Wednesday, October 3, 2012

Σταθμός Βικτώρια



Σταθμός Βικτώρια 
(3ο βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Λογοτεχνίας και Ποίησης ΟΤΟΕ για το 2012)

Ήταν μια Κυριακή που δε θύμιζε τις άλλες. Ήταν η τελευταία Κυριακή.

Σηκωθήκαμε με το στρες να έχει δέσει κόμπο τις γλώσσες μας και τις λέξεις να βγαίνουν αργά και βασανιστικά, στην προσπάθεια τους να σχηματίσουν λογικές προτάσεις.
Ντυθήκαμε βιαστικά, χωρίς να μαζέψουμε τα πράγματα μας, φάγαμε πρωϊνό, το ίδιο και απαράλλαχτο μενού που εκτόξευε τη χοληστερίνη στα ουράνια, και ανοίξαμε την πόρτα της εξόδου
Ο καιρός ήταν τυπικός της πρωτεύουσας. Τόνοι υγρασίας, ψιλόβροχο και ένα αεράκι που μόλις σήκωνε τα πανιά από τους θυρεούς και τις σημαίες που στόλιζαν τα ψηλά-κάποτε περήφανα- κτίρια. Τα μάγουλα κοκκίνισαν στα πρώτα βήματα μακριά από το ξενοδοχείο, και το νοτισμένο πρωϊνό (δεν ήταν ακόμα 10) έφτιαξε ένα φιλμ δροσιάς στο μέτωπο, τη μύτη και το πηγούνι μου. Ήμουν από μέρες αξύριστος, για να μην κρυώνω, όμως εκείνη τη στιγμή το κρύο χέρι του χειμώνα πέρασε από κάθε σπιθαμή της επιδερμίδας μου, ανατριχιάζοντας τις αισθήσεις μου.
Ένας κατακόκκινος τηλεφωνικός θάλαμος, διέκοψε τις σκέψεις μου. Στάθηκα να με βγάλει φωτογραφία η Κλαίρη, να πάρω πίσω μια ανάμνηση. Άνοιξα την πόρτα του θαλάμου, για να φτιάξω ένα ομορφότερο κάδρο και η οσμή από το κάτουρο, έφτασε στα ρουθούνια μου. Αναγούλιασα

Τότε που περπατούσα στην καινούργια μου γειτονιά, όλα ήταν καινούργια στα μάτια μου. Φρέσκα και ζωντανά. Όλα μου φαίνονταν νησίδες εμπειρίας, ανακάλυψης και δράσης. Ο κόσμος που περπατούσε στα στενά πεζοδρόμια, προσέχοντας να μην τρακάρει με τους ώμους τους αντίθετα διερχόμενους, τα χαμηλωμένα-θαρρείς φοβισμένα-βλέμματα κάθε φυλής που διάβαινε το κατώφλι της Αχαρνών, τα μικρά μαγαζιά που ξεπηδούσαν σε κάθε επόμενη γωνιά. Όλα ήταν κομμάτια του πάζλ που έφτιαχνα με τη σκέψη μου, ατενίζοντας την πρώτη μου φορά χωρίς καμία δέσμευση απέναντι στο παρελθόν. Ένα μικρό διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο ήταν οι επάλξεις του κάστρου μου, κι εγώ ένας ιππότης με λαμπερή πανοπλία, που παραμέριζε γέρνοντας ελαφρά μπροστά, με σεβασμό, στους γείτονες και τους συγκάτοικους της παράξενης χώρας. Ήταν η σειρά μου να μοιραστώ τις ελπίδες μου για μια καινούργια αρχή. Ήταν η σειρά μου να πιστέψω πως εκείνη τη στιγμή, θα ζούσα ανεξάρτητος, την περιπέτεια μου.
Χωρίς να προσέξω σκόνταψα σε μια μαλακή μάζα, χαμηλά στα πόδια μου. Τρομαγμένος γύρισα να δω τι ήταν, τόσο κοντά στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ένα σώμα. Ο Πολωνός που έμενε στον τρίτο, σωριασμένος από το μεθύσι, αναίσθητος, με το χαμόγελο της ευτυχίας στα χείλη. Κοίταξα το παντελόνι του και ήταν μούσκεμα. Η οσμή από το κάτουρο έφτασε στα ρουθούνια μου. Αναγούλιασα, σάστισα, και μ' ένα σάλτο πέρασα πάνω από τον άνθρωπο κι άνοιξα την πόρτα για να κρυφτώ στο σπίτι μου.

Στο βάθος του δρόμου άρχισε να σχηματίζεται η μορφή του Αβαείου. Σταθήκαμε δίπλα στα κάγκελα και κοιτάξαμε τον κόσμο που συνέρρεε για να προσκυνήσει. Κάποιοι ήθελαν να μπουν για να χαζέψουν, χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο. Έστησα αυτί, ήταν Έλληνες. Άτιμη ράτσα σκέφτηκα, παντού είμαστε ίδιοι. Γύρισα στο καρότσι και είδα το μικρό να μου χαμογελάει. Μου ήρθε να κλάψω. Δεν ήξερα τι να του πω. Πως να γυρίσουμε πίσω? Εμείς δεν θέλουμε, αλλά πρέπει. Ο μικρός χαμογελούσε ευτυχισμένος, μακάριος, ανέμελος. Το μικρό του προσωπάκι έλαμπε σαν του Χριστού μέσα στη Φάτνη. Κοίταξα την Κλαίρη. Το βλέμμα της ήταν χαμένο κάπου, στην πάχνη που πετούσε πάνω απ το νερά του Τάμεση. Απλανές. Της έπιασα το χέρι. Πιαστήκαμε κι αγκαλιαστήκαμε, λες και αποχαιρετούσαμε ο ένας τον άλλον. Σα να περνούσαμε τις τελευταίες μας στιγμές μαζί, κάπου που ήμασταν οι εαυτοί μας. Ελεύθεροι κι ωραίοι. "Όλα θα πάνε καλά" της είπα, προσπαθώντας να φανώ πειστικός. Και με το άλλο χέρι, έσπρωξα ελαφρά το καρότσι, να περάσουμε στην απέναντι μεριά. Ήταν μια υπέροχη μέρα, αλλά και τόσο θλιβερή. Σα να κοιτάζεις το φως, μέσα από τα κάγκελα της φυλακής, να κάνεις όνειρα, να αφήνεσαι, κι εκείνη τη στιγμή το χέρι της πραγματικότητας να σε τραβάει πίσω. Εσένα και τη ζωή σου. Την κορδέλα που αμόλησες χωρίς σκέψη, σε έναν άλλο γαλανότερο ουρανό.

Μάζεψα ότι είχα ξεχάσει να πακετάρω νωρίτερα, και βγήκα στο μπαλκόνι του σπιτιού, να ποτίσω το τελευταίο λουλούδι που είχε απομείνει. Ήταν ένα αναρριχητικό φυτό, μια περικοκλάδα, που κόντρα σε καιρό, βροχές και ζέστες, ήταν κοντά μας σχεδόν τέσσερα χρόνια. Χωρίς να βγάζει άχνα. Είτε την πότιζα είτε όχι, εκείνη καταπράσινη ξεμύτιζε άλλοτε δεξιά, άλλοτε αριστερά και άλλοτε  σκαρφάλωνε στο πράσινο συρόμενο της κρεβατοκάμαρας. Που ήθελε να φτάσει? Άγνωστο.
Τα χαρτόκουτα με τα πράγματα μας ήταν στο στενό διάδρομο και περιμέναμε τους εργάτες της μεταφορικής. Το είχαμε πάρει απόφαση πως έπρεπε να φύγουμε. Κι ας είχαμε πιστέψει το δήμαρχο, τον υπουργό, την αστυνομία, πως κάτι θα γινόταν. Κι ας κουβεντιάζαμε με τον φαρμακοποιό και τον βενζινοπώλη ακριβώς απέναντι, την κατάσταση της γειτονιάς μας. Τίποτα απολύτως δεν είχε αλλάξει. Η διάρρηξη του σπιτιού μας ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της ανοχής. Και η εγκυμοσύνη της Κλαίρης ήταν η τελεία στο μακρύ κατάλογο των πρόσφατων γεγονότων. Η περιοχή βούλιαζε στην ανυπαρξία καθημερινά. Δε μπορούσες να κυκλοφορήσεις σαν έπεφτε ο ήλιος. Ολόκληρη επιχείρηση στήναμε για να αγοράσουμε ψωμί, μεταμφιεσμένοι σε Ρώσους, Βούλγαρους, Αλβανούς, κάνοντας πως μιλάμε ξένες γλώσσες για να μη δώσουμε στόχο. Μέχρι και το όνομα στο κουδούνι το είχα γράψει στα Κυριλλικά, από το φόβο μου. Το φόβο που είχε γίνει το κυρίαρχο συναίσθημα στη ζωή μας. Πως θα γεννηθεί αυτό το μωρό, με τόση πίκρα που στάζει μέρα με τη μέρα, στις σκέψεις και τις καρδιές μας, αναρωτιόμουν. Έπρεπε να φύγουμε λοιπόν. Ήταν η ώρα.
Εκείνη την είχε τσακίσει η απόφαση. Δεν ήθελε να γυρίσουμε πίσω. Αφού μόλις είχαμε ανακαινίσει. Γιατί τώρα? Δεν είχα απαντήσεις. Αλλιώς τα μετρήσαμε τότε, ήμασταν μόνοι. Ένα ζευγάρι που ζούσε τον έρωτα του. Δυο άνθρωποι που ονειρεύονταν πως θα έφτιαχναν τη ζωή τους καλύτερη, βηματίζοντας μπροστά. Ευτυχισμένοι

Η ώρα πέρασε, είχε σουρουπώσει. Η βόλτα μας απόκαμε, και σταθήκαμε σε μια πάμπ να φάμε. Απέναντι από το παράθυρο μου, ο Σταθμός Βικτώρια επιβλητικός, καθόταν στα θεμέλια της αυτοκρατορικής του καταγωγής. Η φασαρία και η μουσική ήταν χαρούμενες νότες, στο χαμηλόφωτο στέκι, που σε υπνώτιζε με τη νωχελική κίνηση των θαμώνων του. Ήταν του Αγίου Βαλεντίνου, και τα ζευγάρια κοιταζόντουσταν στα μάτια-το χα ξεχάσει. Εμείς πήραμε fish και chips, ο μικρός μπιζέλια πουρέ, φάγαμε, ήπιαμε και δυο μεγάλες μπύρες. Κάποιος γύρισε το κανάλι στην τηλεόραση και ο εκφωνητής με στόμφο ανήγγειλε πως σοβαρά επεισόδια διαδραματίζονταν στο κέντρο της Αθήνας. Κοίταξα τις μολότωφ να πέφτουν βροχή και τα δακρυγόνα να πνίγουν το πλήθος. Κάποιος με σκούντηξε για να περάσει, γύρισα να διαμαρτυρηθώ και είδα τα λουλούδια στα χέρια του. Μου πέρασε η τσαντίλα, γλυκάθηκα.

Αυτή ήταν η ζωή μας λοιπόν? Κοντράστ ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο? Χαρά και λύπη, ζευγάρι κι αυτά, να περνούν έξω από τα παράθυρα μας?

Εγώ σκεφτόμουν φωναχτά, εκείνη με άκουσε και ήρθε να με ανταμώσει. Το ραντεβού μας την ώρα του διαλλείματος, ανάμεσα στα μαθήματα που παρακολουθούσε. Μόλις που προλαβαίναμε να ιδωθούμε για λίγο, έξω από το φροντιστήριο στην Κλαυθμώνος. Της είχα πάρει μια σοκολάτα, να την γλυκάνω, ήταν του Βαλεντίνου και το κρύο έτσουζε. Εγώ παγοκολώνα από το μηχανάκι, εκείνη τυλιγμένη στο παλτό της χαμογελούσε σαν κοριτσάκι. Φιληθήκαμε, για δεύτερη φορά-έτσι νομίζω. Την αγαπούσα. Κι αυτή με αγαπούσε. Στριμωχτήκαμε δίπλα- δίπλα, σ ένα μαρμάρινο παγκάκι, κουρνιάζοντας ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ο σταθμός Βικτώρια, λίγο παρακάτω, ο κόσμος έτρεχε να προλάβει το μετρό, χαμός γινόταν. Τι άσχημη πόλη θεέ μου της είπα, και μου έγνεψε ότι συμφωνούσε. Θέλεις να φύγουμε τότε, τη ρώτησα? Μου έγνεψε ξανά πως ναι. Σκούπισα τη σοκολάτα από τα χείλη της, την έσφιξα στον κόρφο μου, καβάλησα το παπί και χάθηκα μέσα σ' ένα σύννεφο καπνού και υγρασίας.

Έπρεπε να κάνουμε μια καινούργια αρχή

No comments: