Tuesday, April 14, 2009

Δε γίνεται λέμε

Το να μπαίνεις στη διαδικασία να γράφεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις σου, δεν είναι μιά εύκολη υπόθεση.
Είναι μία κατάσταση, κατα την οποία μιά αλληλουχία από άλλες μικρότερες καταστάσεις γίνεται κάτι -ένα μόρφωμα- που αποκτά σάρκα και οστά και κάπου θέλει να εμφανιστεί, να εκτονωθεί, να ψηθεί απο το φώς και το αλάτι της ημέρας, της μπαναλιτέ, της αδιαφορίας και της μαλακίας που αραδιάζεται σα σωρός απο άδεια σακιά μέσα στην αποθήκη του μυαλού μας.
Και αυτή η κατάσταση, η μαμά κατάσταση -ας την ονομάσω έτσι- για να προκύψει, όσο πάει και γίνεται μία ιστορία βασανιστική και πιεστική, αγχωτική και επαναληπτική, απαιτητική και επίπονη, και τελικά φτάνεις σ ένα σημείο να μπουχτίζεις, προσπαθώντας να βρείς κάτι να πείς.
Και τι να πείς?
Ολα τα χουν πεί άλλοι, και τα υπόλοιπα τα έχουν καλύψει οι υπόλοιποι. Αρα? Τίποτα.
Αυτό που μένει είναι η κούραση της μέρας.
Κι άλλα πολλά μένουν, αλλά απο αυτά, τα περισσότερα είναι αφρόψαρα και τα καμακώνεις πανεύκολα, τα τηγανίζεις και τα τρώς, τα ξεκοκκαλίζεις παρέα με τα φιλαράκια σου και δε βαρυστομαχιάζεις κιόλα.
Ομως ψαράς μάγκας και τσίφτης, ξακουστός στον Πειραιά, γίνεσαι με τα μεγάλα ψάρια. Και για να τα θέλξεις στα δίχτυα σου πρέπει να είσαι πραγματικά καλός, και πραγματικά μόνος.
Αναρωτιέμαι λοιπόν και σκέφτομαι, ποιό το νόημα της άσκοπης συναναστροφής.
Με πήρε τηλέφωνο κάποιος φίλος για να μιλήσουμε. Δέχτηκα. Θα περάσει η ώρα είπα.
Μα έλα μου ντέ!
Αυτή η παγίδα της αεργίας και της αργοσχολοσύνης και της ρέγκλας και της ραστώνης, όπου δύο μαντραχαλάδες αυνανίζονται επικοινωνιακά, αντί να συνδιαλέγονται, είναι η πιό συνηθισμένη μέθοδος για να χαλάσεις την ψυχική σου νηνεμία.
Και αντί να ελαφραίνουν τα βάρη σου, να εναποθέτεις τις κοτρώνες και τα τσιμέντα της προσωπικότητας σου, να ανασαίνουν τα πνευμόνια σου σε ύψη ανείδωτα και αύρες αιθέριες, γίνεσαι ένα μπαλόνι κόκκινο, γεμάτος με σκατούλες και σκατάκια, και σκοτούρες των άλλων, και δανείζεσαι ωδίνες και σκοτοδίνες, και σάχλα με το κιλό, σε κάθε χρώμα και μέγεθος, και όχι μόνο ψάρι δε βλέπεις, μα ούτε και φύκι.
Μωρε δεν καθόμουν σπίτι μου θα πείς? Κι άς με λένε και παράξενο.
Η συναναστροφή δουλεύει με το φαινόμενο της όσμωσης.
Οι άνθρωποι είμαστε πομποί και δέκτες, ψάρια και ψαράδες.
Και σάν εσύ, μια ψυχή τρυφερή και γλυκοπονιάρα, βρεθείς στα άβαθα του διπλανού, στο λιμάνι του καημού του, όσο και να το θές, ξεζουμίζεσαι, προσπαθώντας να κολυμπήσεις στ άγνωστα νερά του.
Κι αδειάζεις τη σεντίνα με τα βρωμόνερα του, και λερώνεσαι. Και πονοκεφαλιάζεις.
Χειρότερος άνθρωπος απο τον γκρίζο -σάν κάπνα- δεν υπάρχει.
Υπουλος και αόρατος τρυπώνει στους πόρους και τα ρούχα σου, και μετά μυρίζεις και δεν ξεπλένεσαι. Και ποτέ δεν καταλαβαίνεις και πώς την πάτησες.
Είναι πολύ απλό. Κόβεις το έξω, και ενισχύεις το μέσα.
Κάθεσαι αγκαλιά με την παραξενιά σου, τη λόξα και τις ατέλειες σου -αυτές που κάνουν τις γυναίκες να σε γουστάρουν δηλαδή- και προσπαθείς να φτιάξεις την αλληλουχία των μικρών καταστάσεων, σε μιά μεγαλύτερη μαμα-κατάσταση, και να την παρακαλέσεις να πάρει σάρκα και οστά, να εμφανιστεί μπροστά στα μάτια σου, και να της δώσεις μιά κλωτσιά στα πισινά για να ησυχάσεις.
Δε γίνεται άλλο λέμε.
Νισάφι!!

No comments: