό. Ο ρόγχος της μου σφυροκοπά τα μηνίγγια.
Βγαίνω έξω να πάρω ανάσα, και δεν αντέχω άλλο.
Λυωμένες ζωές, και σκιαγμένες ψυχές, παραμορφωμένες μορφές-παραμελημένες απο τη ζωή-, αναρωτιέμαι πώς μαζεύτηκαν όλοι αυτοί εδώ, χωρίς κλιματισμό να λειτουργεί με μιά διαβολεμένα ζεστή μέρα να στέλνει τον υδράργυρο στα ύψη και την αντοχή μου στα τάρταρα, με τα σεντόνια να κολλάνε στα πόδια και τους γιατρούς να ζέχνουν φτηνά αφτερσεϊβ με ωραιοπάθεια, και να κοιτάνε τα μπούτια και τις κυλότες των ασθενών, τις νοσοκόμες να λένε χυδαία ανέκδοτα, το ντελιβερυ μποϊ να φέρνει πίτσες για τις νυχτερινές βάρδιες, την ίδια στιγμή που ουρλιάζω για λίγη αξιοπρέπεια, για λίγη ανθρωπιά.
Ένα κρεματόριο είναι εκεί μέσα.
Μιά κόλαση, με τον οίκτο για κολιέ, στον σαπημένο κόρφο της.
Θέλουν λεφτά οι αλήτες. Είναι αλήτες. Διαπραγματεύονται τα λεφτά τους, πάνω από τα κρεβάτια των ανήμπορων ανθρώπων. Χτίζουν τη ζωή και το χώρο και τον αέρα τους, πάνω από τα λείψανα, τα υπόγεια και τη μούχλα των ταπεινών.
Εμποροι της ανάγκης.
Θέλει να κατουρήσει και δε μπορεί να σηκωθεί.
Την αρπάζω από το χέρι, με τον ορό στο άλλο, και διασχίζουμε το διάδρομο, με τα βλέμματα των άλλων να μας γδύνουν με τρόπο ξεφτιλισμένο-ντροπιαστικό.
Ο πόνος του άλλου, η ανακούφιση μας, η εξιλέωση μας, τα δήθεν φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, τα περίεργα φευγαλέα νεύματα, "αυτή είναι που...", τα 20 μέτρα μέχρι την τουαλέτα είναι ο γολγοθάς της, κι εγώ με το σταυρό στον ώμο, και το μαντήλι, σκουπίζω τα δάκρυα της.
Υπομονή.
Σ' αυτό το διαστρεβλωμένο σύμπαν, υπομονή.
Εκείνο το θερμομετρο ακόμα να ρθει, πάω μέσα και κάνω φασαρία, έρχεται η Μαγδαληνή και γυρνάει ενοχλημένη και μου κάνει: "Εντάξει είναι". Αποκοιμιέμαι. Και βλέπω ότι έχω βγάλει φτερά -σα μύγα- και παλεύω να ξεφύγω, χτυπώντας τα χιλιάδες φορές το λεπτό, κουτρουβαλώντας τον αερά με την κάμφορα και την απολύμανση, αναζητώντας μία τρύπα στον τοίχο του δωματίου να κρυφτώ και να μη φαίνομαι, και αγωνιώ και σκάω, και πιέζομαι και αγκομαχώ και πεθαίνω, και όλα αυτά τα ονειρεύομαι ακουμπισμένος στο ίδιο μαξιλάρι μ' εκείνη.
Παραμερίζω την κουρτίνα, να μπεί το φώς.
Οι λευκές ρόμπες των γιατρών με τις παραφουσκωμένες, από τα βρώμικα λεφτά τους, τσέπες και τους συμβιβασμένους κόρφους τους, και τις παραιτημένες διάνοιες τους, και την εκδίκηση στα μάτια τους -για τα χρόνια που δήθεν σπάτάλησαν διαβάζοντας ανατομία, την ώρα που οι συμμαθητές τους εκσπερματωναν στην αληθινή ανατομία των κοριτσιών τους- είναι πιό λαμπερές από ποτέ.
Κουνιώνται πέρα δώθε οι χοντροκώλικες κουστωδίες τους, πάνω στα λαχανί πλακάκια και τα παστρικά μωσαϊκά, με περισσή ευελιξία, ανάμεσα στα μαυρισμένα μάτια των ανθρώπων που εκλιπαρούν γιά θεραπεία σώματος και ψυχής, με σάλιο ξεραμένο στο λαιμό, και άναρθρα "σας παρακαλώ", και ξαναπάνε για σύσκεψη.
Πάμε να φύγουμε αγγελούδι μου.
Στο τέλος του δρόμου, στην κατηφόρα, μάς περιμένει μία βαρκούλα ν' άρμενίσουμε στα γαλάζια νερά του Πειραιά, στην Μαρίνα Ζέας, το Τροκαντερό, να σου δείξω πού βγάζουν χταπόδια οι λαδομπογιατισμένες τράτες με τα γυναικεία ονόματα, και τα κόκκινα σου μαλλιά να κάνουν κοντράστ στην αγκαλιά μου.
Κι αντίκρυ, το παλιό Τζάνειο, βλοσυρό, να ξερνά πραγματικότητα, στάχτη και τύψεις.
Ονειρευόμαστε.
Thursday, May 21, 2009
Στόμα πικρό
Όλη νύχτα σκεφτόμουν ξάγρυπνος.
Μόλις είχα φάει ένα-δυό γερά χαστούκια, απο αυτά που τα τρώς μόνος σου, είναι ολοδικά σου, και τα νοιώθεις κατάσαρκα και ολόψυχα.
Αυτά τα χαστούκια, κάποια στιγμή γίνονται μιά καθημερινότητα που συνηθίζεται.
Το ρίχνεις λιγάκι έξω, βλέπεις κάποια ταινία, περνάς μιά νύχτα σέξ, άντε βαριά-βαριά πάς και για κανά ποτό με φίλους και τα λέτε.
Στο κάτω κάτω τί συνέβη?
Ζητάς βοήθεια και δέ στη δίνει κανείς.
Ζητάς κατανόηση στο πρόβλημα σου, και δέν ακούει κανείς.
Ζητάς αέρα ν' ανασάνεις, αλλά σ΄εχουν στριμώξει για τα καλά οι καλές προθέσεις τους, τα χνώτα και ο ιδρώτας τους. Και απλά περιμένεις να περάσει η ώρα, να τελειώσουν, και να φύγεις να πάς σπιτάκι σου.
Ζητάς χώρο να τεντωθείς, αλλά δε σου επιτρέπουν. Εχουν απλώσει τα πόδια και τα χέρια τους, δήθεν για να έρθουν πιό κοντά σου, αλλά σε τυλίγουν με την υποκρισία και το ψεύτικο ενδιαφέρον τους.
Ζητάς τέλοσπαντων ότι ζητάς, και καταλήγεις να μένεις μόνος με τα ζητήματα σου άλυτα, μέσα σε σκέψεις απραγματοποίητες, όνειρα κατακρημνισμένα μέσα στην φοβερή μονοτονία του σήμερα, του αύριο και του παραμεθάυριο, και τα ντουβάρια να σε πλακώνουν, με το λευκό κι ανόθευτο τους χρώμα.
Θα μου πείς κι εσύ, γιατί να ζητάς?
Κι εγώ θα πώ, γιατί είμαι άνθρωπος, κι αποδέχτηκα ότι δεν είμαι παντοδύναμος θεός, ούτε άγιος, ούτε κάν ένας που αντέχει μιά ώρα να κάτσει μόνος με τα χάλια του, δίχως να γυρίσει πλεύρό. Αυτό το λένε "δεν τα βρίσκει ούτε με τ' άντερα του" και είναι αλήθεια.
Και υπομένεις, και αδιαφορείς, και σφυράς αμέριμνος και εφευρίσκεις ένα σωρό μηχανεύματα και μηχανισμούς να παρακάμπτεις τη σύγκρουση, τη μάχη, την ανταπόδωση, την αντίδραση, την ευαισθησία και την ευαισθητοποίηση.
Και επιμένεις να ξεχνάς, να γυρνάς και το άλλο μάγουλο και να δίνεις ευκαιρίες, και να καμώνεσαι ότι δε σε νοιάζει που εσύ έχεις μιά ηθική κι ένα τρόπο σκέψης να καθήσεις πάνω και να διαφεντέψεις, ενώ όλοι οι άλλοι ζούνε στο διαφορετικό σήμερα, και μελαγχολείς, και σκύβεις την κεφάλα τη γεμάτη ερωτηματικά, και περιμένεις με το στομάχι να βράζει.
Κι όμως αυτές οι γροθιές, αυτές οι κλωτσιές, η με άλλα λόγια "das leben der anderen" (οι ζωές των άλλων), είναι σημάδια που δεν περνούν με τις ευχές, ούτε και με τις αγκαλιές των αγαπημένων, ούτε και με παυσίπονα, ούτε και με ημίμετρα.
Μαζεύεται το φαρμάκι, η αδρανής ουσία-η αδράνεια, σαν ένα φριχτό κίτρινο ζελέ απο χλωρίνη, κι αναθυμιάζει και σου καίει το στομάχι, κι απλώνεται στα πνευμόνια, στην αναπνοή, στους χτύπους της καρδιάς και στο χρώμα το μαλλιών, και στα χείλη που τραυματίζουν τα σώματα των αγαπημένων σου.
Ξύπνησα κι είχα την καούρα στο στομάχι και βαριανάσαινα. Μ έχει λυγίσει το άγχος.
Κανένα άγχος δεν είναι δικαιολογημένο, κανένα πρόβλημα δεν έχει βολική αιτιολόγηση, ούτε απλή συνταγολόγηση, για να περάσει με το μαγικό χαπάκι.
Και το χειρότερο απ όλα, το πικρό στόμα, με τη γεύση της απογοήτευσης, της αδυναμίας, της παραίτησης, που χαμογελά μηχανικά κάθε πρωί για την καλημέρα του γραφείου, προσπαθώντας να σκεπάσει τα μαύρα συννεφάκια και τις αραιές ψιχάλες του θυμικού.
Δεν ξέρω γιατί νομίζω, ότι γύρω απο τα μάτια μου έχω αρχίσει να ρυτιδιάζω, δεν ξέρω γιατί αισθάνομαι τόσο χάλια, βαθιά μέσα μου, απ άκρη σ άκρη, για ποιό λόγο έχω γίνει δύο κομμάτια και το ένα κοροϊδεύει τ' άλλο.
Δεν ξέρω γιατί το μίσος είναι η μόνη αληθινή δύναμη, που συγκλονίζει την ύπαρξη μου, ενώ η αγάπη είναι μονάχα μιά αγκαλιά, σ΄όλο τον κόσμο.
Είναι μιά άνιση μάχη, ύπουλη. Και οι ώμοι σου πάντοτε πιό αδύναμοι, από τις περιστάσεις.
Όσο μπορώ κρατώ, πηγαίνω κόντρα, με το γλυκό αντίκρυ στο πικρό, με λόγια, έργα και σκέψεις.
Κι άν τελικά θέλει να έρθει η τελευταία σφαλιάρα να με ξεράνει, άς έρθει.
Θα την ξεπροβοδίσω.
Μόλις είχα φάει ένα-δυό γερά χαστούκια, απο αυτά που τα τρώς μόνος σου, είναι ολοδικά σου, και τα νοιώθεις κατάσαρκα και ολόψυχα.
Αυτά τα χαστούκια, κάποια στιγμή γίνονται μιά καθημερινότητα που συνηθίζεται.
Το ρίχνεις λιγάκι έξω, βλέπεις κάποια ταινία, περνάς μιά νύχτα σέξ, άντε βαριά-βαριά πάς και για κανά ποτό με φίλους και τα λέτε.
Στο κάτω κάτω τί συνέβη?
Ζητάς βοήθεια και δέ στη δίνει κανείς.
Ζητάς κατανόηση στο πρόβλημα σου, και δέν ακούει κανείς.
Ζητάς αέρα ν' ανασάνεις, αλλά σ΄εχουν στριμώξει για τα καλά οι καλές προθέσεις τους, τα χνώτα και ο ιδρώτας τους. Και απλά περιμένεις να περάσει η ώρα, να τελειώσουν, και να φύγεις να πάς σπιτάκι σου.
Ζητάς χώρο να τεντωθείς, αλλά δε σου επιτρέπουν. Εχουν απλώσει τα πόδια και τα χέρια τους, δήθεν για να έρθουν πιό κοντά σου, αλλά σε τυλίγουν με την υποκρισία και το ψεύτικο ενδιαφέρον τους.
Ζητάς τέλοσπαντων ότι ζητάς, και καταλήγεις να μένεις μόνος με τα ζητήματα σου άλυτα, μέσα σε σκέψεις απραγματοποίητες, όνειρα κατακρημνισμένα μέσα στην φοβερή μονοτονία του σήμερα, του αύριο και του παραμεθάυριο, και τα ντουβάρια να σε πλακώνουν, με το λευκό κι ανόθευτο τους χρώμα.
Θα μου πείς κι εσύ, γιατί να ζητάς?
Κι εγώ θα πώ, γιατί είμαι άνθρωπος, κι αποδέχτηκα ότι δεν είμαι παντοδύναμος θεός, ούτε άγιος, ούτε κάν ένας που αντέχει μιά ώρα να κάτσει μόνος με τα χάλια του, δίχως να γυρίσει πλεύρό. Αυτό το λένε "δεν τα βρίσκει ούτε με τ' άντερα του" και είναι αλήθεια.
Και υπομένεις, και αδιαφορείς, και σφυράς αμέριμνος και εφευρίσκεις ένα σωρό μηχανεύματα και μηχανισμούς να παρακάμπτεις τη σύγκρουση, τη μάχη, την ανταπόδωση, την αντίδραση, την ευαισθησία και την ευαισθητοποίηση.
Και επιμένεις να ξεχνάς, να γυρνάς και το άλλο μάγουλο και να δίνεις ευκαιρίες, και να καμώνεσαι ότι δε σε νοιάζει που εσύ έχεις μιά ηθική κι ένα τρόπο σκέψης να καθήσεις πάνω και να διαφεντέψεις, ενώ όλοι οι άλλοι ζούνε στο διαφορετικό σήμερα, και μελαγχολείς, και σκύβεις την κεφάλα τη γεμάτη ερωτηματικά, και περιμένεις με το στομάχι να βράζει.
Κι όμως αυτές οι γροθιές, αυτές οι κλωτσιές, η με άλλα λόγια "das leben der anderen" (οι ζωές των άλλων), είναι σημάδια που δεν περνούν με τις ευχές, ούτε και με τις αγκαλιές των αγαπημένων, ούτε και με παυσίπονα, ούτε και με ημίμετρα.
Μαζεύεται το φαρμάκι, η αδρανής ουσία-η αδράνεια, σαν ένα φριχτό κίτρινο ζελέ απο χλωρίνη, κι αναθυμιάζει και σου καίει το στομάχι, κι απλώνεται στα πνευμόνια, στην αναπνοή, στους χτύπους της καρδιάς και στο χρώμα το μαλλιών, και στα χείλη που τραυματίζουν τα σώματα των αγαπημένων σου.
Ξύπνησα κι είχα την καούρα στο στομάχι και βαριανάσαινα. Μ έχει λυγίσει το άγχος.
Κανένα άγχος δεν είναι δικαιολογημένο, κανένα πρόβλημα δεν έχει βολική αιτιολόγηση, ούτε απλή συνταγολόγηση, για να περάσει με το μαγικό χαπάκι.
Και το χειρότερο απ όλα, το πικρό στόμα, με τη γεύση της απογοήτευσης, της αδυναμίας, της παραίτησης, που χαμογελά μηχανικά κάθε πρωί για την καλημέρα του γραφείου, προσπαθώντας να σκεπάσει τα μαύρα συννεφάκια και τις αραιές ψιχάλες του θυμικού.
Δεν ξέρω γιατί νομίζω, ότι γύρω απο τα μάτια μου έχω αρχίσει να ρυτιδιάζω, δεν ξέρω γιατί αισθάνομαι τόσο χάλια, βαθιά μέσα μου, απ άκρη σ άκρη, για ποιό λόγο έχω γίνει δύο κομμάτια και το ένα κοροϊδεύει τ' άλλο.
Δεν ξέρω γιατί το μίσος είναι η μόνη αληθινή δύναμη, που συγκλονίζει την ύπαρξη μου, ενώ η αγάπη είναι μονάχα μιά αγκαλιά, σ΄όλο τον κόσμο.
Είναι μιά άνιση μάχη, ύπουλη. Και οι ώμοι σου πάντοτε πιό αδύναμοι, από τις περιστάσεις.
Όσο μπορώ κρατώ, πηγαίνω κόντρα, με το γλυκό αντίκρυ στο πικρό, με λόγια, έργα και σκέψεις.
Κι άν τελικά θέλει να έρθει η τελευταία σφαλιάρα να με ξεράνει, άς έρθει.
Θα την ξεπροβοδίσω.
Monday, April 27, 2009
Κοροϊδευόμαστε
Σήμερα μου 'ρθε η κεραμίδα στο κεφάλι.
Δεν έφτανε θαρρείς ο παραλογισμός του γραφείου, σε κάθε έκφραση και γκριμάτσα του, σε κάθε ήχο και μελωδία του, έλαβα κι ένα sms.
42 % αύξηση στις πωλήσεις πολυτελών αυτοκινήτων, τον τελευταίο μήνα, με το 82 % εκ των αγοραστών να καταβάλουν το αντίτιμο της αγοράς, τοις μετρητοίς..
Καταραμένη κρίση, καταραμένη φτώχια.
Αρκούσε μία ανεπαίσθητη μείωση των τελών ταξινόμησης στα αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες και παντός είδους οχήματα, για να ξεγυμνωθεί -ακόμα μιά φορά- το ψέμα και η μαλακία που μας δέρνει.
Παιδιά, ας το πάρουμε απόφαση ότι τελικά δεν πρόκειται ν' αλλάξει τίποτα σ' αυτόν τον μοναχικό πλανήτη που λέγεται Ελλάδα.
Ο ήλιος, το φώς, η θάλασσα και ο ήχος που κάνουν τα κυμματάκια καθώς σκάνε στην άμμο, κυμματάκια που φτιάχνει η τράτα που πηγαινοφέρνει τους τουρίστες, στην ερωτική παραλία της Μυκόνου (ν' αγιάσουν τα χώματα σου) Super Paradise, ο διψασμένος τσολιάς στο Σύνταγμα, ένα μεσημέρι καλοκαιρινό, τα διαγγέλματα του πρωθυπουργού για λιτότητα, τα τσιμέντα των Εξαρχείων και τα μάρμαρα του Παρθενώνα, ο φραπουτσίνο της πλατείας Κολωνακίου και ο σκέτος -πουτσίνο της πλατείας Μπουρναζίου, το τρελαμένο αφεντικό που κυνηγά τα φαντάσματα των Κινέζων στην Κουμουνδούρου και το μπριζολάδικο του Τέλη, τα πρωϊνάδικα και τα μεταμεσονύχτια δελτία ειδήσεων με το κουρασμένο πρόσωπο της Λίζας Δουκακάρου -της αιώνιας Αθηναίας Καρυάτιδας, αγκαλιά με την έταιρη στραβοχυμένη ελαφρώς ,Φάνη Πετραλιά - μήν στεναχωριέστε, όλο αυτό το μεγαλείο δε θα τελειώσει ποτέ.
Ποτέ.
Κι εμείς απλά κοροϊδευόμαστε, σπρώχνουμε τις μέρες και τις νύχτες μας ανεπαίσθητα, έτσι όπως σφαλίζουν οι ηλικιωμένοι θαμώνες, τα ξύλινα παραθυρόφυλλα του οίκου ευγηρίας που τους φιλοξενεί, με μιά ευγένεια κι ένα μικρό τρίξιμο- κλανιά, για να μην ενοχλήσουν τα ασπρόμαυτα τέρατα της χαμένης νεότητας τους, τις αναμνήσεις και τα ξεθωριασμένα τους όνειρα.
Είμαστε μιά χώρα του χαβαλέ, με άσχημους ανθρώπους και στραβές αλήθειες, πολλές και κοφτερές συνήθειες, μα πάνω απ όλα δε χάνουμε ποτέ το κέφι μας, το πρώτο υποκατάστατο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σα να λέμε, μας τελείωσε η αλλαγή, ξεθύμανε η λεμονάδα που δρόσιζε τις μέρες του '81, που νέοι και γέροι ελπίζαμε ότι, μιά κοινωνική δημοκρατία θα στόλιζε το μουστάκι του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που αναρτούσε ο δάσκαλος κάθε 25η Μαρτίου, δίπλα απο τον Χριστούλη μας, στα λαχανί ντουβάρια του δημοτικού σχολείου.
Και αντί για τη δημοκρατία και το μουστάκι, καταλήξαμε να μιλάμε για το ξυρισμένο αιδοίο και το αναμένο τζάκι της κουμπάρας στην Κηφισσιά, εκεί που μας περιμένουν τα υπόλοιπα σημαντικά στελέχη-ανώτεροι υπάλληλοι, σπουδαίοι κοντολογίς άνθρωποι, με σπουδαία μυαλά και σπουδαίες αντιλήψεις.
Είμαστε αστείοι, επιφανειακοί, ασόβαροι, κύναιδοι, αισχροί, αναίσθητοι, αντιαισθητικοί, σκληρόπετσοι και εγωιστές, φλύαροι, τενεκέδες, αναλώσιμοι, ανερμάτιστοι και ρεμπεσκέδες, τεμπελχανάδες, οι μισοί με κοιλιές-φετίχ και οι μισοί στολισμένοι σα γύφτικες αρκούδες, παράλογοι και υπόλογοι για ένα ατελείωτο χάλι, μιά ασταμάτητη σαχλαμάρα, μιά συστηματική υποκρισία, μιά επαναλαμβανόμενη κοροϊδία, ένα γαλανόλευκο χάος με την αμήχανη μούρη του Χαριστέα να παίζει παλιούς σκοπούς στο σκουριασμένο του μπουζούκι - είναι καλό παιδί όμως, και το είπαν όλοι.
Και το χειρότερο απ όλα, το βίτσιο του θίασου, να παρελάυνει κάθε πρωί, κάτω απο τα μπαλκόνια, με μουγκρητά, μαρσαρίσματα και κορναρίσματα, με μουγκανίσματα και κακαρίσματα, παρφουρισμένος και μπογιατισμένος, παραταγμένος κι αστραφτερός, για το μεροκαματάκι του -για τη φουκαριάρα τη μαμά του, που λέει και η διαφήμιση του- και όλοι μαζί, χαρούμενοι, να τραγουδάμε χαρωπά, την ώρα που μας ζέυουν στο άροτρο της ξεφτίλας μας.
Κοροϊδευόμαστε κι ελπίζουμε σ ένα καλύτερο αύριο.
Λές και η παρακμή, έχει ακμή, γωνίες, αιχμές και όρια διακριτά, προσδιορισμένα από την ανάγκη κάποιου ποιητή, για μέτρο, κάλος, ισορροπία και συμμετρία.
Λές και ο πάτος, είναι μιά τσίγκινη επιφάνεια, σαν τραμπολίνο, και σκάζοντας με φόρα πάνω του- με κρότο, ο παραφουσκωμένος μας πισινός, θα κάνει γκέλ, και το χρηματιστήριο θ ανέβει πάλι σε ύψη ολύμπια και αιθέρες πρωτόγνωρους-τρανούς και διαμαντένιους.
Λές και θα γίνουμε ποτέ άνθρωποι - εμείς, όσοι ζητάμε δικαιοσύνη, γιατί δεν αδικούμε το ίδιο με τους άλλους, τους διπλανούς, και δεν ασκούμε κι εμείς σαδιστικά ένα κάποιο "δικαίωμα" στην πλάτη του τελευταίου τροχού της αμάξης, σε κάποιο δρόμο, σε κάποια πορεία, σε κάποια λαϊκή κυριαρχία.
Οχι δεν ονειρεύομαι ένα καλύτερο αύριο, δε βλέπω το μέλλον με αισιοδοξία, δεν πιστεύω σε θαύματα και φαντασίες, όλοι μας λένε ψέματα, τι σχεδιάζουν να μας κάνουν.
Δεν τους χειροκροτώ, και δεν τους κοιτώ στα μάτια. Δε χαιρετώ δια χειραψίας, ούτε τους λέω ευχαριστώ, δεν είμαι αυλικός, ούτε και φίλος, ούτε γνωστός.
Προσπαθώ να ξεγλυστρώ μακριά τους, να δραπετεύω σαν τον Παλαιοκώστα, απο τη φυλακή μου, και να γελάω εις βάρος τους, με τα παθήματα τους.
Κακομάθημένα παλιόπαιδα είμαστε, που γελούν στραβά και δεν παίρνουν σοβαρά, τα σοβαρά, τα ουσιώδη, τα ταπεινά.
Και περνούν τα χρόνια, κι ανακυκλώνονται οι λέξεις, τα πρόσωπα, οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, τα αδιέξοδα, και στο κέντρο πάντα εμείς, χαραμιζόμαστε, και είναι κρίμα.
Κοροϊδευόμαστε- λες και θα ζήσουμε για πάντα, γαμώτο μου.
Δεν έφτανε θαρρείς ο παραλογισμός του γραφείου, σε κάθε έκφραση και γκριμάτσα του, σε κάθε ήχο και μελωδία του, έλαβα κι ένα sms.
42 % αύξηση στις πωλήσεις πολυτελών αυτοκινήτων, τον τελευταίο μήνα, με το 82 % εκ των αγοραστών να καταβάλουν το αντίτιμο της αγοράς, τοις μετρητοίς..
Καταραμένη κρίση, καταραμένη φτώχια.
Αρκούσε μία ανεπαίσθητη μείωση των τελών ταξινόμησης στα αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες και παντός είδους οχήματα, για να ξεγυμνωθεί -ακόμα μιά φορά- το ψέμα και η μαλακία που μας δέρνει.
Παιδιά, ας το πάρουμε απόφαση ότι τελικά δεν πρόκειται ν' αλλάξει τίποτα σ' αυτόν τον μοναχικό πλανήτη που λέγεται Ελλάδα.
Ο ήλιος, το φώς, η θάλασσα και ο ήχος που κάνουν τα κυμματάκια καθώς σκάνε στην άμμο, κυμματάκια που φτιάχνει η τράτα που πηγαινοφέρνει τους τουρίστες, στην ερωτική παραλία της Μυκόνου (ν' αγιάσουν τα χώματα σου) Super Paradise, ο διψασμένος τσολιάς στο Σύνταγμα, ένα μεσημέρι καλοκαιρινό, τα διαγγέλματα του πρωθυπουργού για λιτότητα, τα τσιμέντα των Εξαρχείων και τα μάρμαρα του Παρθενώνα, ο φραπουτσίνο της πλατείας Κολωνακίου και ο σκέτος -πουτσίνο της πλατείας Μπουρναζίου, το τρελαμένο αφεντικό που κυνηγά τα φαντάσματα των Κινέζων στην Κουμουνδούρου και το μπριζολάδικο του Τέλη, τα πρωϊνάδικα και τα μεταμεσονύχτια δελτία ειδήσεων με το κουρασμένο πρόσωπο της Λίζας Δουκακάρου -της αιώνιας Αθηναίας Καρυάτιδας, αγκαλιά με την έταιρη στραβοχυμένη ελαφρώς ,Φάνη Πετραλιά - μήν στεναχωριέστε, όλο αυτό το μεγαλείο δε θα τελειώσει ποτέ.
Ποτέ.
Κι εμείς απλά κοροϊδευόμαστε, σπρώχνουμε τις μέρες και τις νύχτες μας ανεπαίσθητα, έτσι όπως σφαλίζουν οι ηλικιωμένοι θαμώνες, τα ξύλινα παραθυρόφυλλα του οίκου ευγηρίας που τους φιλοξενεί, με μιά ευγένεια κι ένα μικρό τρίξιμο- κλανιά, για να μην ενοχλήσουν τα ασπρόμαυτα τέρατα της χαμένης νεότητας τους, τις αναμνήσεις και τα ξεθωριασμένα τους όνειρα.
Είμαστε μιά χώρα του χαβαλέ, με άσχημους ανθρώπους και στραβές αλήθειες, πολλές και κοφτερές συνήθειες, μα πάνω απ όλα δε χάνουμε ποτέ το κέφι μας, το πρώτο υποκατάστατο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σα να λέμε, μας τελείωσε η αλλαγή, ξεθύμανε η λεμονάδα που δρόσιζε τις μέρες του '81, που νέοι και γέροι ελπίζαμε ότι, μιά κοινωνική δημοκρατία θα στόλιζε το μουστάκι του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που αναρτούσε ο δάσκαλος κάθε 25η Μαρτίου, δίπλα απο τον Χριστούλη μας, στα λαχανί ντουβάρια του δημοτικού σχολείου.
Και αντί για τη δημοκρατία και το μουστάκι, καταλήξαμε να μιλάμε για το ξυρισμένο αιδοίο και το αναμένο τζάκι της κουμπάρας στην Κηφισσιά, εκεί που μας περιμένουν τα υπόλοιπα σημαντικά στελέχη-ανώτεροι υπάλληλοι, σπουδαίοι κοντολογίς άνθρωποι, με σπουδαία μυαλά και σπουδαίες αντιλήψεις.
Είμαστε αστείοι, επιφανειακοί, ασόβαροι, κύναιδοι, αισχροί, αναίσθητοι, αντιαισθητικοί, σκληρόπετσοι και εγωιστές, φλύαροι, τενεκέδες, αναλώσιμοι, ανερμάτιστοι και ρεμπεσκέδες, τεμπελχανάδες, οι μισοί με κοιλιές-φετίχ και οι μισοί στολισμένοι σα γύφτικες αρκούδες, παράλογοι και υπόλογοι για ένα ατελείωτο χάλι, μιά ασταμάτητη σαχλαμάρα, μιά συστηματική υποκρισία, μιά επαναλαμβανόμενη κοροϊδία, ένα γαλανόλευκο χάος με την αμήχανη μούρη του Χαριστέα να παίζει παλιούς σκοπούς στο σκουριασμένο του μπουζούκι - είναι καλό παιδί όμως, και το είπαν όλοι.
Και το χειρότερο απ όλα, το βίτσιο του θίασου, να παρελάυνει κάθε πρωί, κάτω απο τα μπαλκόνια, με μουγκρητά, μαρσαρίσματα και κορναρίσματα, με μουγκανίσματα και κακαρίσματα, παρφουρισμένος και μπογιατισμένος, παραταγμένος κι αστραφτερός, για το μεροκαματάκι του -για τη φουκαριάρα τη μαμά του, που λέει και η διαφήμιση του- και όλοι μαζί, χαρούμενοι, να τραγουδάμε χαρωπά, την ώρα που μας ζέυουν στο άροτρο της ξεφτίλας μας.
Κοροϊδευόμαστε κι ελπίζουμε σ ένα καλύτερο αύριο.
Λές και η παρακμή, έχει ακμή, γωνίες, αιχμές και όρια διακριτά, προσδιορισμένα από την ανάγκη κάποιου ποιητή, για μέτρο, κάλος, ισορροπία και συμμετρία.
Λές και ο πάτος, είναι μιά τσίγκινη επιφάνεια, σαν τραμπολίνο, και σκάζοντας με φόρα πάνω του- με κρότο, ο παραφουσκωμένος μας πισινός, θα κάνει γκέλ, και το χρηματιστήριο θ ανέβει πάλι σε ύψη ολύμπια και αιθέρες πρωτόγνωρους-τρανούς και διαμαντένιους.
Λές και θα γίνουμε ποτέ άνθρωποι - εμείς, όσοι ζητάμε δικαιοσύνη, γιατί δεν αδικούμε το ίδιο με τους άλλους, τους διπλανούς, και δεν ασκούμε κι εμείς σαδιστικά ένα κάποιο "δικαίωμα" στην πλάτη του τελευταίου τροχού της αμάξης, σε κάποιο δρόμο, σε κάποια πορεία, σε κάποια λαϊκή κυριαρχία.
Οχι δεν ονειρεύομαι ένα καλύτερο αύριο, δε βλέπω το μέλλον με αισιοδοξία, δεν πιστεύω σε θαύματα και φαντασίες, όλοι μας λένε ψέματα, τι σχεδιάζουν να μας κάνουν.
Δεν τους χειροκροτώ, και δεν τους κοιτώ στα μάτια. Δε χαιρετώ δια χειραψίας, ούτε τους λέω ευχαριστώ, δεν είμαι αυλικός, ούτε και φίλος, ούτε γνωστός.
Προσπαθώ να ξεγλυστρώ μακριά τους, να δραπετεύω σαν τον Παλαιοκώστα, απο τη φυλακή μου, και να γελάω εις βάρος τους, με τα παθήματα τους.
Κακομάθημένα παλιόπαιδα είμαστε, που γελούν στραβά και δεν παίρνουν σοβαρά, τα σοβαρά, τα ουσιώδη, τα ταπεινά.
Και περνούν τα χρόνια, κι ανακυκλώνονται οι λέξεις, τα πρόσωπα, οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, τα αδιέξοδα, και στο κέντρο πάντα εμείς, χαραμιζόμαστε, και είναι κρίμα.
Κοροϊδευόμαστε- λες και θα ζήσουμε για πάντα, γαμώτο μου.
Tuesday, April 14, 2009
Δε γίνεται λέμε
Το να μπαίνεις στη διαδικασία να γράφεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις σου, δεν είναι μιά εύκολη υπόθεση.
Είναι μία κατάσταση, κατα την οποία μιά αλληλουχία από άλλες μικρότερες καταστάσεις γίνεται κάτι -ένα μόρφωμα- που αποκτά σάρκα και οστά και κάπου θέλει να εμφανιστεί, να εκτονωθεί, να ψηθεί απο το φώς και το αλάτι της ημέρας, της μπαναλιτέ, της αδιαφορίας και της μαλακίας που αραδιάζεται σα σωρός απο άδεια σακιά μέσα στην αποθήκη του μυαλού μας.
Και αυτή η κατάσταση, η μαμά κατάσταση -ας την ονομάσω έτσι- για να προκύψει, όσο πάει και γίνεται μία ιστορία βασανιστική και πιεστική, αγχωτική και επαναληπτική, απαιτητική και επίπονη, και τελικά φτάνεις σ ένα σημείο να μπουχτίζεις, προσπαθώντας να βρείς κάτι να πείς.
Και τι να πείς?
Ολα τα χουν πεί άλλοι, και τα υπόλοιπα τα έχουν καλύψει οι υπόλοιποι. Αρα? Τίποτα.
Αυτό που μένει είναι η κούραση της μέρας.
Κι άλλα πολλά μένουν, αλλά απο αυτά, τα περισσότερα είναι αφρόψαρα και τα καμακώνεις πανεύκολα, τα τηγανίζεις και τα τρώς, τα ξεκοκκαλίζεις παρέα με τα φιλαράκια σου και δε βαρυστομαχιάζεις κιόλα.
Ομως ψαράς μάγκας και τσίφτης, ξακουστός στον Πειραιά, γίνεσαι με τα μεγάλα ψάρια. Και για να τα θέλξεις στα δίχτυα σου πρέπει να είσαι πραγματικά καλός, και πραγματικά μόνος.
Αναρωτιέμαι λοιπόν και σκέφτομαι, ποιό το νόημα της άσκοπης συναναστροφής.
Με πήρε τηλέφωνο κάποιος φίλος για να μιλήσουμε. Δέχτηκα. Θα περάσει η ώρα είπα.
Μα έλα μου ντέ!
Αυτή η παγίδα της αεργίας και της αργοσχολοσύνης και της ρέγκλας και της ραστώνης, όπου δύο μαντραχαλάδες αυνανίζονται επικοινωνιακά, αντί να συνδιαλέγονται, είναι η πιό συνηθισμένη μέθοδος για να χαλάσεις την ψυχική σου νηνεμία.
Και αντί να ελαφραίνουν τα βάρη σου, να εναποθέτεις τις κοτρώνες και τα τσιμέντα της προσωπικότητας σου, να ανασαίνουν τα πνευμόνια σου σε ύψη ανείδωτα και αύρες αιθέριες, γίνεσαι ένα μπαλόνι κόκκινο, γεμάτος με σκατούλες και σκατάκια, και σκοτούρες των άλλων, και δανείζεσαι ωδίνες και σκοτοδίνες, και σάχλα με το κιλό, σε κάθε χρώμα και μέγεθος, και όχι μόνο ψάρι δε βλέπεις, μα ούτε και φύκι.
Μωρε δεν καθόμουν σπίτι μου θα πείς? Κι άς με λένε και παράξενο.
Η συναναστροφή δουλεύει με το φαινόμενο της όσμωσης.
Οι άνθρωποι είμαστε πομποί και δέκτες, ψάρια και ψαράδες.
Και σάν εσύ, μια ψυχή τρυφερή και γλυκοπονιάρα, βρεθείς στα άβαθα του διπλανού, στο λιμάνι του καημού του, όσο και να το θές, ξεζουμίζεσαι, προσπαθώντας να κολυμπήσεις στ άγνωστα νερά του.
Κι αδειάζεις τη σεντίνα με τα βρωμόνερα του, και λερώνεσαι. Και πονοκεφαλιάζεις.
Χειρότερος άνθρωπος απο τον γκρίζο -σάν κάπνα- δεν υπάρχει.
Υπουλος και αόρατος τρυπώνει στους πόρους και τα ρούχα σου, και μετά μυρίζεις και δεν ξεπλένεσαι. Και ποτέ δεν καταλαβαίνεις και πώς την πάτησες.
Είναι πολύ απλό. Κόβεις το έξω, και ενισχύεις το μέσα.
Κάθεσαι αγκαλιά με την παραξενιά σου, τη λόξα και τις ατέλειες σου -αυτές που κάνουν τις γυναίκες να σε γουστάρουν δηλαδή- και προσπαθείς να φτιάξεις την αλληλουχία των μικρών καταστάσεων, σε μιά μεγαλύτερη μαμα-κατάσταση, και να την παρακαλέσεις να πάρει σάρκα και οστά, να εμφανιστεί μπροστά στα μάτια σου, και να της δώσεις μιά κλωτσιά στα πισινά για να ησυχάσεις.
Δε γίνεται άλλο λέμε.
Νισάφι!!
Είναι μία κατάσταση, κατα την οποία μιά αλληλουχία από άλλες μικρότερες καταστάσεις γίνεται κάτι -ένα μόρφωμα- που αποκτά σάρκα και οστά και κάπου θέλει να εμφανιστεί, να εκτονωθεί, να ψηθεί απο το φώς και το αλάτι της ημέρας, της μπαναλιτέ, της αδιαφορίας και της μαλακίας που αραδιάζεται σα σωρός απο άδεια σακιά μέσα στην αποθήκη του μυαλού μας.
Και αυτή η κατάσταση, η μαμά κατάσταση -ας την ονομάσω έτσι- για να προκύψει, όσο πάει και γίνεται μία ιστορία βασανιστική και πιεστική, αγχωτική και επαναληπτική, απαιτητική και επίπονη, και τελικά φτάνεις σ ένα σημείο να μπουχτίζεις, προσπαθώντας να βρείς κάτι να πείς.
Και τι να πείς?
Ολα τα χουν πεί άλλοι, και τα υπόλοιπα τα έχουν καλύψει οι υπόλοιποι. Αρα? Τίποτα.
Αυτό που μένει είναι η κούραση της μέρας.
Κι άλλα πολλά μένουν, αλλά απο αυτά, τα περισσότερα είναι αφρόψαρα και τα καμακώνεις πανεύκολα, τα τηγανίζεις και τα τρώς, τα ξεκοκκαλίζεις παρέα με τα φιλαράκια σου και δε βαρυστομαχιάζεις κιόλα.
Ομως ψαράς μάγκας και τσίφτης, ξακουστός στον Πειραιά, γίνεσαι με τα μεγάλα ψάρια. Και για να τα θέλξεις στα δίχτυα σου πρέπει να είσαι πραγματικά καλός, και πραγματικά μόνος.
Αναρωτιέμαι λοιπόν και σκέφτομαι, ποιό το νόημα της άσκοπης συναναστροφής.
Με πήρε τηλέφωνο κάποιος φίλος για να μιλήσουμε. Δέχτηκα. Θα περάσει η ώρα είπα.
Μα έλα μου ντέ!
Αυτή η παγίδα της αεργίας και της αργοσχολοσύνης και της ρέγκλας και της ραστώνης, όπου δύο μαντραχαλάδες αυνανίζονται επικοινωνιακά, αντί να συνδιαλέγονται, είναι η πιό συνηθισμένη μέθοδος για να χαλάσεις την ψυχική σου νηνεμία.
Και αντί να ελαφραίνουν τα βάρη σου, να εναποθέτεις τις κοτρώνες και τα τσιμέντα της προσωπικότητας σου, να ανασαίνουν τα πνευμόνια σου σε ύψη ανείδωτα και αύρες αιθέριες, γίνεσαι ένα μπαλόνι κόκκινο, γεμάτος με σκατούλες και σκατάκια, και σκοτούρες των άλλων, και δανείζεσαι ωδίνες και σκοτοδίνες, και σάχλα με το κιλό, σε κάθε χρώμα και μέγεθος, και όχι μόνο ψάρι δε βλέπεις, μα ούτε και φύκι.
Μωρε δεν καθόμουν σπίτι μου θα πείς? Κι άς με λένε και παράξενο.
Η συναναστροφή δουλεύει με το φαινόμενο της όσμωσης.
Οι άνθρωποι είμαστε πομποί και δέκτες, ψάρια και ψαράδες.
Και σάν εσύ, μια ψυχή τρυφερή και γλυκοπονιάρα, βρεθείς στα άβαθα του διπλανού, στο λιμάνι του καημού του, όσο και να το θές, ξεζουμίζεσαι, προσπαθώντας να κολυμπήσεις στ άγνωστα νερά του.
Κι αδειάζεις τη σεντίνα με τα βρωμόνερα του, και λερώνεσαι. Και πονοκεφαλιάζεις.
Χειρότερος άνθρωπος απο τον γκρίζο -σάν κάπνα- δεν υπάρχει.
Υπουλος και αόρατος τρυπώνει στους πόρους και τα ρούχα σου, και μετά μυρίζεις και δεν ξεπλένεσαι. Και ποτέ δεν καταλαβαίνεις και πώς την πάτησες.
Είναι πολύ απλό. Κόβεις το έξω, και ενισχύεις το μέσα.
Κάθεσαι αγκαλιά με την παραξενιά σου, τη λόξα και τις ατέλειες σου -αυτές που κάνουν τις γυναίκες να σε γουστάρουν δηλαδή- και προσπαθείς να φτιάξεις την αλληλουχία των μικρών καταστάσεων, σε μιά μεγαλύτερη μαμα-κατάσταση, και να την παρακαλέσεις να πάρει σάρκα και οστά, να εμφανιστεί μπροστά στα μάτια σου, και να της δώσεις μιά κλωτσιά στα πισινά για να ησυχάσεις.
Δε γίνεται άλλο λέμε.
Νισάφι!!
Wednesday, April 1, 2009
Μποϊκοταζ στις καφετέριες
Αγαπητοί εσπρεσάκηδες, φραπεδάκηδες, καπουτσινάκηδες,
όπως όλοι γνωρίζετε στα καταστήματα που μας σερβίρουν τους καφέδες μας, μας πιάνουν τα οπίσθια(!!!) υπερχρεώνοντας τα ροφήματα, κερδοσκοπώντας σε βάρος των απλών καταναλωτών.
Ένα απλό προϊόν που στα σούπερ μάρκετ κοστίζει ανάμεσα στα 0,75 - 4 ευρώ η συσκευασία, στα καφέ που βρίσκονται σε κεντρικά σημεία και στις περιοχές αναψυχής και διασκέδασης της Αθήνας, τωνμεγάλων αστικών κέντρων και των τουριστικών προορισμών, οι τιμές ξεπερνούν κάθε φαντασία.
Ένας ελληνικός καφές ξεκινάει από 2,5 ευρώ, η τιμή εκκίνησης του γαλλικού είναι στα 3 ευρώ, ενώ ο καπουτσίνο - ως προϊόν ιταλικής φινέτσας και μόδας - ξεκινάει στα 3,5 ευρώ.
Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα, που στο εξωτερικό οι τιμές αυτών το υπηρεσιών,δεν ξεπερνούν ούτε κατά το ήμισυ των παραπάνω "ελληνικών" τιμών.
Συνήθως οι τιμές του καφέ εκτινάσσονται σε περιόδους πολέμου.
Τελικά, η Ελλάδα βρίσκεται σεακήρυχτο πόλεμο με τη γενιά των 700 ευρώ - τους συνήθεις πελάτες, λόγω ηλικίας, των καφετεριών.
Τα παιδιά αυτά τιμούν τον παραδοσιακό τρόπο συνεύρεσης και κοινωνικοποίησ ης των Ελλήνων, δίνοντας με αυτό τον τρόπο ζωή και οικονομική στήριξη στις επιχειρήσεις και στους χιλιάδες εργαζόμενους αυτών.
Καλούμε λοιπόν όλους εσάς να διεκδικήσετε δυναμικά τον απαιτούμενο σεβασμόπρος τον πελάτη, την τσέπη του και τη νοημοσύνη του.
Το Σάββατο 11 Απριλίου 2009 δεν θα πάμε για τον καθιερωμένο καφέ με φίλους.
Ας απολαύσουμε τη βόλτα μας στα μαγαζιά και στους δρόμους και ας μαζευτούμε στα σπίτια μας για καφέ.
Αν λοιπόν αυτές οι επιχειρήσεις θέλουν να επιβιώσουν εν μέσω κρίσης,ας ρίξουν τις τιμές, προκειμένου να διατηρήσουν την πελατεία τους.
Σάββατο 11 Απριλίου 2009 - Μποϊκοτάζ στις καφετέριες
όπως όλοι γνωρίζετε στα καταστήματα που μας σερβίρουν τους καφέδες μας, μας πιάνουν τα οπίσθια(!!!) υπερχρεώνοντας τα ροφήματα, κερδοσκοπώντας σε βάρος των απλών καταναλωτών.
Ένα απλό προϊόν που στα σούπερ μάρκετ κοστίζει ανάμεσα στα 0,75 - 4 ευρώ η συσκευασία, στα καφέ που βρίσκονται σε κεντρικά σημεία και στις περιοχές αναψυχής και διασκέδασης της Αθήνας, τωνμεγάλων αστικών κέντρων και των τουριστικών προορισμών, οι τιμές ξεπερνούν κάθε φαντασία.
Ένας ελληνικός καφές ξεκινάει από 2,5 ευρώ, η τιμή εκκίνησης του γαλλικού είναι στα 3 ευρώ, ενώ ο καπουτσίνο - ως προϊόν ιταλικής φινέτσας και μόδας - ξεκινάει στα 3,5 ευρώ.
Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα, που στο εξωτερικό οι τιμές αυτών το υπηρεσιών,δεν ξεπερνούν ούτε κατά το ήμισυ των παραπάνω "ελληνικών" τιμών.
Συνήθως οι τιμές του καφέ εκτινάσσονται σε περιόδους πολέμου.
Τελικά, η Ελλάδα βρίσκεται σεακήρυχτο πόλεμο με τη γενιά των 700 ευρώ - τους συνήθεις πελάτες, λόγω ηλικίας, των καφετεριών.
Τα παιδιά αυτά τιμούν τον παραδοσιακό τρόπο συνεύρεσης και κοινωνικοποίησ ης των Ελλήνων, δίνοντας με αυτό τον τρόπο ζωή και οικονομική στήριξη στις επιχειρήσεις και στους χιλιάδες εργαζόμενους αυτών.
Καλούμε λοιπόν όλους εσάς να διεκδικήσετε δυναμικά τον απαιτούμενο σεβασμόπρος τον πελάτη, την τσέπη του και τη νοημοσύνη του.
Το Σάββατο 11 Απριλίου 2009 δεν θα πάμε για τον καθιερωμένο καφέ με φίλους.
Ας απολαύσουμε τη βόλτα μας στα μαγαζιά και στους δρόμους και ας μαζευτούμε στα σπίτια μας για καφέ.
Αν λοιπόν αυτές οι επιχειρήσεις θέλουν να επιβιώσουν εν μέσω κρίσης,ας ρίξουν τις τιμές, προκειμένου να διατηρήσουν την πελατεία τους.
Σάββατο 11 Απριλίου 2009 - Μποϊκοτάζ στις καφετέριες
Monday, March 9, 2009
Άνοιξη
Ήταν εφτά το απόγευμα και είχα μάθημα στην Κηφισσιά.
Βγήκα στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, ένα μπαλκόνι μεγάλο σαν ταράτσα που αγκάλιαζε τριγύρω όλο το κτίριο.
Σκέφτηκα ότι ήταν το μεγαλύτερο μπαλκόνι που είχα δεί στη ζωή μου και ένοιωσα πολύ άβολα.
Πάντοτε ένοιωθα άβολα στις μεγάλες άπλες, και πάντοτε έψαχνα μιά γωνίτσα να χώνομαι και να παρατηρώ τον κόσμο που περπατούσε απο κάτω, ξεμυτίζοντας απο τα κάγκελα του παλιού μας σπιτιού.
Στάθηκα στη νότια κουπαστή και κοίταξα προσπαθώντας να διακρίνω τα φώτα της εθνικής οδού.
Είχε σουρουπώσει.
Είχα πολλά χρόνια να δώ τα χρώματα του ορίζοντα να μπλαβίζουν, καθώς χανόταν ο τελευταίος ήλιος στην άλλη γωνιά της γής.
Μαζί με τη δροσιά του αποχείμωνου που ξύριζε το μοναδικό ξεχασμένο πρόσωπο του μπαλκονιού, μία εικόνα αποτυπώθηκε στο μυαλό μου, σα νοσταλγία θα τό λεγες, μπορεί και μελαγχολία, μπορεί και τίποτα απο αυτά, απλά έναν αποχαιρετισμό μιάς μέρας και την υποδοχή μιάς νύχτας -της αδερφής της.
Μου φάνηκε ότι κάποιο τέλος ήρθε. Και μπήκα ξανά μέσα.
Δε σκέφτηκα άλλο τον ουρανό, ούτε τα συννεφάκια που έκανε η ανάσα μου, μερικές στιγμές νωρίτερα.
Καβάλησα βιαστικά τη μηχανή και εντελώς μηχανικά πήρα το δρόμο για το σπίτι.
Ολα στη θέση τους, άσχημα και ψυχρά, πρόσωπα αλλοδαπών, άλλες γλώσσες, βιασύνη και αποστροφή στο βλέμμα, περίεργοι και αδιάφοροι άνθρωποι, το γκρίζο πιό μαύρο απ όσο συνήθως, φοβήθηκα ομολογώ, τις σκιές και τους ήχους.
Κλείδωσα και ανέβηκα πάνω χωρίς να κοιτάξω γύρω, χωρίς να χαιρετήσω τη δίτροχη συντροφιά. Είναι κακή η διάθεση μου απόψε.
Ξανά σκιές, ξανά τριγμοί και ήχοι, ξανά κιτρίνισαν οι τοίχοι και ρουφάνε τη μουσική που βάζω να ξεσκάσω λιγάκι, να ζεσταθώ.
Ναπολιτάνικες καντσονέτες και τραγούδια έρωτα και απελπισίας, που κανείς δεν εκτιμά σ΄αυτή την πολυκατοικία, αν καταλαβαίνω καλά απο τα χτυπήματα στο ταβάνι μου απο το πάνω διαμέρισμα.
Άθλιοι.
Είμαι τόσο μόνος απόψε. Και φοβάμαι τόσο πολύ.
Νομίζω ότι σήμερα είδα την άνοιξη να έρχεται, έστω κι απο μακριά, και της το είπα.
Της έστειλα μήνυμα και χάρηκε πολύ. Δεν ήταν δίπλα μου, ούτε τώρα είναι.
Έχω αρχίσει να αγριεύομαι, και δε μου αρέσει καθόλου.
Τώρα δεν ακούγεται απολύτως τίποτα, κι εγώ κρατώ την ανάσα μου καθώς πίνω το τελευταίο τσάι απο τη μικρή τσαγιέρα μου.
Είμαι αμπαρωμένος σε μιά γωνίτσα -ποτέ δε μου άρεσαν οι άπλες, οι ανοιχτοί χώροι, με κάνουν να αισθάνομαι αμήχανα, ελεύθερος δεν είμαι ο εαυτός μου.
Ενώ κρυμμένος στον 4ο όροφο μου, ήρεμος και νηφάλιος, έχω το χρόνο να σκεφτώ και να προγραμματίσω την επόμενη μου μέρα.
Τι ώρα θα σηκωθώ, τι θα φάω, και πώς θα πώ καλημέρα στους συναδέλφους μου.
Τελείωσε και το τσάι και δίψασα. Θέλω να πάρω και λίγο αέρα.
Άστο καλύτερα, είναι αργά.
Κολλάω το μούτρο μου στη χαραμάδα του παραθύρου της κουζίνας, αυτό που βλέπει στον ακάλυπτο και την απέναντι πολυκατοικία.
Τα φώτα της Βουλγάρας είναι πάντοτε ανοιχτά αυτή την ώρα.
Μπορεί να την πετύχω με τη νυχτικιά και να την πάρω μάτι, όπως συνέβη τις προάλες, όμως αυτή τη βρώμικη σκέψη, τη συνομωτική, την έχω κρύψει απ όλους, ανήκει μόνο σε μένα, την ώρα που τριγύρω τα γκρίζα γίνονται πιό μαύρα και η ανατριχίλα της νύχτας κατεβαίνει με τη μορφή της υγρασίας στο δικό μου μπαλκόνι.
Μου έστειλε μήνυμα για καληνύχτα.
Είναι κάπου μακριά -ποιός ξέρει που- κουκουλωμένη μέχρι τ αυτιά της και προσπαθεί να κοιμηθεί. Κι εγώ ξαγρυπνώ μόνος.
Δεν είναι εδώ. Και φοβάμαι.
Η μάνα μου ακούστηκε απόμακρη στο τηλέφωνο, την αδερφή μου τη βλέπω σπάνια πιά, οι φίλοι έχουνε γίνει νοικοκύρηδες, κι εγώ νομίζω ότι αυτή η άνοιξη είναι το μεγαλύτερο σιωπηλό μαρτύριο που πρέπει να περάσω, μέχρι να βγώ στην άλλη μεριά -αν βγώ- και να τραβήξω το δικό μου δρόμο.
Μπορεί όλα να πάνε καλά, μπορεί και όχι.
Η ασφάλεια και η θαλπωρή -η ψευδαίσθηση της ευτυχίας που αντλεί κανείς απο τη ζεστασιά των άλλων, έχει δώσει τη θέση της στα ερωτηματικά, την αμφιβολία, το άγχος -σαν να περπατάς εδώ απο κάτω στο πεζοδρόμιο, κοιτώντας λοξά πίσω σου, μήπως προλάβεις τον κλέφτη που θέλει να σου τη φέρει στα σκοτεινά, και τελικά χωρίς να συμβαίνει τίποτα να τρέχεις σαν τον τρελό, μονάχος σου, προς τα κάπου, που σου φαίνεται ότι θα είσαι καλά -σε μιά γωνιά -ας πούμε- για να κατασκοπεύεις την ευτυχία, τη δυστυχία, τη γύμνια και τη ζωή των άλλων, κλεισμένος μέσα στους τοίχους, που καταπίνουν σαν σφουγγάρια τους ψυχικούς σου υδρατμούς, κρύους και ζεστούς, απο θυμό η από ανασφάλεια.
Τοίχους που ιδρώνουν και στάζουν, και γίνονται πάνω τους στάμπες, σαν από αναμνήσεις, σαν από περασμένες εποχές.
Άθλιοι.
Ήταν 12 το βράδυ και είχα γυρίσει σπίτι μου, στο κέντρο της Αθήνας.
Βγήκα στο μπαλκόνι μου, ένα τόσο δα μπαλκόνι, ανάμεσα σε άλλα χιλιάδες, και σε ταράτσες, και σε πολυκατοικίες τριγύρω μου.
Στάθηκα για λίγο στην κουπαστή, και γύρισα το πρόσωπο μου προς το βραδινό αεράκι.
Μου ήρθε να κάνω εμετό και γύρισα μέσα.
Τελικά η άνοιξη θα έρθει άυριο για τα καλά.
Tuesday, February 24, 2009
Τσιγάρο
Αυτή τη στιγμή γράφω με φοβερό πονοκέφαλο
Πρίν καμμιά ώρα ήμουν μ' ένα φιλαράκι για καφέ σε μαγαζί που συχνάζουμε χρόνια
Ομολογώ ότι δεν είχα προσέξει την ποσότητα του καπνού που διαχεόταν στην ατμόσφαιρα, προερχόμενη απο την αρειμάνια συνήθεια των υπολοίπων πελατών, και δε φανταζόμουν ότι μπαίνοντας στο σπίτι μου, τα ρούχα και τα μαλλιά μου θα βρωμοκοπούσαν τόσο έντονα -σαν τασάκι αισθάνομαι- εξαιτίας αυτού.
Εντάξει, έκοψα τό κάπνισμα 2 ή 3 χρόνια πρίν -δε θυμάμαι ακριβώς- και προσωπικά νοιώθω πολύ καλύτερα που το έκανα, απο την άλλη μεριά όμως δε μ' αρέσει να νουθετώ και να υποδεικνύω στους άλλους τι είναι καλό και σωστό για την υγεία τους, σωματική και πνευματική, και πραγματικά αποφεύγω να το κάνω, ειδικά όταν έχω απέναντι μου ενήλικες.
Πέραν όμως της προσέγγισης αυτής, και πέραν του νόμου που τελικά κάποτε πρέπει να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα, ειδικά στους δημόσιους χώρους, το κάπνισμα είναι θέμα πολιτισμού.
Βέβαια θα μου πείτε, όταν μιά κοινωνία ολόκληρη, ένα πολιτικό σύστημα, έχει θεμελιωθεί πάνω σε ένστικτα βάρβαρα, ηλίθια, αναξιοπρεπή, ψευτομαγγιώρικα, παρωχημένα και αντιαισθητικά, όπου η έννοια της συμβίωσης και του αλληλοσεβασμού εκλίπει τα μάλα, τότε το τσιγάρο σε μάρανε?
Το τσιγάρο μου βρωμάει όμως.
Κι εφόσον μου βρωμάει αυτό, τότε και όλη η παραπάνω φιλοσοφία του άξεστου νεοέλληνα που τραμπουκίζει υπέρ των "δικαιωμάτων" ελευθεριάζουσας αυτοδιάθεσης και χειραφέτησης του, εις βάρος του διπλανού, αποκτά τη μυρωδιά του καπνού, της μπόχας και της αποφοράς ενός κλειστού χώρου, περίκλειστου με τζάμια, γεμάτου θόρυβο και τσίκνα, και απλανών βλεμάτων ηδονής αναλόγων με του Αλή Πασά μπροστά στον αργιλέ του.
Δε γίνεται κύριε, το έτος 2009, να θές να λέγεσαι πολιτισμένος Ευρωπαίος και οι συνήθειες σου να είναι ίδιες και απαράλαχτες των μαχμουρλήδων τεμπελχανάδων και δυσκίνητων Τουρκαλβανών γειτόνων. Ούτε και γίνεται η κυρία να γνωρίζει τα ντεφιλέ και τις τιμές του κάθε επώνυμου οίκου, αλλά να τινάζει αδιάφορα τη στάχτη της ξεφυσώντας κι αναστενάζοντας βαμμένη σαν τη Λολομπριτζίτα κατηγορώντας τον άτιμο ανδρικό πληθυσμό.
Και αν τα παραπάνω προκαλούν και λίγο γέλιο να τα διαβάζεις, δεν παύουν να είναι τυπικές στιγμές μιάς καθημερινότητας που υπογραμμίζει το έλλειμμα προσαρμοστικότητας και προσαρμογής σε όσα συνεπάγεται μια μοντέρνα θεώρηση της έννοιας "ποιότητα ζωής".
Kαι έιναι κρίμα,Ελληνα εμπνευστή του κάλους, και των Ολυμπιακών Αγώνων.
Να στοιβαζόμαστε σαν τις σαρδέλες μέσα στα καφέ, νέοι και γέροι, και να καπνίζουμε και να πίνουμε καφέ σαν αργόσχολοι, να διαθέτουμε τα περισσότερα μαγαζιά του είδους ανά κάτοικο, να πληρώνουμε χρυσάφι τα 150 μλ ροφήματος, να μην έχουμε εξαερισμό και καθαρό περιβάλλον, να κάνουμε μιά ζωή καθιστική και να διατρεφόμαστε με το χειρότερο τρόπο, και από την άλλη να διαμαρτυρόμαστε που γυρίζουμε σπίτια μας με πονοκέφαλο και στυφά στόματα, τα μαλλιά και τα ρούχα μας έτοιμα για πλυντήριο-στεγνωτήριο-καθαριστήριο.
Κι άν πάς να πείς και μιά κουβέντα στο διπλανό σου, εισπράττεις τη χειρότερη συμπεριφορά, λες και εσύ τον ενοχλείς, και όχι αυτός που σου χώνει την "άποψη" του και το στυλάκι του και το "ωχ αδερφέ" του, στο ρουθούνι.
Πέρα από τις γραφικότητες όμως και την κοινωνική αναξιοπρέπεια του λαού μας, υπάρχει και σοβαρότατο θέμα επαγγελματικής επάρκειας και υπευθυνότητας των καφέ. Δηλαδή ας σταματήσουμε να κοροϊδευόμαστε, ότι υπάρχει χώρος καπνιστών και μή καπνιστών, σε χώρους που δεν έχουν σχεδιαστεί κατάλληλα -αλλά είναι εννιαίοι, χωρίς διαχωριστικά- και ας αποφασίσουμε όλοι τι υπηρεσίες, και πώς θα τις προσφέρουμε και άν τις καταναλώνουμε ή όχι.
Εγώ προσωπικά δεν ξαναπατάω σε καφέ που δεν έχει χώρο που θα μπορώ να αναπνέω ελεύθερα, χωρίς να εισπνέω τον καπνό του διπλανού θαμώνα. Δεν αντέχεται. Είναι μαρτύριο και είναι κακή υπηρεσία απέναντι στον πελάτη.
Από την άλλη εκτιμώ τα μαγαζιά που αναφέρουν ρητά σε ταμπέλα, ότι θέλουν πελάτες καπνιστές, και εκεί πλέον, μπορείς να κάνεις την επιλογή σου ως προς το άν θα μπείς η αν θα προσπεράσεις.
Επίσης δεν καταλαβαίνω γιατί οι επιχειρηματίες του χώρου δε λανσάρουν καταστήματα με τη νοοτροπία η το σλόγκαν "smoke-free καφέ", ώστε να προσελκύσουν άτομα που δε γουστάρουν τελικά να βρωμίζουν απο την τσιγαρίλα. Αν διαβάζει κανένας απο αυτούς ας ξέρει εκ των προτέρων ότι θα προτιμήσω το δικό του καφενείο, παρά τα άλλα που μας μπουχτίζουν με την παρωχημένη και αντικοινωνική τους νοοτροπία.
Δεν είναι θέμα μόδας επιτέλους. Ούτε ξαφνικά έγινα υγιεινιστής η χορτοφάγος η ισόβιο μέλος συλλόγων γυμναστικής και άθλησης. Είναι θέμα πολιτισμού, επαναλαμβάνω. Θέμα αντιμετώπισης του συνανθρώπου, αλλά και του ίδιου μας του εαυτού.
Θέμα κουλτούρας, αισθητικής και παιδείας.
Sunday, January 25, 2009
Ε και τελικά έγινα διπλωματούχος..
Σε μία τελετή που διεξήχθη στην αίθουσα του Συλλόγου υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος το Σάββατο 24 Ιανουαρίου μου απονεμήθηκε έπαινος για το κείμενο μου "Το δώρο".
Οι συμμετοχές για το διαγωνισμό της πεζογραφίας στον οποίο συμμετείχα ήταν 48, ενώ για το διαγωνισμό ποίησης ήταν 71.
Τα κείμενα πεζογραφίας που βραβεύτηκαν ήταν 3, ενώ απονεμήθηκαν και 3 ισότιμοι έπαινοι, ένα εκ των οποίων έλαβα κι εγώ.
Εντάξει, δεν έχουν πάρει τα μυαλά μου αέρα, αλλά κατόπιν αδείας της Κλαίρης μου, μπορώ να δέχομαι ανήθικες προτάσεις απο διάφορες γυναίκες που επιθυμούν να ξεγυμνωθούν μπροστά στη διάνοια μου, κατ όικον, την ώρα που εγώ θα διαβάζω τα κείμενα μου
Μή διστάσετε! Εχω μονάχα μία εβδομάδα καιρό, βιαστείτε και θα αποζημιωθείτε, τώρα ειδικά που ξαναξεκίνησα δίαιτα!
Επίσης δηλώνω ότι τη στιγμή που η επισκεψιμότητα της σελίδας θα αγγίξει τον αριθμό 1000 θα το γιορτάσω ανοίγοντας ένα μπουκάλι κρασί που πρέπει να βρίσκεται στο σπίτι μου 4-5 χρόνια, άρα θα είναι κατάλληλο για την περίσταση.
Στην υγειά μας, τη δική μου αλλά και όσων δε βαριούνται να διαβάζουν που κ πού αυτήν εδώ τη γωνιά :-)
Monday, January 19, 2009
Τι να τα κάνω τα λεφτά?
Τι να την κάνω την αγάπη και τα συναισθήματα σου, τις βόλτες στο φεγγαρόφωτο, τις βαρκάδες, τα σπαρακτικά ποιήματα, τις ταινίες όπου ο ωραίος πρίγκηπας διεκδικεί την φτωχή πλήν τίμια βοσκοπούλα, τις υποσχέσεις σου για μία αιώνια ευτυχία, τα τραγούδια κάτω απο το μπαλκόνι μου τα καλοκαίρια και τα τριαντάφυλλα στο γραφείο μου μετά τις νύχτες που το σέξ είναι -όπως μου ψιθυρίζεις ξεψυχισμένη- κάτι παραπάνω από..σέξ
Τι να τα κάνω τα λόγια και τα σφιχταγκαλιάσματα και τις παρέες των παντρεμένων με το βλέμμα που ψάχνει τα μπούτια των ελεύθερων, και τα πάρτυ με το άφθονο φαγητό και το ποτό και τι να τα κάνω τα τσιμπούσια με τη μαμά σου και το μπαμπά σου και το μισό χωριό παρέλαση, και τι να λένε οι περίπατοι στο λιμάνι με φόντο τα καράβια που κάνουν "τουουουτ" οι τσιμινιέρες τους λες και τραγουδούν στους γλάρους, και πως ν αντέξω τα τραγούδια που σ αρέσουν απο τις άγνωστες ραδιοφωνικές συχνότητες και τις αφόρητες μελιστάλαχτες φωνές των παραγωγών τους
Τι αντίλογο ν αρθρώσω απέναντι στους συγγραφείς των βιβλίων που διαβάζεις και πόσο να υπομένω τις αρλούμπες που μου απαγγέλεις φωναχτά απο τα περιοδικά που στην τιμή της συνταγής για σπανακόριζο προσφέρουν δώρο και αστρολογία, και τελικά πως γίνεται να είμαι υπομονετικός όταν συγκρίνεις τη μπάκα μου με τον Μπράντ Πίτ, και όταν τρώμε αρακά και φάβα αντί μπριζόλες με πατάτες και τι να τα κάνω πιά τα ξεχειλωμένα μου πουλοβεράκια που ξέχασες να στεγνώσεις αλλά σ αρέσουν πάνω μου τα χρώματα τους
Τι να τα κάνω τα γλυκανάλατα σήριαλ και τα βλέμματα με νόημα και τι να κάνω τις φίλες σου που κάθε γουλιά καφέ στέλνει και υποννοούμενο και τι να κάνω που θές να παντρευτούμε και θέλεις πρόταση με μονόπετρο κι εγώ πρέπει να κάνω τρείς δουλειές για να στο πάρω και τι να κάνω που το αμάξι σου είναι σαράβαλο και σπρώχνω στις ανηφόρες που ξεμένεις συνήθως και πως να αντιδράσω που κλείνεσαι στην τουαλέτα με τις ώρες επειδή έβγαλες ένα σπυράκι.
Μωρό μου πάρτο απόφαση, σ αγαπώ για τα βυζιά σου.
Thursday, January 15, 2009
Με αφορμή ένα γήπεδο
Αυτό που συμβαίνει αυτή την περίοδο με το γήπεδο του Παναθηναϊκού έχει μεγάλο ενδιαφέρον
Και σίγουρα δεν αναφέρομαι στην αθλητική διάσταση του θέματος, όσο στην πολιτική του διάσταση.
Τί συμβαίνει τελικά με το θέμα?
Κατά τη γνώμη μου ότι συμβαίνει συνήθως στην Ελλάδα των τεράστιων διαρθρωτικών προβλημάτων και της μεσαιωνικής γραφειοκρατίας.
Οτι συμβαίνει συνήθως, όταν ένας οποιοσδήποτε επιχειρηματίας προσπαθεί να "στήσει" μία δουλειά πηγαίνοντας με το γράμμα του νόμου, κάνοντας το σταυρό του όταν συναντά το "τέρας" που κατά καιρούς όλες οι κομματικές νομενκλατούρες έχουν συντηρήσει με διαφορετικά ονόματα και θέση μέσα στις προγραμματικές τους δηλώσεις.
Το ζήτημα θα μπορούσε να σταματά εδώ.
Η διοίκηση του Παναθηναϊκού σηκώνει ψηλά τα χέρια, τα νομικά προσκόμματα είναι ανυπέρβλητα, τα οικολογικά το ίδιο, ο κόσμος παθητικά παρακολουθεί μια "απο τα ίδια" ιστορία με άρωμα σκανδάλου, και το θέμα παραπέμπεται στις καλένδες...
Ομως δεν είναι έτσι.
Αυτή τη φορά η στάση του κόσμου απέναντι στους παράγοντες που αποτελούν το "θέατρο" των γεγονότων είναι τελείως διαφορετική.
Για πρώτη φορά, όσο θυμάμαι εγώ τουλάχιστον, βλέπω ότι ο κόσμος, ενσωματώνοντας ίσως τα πρώτα συμπτώματα γενικευμένης αγανάκτησης που βίαια εκφράστηκαν το προηγούμενο διάστημα, με αφορμή τη δολοφονία Αλέξη, εκφράζεται,κινείται και απαιτεί με τελείως διαφορετική ΛΟΓΙΚΗ, απέναντι στα πολιτικά πρόσωπα.
Εκφράζεται, κινείται και απαιτεί ως ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗΣ και όχι ώς πολίτης.
Ως καταναλωτής του προϊοντος "πολιτική", του προϊοντος "τσίπρα", "κακλαμάνη", "παναθηναϊκός", "χόντα" και ούτω καθεξής...
Τι σημαίνει αυτό?
Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος έχει μία ισοπεδωτική λογική και στάση καταργώντας παραδοσιακές ιεραρχικές κοινωνικές δομές, στο βωμό της ανάγκης- της απαίτησης του καλύτερα- να καταναλώσει αυτό που επιθυμεί, αυτό που του υποσχέθηκαν με την "ελεύθερη αγορά" ότι θα κατέχει δικαιωματικά, αυτό που χρόνια τον εθίζουν να κάνει και να προτιμά δίχως να δίνει σημασία στο "ποιός", αλλά να επικεντρώνεται στο "τι" και στο "πόσο"...
Ο φίλαθλος του Παναθηναϊκού είναι ένα χαρακτηριστικό κοινωνικό φαινόμενο σήμερα.
Είναι κάποιος που τρώει καρπαζιές απο ένα σύστημα με συγκεκριμένες προδιαγραφές και στόχευση, είναι κάποιος που μονίμως συμμετεχει στο σύστημα χωρίς όμως να είναι μέρος της μοιρασιάς, είναι κάποιος που του έχουν "τάξει" εδώ και χρόνια αλλά τον κοροιδεύουν μονίμως, είναι κάποιος που ενώ έχει την παιδεία να πιστέψει και να πορευτεί με το γράμμα του νόμου, έχει μείνει εκτεθειμένος, με λίγα λόγια είναι ένας μέσος μαλάκας Ελληνας με όνειρα για μία καλύτερη ζωή,με τα οικονομικά μέσα και τη διάθεση να τα αξιοποιήσει, που μονίμως συγκρούεται με ένα παρωχημένο καθεστώς-τροχοπέδη-νταβατζή, τόσο θεσμικά όσο πολιτικά και κοινωνικά, το οποίο καθεστώς είναι θρασύτατο επικοινωνιακά σε βαθμό που πλέον να μη γίνεται αποδεκτό απο την οικονομική πραγματικότητα που για να αντιπαρέλθει την περίφημη διεθνή κρίση οφείλει και πρέπει να επιδιώξει τη επιθετικότητα στις επενδύσεις και όχι τη συστολή...
Σήμερα, το γηπεδικό αναδεικνύει μία καινούργια δυναμική η οποία αναμένω ότι σύντομα θα γίνει και πολιτική πραγματικότητα, με μορφή και σχέδιο και πρόγραμμα που θα αντιπαρέλθει πολλές παλιές δεδομένες κυρίαρχες καταστάσεις και που θα έχει την ένταση και τη συμμετοχή της "αλλαγής" του παπανδρεϊκού 1981.
Τη δυναμική του πολίτη-καταναλωτή που απαιτεί να ικανοποιείται για όσο ο ίδιος επιλέγει με δεδομένα και προοπτικές ισότιμες με τους Ευρωπαίους συμπολίτες του.
Θα το πώ πολύ απλά.
Εφόσον το προϊον "συριζα" δεν πουλάει, αλλά πουλάει το προϊον "πολυμετοχικός" τότε αυτομάτως το δεύτερο προϊον γίνεται πολιτικά αποδεκτό, παραγωγικό, ωφέλιμο και κοινωνικά εύπεπτο, ενώ το πρώτο, παρακμάζει και αποδοκιμάζεται ώς οικονομικά ανώφελο, εφόσον δεν παράγει "κέρδος" με τη συνολική του έννοια, παρά μόνο "κόστος"...
Και φυσικά με τη λέξη προϊον αναφέρομαι σε μία ολοκληρωμένη πρόταση που περιλαμβάνει ιδεολογήματα, σύστημα αξιών δηλαδή, δομή και ιεραρχία άρα οργάνωση, στόχους, δράσεις και αποτελέσματα, συμμετοχή του απλού κόσμου στις διαδικασίες, στελέχη πρωταγωνιστές, και ένα σωρό άλλα πράγματα που φανερώνουν ότι, η νέα πολιτική πραγματικότητα δεν θα είναι συγκεκριμένη ώς ΙΣΤΟΡΙΚΗ παράμετρος, αλλά ώς δομική...θα καλύπτει με λίγα λόγια πραγματικές ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΕΣ ανάγκες και όχι απλά σελίδες κάποιου τόμου πολιτικών πεπραγμένων...
Είμαι πολύ περίεργος να δώ ποιά θα είναι η συνέχεια.
Είμαι περίεργος να δώ ποιά θα είναι η αντίδραση του συμβατικού συστήματος που δέχεται τριγμούς ως πολιτικός παράγοντας, απο την κατα μέτωπο επίθεση του απλού κόσμου-οπαδού, που αισθάνεται ότι το δικαιωμα του να συμμετέχει και να καταναλώνει το προιον παναθηναικός, στη συγκεκριμένη περίσταση, είναι μεγαλύτερο απο τον αγώνα του τσίπρα "ενάντια στον καπιταλισμό"...
Το ίδιο πράγμα παρολίγο να συμβεί με την κόντρα καταστηματαρχών και νομαρχίας για το άνοιγμα των καταστημάτων την κυριακή μετά τις καταστροφές...ο κόσμος μπαϊλντισμένος απο την παθητική θέαση και την τρομοκρατία των ημερών ήθελε να ξεσπασει σε ψώνια, οι έμποροι ήθελαν να πουλήσουν, αλλά η νομαρχία και άλλοι θεσμικοί αντέδρασαν κρυμμένοι πίσω απο νομικές διατάξεις και συζητήσεις..
Εχω τη γνώμη ότι απο εδώ και πέρα, ψήφος θα είναι το ευρώ...και γι αυτό οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας, ότι το πώς διαθέτουμε το εισόδημα μας, μπορεί να γίνει...νομοθέτημα που θα ανατρέψει πολλά στεγανά.
Subscribe to:
Posts (Atom)