Όλη νύχτα σκεφτόμουν ξάγρυπνος.
Μόλις είχα φάει ένα-δυό γερά χαστούκια, απο αυτά που τα τρώς μόνος σου, είναι ολοδικά σου, και τα νοιώθεις κατάσαρκα και ολόψυχα.
Αυτά τα χαστούκια, κάποια στιγμή γίνονται μιά καθημερινότητα που συνηθίζεται.
Το ρίχνεις λιγάκι έξω, βλέπεις κάποια ταινία, περνάς μιά νύχτα σέξ, άντε βαριά-βαριά πάς και για κανά ποτό με φίλους και τα λέτε.
Στο κάτω κάτω τί συνέβη?
Ζητάς βοήθεια και δέ στη δίνει κανείς.
Ζητάς κατανόηση στο πρόβλημα σου, και δέν ακούει κανείς.
Ζητάς αέρα ν' ανασάνεις, αλλά σ΄εχουν στριμώξει για τα καλά οι καλές προθέσεις τους, τα χνώτα και ο ιδρώτας τους. Και απλά περιμένεις να περάσει η ώρα, να τελειώσουν, και να φύγεις να πάς σπιτάκι σου.
Ζητάς χώρο να τεντωθείς, αλλά δε σου επιτρέπουν. Εχουν απλώσει τα πόδια και τα χέρια τους, δήθεν για να έρθουν πιό κοντά σου, αλλά σε τυλίγουν με την υποκρισία και το ψεύτικο ενδιαφέρον τους.
Ζητάς τέλοσπαντων ότι ζητάς, και καταλήγεις να μένεις μόνος με τα ζητήματα σου άλυτα, μέσα σε σκέψεις απραγματοποίητες, όνειρα κατακρημνισμένα μέσα στην φοβερή μονοτονία του σήμερα, του αύριο και του παραμεθάυριο, και τα ντουβάρια να σε πλακώνουν, με το λευκό κι ανόθευτο τους χρώμα.
Θα μου πείς κι εσύ, γιατί να ζητάς?
Κι εγώ θα πώ, γιατί είμαι άνθρωπος, κι αποδέχτηκα ότι δεν είμαι παντοδύναμος θεός, ούτε άγιος, ούτε κάν ένας που αντέχει μιά ώρα να κάτσει μόνος με τα χάλια του, δίχως να γυρίσει πλεύρό. Αυτό το λένε "δεν τα βρίσκει ούτε με τ' άντερα του" και είναι αλήθεια.
Και υπομένεις, και αδιαφορείς, και σφυράς αμέριμνος και εφευρίσκεις ένα σωρό μηχανεύματα και μηχανισμούς να παρακάμπτεις τη σύγκρουση, τη μάχη, την ανταπόδωση, την αντίδραση, την ευαισθησία και την ευαισθητοποίηση.
Και επιμένεις να ξεχνάς, να γυρνάς και το άλλο μάγουλο και να δίνεις ευκαιρίες, και να καμώνεσαι ότι δε σε νοιάζει που εσύ έχεις μιά ηθική κι ένα τρόπο σκέψης να καθήσεις πάνω και να διαφεντέψεις, ενώ όλοι οι άλλοι ζούνε στο διαφορετικό σήμερα, και μελαγχολείς, και σκύβεις την κεφάλα τη γεμάτη ερωτηματικά, και περιμένεις με το στομάχι να βράζει.
Κι όμως αυτές οι γροθιές, αυτές οι κλωτσιές, η με άλλα λόγια "das leben der anderen" (οι ζωές των άλλων), είναι σημάδια που δεν περνούν με τις ευχές, ούτε και με τις αγκαλιές των αγαπημένων, ούτε και με παυσίπονα, ούτε και με ημίμετρα.
Μαζεύεται το φαρμάκι, η αδρανής ουσία-η αδράνεια, σαν ένα φριχτό κίτρινο ζελέ απο χλωρίνη, κι αναθυμιάζει και σου καίει το στομάχι, κι απλώνεται στα πνευμόνια, στην αναπνοή, στους χτύπους της καρδιάς και στο χρώμα το μαλλιών, και στα χείλη που τραυματίζουν τα σώματα των αγαπημένων σου.
Ξύπνησα κι είχα την καούρα στο στομάχι και βαριανάσαινα. Μ έχει λυγίσει το άγχος.
Κανένα άγχος δεν είναι δικαιολογημένο, κανένα πρόβλημα δεν έχει βολική αιτιολόγηση, ούτε απλή συνταγολόγηση, για να περάσει με το μαγικό χαπάκι.
Και το χειρότερο απ όλα, το πικρό στόμα, με τη γεύση της απογοήτευσης, της αδυναμίας, της παραίτησης, που χαμογελά μηχανικά κάθε πρωί για την καλημέρα του γραφείου, προσπαθώντας να σκεπάσει τα μαύρα συννεφάκια και τις αραιές ψιχάλες του θυμικού.
Δεν ξέρω γιατί νομίζω, ότι γύρω απο τα μάτια μου έχω αρχίσει να ρυτιδιάζω, δεν ξέρω γιατί αισθάνομαι τόσο χάλια, βαθιά μέσα μου, απ άκρη σ άκρη, για ποιό λόγο έχω γίνει δύο κομμάτια και το ένα κοροϊδεύει τ' άλλο.
Δεν ξέρω γιατί το μίσος είναι η μόνη αληθινή δύναμη, που συγκλονίζει την ύπαρξη μου, ενώ η αγάπη είναι μονάχα μιά αγκαλιά, σ΄όλο τον κόσμο.
Είναι μιά άνιση μάχη, ύπουλη. Και οι ώμοι σου πάντοτε πιό αδύναμοι, από τις περιστάσεις.
Όσο μπορώ κρατώ, πηγαίνω κόντρα, με το γλυκό αντίκρυ στο πικρό, με λόγια, έργα και σκέψεις.
Κι άν τελικά θέλει να έρθει η τελευταία σφαλιάρα να με ξεράνει, άς έρθει.
Θα την ξεπροβοδίσω.
Thursday, May 21, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment