Μέσα στο σύστημα που σιγά σιγά πεθαίνει, με ρόγχο που σπάει τύμπανα, και τους ναύτες του, να προσπαθούν να επιβιβάσουν τους επιβάτες του, στις σωσίβιες λέμβους του Τιτανικού, παρατηρεί κανείς και καταγράφει, πρόσωπα και πράγματα που ξεχωρίζουν
Γιατί κάποτε ήταν σημαίες και πρότυπα, αντιπροσώπευαν συλλογικές μνήμες και κοινωνικά πάθη. Ήταν προσωπικότητες σπουδαίες (ενδεχομένως να παραμένουν και σήμερα) με συμμετοχή στη διαμόρφωση τάσεων και ρευμάτων στους χώρους που δραστηριοποιήθηκαν
Όταν λοιπόν αυτοί οι ξεχωριστοί άνθρωποι, βυθίζονται μαζί με το ανώνυμο πλήθος, στον ίδιο πάτο του ωκεανού, με όχημα το ίδιο σαπιοκάραβο, τότε σίγουρα και ο τελευταίος άσχετος αντιλαμβάνεται, ότι κάτι αλλάζει
Η αλλαγή πάντοτε είναι επώδυνη, και πάντοτε δημιουργεί τεράστιες αντιδράσεις. Μοιράζει ξανά εξουσίες και ρόλους, αναδιαρθρώνει οργανωτικά στεγανά, καταργεί ιεραρχίες και εγκαθιστά καινούργιες. Πρώτα και κύρια όμως, σπάει τα καλούπια της συνήθειας. Και μέχρι να χυτευθούν τα νέα κράματα, να πάρουν σχήμα, κυριαρχεί ο φόβος, η ανασφάλεια και η απελπισία
Αυτοί που υποφέρουν περισσότερο, είναι όσοι δε μπόρεσαν ποτέ να προσαρμοστούν στην ιδέα, ότι ο χρόνος είναι αμείλικτος. Κρατώντας τα τελευταία οχυρά του δικού τους εγωιστικού μικροπεριβάλλοντος, με περισσό σθένος, με φοβερό πάθος, με τρομερή δύναμη και μεγαλείο. Κοντά σε όσους, απέδιδαν το θαυμασμό, το δέος και τη λατρεία, στα πρόσωπα τους. Στο κοινό τους.
Η ματαιοδοξία πεθαίνει τελευταία. Όπως και το χουϊ. Όπως και όσα μας σημάδεψαν σε μια μακρά ή σύντομη θητεία μας στη ζωή αυτή. Και μας διαμόρφωσαν
Ο Μίκης Θεοδωράκης, κοντεύει τα 90 χρόνια του, ζωή να χει. Κάποιοι τον θεωρούν από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους μουσικοσυνθέτες του αιώνα μας. Και όχι άδικα. Παρότι δεν έχω προσωπική αντίληψη της μουσικής του, εκτός από τα γνωστά εμβατήρια του Πολυτεχνείου, καταλαβαίνω ότι έχει συμβάλλει στον πολιτισμό. Είναι κομμάτι και θησαυρός, της Ελλάδας και της Ευρώπης. Και του κόσμου ολόκληρου. Και δεν πρόκειται ποτέ να πάψει η λάμψη του να θαμπώνει με φως αληθινό, τα μάτια και τις ψυχές μας. Και να μας ταξιδεύει.
Όμως η πολιτική, είναι κάτι διαφορετικό από τη μουσική. Και οι συνθήκες σήμερα, διαφορετικές από τις συνθήκες που ο Μίκης άρθρωνε πολιτικό λόγο, κάποτε. Και ήταν κομμάτι εκείνης της κοινωνίας, με εκείνες τις ανάγκες, με εκείνο τον πόνο και εκείνη τη γιατρειά. Σε αντίθεση με τη μουσική του, που είναι διαχρονική, η πολιτική σήμερα, απαιτεί μια καινούργια γέννηση. Μια νέα αρχή. Μια καινούργια συζήτηση, που θα αλλάξει το πρόσωπο της Ελλάδας, και θα επηρεάσει τις εξελίξεις για τα επόμενα 30 χρόνια και βάλε. Τι μέρος της συζήτησης αυτής είναι ο Μίκης? Αναρωτιέμαι
Είναι σα να ζητά το ΚΚΕ, την αναστήλωση του Λένιν, ως μούμιας, έξω από το μαυσωλείο του στη Μόσχα, για να αποδείξει ότι ο κομμουνισμός είναι διαχρονικός. Και άφθαρτος. Και να υπενθυμίσει τους αγώνες του κάποτε, ενάντια σε έναν καπιταλισμό που ενσάρκωνε το Αμερικάνικο δέος. Εποχές που ο εργάτης, ο καταφρονεμένος, ο κοινωνικά αποκλεισμένος παρίας, δεν είχε στοιχειώδη δικαιώματα, ούτε συμμετείχε στην κοινωνία. Ήταν αντάρτης, φυλακισμένος, εξορισμένος και εχθρός του έθνους. Και η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο, παντιέρα εξιλέωσης και βάλσαμο για τους πιστούς της. Σάλπισμα ελπίδας και διεκδίκησης. Αλληλεγγύης και συμπαράστασης
Και ο Μίκης σήμερα, αυτό το ρόλο παίζει. Δυστυχώς για όσους τον βάζουν μπροστά, ως "ιερό και όσιο", διεγείροντας τα πιο συντηρητικά, εθνικοπατριωτικά ένστικτα, ανεξαρτήτως απόχρωσης. Δυστυχώς και για τον ίδιο, που ξεφτιλίζεται, μέσα σε ένα παιχνίδι επικοινωνιακό, που δεν καταλαβαίνει. Και στεναχωριέται. Και φθείρεται. Και πάλι μένει απέξω, μόνος του, μακριά από την πραγματικότητα. Και παρηγορείται μόνο στη μουσική του, που-ευτυχώς για μας- συνεχίζει σαν ήρεμο ποταμάκι, να κυλάει στην έμπνευση του. Και να δημιουργεί.
Ο άλλος παππούς, του ποδοσφαίρου, ο μεγάλος και τρανός Μίμης Δομάζος, ο αρχηγός του Παναθηναϊκού, που μπήκε πρώτος στο Γουέμπλεϋ, πριν 40 και βάλε χρόνια, είναι μια ανάλογη περίπτωση. Άσχετα αν η ιδιοτέλεια τον χαρακτηρίζει, ο ίδιος παραμένει, ένα φωτεινό σημάδι, μέσα στο βούρκο του επαγγελματικού αθλητισμού, όντας ένας από τους πιο ταλαντούχους Έλληνες ποδοσφαιριστές, όλων των εποχών. Μια εμβληματική προσωπικότητα των γηπέδων. Μια σημαία για το σύλλογο της Αθήνας. Μέχρι εκεί όμως.
Ο Δομάζος, είναι σαν το επετειακό ρολόϊ, που λάνσαρε γνωστή εταιρεία διαφήμισης, για την επέτειο του τελικού κυπέλλου πρωταθλητριών, του 1971, στον οποίο αγωνίστηκε ο Παναθηναϊκός. Είναι ένα ξεχωριστό κόσμημα, σε μια προθήκη με αναμνηστικά, με παλιές δόξες και χαρές, μιας αγνότερης ποδοσφαιρικά εποχής (από την πλευρά του φιλάθλου) που πολλά στηρίζονταν στο πάθος, την αγωνιστικότητα, την αφοσίωση και την πάλη απέναντι στους ισχυρούς, χωρίς να υπάρχουν τα μέσα. Δηλαδή την ταύτιση του ποδοσφαίρου, με την Ελληνική ανοικοδόμηση του αστικού κράτους, μετά τον εμφύλιο πόλεμο και τα σχετικά επεισόδια της ιστορίας. Τότε που "το καθαρό κούτελο" του "φτωχού και τίμιου" Έλληνα, μέτραγε περισσότερο. Τότε που το "πατρίς-θρησκεία-οικογένεια", γινόταν θεσμός και εθνική υπόθεση, μέσα από το βίωμα της ιστορίας Δαβίδ και Γολιάθ από την Παλαιά Διαθήκη.
Σήμερα, τραγικά εκτός πραγματικότητας των ποδοσφαιρικών επιχειρήσεων, ο Δομάζος, πηγαίνει στα διοικητικά συμβούλια του Παναθηναϊκού, ανήμπορος να μιλήσει ορθά, στη γλώσσα που σήμερα ομιλείται, ανίκανος να συμπορευτεί με το ποδόσφαιρο-βιομηχανία που αυτή τη στιγμή καταναλώνουμε. Και εκτίθεται ο ίδιος από το πάθος και το ρεαλισμό που απαιτούσε η δεκαετία του '60, αλλά ξεφτιλίζει και όσους τον έβαλαν να παριστάνει το μπαμπούλα, χωρίς καμιά αιτία
Πολιτικά μιλώντας, οι δυο αυτές προσωπικότητες, ανήκουν στον ίδιο χώρο. Το χώρο της αστικής συντήρησης των νοικοκυραίων, τόσο αριστερής, όσο και δεξιάς. Το χώρο δηλαδή που αντιλαμβάνεται την πολιτική, μέσα από τη χρήση συμβόλων, σχημάτων και αξιών, σχετικών με την ιδέα του έθνους και του Ελληνισμού. Κοινωνικά μιλώντας, είναι και οι δύο λαϊκοί ήρωες, μιας άλλης εποχής, που σήμερα προβάλλεται ως "επιστροφή στις αξίες", αντανακλαστική αντίδραση των συντηρητικών ενστίκτων των ανθρώπων, που σήμερα τρέμουν την αλλαγή, και τις αναπόφευκτες συνέπειες της.
Άσχετα από την απογοήτευση, και τη μελαγχολία που μου δημιουργούν συναισθηματικά, οι ιστορίες αυτών των δύο ανθρώπων, έτσι όπως τις αντικρίζω σήμερα, μέσα από τη δημόσια εικόνα τους, θέλω και από τους δυο να κρατήσω κάτι. Και αυτό πιστεύω είναι και το μήνυμα που θέλω να περάσω.
Θέλω να τους θυμάμαι, για τη δύναμη, τη θέληση, την ακούραστη πεποίθηση τους ότι οι αγώνες, η εργασία και η προσπάθεια, φέρνουν αποτελέσματα και πρόοδο.
Ότι κάθε άνθρωπος, είτε μεγάλος, είτε μικρός, μπορεί να κάνει την υπέρβαση, σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, με όπλο την πίστη του σε ιδανικά
Και τέλος ότι, πάνω και πέρα απ όλα, οδηγός για το καλύτερο αύριο, είναι οι μεγάλες, συλλογικές και διαχρονικές επιτυχίες. Στόχοι που προκύπτουν, μέσα από τη συμμετοχή, σε μια ανοιχτή, δημοκρατική και σύγχρονη Ελλάδα των ανθρώπων-και όχι των ατόμων
Γιατί κάποτε ήταν σημαίες και πρότυπα, αντιπροσώπευαν συλλογικές μνήμες και κοινωνικά πάθη. Ήταν προσωπικότητες σπουδαίες (ενδεχομένως να παραμένουν και σήμερα) με συμμετοχή στη διαμόρφωση τάσεων και ρευμάτων στους χώρους που δραστηριοποιήθηκαν
Όταν λοιπόν αυτοί οι ξεχωριστοί άνθρωποι, βυθίζονται μαζί με το ανώνυμο πλήθος, στον ίδιο πάτο του ωκεανού, με όχημα το ίδιο σαπιοκάραβο, τότε σίγουρα και ο τελευταίος άσχετος αντιλαμβάνεται, ότι κάτι αλλάζει
Η αλλαγή πάντοτε είναι επώδυνη, και πάντοτε δημιουργεί τεράστιες αντιδράσεις. Μοιράζει ξανά εξουσίες και ρόλους, αναδιαρθρώνει οργανωτικά στεγανά, καταργεί ιεραρχίες και εγκαθιστά καινούργιες. Πρώτα και κύρια όμως, σπάει τα καλούπια της συνήθειας. Και μέχρι να χυτευθούν τα νέα κράματα, να πάρουν σχήμα, κυριαρχεί ο φόβος, η ανασφάλεια και η απελπισία
Αυτοί που υποφέρουν περισσότερο, είναι όσοι δε μπόρεσαν ποτέ να προσαρμοστούν στην ιδέα, ότι ο χρόνος είναι αμείλικτος. Κρατώντας τα τελευταία οχυρά του δικού τους εγωιστικού μικροπεριβάλλοντος, με περισσό σθένος, με φοβερό πάθος, με τρομερή δύναμη και μεγαλείο. Κοντά σε όσους, απέδιδαν το θαυμασμό, το δέος και τη λατρεία, στα πρόσωπα τους. Στο κοινό τους.
Η ματαιοδοξία πεθαίνει τελευταία. Όπως και το χουϊ. Όπως και όσα μας σημάδεψαν σε μια μακρά ή σύντομη θητεία μας στη ζωή αυτή. Και μας διαμόρφωσαν
Ο Μίκης Θεοδωράκης, κοντεύει τα 90 χρόνια του, ζωή να χει. Κάποιοι τον θεωρούν από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους μουσικοσυνθέτες του αιώνα μας. Και όχι άδικα. Παρότι δεν έχω προσωπική αντίληψη της μουσικής του, εκτός από τα γνωστά εμβατήρια του Πολυτεχνείου, καταλαβαίνω ότι έχει συμβάλλει στον πολιτισμό. Είναι κομμάτι και θησαυρός, της Ελλάδας και της Ευρώπης. Και του κόσμου ολόκληρου. Και δεν πρόκειται ποτέ να πάψει η λάμψη του να θαμπώνει με φως αληθινό, τα μάτια και τις ψυχές μας. Και να μας ταξιδεύει.
Όμως η πολιτική, είναι κάτι διαφορετικό από τη μουσική. Και οι συνθήκες σήμερα, διαφορετικές από τις συνθήκες που ο Μίκης άρθρωνε πολιτικό λόγο, κάποτε. Και ήταν κομμάτι εκείνης της κοινωνίας, με εκείνες τις ανάγκες, με εκείνο τον πόνο και εκείνη τη γιατρειά. Σε αντίθεση με τη μουσική του, που είναι διαχρονική, η πολιτική σήμερα, απαιτεί μια καινούργια γέννηση. Μια νέα αρχή. Μια καινούργια συζήτηση, που θα αλλάξει το πρόσωπο της Ελλάδας, και θα επηρεάσει τις εξελίξεις για τα επόμενα 30 χρόνια και βάλε. Τι μέρος της συζήτησης αυτής είναι ο Μίκης? Αναρωτιέμαι
Είναι σα να ζητά το ΚΚΕ, την αναστήλωση του Λένιν, ως μούμιας, έξω από το μαυσωλείο του στη Μόσχα, για να αποδείξει ότι ο κομμουνισμός είναι διαχρονικός. Και άφθαρτος. Και να υπενθυμίσει τους αγώνες του κάποτε, ενάντια σε έναν καπιταλισμό που ενσάρκωνε το Αμερικάνικο δέος. Εποχές που ο εργάτης, ο καταφρονεμένος, ο κοινωνικά αποκλεισμένος παρίας, δεν είχε στοιχειώδη δικαιώματα, ούτε συμμετείχε στην κοινωνία. Ήταν αντάρτης, φυλακισμένος, εξορισμένος και εχθρός του έθνους. Και η κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο, παντιέρα εξιλέωσης και βάλσαμο για τους πιστούς της. Σάλπισμα ελπίδας και διεκδίκησης. Αλληλεγγύης και συμπαράστασης
Και ο Μίκης σήμερα, αυτό το ρόλο παίζει. Δυστυχώς για όσους τον βάζουν μπροστά, ως "ιερό και όσιο", διεγείροντας τα πιο συντηρητικά, εθνικοπατριωτικά ένστικτα, ανεξαρτήτως απόχρωσης. Δυστυχώς και για τον ίδιο, που ξεφτιλίζεται, μέσα σε ένα παιχνίδι επικοινωνιακό, που δεν καταλαβαίνει. Και στεναχωριέται. Και φθείρεται. Και πάλι μένει απέξω, μόνος του, μακριά από την πραγματικότητα. Και παρηγορείται μόνο στη μουσική του, που-ευτυχώς για μας- συνεχίζει σαν ήρεμο ποταμάκι, να κυλάει στην έμπνευση του. Και να δημιουργεί.
Ο άλλος παππούς, του ποδοσφαίρου, ο μεγάλος και τρανός Μίμης Δομάζος, ο αρχηγός του Παναθηναϊκού, που μπήκε πρώτος στο Γουέμπλεϋ, πριν 40 και βάλε χρόνια, είναι μια ανάλογη περίπτωση. Άσχετα αν η ιδιοτέλεια τον χαρακτηρίζει, ο ίδιος παραμένει, ένα φωτεινό σημάδι, μέσα στο βούρκο του επαγγελματικού αθλητισμού, όντας ένας από τους πιο ταλαντούχους Έλληνες ποδοσφαιριστές, όλων των εποχών. Μια εμβληματική προσωπικότητα των γηπέδων. Μια σημαία για το σύλλογο της Αθήνας. Μέχρι εκεί όμως.
Ο Δομάζος, είναι σαν το επετειακό ρολόϊ, που λάνσαρε γνωστή εταιρεία διαφήμισης, για την επέτειο του τελικού κυπέλλου πρωταθλητριών, του 1971, στον οποίο αγωνίστηκε ο Παναθηναϊκός. Είναι ένα ξεχωριστό κόσμημα, σε μια προθήκη με αναμνηστικά, με παλιές δόξες και χαρές, μιας αγνότερης ποδοσφαιρικά εποχής (από την πλευρά του φιλάθλου) που πολλά στηρίζονταν στο πάθος, την αγωνιστικότητα, την αφοσίωση και την πάλη απέναντι στους ισχυρούς, χωρίς να υπάρχουν τα μέσα. Δηλαδή την ταύτιση του ποδοσφαίρου, με την Ελληνική ανοικοδόμηση του αστικού κράτους, μετά τον εμφύλιο πόλεμο και τα σχετικά επεισόδια της ιστορίας. Τότε που "το καθαρό κούτελο" του "φτωχού και τίμιου" Έλληνα, μέτραγε περισσότερο. Τότε που το "πατρίς-θρησκεία-οικογένεια", γινόταν θεσμός και εθνική υπόθεση, μέσα από το βίωμα της ιστορίας Δαβίδ και Γολιάθ από την Παλαιά Διαθήκη.
Σήμερα, τραγικά εκτός πραγματικότητας των ποδοσφαιρικών επιχειρήσεων, ο Δομάζος, πηγαίνει στα διοικητικά συμβούλια του Παναθηναϊκού, ανήμπορος να μιλήσει ορθά, στη γλώσσα που σήμερα ομιλείται, ανίκανος να συμπορευτεί με το ποδόσφαιρο-βιομηχανία που αυτή τη στιγμή καταναλώνουμε. Και εκτίθεται ο ίδιος από το πάθος και το ρεαλισμό που απαιτούσε η δεκαετία του '60, αλλά ξεφτιλίζει και όσους τον έβαλαν να παριστάνει το μπαμπούλα, χωρίς καμιά αιτία
Πολιτικά μιλώντας, οι δυο αυτές προσωπικότητες, ανήκουν στον ίδιο χώρο. Το χώρο της αστικής συντήρησης των νοικοκυραίων, τόσο αριστερής, όσο και δεξιάς. Το χώρο δηλαδή που αντιλαμβάνεται την πολιτική, μέσα από τη χρήση συμβόλων, σχημάτων και αξιών, σχετικών με την ιδέα του έθνους και του Ελληνισμού. Κοινωνικά μιλώντας, είναι και οι δύο λαϊκοί ήρωες, μιας άλλης εποχής, που σήμερα προβάλλεται ως "επιστροφή στις αξίες", αντανακλαστική αντίδραση των συντηρητικών ενστίκτων των ανθρώπων, που σήμερα τρέμουν την αλλαγή, και τις αναπόφευκτες συνέπειες της.
Άσχετα από την απογοήτευση, και τη μελαγχολία που μου δημιουργούν συναισθηματικά, οι ιστορίες αυτών των δύο ανθρώπων, έτσι όπως τις αντικρίζω σήμερα, μέσα από τη δημόσια εικόνα τους, θέλω και από τους δυο να κρατήσω κάτι. Και αυτό πιστεύω είναι και το μήνυμα που θέλω να περάσω.
Θέλω να τους θυμάμαι, για τη δύναμη, τη θέληση, την ακούραστη πεποίθηση τους ότι οι αγώνες, η εργασία και η προσπάθεια, φέρνουν αποτελέσματα και πρόοδο.
Ότι κάθε άνθρωπος, είτε μεγάλος, είτε μικρός, μπορεί να κάνει την υπέρβαση, σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, με όπλο την πίστη του σε ιδανικά
Και τέλος ότι, πάνω και πέρα απ όλα, οδηγός για το καλύτερο αύριο, είναι οι μεγάλες, συλλογικές και διαχρονικές επιτυχίες. Στόχοι που προκύπτουν, μέσα από τη συμμετοχή, σε μια ανοιχτή, δημοκρατική και σύγχρονη Ελλάδα των ανθρώπων-και όχι των ατόμων
No comments:
Post a Comment