Είχε πιάσει μια ψύχρα άλλο πράγμα
Επάνω έκαιγαν το καλοριφέρ νυχθημερόν, κάτω είχαμε την αγωνία μας μήπως και πουντιάσει το μωρό
Σφιχταγκαλιασμένοι, κουκουλωμένοι με τις κουβέρτες μας βλέπαμε σάχλες στην τηλεόραση
Παντρεμένοι
Μου ζήτησε κοκακόλα, και το βρήκα θαυμάσια ευκαιρία να ξεπορτίσω λιγάκι
Το μπούζι με συνέφερε για τα καλά, τυλίχτηκα στο μαύρο φλής που μου είχε κάνει δώρο και μπήκα στο αυτοκίνητο
Κουτρουβόλησα τον μουσκεμένο κατήφορο, προσέχοντας μη μου πεταχτεί κανά σκυλί μες τη μέση, όπως παραλίγο να πάθω προχτές
Σε λίγα λεπτά ήμουν στην πλατεία
Εκεί στο στενό με την φωτεινή επιγραφή είχε ανοίξει μια καινούργια κάβα. Ανθίδης
Γέλασα φέρνοντας στο νου μου "τα άνθη του κακού" του Σαρλ Μπωντλαίρ. Ένα βιβλίο που ποτέ δεν είχα διαβάσει, πάντοτε όμως μνημόνευα τον τίτλου σε τέτοιες περιστάσεις. Ίσως και μόνο γι αυτό θα πρεπε αντί για τον Ανθίδη να επισκεφτώ το βιβλιοπωλείο της Εστία. Αύριο
Είχε δυο τρεις πελάτες πριν απο μένα, ο πιτσιρικάς μικρός-Ανθίδης χάζευε κάποια τσόντα στο λάπτοπ, που είχε την οθόνη γυρισμένη στον τοίχο -ταχα μου πως δε φαίνεται (ενώ στο τζάμι φαινόταν η αντανάκλαση μια χαρά). Τέλειωσε ο πρώτος, πήρε μια εξάδα εμφιαλωμένα, και μετά ήταν ο γέρος.
Ένας άνθρωπος-καράβι τσακισμένο, στα στερνά του 50, μετρίου αναστήματος κάτασπρος και αξύριστος
Φόρμα μπαμπακερή ασορτί πάνω κάτω, μαύρη με πράσινο σειρήτι σα γυμναστής του Παναθηναικού. Φαφούτης, γερτός να χωλαίνει από τη μια, με τετράγωνο σαγόνι ναυτικού. Την ώρα που έβγαζε τα χρήματα από την τσέπη (δεν είχε πορτοφόλι αυτός) είδα τα νύχια βρώμικα και τα χέρια με παλάμες κόμπους του Αιγαίου πελάγους. Κάτι ζήτησε, εγώ ήμουν αφηρημένος στην αντανάκλαση στο τζάμι, ακούω το γκούπ του ξύλινου πάγκου και κοιτάζω
Μια φιάλη Vat 69, ενάμισο λίτρο κοκακόλα και μια σακούλα πατατάκια ο κύριος. Ακούστηκε το ντιν-ντιν στα πλήκτρα της ταμιακής μηχανής, το χρου-χρού από το χαρτάκι που ξεπρόβαλε με τα στοιχεία της αγοραπωλησίας, και ο γέρος έγινε καπνός. Η μήπως ήταν ήδη?
Θυμήθηκα εκείνο το βράδυ στο Athens Queens στη Λεωφόρο Καβάλας, που ήμουν βιαστικός να κάτσω στο κουπέ στην άκρη. Εκεί σύχναζα πολλές βραδιές που έλεγα ψέματα πως θα βγω με φίλους. Κι αντί να βγώ μαζί τους, με παιδιά της ηλικίας μου, εγώ αγχωμένος παρκάριζα πίσω στον παράδρομο, αγκαλιά με τον πράσινο σκουπιδοντενεκέ και μ ένα σάλτο ανέβαινα τη σκάλα με τις βαριές κόκκινες κουρτίνες και τις ρεκλάμες με τις τσίτσιδες χορεύτριες. Πανεπιστήμιο σωστό
Μπήκα και τράκαρα έναν σερβιτόρο που με κοίταζε απαθής. Θέλω να κάτσω. Ειμαστε άδειοι έλα μετά. Όχι θα κάτσω κι αν έρθει κόσμος (ήμουν ο γουρλής) θα με κεράσεις ένα ποτό. Πάει.
Ήταν ένα ρωσάκι που τραβούσα όλη τη νύχτα να μου δείξει το βρακί της. Με είχε πιάσει μανία, εμμονή και μεθυσμένη βία. Όχι θα μου το δείξεις. Κέρνα ποτό. Και μετά θα μου το δείξεις. Κι άλλο ποτό. Μα θα μου το δείξεις. Εκεί κάπου εξαντλήθηκα, τα παράτησα. Παράτα με της είπα, σήκω και φύγε.
Ξάφνου, από μακριά βλέπω το σερβιτόρο μ' ενα ποτό στο δίσκο να πλησιάζει με το χαμόγελο του κουραμπιέ. Από το αφεντικό κερασμένο φίλε. Γιατί? (εγώ είχα ξεχαστεί μέσα στο βρακί) Γιατί έκανες ποδαρικό. Νά ρχεσαι όποτε θέλεις. Και τι ποτό με κερνάτε παιδιά?
Vat 69 με κοκακόλα.
Την άρπαξα από το σβέρκο, την ξεβράκωσα και της έστησα ένα φιλί στο στόμα
"Άει και γαμήσου, ντε"
Με τον καβάλο όρθιο από το παρακαλετό, σηκώθηκα, στράγγιξα το ποτήρι και με σημάδι τον πράσινο κάδο μπήκα στο αμάξι κι έφυγα για το σπίτι
Χτύπησα την πόρτα και ο μικρός μου άνοιξε γελαστός. Ντάντα? Εγώ ήμουν
Αξύριστος, με μαύρο φλης και πράσινο σειρίτι-παράσημο στη φόδρα, κάτασπρος σαν καπνός
Η μήπως ήμουν ήδη?
No comments:
Post a Comment