Η Κλαίρη άφησε το τηλέφωνο στο τραπεζάκι και γύρισε προς το μέρος μου: "Η τάδε μας κάλεσε στο σπίτι της για φαγητό, θα είμαστε όλοι, θα παίξουν τα παιδιά και θα περάσουμε καλά".
Δεν ξέρω αν το "ωχ" ακούστηκε μέσα από το τσερβέλο μου, αλλά η έκφραση μου πρέπει να ήταν όλα τα λεφτά. Κι εγώ πως το κατάλαβα? Από τη δική της έκφραση-απάντηση και δυο τρία σχόλια του τύπου "ε μια φορά να δείξεις ότι θέλεις, δε γίνεται".
Όμως δεν ήθελα. Και γενικά δε θέλω τα πολλά-πολλά με κανέναν αυτή την εποχή, δεν τα γουστάρω. Δε θέλω να ακούω τη γνώμη κανενός, δε με ενδιαφέρει να βλέπω το πρόσωπο κανενός κατάματα, δεν είναι του γούστου μου οι αμπελοφιλοσοφίες με αγνώστους. Ίσως γιατί δε μου αρέσει η κριτική, σε όσα εγώ λέω όταν με πιάνει η ακατάσχετη λογοδιάρροια που με διακρίνει. Ως κλασσικός δίδυμος που θέλει ακροατήριο-έτσι δεν είναι Κλαίρη?
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, με τα καλάθια και τα ψώνια μας. Το τραπέζι ήταν ρεφενέ κι εμείς είχαμε να συμβάλλουμε ανάλογα. Τελικά η Κλαίρη μαγείρεψε και το φαγητό ήταν νόστιμο. Νομίζω ότι αν δε μαγείρευε η Κλαίρη θα εύρισκα μια δικαιολογία να μη φάω. Αυτό το χουϊ το έχω, είμαι παράξενος στις "οικειότητες". Απομακρύνομαι και επανέρχομαι μόνο αν μου τραβήξουν την προσοχή. Έτσι προτίμησα να χωθώ στον καναπέ, να παρατηρώ το Γιωργάκη μας να κάνει ζημιές και να χαζεύω τον μίσκα-μούσκα Μίκυ Μάους στην lcd οθόνη. Θυμήθηκα τη Μαρία που έλεγε ότι έχει δει τόσο πολύ Μίκυ (βλέπουν με το μωρό όταν τον κρατάει τα πρωινά που λείπουμε) που έχουν αρχίσει να τις δημιουργούνται ερωτήσεις σχετικά με την πλοκή και το ποιόν των κινουμένων σχεδίων.
Στο ίδιο μήκος κύματος μισονυσταγμένος, σκεφτόμουν γιατί ο Πλούτο να είναι σκύλος και πως γίνεται ο μάστορας να έχει τόσο μεγάλα αυτιά. Μια φωνή ακούστηκε πίσω από την πλάτη μου. Το φαγητό ήταν έτοιμο. Κατέβασα τα πόδια από τα μαξιλάρια και πάγωσα. Μα δεν ήταν αναμένο το καλοριφέρ? Το τζάκι που ακόμα σιγόκαιγε είχε απαλύνει το κρύο που είχε κάτσει στα φωτιστικά. Η πολυκατοικία δεν είχε ανεφοδιαστεί. Για κοίτα που αυτό το έχω ακούστει από τουλάχιστον 5 άτομα ακόμα. Φρίκη
Καθήσαμε γύρω γύρω απο το ορθογώνιο τραπέζι. Το μεσημεριανό μας ήταν πλούσιο. Άθελα μας ξεκίνησε μια συζήτηση για τα μέτρα, την κυβέρνηση την κρίση. Άθελα μου παρατηρούσα την παρέα. Άνεργος. Άνεργη. Ημιαπασχολούμενος. Μορφωμένη. Τυχεροί. Άτυχοι. Τα πρόσωπα δεν υπήρχαν πια, είχαν αντικατασταθεί από ιδιότητες της κρίσης. Από επίκτητες ταυτότητες με βάση την απασχόληση ή όχι. Το μόνο κοινό στα χείλη όλων ήταν το δηλητήριο. Η πίκρα στα μάτια που χαμήλωναν απογοητευμένα, τάχα μου προσπαθώντας να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις με ένα ξεκάρφωτο χωρατό. Το κρύο είχε κατέβει από τα φωτιστικά στα πιάτα μας.
Κι όμως τα παιδιά μας έπαιζαν αμέριμνα, στο δικό τους κόσμο. Γελούσαν, έκλαιγαν, φώναζαν, χώνονταν κάτω από το τραπέζι ανάμεσα στα πόδια των γονιών τους. Αυτός, ο κάτω κόσμος, ο ίσα-κι-έδαφος, ήταν πιο χαρούμενος, πιο ευχάριστος και πιο ξέγνοιαστος παρότι δεν περιελάμβανε φαγητό. Άραγε τι να τριγυρνά στα μικρά κεφαλάκια? Ο μάστορας του Μίκυ τους λύνει τα -παιδικά- προβλήματα? Ξέρουν ότι οι μαμάδες και οι μπαμπάδες τους -ένα επίπεδο πιο πάνω- τα αγαπάνε τόσο? Και ότι φοβούνται για το μέλλον τους?
Βγήκα από το γραφείο πεινασμένος με το εικοσάρικο της Κλαίρης στην τσέπη. Ήθελα να ψωνίσω μερικά ξηροκάρπια από το μαγαζί της πλατείας που φέρνει τα πιο φρέσκα. Γκαραντί. Βάδισα με τα χέρια χωμένα στο μπουφάν για λίγη ζέστη και τα κατάφερα. Μου φάνηκε όμορφη η Αθήνα εκείνη τη στιγμή. Να λοιπόν που όταν είσαι στα ζεστά και χορτάτος όλα σου φαίνονται φανταστικά, ψυθίρισα, γέρνοντας το κεφάλι λίγο στα δεξιά, σα να χα παρέα.
Ζήτησα φουντούκια, αμύγδαλα και καρύδια. Με ρώτησαν "καρύδια Ελληνικά θέλετε" κι εγώ γελώντας πονηρά απάντησα πως αν είναι νοστιμότερα αυτά θα προτιμήσω. Λίγο πιο πέρα στην ουρά μια κοντή, μυταρού και άσχημη μαντηλοφορεμένη μιλούσε στα Αγγλικά. Ήθελε να της τυλίξουν τα Γκρήκ Νατς σε σακουλίτσα για να μην της ανοίξουν στη βαλίτσα. Ήταν από κάποιο αραβικό κρατίδιο, σίγουρα.
Πλησίασα να πληρώσω κι εγώ και τότε το είδα. Ανασηκώνοντας το μανίκι της μπούργκας να πληρώσει, ένα ρόλεξ χρονόμετρο από ροζ χρυσάφι με τύφλωσε. Έμεινα άναυδος να κοιτάζω κι έκανα το σταυρό μου παρότι δεν πολυπιστεύω. Η πωλήτρια με κοιτούσε απορημένη. Άλλο ζώον κι αυτή, με τατουάζ στον καρπό παρακαλώ και σκουλαρίκια (όλες τάχαμου μοντέρνες, κι όλες ίδιες μια κοψιά αδιάφορες και ψυχρές σαν παγωτά του Δεκέμβρη). Μάλιστα είπα και γέλασα δυνατά. Πήρα την απόδειξη και το βαλα στα πόδια
Πήρα την Κλαίρη στο τηλέφωνο να της πω τι είχε γίνει. Ήθελα να γελάσουμε μαζί, μου είχε φανεί το θέαμα ξεκαρδιστικά κωμικοτραγικό. Τις προάλες τρώγαμε ρεφενέ, σ' ένα σπίτι που δεν είχε πετρέλαιο να ζεσταθούν οι ένοικοι του, και σήμερα ψωνίζοντας Ελληνικά καρύδια έπεσα πάνω στη γυναίκα του Πρίγκηπα που ήθελε τον Παναθηναϊκό (λέμε τώρα) με τη ρολεξούμπα δεμένη στις μαυροτριχάρες της. Τι ειρωνεία ρε παιδί μου. Στις εφημερίδες τα πρωτοσέλιδα μιλάνε για τις φοροαπαλλαγές των τέκνων που καταργούνται, η Ελλάδα χάνεται για πάντα, όπως την ξέραμε, ζούμε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας το σήμερα, και κάπου στο Κολωνάκι το....μουνί, χτενίζεται.
Και η όλη κατάσταση μ' εμάς παρέα ή χωρίς, μέχρι το τέλος του κόσμου, συνεχίζεται. Και τελικά τι προτιμώ? Να παίζω στο κάτω επίπεδο, το ένα-κι-έδαφος- αγκαλιά με το γιό μου.
Και χωρίς ρόλεξ, αμα λάχει να ουμε.....
No comments:
Post a Comment