Σήμερα θα αναδημοσιεύσω μια εξαιρετική ανάλυση για τις Αμερικανικές εκλογές στις οποίες ως γνωστόν θριάμβευσε ο Ντόναλντ Τράμπ.
Η ανάλυση αυτή είναι ενός αναγνώστη του Capital που συχνά πυκνά αρθρογραφεί με την ιδιαίτερα εμβριθή και εμπεριστατωμένη λόγω γνώσεων και ικανότητας πένα του.
Ο κύριος Stirlitz με ετίμησε δίνοντας μου την άδεια να χρησιμοποιήσω το σχόλιο του εδώ. Περιττό νομίζω να τονίσω ότι συμφωνώ απόλυτα στα όσα λέει.
Ιδού λοιπόν:
Επειδή οι φετινές αμερικανικές εκλογές είναι εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας όχι μόνο για τις ΗΠΑ αλλά για ολόκληρο τον πλανήτη, θα ήθελα να αφιερώσω το σημερινό μου σχόλιο σε αυτές ξεφεύγοντας για λίγο από την εσωτερική επικαιρότητα.
Είναι προφανές ότι τον τελευταίο χρόνο βλέπουμε να εκτυλίσσεται στις ΗΠΑ μία πραγματική σιωπηρή επανάσταση. Η παλιά διεφθαρμένη πολιτική τάξη που εκπροσωπείται από τη Χίλαρι Κλίντον βλέπει τις μέρες της να τελειώνουν. Η Αμερική περνά το κατώφλι προς μια επόμενη φάση και δεν υπάρχει γυρισμός όποιος κι αν αναδειχτεί νικητής σήμερα. Επιμένοντας στην αντισυμβατική προεκλογική εκστρατεία του ο Τραμπ ήξερε ότι χτυπούσε το κατεστημένο εκεί που πονούσε περισσότερο, αλλά και ότι συγκινούσε μία μάζα ψηφοφόρων η οποία έως τώρα σπανίως ασχολείτο με τις εκλογές και σπανίως έμπαινε στον κόπο να ψηφίσει.
Η προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ είναι μια φοβερά δαπανηρή υπόθεση. Για να καταφέρει κανείς να πάρει το χρίσμα ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα (Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι) που μονοπωλούν την εξουσία επί 200 χρόνια λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, θα πρέπει να δαπανήσει αστρονομικά ποσά σε διαφημίσεις, προβολές, ταξίδια, πληρωμές προσωπικού, και κομματικές εκδηλώσεις. Τα ποσά αυτά καλύπτονται από χορηγούς και ο νόμος είναι πολύ αυστηρός ως προς τη διαφάνεια της προέλευσής τους. Οι χορηγοί των υποψηφίων παραδοσιακά είναι τα μεγάλα λόμπι τα οποία φυσικά δεν έχουν κανένα πρόβλημα να δαπανήσουν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια προκειμένου να έχουν στο χέρι τον μελλοντικό πρόεδρο και να κάνουν όμορφα και νόμιμα τις δουλειές τους που θα τους αποφέρουν πολλαπλάσια κέρδη.
Η δραστηριότητα των λόμπι είναι σχεδόν θεσμός στις ΗΠΑ. Ωστόσο δεν έχουν όλα τα λόμπι την ίδια επιρροή. Αναμφίβολα το πλέον ισχυρό και αποτελεσματικό είναι το φιλοϊσραηλινό (με αιχμή του δόρατος την περίφημη AIPAC) το οποίο ελέγχει απολύτως το τραπεζικό σύστημα, τον Λευκό Οίκο, το υπουργείο Οικονομικών, τα ΜΜΕ και την Τέχνη. Έχει τέτοια εξουσία και εμπνέει τόσο φόβο ώστε απαγορεύει εμμέσως να ασκείται οποιαδήποτε κριτική εναντίον του. Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στις ΗΠΑ εδώ και κάμποσες δεκαετίες μοιάζει σαν ένα πλήθος ανθρώπων που βρίσκονται μέσα σε ένα δωμάτιο μαζί με έναν ελέφαντα. Αν και στριμώχνονται από τον ελέφαντα και κινδυνεύουν να τσαλαπατηθούν από αυτόν ανά πάσα στιγμή, όλοι υποκρίνονται ότι δεν τον βλέπουν, ότι δεν υπάρχει. Απαγορεύεται ακόμα και να αναφέρουν τη λέξη «ελέφαντας»! Η επιρροή που ασκεί το λόμπι έχει βέβαια σαφέστατη στόχευση που δεν είναι άλλη από την ασφάλεια του Ισραήλ μέσω της εκμετάλλευσης της αμερικανικής διπλωματικής και στρατιωτικής ισχύος.
Οι ΗΠΑ έχουν ασκήσει βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ τουλάχιστον 50 φορές τις τελευταίες δεκαετίες προκειμένου να εμποδίσουν καταδικαστικά ψηφίσματα σε βάρος του Ισραήλ. Επίσης έχουν περάσει νόμο με τον οποίο εγγυούνται την ασφάλεια του Ισραήλ ενώ υπάρχει και νόμος από το 2008 με τον οποίο δεσμεύονται να διασφαλίζουν ανά πάσα στιγμή την Ποιοτική Στρατιωτική Υπεροπλία του (QME) έναντι όλων των γειτόνων του – στα πλαίσια αυτού του νόμου χορηγείται στο Ισραήλ ετήσια δωρεάν στρατιωτική βοήθεια ύψους 3 δις δολαρίων η οποία θα αυξηθεί στα 3,8 δις ετησίως από το 2019 και μετά. Συνεπώς ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι αυτό που συνδέει τις ΗΠΑ με το Ισραήλ δεν είναι μία απλή συμμαχική σχέση όπως π.χ. αυτή που έχει η Ελλάδα με τις ΗΠΑ μέσω του ΝΑΤΟ. Στη δική μας περίπτωση οι ΗΠΑ προστάζουν κι εμείς υπακούμε, ενώ στην περίπτωση του Ισραήλ συμβαίνει το αντίστροφο. Άρα όποτε το Ισραήλ θεωρεί ότι αντιμετωπίζει κάποιου είδους «υπαρξιακή απειλή» όπως συμβαίνει τώρα με το Ιράν, κινητοποιεί το λόμπι του στις ΗΠΑ για να «καθαρίσει» αντ’ αυτού. Δεν το κατηγορώ γι’ αυτή την πρακτική. Αφού μπορεί να το κάνει, καλώς το κάνει, και μακάρι να είχε και το ελληνοαμερικανικό λόμπι την ίδια επιρροή.
Σε περίπτωση που εκλεγεί η Κλίντον θα πρέπει φυσικά να εξοφλήσει την οφειλή της απέναντι στο φιλοϊσραηλινό λόμπι το οποίο της διέθεσε μέχρι και ιδιωτικό Boeing 747 για τις μετακινήσεις της και χρηματοδότησε μια προεκλογική εκστρατεία πόρτα-πόρτα σε πολλές πολιτείες για να κερδίσει μέχρι και τον τελευταίο αμφιταλαντευόμενο ψηφοφόρο. Θεωρώ βέβαιο πως το λόμπι θα απαιτήσει για λόγους ασφαλείας του Ισραήλ να γίνει το ταχύτερο δυνατό (εντός του 2017) μια στρατιωτική επέμβαση της Δύσης στη Συρία με σκοπό να ξηλωθεί το καθεστώς Άσαντ που έχει την υποστήριξη του Ιράν και να αναγκαστεί να αποσύρει η Ρωσία τη στρατιωτική παρουσία της από τη Μέση Ανατολή η οποία είναι άκρως ενοχλητική για το Ισραήλ. Αντιθέτως ο Τραμπ έχει διακηρύξει πως σκοπός του θα είναι μόνο η καταστροφή του Ισλαμικού Κράτους, ότι δεν τον ενδιαφέρει ο εμφύλιος στη Συρία επειδή δεν διακυβεύονται εκεί ζωτικά αμερικανικά συμφέροντα και ότι θα επιδιώξει γενικότερα τη συνεννόηση με τη Ρωσία.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Τραμπ αντιπροσωπεύει θανάσιμο κίνδυνο για τα εξωθεσμικά κέντρα εξουσίας της Ουάσινγκτον. Παρ' ότι προσπάθησε επανειλημμένα να εξομαλύνει τις σχέσεις του με το φιλοϊσραηλινό λόμπι, να το διαβεβαιώσει για τις φιλικές προθέσεις του, να υπογραμμίσει δημοσίως τη δέσμευσή του για την ασφάλεια του Ισραήλ, και να δεχτεί μέχρι και τον Νετανιάχου στο ιδιωτικό του γραφείο για συνομιλίες, είναι προφανές πως δεν έπεισε. Δέχτηκε ανηλεή πόλεμο με κάθε βρώμικο τρόπο που μπορεί να διανοηθεί ανθρώπου νους. Όταν η προσπάθεια να μην πάρει το χρίσμα ναυάγησε, το λόμπι άρχισε να ρίχνει εναντίον του λάσπη με τον τόνο. Τον παρουσίαζε στα ΜΜΕ ως ρατσιστικό κάθαρμα, σεξομανή, ακόμα και φασίστα! Από όλα τα συνθήματα του Τραμπ, το «Πρώτα η Αμερική!» έκανε τους αντιπάλους του να ωρύονται, αφού είναι ολοφάνερο ότι γι’ αυτούς προτεραιότητα στην πολιτική των ΗΠΑ δεν έχουν οι ίδιες οι ΗΠΑ – γι’ αυτό θυσιάστηκαν 4.500 Αμερικανοί στρατιώτες στο Ιράκ και γι’ αυτό επιβαρύνθηκε ο Αμερικανός φορολογούμενος τα τελευταία 15 χρόνια με 3 τρισεκατομμύρια δολάρια (!) για άσκοπους και ανώφελους πολέμους στη Μέση Ανατολή οι οποίοι απλώς έκαναν τα πράγματα χειρότερα από ό,τι ήταν πριν για όλους τους ενδιαφερόμενους εκτός από έναν που μονίμως επωφελείται: το Ισραήλ.
Όποιος δεν μπορεί να διακρίνει τον ανελέητο πόλεμο λάσπης και τη φασιστικού τύπου προπαγάνδα των ΜΜΕ που διεξήχθη για πάνω από έναν χρόνο κατά του Τραμπ, τουλάχιστον εθελοτυφλεί. Ακόμη και άνθρωποι με δεκαετίες ενεργού ανάμιξης στην αμερικανική πολιτική, ομολογούν δημοσίως ότι δεν έχουν ξαναδεί στη ζωή τους τέτοιο μένος και τέτοια ενορχηστρωμένη επίθεση εναντίον υποψηφίου προέδρου. Ο λόγος που ο Τραμπ δέχτηκε τέτοιο οχετό ύβρεων και τέτοιο πόλεμο δεν είναι βέβαια επειδή …μισεί τις γυναίκες (!) και άλλες παρόμοιες κουταμάρες που εφηύρε το ενοχλημένο σύστημα χωρίς να πείθει κανέναν σκεπτόμενο άνθρωπο. Ο πραγματικός λόγος που στοχοποιήθηκε είναι διότι έχει το θάρρος της γνώμης του, δεν έχει γραμμάτια να ξεπληρώσει στο λόμπι και γι' αυτό δεν θα του επιτρέψει να συνεχίσει να κυβερνά έχοντας τον εκάστοτε πρόεδρο ως πειθήνια μαριονέτα του.
Το κατεστημένο πολεμάει τώρα τον Τραμπ αφού πρώτα κατέστειλε μια παρόμοια επανάσταση μέσα στους κόλπους του Δημοκρατικού κόμματος και έστειλε στα αζήτητα τον γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς. Φυσικά ο Σάντερς δεν ήταν τόσο αποφασισμένος για σύγκρουση όσο ο Τραμπ, αλλά παρ’ όλα αυτά το σύστημα δεν είχε σκοπό να το ρισκάρει αφού είχε διαθέσιμη τη μαριονέτα-Κλίντον. Αν αναζητήσει κανείς μία περίπτωση που να έχει αρκετές ομοιότητες με την υποψηφιότητα του Τραμπ θα πρέπει να ανατρέξει στη δεκαετία του 1950 και τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Και τότε ο Αϊζενχάουερ ήταν ένας εξαιρετικά επιτυχημένος άνθρωπος που μπήκε σχετικά αργά στον στίβο της πολιτικής. Αφού πέταξε στο καλάθι των αχρήστων τα προγράμματα των προηγούμενων Δημοκρατικών προέδρων Ρούσβελτ και Τρούμαν, έθεσε νέες προτεραιότητες – περισσότερες δουλειές, αμερικανική οικονομική κυριαρχία, αποφυγή εμπλοκής των ΗΠΑ σε ξένους πολέμους, ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και έμφαση στην οικοδόμηση μιας ισχυρής παραγωγικής βάσης μέσα στις ΗΠΑ. Ακριβώς δηλαδή ό,τι υποστηρίζει και ο Τραμπ σήμερα αλλά αποσιωπούν ή διαστρεβλώνουν τα ΜΜΕ.
Τα ΜΜΕ στην Αμερική είναι κάτι παραπάνω από «τέταρτη εξουσία». Αυτά διαμορφώνουν την ατζέντα, αυτά καθορίζουν τι θα πρέπει να απασχολεί τον Αμερικανό πολίτη και τι θα σκέφτεται. Αν τα ΜΜΕ πουν ότι το μείζον ζήτημα της προεκλογικής εκστρατείας είναι το αν θώπευσε πριν 20 χρόνια ο Τραμπ μία γυναίκα, τότε όλη η χώρα σύρεται στον ίδιο κατήφορο της πολιτικής παραπλάνησης και εξαπάτησης. Για τα αμερικανικά ΜΜΕ όμως, ΟΝΤΩΣ αυτό είναι το μείζον ζήτημα. Όχι η ανεργία στις ΗΠΑ επειδή ο μεγάλος όγκος των επιχειρήσεων έχει μεταφέρει την παραγωγή τους σε ασιατικές χώρες με μεροκάματα εξαθλίωσης, όχι οι σχέσεις των ΗΠΑ με τους συμμάχους του ΝΑΤΟ (η Αμερική πληρώνει σήμερα το 75% του συνόλου των αμυντικών δαπανών της Συμμαχίας των 26 κρατών!), τη Ρωσία ή την Κίνα, όχι η αθρόα εισροή 11 εκατομμυρίων Μεξικανών λαθρομεταναστών, όχι η μάστιγα των ναρκωτικών που θερίζει την αμερικανική νεολαία, όχι η φυλετική βία που συνταράσσει κάθε τόσο τις πολιτείες, όχι το κολοσσιαίο δημόσιο χρέος των 19,8 τρις δολαρίων (όταν ανέλαβε ο Ομπάμα το 2009 το χρέος ήταν 10,6 τρις), όχι οι ατέρμονοι πόλεμοι που γίνονται για λόγους που κανείς πλέον δεν καταλαβαίνει. Ο αμερικανικός λαός έπρεπε να πάει στις κάλπες συζητώντας τις σεξουαλικές περιπέτειες του Τραμπ ώστε να μην ασχολείται με τα πραγματικά κρίσιμα προβλήματα που τον ταλανίζουν στην καθημερινότητά του. Αυτά θα αναλάβουν να τα λύσουν μετά τις εκλογές άλλοι για αυτόν, χωρίς αυτόν. Έτσι βλέπαμε να παρελαύνουν από τα ΜΜΕ διάφοροι καλλιτέχνες και διασημότητες που όχι μόνο δήλωναν ότι θα ψηφίσουν την Κλίντον αλλά και έβριζαν χυδαία τον Τραμπ. Και βλέπαμε βέβαια και στημένες δημοσκοπήσεις που έδιναν τεράστιο προβάδισμα στην Κλίντον αλλά είχαν γίνει με δείγμα… 800 ατόμων σε μία χώρα 320 εκατομμυρίων κατοίκων! Σαν να έκανε αναλογικά μία ελληνική εταιρεία δημοσκόπηση με δείγμα 30 ατόμων…
Με την αταλάντευτη στάση του κατά της παγκοσμιοποίησης, των ανοιχτών συνόρων και του νεο-ιμπεριαλισμού που οδηγεί σε ανώφελους πολέμους για λογαριασμό τρίτων, ο Τραμπ τελείωσε τη μακρά προεκλογική κούρσα όπως την άρχισε – χωρίς να υποκύψει και χωρίς να κάνει τα χατίρια του κατεστημένου. Μένει να δούμε αν και οι Αμερικανοί πολίτες θα αδράξουν την ευκαιρία να δώσουν ένα ηχηρό χαστούκι στο σάπιο κατεστημένο ή θα καταπιούν την κακόγουστη προπαγάνδα που τους σέρβιρε νυχθημερόν η παρασκηνιακή ελίτ.
Και μία κουβέντα σχετικά με τον μύθο του φιλελληνισμού των Κλίντον και των Δημοκρατικών εν γένει, ο οποίος ενισχύθηκε με τα σενάρια ανάδειξης σε κορυφαία θέση του πρώην Αρχηγού των Συμμαχικών Δυνάμεων του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, Ελληνοαμερικανού ναυάρχου Τζέημς Σταυρίδη. Ο συγκεκριμένος ανώτατος αξιωματικός είναι πρωτίστως υπηρέτης των αμερικανικών συμφερόντων τα οποία δεν ταυτίζονται με τα ελληνικά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Τουρκία. Έπειτα από το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Ερντογάν τον Ιούλιο, ο Σταυρίδης έγραψε σε άρθρο του στην επιθεώρηση “Foreign Policy”: «Πρέπει οι ΗΠΑ να σταθούν σταθερά στο πλευρό της τουρκικής πολιτικής κυβέρνησης (αυτής που μας απειλεί καθημερινά με αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης ώστε να εναρμονιστεί με τα «σύνορα της καρδιάς της»)… Πρέπει να αυξηθεί η συνεργασία μας με την Τουρκία με ανταλλαγή πληροφοριών και στόχευση εναντίον των κουρδικών ριζοσπαστικών τρομοκρατικών ομάδων (τρομοκράτες δηλαδή οι Κούρδοι αγωνιστές του PKK κατά τον ναύαρχο)… Οι ΗΠΑ θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν το ΝΑΤΟ ως μηχανισμό για την υποστήριξη των τουρκικών θέσεων (δηλαδή ότι κάνουν μέχρι σήμερα που παραβλέπουν τις μαζικές παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας και ενθαρρύνουν την τουρκική επιθετικότητα)… Οι ΗΠΑ πρέπει να είναι ένας καλός φίλος της Τουρκίας, να την υποστηρίζουν με πραγματικούς τρόπους όπως η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Αν αυτός είναι ο φιλέλληνας στενός συνεργάτης της Κλίντον, καταλαβαίνει κανείς πώς θα είναι οι φιλότουρκοι.
No comments:
Post a Comment