Αναδημοσιεύω το κείμενο μου, από την ιστοσελίδα overlap.gr: http://www.overlap.gr/?p=11887
Είναι γνωστό στην Ελλάδα ότι η πολιτική σκέψη, έχει υποκατασταθεί από την πελατειακή εξάρτηση σε κάθε τομέα της ζωής μας. Αποδείχτηκε περίτρανα με το σκάνδαλο των στημένων αγώνων ότι και στο ποδόσφαιρο έχει παίξει σημαντικό ρόλο. Από την άλλη μεριά, οι νίκες της εθνικής μας ομάδας, αλλά και διάφορων συλλόγων, έγιναν οχήματα μεταφοράς πολιτικών μηνυμάτων προς πάσα κατεύθυνση. Αυτό ίσως να σημαίνει, ότι τελικά οι δύο χώροι, έχουν περισσότερα κοινά, παρά αντιθέσεις.
Δεν αναφερόμαστε φυσικά στη διοίκηση του ποδοσφαίρου, που υπάγεται στο υπουργείο Πολιτισμού. Από μόνο του αυτό το ζήτημα είναι εντελώς ξεχωριστό. Το θέμα που μας ενδιαφέρει, είναι ότι οι νίκες, οι ήττες, οι διεκδικήσεις και η συμπεριφορά του κάθε χώρου (ποδοσφαίρου και πολιτικής) αποδεικνύουν πως τα αντανακλαστικά του Ελληνικού λαού «ερεθίζονται» με τον ίδιο τρόπο.
Η μάχη του αδύνατου ενάντια στον ισχυρό. Η μάχη του κοινωνικά δίκαιου απέναντι στο οικονομικά τυραννικό. Η πρωτεύουσα απέναντι στην περιφέρεια. Οι ανισότητες, που στο χορτάρι ή μπροστά στην κάλπη «επιβάλλεται» να εξισωθούν, βορά στα μάτια του φιλοθεάμονος κοινού. Και η τελική «κάθαρση» όπως έλεγαν τον επίλογο των αρχαίων δραμάτων, που πάντοτε αποκαθιστά τις σχέσεις μεταξύ των αντιμαχόμενων, «δίνοντας την απάντηση». Άλλοτε θετική (όπως πανηγυρίσαμε στη νίκη του Ολυμπιακού) και άλλοτε αρνητική (όπως συνέβη με το Μνημόνιο και το ΔΝΤ).
Μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να φαίνεται παράξενο, να συγκρίνονται δυο διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους. Το «διασκεδαστικό» ποδόσφαιρο και η «στενάχωρη» πολιτική. Όμως τα αιτήματα και οι προσδοκίες, είναι παρόμοια. Και μέχρι πρότινος βασίστηκαν (καλώς ή κακώς) σε διάφορες εσφαλμένες, κατά τη γνώμη μας, παραδοχές.
Στην πολιτική σκηνή, όλοι μας έλεγαν πως οι Έλληνες, αξίζουμε να περνάμε ζωή και κότα, χωρίς να έχουμε τακτοποιήσει σωστά τα «του οίκου μας», μόνο και μόνο επειδή «δώσαμε τα φώτα μας στην Ευρώπη» ή γιατί είμαστε λαός ικανότατος, ευρηματικός, με μια μοναδική κουλτούρα. Στο ποδόσφαιρο, ζητούσαμε από τις ομάδες μας, να «βγάλουν μάτια» στα Ευρωπαϊκά παιχνίδια με ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας, θεαματικές επιθετικές ενέργειες, φαντεζί μεταγραφές που «θα μας ανεβάσουν επίπεδο». Ποιο ήταν το αποτέλεσμα μέχρι σήμερα?
Αποσπασματικές και εφήμερες «νίκες», τόσο για την πατρίδα όσο και για το Ελληνικό ποδόσφαιρο μέσα σε ένα –γενικά- γκρίζο περιβάλλον, που τελικά ήταν μαύρο και άραχνο, για όσο στηριζόταν σε ψέματα, ευχολόγια και αυταπάτες (για παράδειγμα «Πύρρειες» διπλωματικές νίκες ή εκτός έδρας «διπλά» που στην επανάληψη γίνονταν συντριβές).
Για καλή μας τύχη, οι Έλληνες θεοί μας έδωσαν την ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε την πραγματικότητα, προτού καταστραφούμε ολοσχερώς. Η φετινή πρόκριση της εθνικής Ελλάδος, οι επιτυχίες Ολυμπιακού και ΠΑΟΚ, προήλθαν από την στόχευση σε ένα ορθολογικό, δουλεμένο, αξιόπιστο και ρεαλιστικό πλάνο, που έδωσε τη δυνατότητα στους ποδοσφαιριστές, να ανταποκριθούν σωστά σε ρόλους που μπορούν να ανταπεξέλθουν. Με λίγα λόγια, η πίστη ότι «αυτά μπορούμε, έτσι θα προσπαθήσουμε», απελευθέρωσε το ποδόσφαιρο μας, από ουτοπικές εμμονές, χαρίζοντας μας τη δόξα, μέσα από όραμα συμβατό με τις ιδιαιτερότητες μας. Μέσα από σκληρή δουλειά, λογική και αξιοπρέπεια. Όχι μόνο στα λόγια και στις εφημερίδες, αλλά στα έργα και τις πράξεις. Και ήρθε φυσιολογικά, χωρίς παρατράγουδα, με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει σε κάθε πολιτισμένη χώρα, εδώ και χρόνια.
Δεν πρέπει να μένουμε έκπληκτοι και αποσβολωμένοι, μπροστά στις «αναπάντεχες και ηρωικές επιτυχίες». Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε επιπόλαια και επιφανειακά. Δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από τους λαοπλάνους κάθε χώρου, που φουσκώνουν τα μυαλά και τις καρδιές των απλών ανθρώπων, για να καρπώνονται οι ίδιοι τα οφέλη.
Όσο κι αν φαίνεται παράξενο σε μερικούς, υπάρχει συνταγή επιτυχίας, και είναι κοινή τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στην πολιτική. Η συνταγή αυτή, συμβαδίζει με την απλή, κοινή λογική, και τίποτα περισσότερο.
Παρότι σήμερα, φαίνεται να επικρατεί η απαισιοδοξία και η μιζέρια, τα πάντα ξεκινούν από τη σωστή «ανάγνωση» του υλικού που έχει στη διάθεση του ο κάθε Πρωθυπουργός ή ο κάθε τεχνικός ποδοσφαίρου. Όπως δε γίνεται να μετατραπεί από τη μια στιγμή στην άλλη η χώρα μας σε «Γερμανία», όσο και να το ευχόμαστε ή να το απαιτούν επιτακτικά οι εταίροι μας, έτσι δεν είναι δυνατόν, μέσα σε μια σεζόν, να μεταμορφωθεί ο Παναθηναϊκός σε Ρεάλ Μαδρίτης. Όσοι Άραβες και να επενδύσουν στην ομάδα. Όσα πακέτα βοήθειας να πάρουμε και όσες μεταρρυθμίσεις να ψηφιστούν με τραγικό κόστος για τον πολίτη. Δεν υπάρχει πριγκίπισσα να φιλήσει το βάτραχο, στην αληθινή ζωή. Τίποτα δε μας έχει χαριστεί. Τίποτα δε χαρίζεται.
Τα πάντα όμως κερδίζονται. Και στο ποδόσφαιρο και στην πολιτική.
Μέσα από τη διαχρονική προσήλωση, σε λογικά και μελετημένα μοντέλα, την πίστη στις πραγματικές μας δυνατότητες, το ρεαλισμό και την αλήθεια, και πάνω απ όλα, στη σκληρή δουλειά. Δηλαδή με εργαλεία που διαθέτουν οι πολιτισμένες κοινωνίες (και ομάδες) που θέλουν να εξελιχθούν και να παράγουν πορείες και επιτυχίες αντίστοιχες με τις προσπάθειες τους.
Πόσο ακόμα θα αγνοούμε αυτή την απλή διαπίστωση?
1 comment:
Δεν είναι καθόλου παράξενο. Η διοίκηση της πολιτικής ή των πολιτικών με τη διοίκηση του ποδόσφαίρου έχει πλείστα κοινά στοιχεία.
Τα κίνητρα των οπαδών παραμένουν ωφελιμιστικά και αξιοπερίεργα. Θέλουμε να γίνει η δουλειά. Δεν μας νοιάζει πως. Απλά να γίνει. Το παρασκήνιο δίνει και παίρνει.
Η πατρίδα και το ποδόσφαιρο μπαίνει σε δεύτερο, τρίτο, τέταρτο πλάνο και μοίρα, διότι προηγείται το κόμμα και η ομάδα που υποστηρίζουμε.
Κι αυτή η περιβόητη κάθαρση δεν έρχεται ποτέ. Την ευαγγελίζονται πολλοί πολιτικοί και παράγοντες, αλλά ουδείς τολμά μα βάλει μπρος τις μηχανές. Έχουμε να υπολογίσουμε/αντιμετωπίσουμε και τα κόστη: πολιτικά και βαθμολογικά.
Συμπέρασμα: δεν υπάρχει σχέδιο.
Καλή όρεξη.
Post a Comment