Στο κακόφημο σοκάκι των Εξαρχείων μια αμυδρά φωτισμένη πινακίδα έδειχνε την είσοδο του καταστήματος. Αν την έβλεπες κι αν την παρατηρούσες. Γιατί το εύκολο ήταν να προσπεράσεις και να μη δώσεις σημασία. Στο κάτω κάτω ήταν η αύρα της παρακμής και η υγρασία που κολλούσε σε σοβάδες και πεζοδρόμια κάνοντας την ατμόσφαιρα δύσκολη και βαριά. Και επικίνδυνη. Η απλώς ενδιαφέρουσα για κάποιες ράτσες. Όχι πάντως για τους μεροκαματιάρηδες των σκληρών πρωινών της εποχής εκείνης
Ο περαστικός τυλιγμένος στο χειμωνιάτικο μακρύ του παλτό χτύπησε ελαφρά με το νύχι του το κουδούνι και με το δεύτερο ντρίν το παραθυράκι άνοιξε για να τσεκάρουν τον επισκέπτη. "Περάστε" ακούστηκε, με προφορά τρανζίστορ από την Κίνα και το τρίξιμο έγινε μια εικόνα διαδρόμου στο βάθος, καπνού και μυρωδιάς αλλόκοτης, άρωμα και καταχνιά μαζί.
Με βήμα σεινάμενο, γέρου κοκέτη, ο τύπος απόθεσε τα πράγματα του στο ψηλό σκαμνί της μπάρας και βολεύτηκε στρογγυλά και όμορφα στο αμέσως δίπλα. Ο μπάρμαν έγειρε συνομωτικά στο αυτί του και πήρε την παραγγελία. "Το συνηθισμένο" όπως το ξέρανε οι πάντες. Στήριξε την πλάτη στο μαόνι και γύρισε προς την πίστα. Η Μιρέλα ήταν εκεί και χόρευε με τις γαλάζιες καλτσοδέτες ασορτί στα ψυχρά και διαπεραστικά της μάτια. Ήξερε να λικνίζεται με τρόπο έξυπνο, προσεκτικό και μετρημένο. Σταλάζοντας την πόσοτητα που άρμοζε στην περίπτωση του. Και τό ξερε
Έξω και μακριά δυο κρότοι ακόυστηκαν πάνω από τα γούφερ του καταστήματος. Σμπάρα? Γαβγίσματα? Εξάτμιση μηχανής που λειτουργούσε με πλούσιο μίγμα? Δεν έδωσε σημασία. Έπινε το τρίτο, ακίνητος, αφηρημένος να χαζεύει τα μπούτια της επόμενης, που έφτιαχναν ζωγραφιές στην πίστα. Η Μιρέλα τον τσίμπησε στο μάγουλο. "Ταξιδεύεις ε?". Ναι ταξιδεύει. Αλλά δεν ξέρει που. Την κοίταξε και τη φίλησε απαλά στα χείλη. Δεν είχε όρεξη απόψε.
Έπιασε την μέσα τσέπη του γκρίζου τουίντ και έβγαλε το Μαλτέζο. Ήταν ένα επετειακό κομμάτι μ'ένα γεράκι πάνω στο χρυσαφί δαχτυλίδι. Το αγαπημένο του. Αυτό που έκανε παραγγελία κάθε τόσο στου Πολύζου--με τις δύο μυτερές άκρες. Το κουβανέζικο. Ο μπάρμαν του έβαλε άλλο ένα, ο τύπος έκοψε τη μία άκρη αποφασιστικά και η δικιά του άναψε μια φλόγα δυνατή για να αρπάξει το μπαρουτι. Η μουσική άλλαξε στο χαλαρότερο, έλυσε τη γραβάτα και με την πρώτη ρουφηξιά αφέθηκε.
Λίγο μετά το σκηνικό είχε αλλάξει. Περάσανε στο πίσω δωμάτιο--της πόκας, τα στρώσανε και άρχισαν οι κέντες. Το φως με το πράσινο γυαλί και τα κρόσια κατέβηκε ακόμα χαμηλότερα, ο Μαλτέζος ακουμπισμένος στο βαρύ τασάκι--το γεράκι να στραφταλίζει αγέρωχο. Τα χρήματα άρχισαν να γίνονται περισσότερα, η θολούρα μεγαλύτερη, η ώρα ήταν περασμένη. Έκανε να σηκωθεί και παραπάτησε. Πήρε μια ρουφηξιά ακόμη, στηρίχτηκε καλύτερα και κοφτά χαιρέτησε τους γκαμπλερς. Κανείς δε μίλησε. Έριξε μια τελευταία ματιά στην αίθουσα, αλλά μάταια. Όλοι είχαν φύγει. Άδεια τραπέζια, ποτήρια σκόρπια, σκιές να κινούνται βιαστικά στο κλείσιμο.
Βρέθηκε στο κακόφημο σοκάκι με μια δρασκελιά τυλιγμένος στην απόγνωση του. Η ψύχρα διαπερνούσε τα κόκκαλα του. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του με καχυποψία. Πάλι τίποτα. Άνοιξε βήμα, προσπέρασε, δίχως να δώσει σημασία.
Η αμυδρά φωτισμένη πινακίδα του καταστήματος δεν ήταν εκεί
No comments:
Post a Comment