Όταν σταμάτησε το Κτέλ στον τερματικό σταθμό, ήμουν ήδη ταλαιπωρημένος απο το ξενύχτι και τη διασκέδαση της προηγούμενης νύχτας στην αγαπημένη Σαλονίκη.
Ντυμένος με την ατσαλάκωτη στολή εξόδου και το δίκωχο (νέος στρατιώτης τότε) στραβά στο κεφάλι, προχώρησα -με το σάκο μου παρέα- σε αναγνώριση του νέου τόπου, όπου θα περνούσα άλλους 6 μήνες θητεία.
Θυμάμαι ότι είχε μιά φοβερή ησυχία εκείνο το απόγευμα.
Προχωρούσα αγχωμένος προς κάποια απροσδιόριστη πλατεία που δέ φαινόταν τίποτα, παρά λίγος κόσμος, αραιή κίνηση και αργοί ρυθμοί.
Απογοητεύτηκα και πήρα το πρώτο ταξί να φύγω.
Το στρατόπεδο ήταν σ ένα χωράφι δίπλα στην εθνική οδό Βέροιας-Θεσσαλονίκης.
Ρημαγμένη η πύλη και αρκετό περπάτημα για να φτάσεις στα 3 toll και τα δύο heuy που έμοιαζαν σπάνια στολίδια απο το βιετνάμ ,μέσα σ εκείνο το ντεκόρ.
Πλησίασα στο ΚΨΜ.
Η σειρά απολύσεως έκανε γλέντι με μπύρες και σουβλάκια, φοβήθηκα τις φάτσες τους, κι ενώ με φώναξαν κοντά τους, εγώ απομακρύνθηκα προς τον αξιωματικό υπηρεσίας για να αναφέρθώ.
"Λοχίας είσαι?" ,με ρώτησε.
Ηταν ένας ανθυπασπιστής βουτηγμένος στο ποτό, απο το Βόλο.
Του έλειπαν 2-3 δόντια και βρώμαγε το χνώτο του τσιγάρο, ένα ρεμάλι.
Εδωσα τα χαρτιά μου, με βόλεψε σ' ένα κρεβάτι, στα πρόχειρα, μέχρι να πάω την άλλη μέρα στο διοικητή για τα ρέστα.
"Μάνα θα πάρω αναβολή, δεν αντέχω" , χάλασα μιά τηλεκάρτα να της μιλάω.
Πρώτη μου μέρα στην ερημιά, στη λήθη, στην εγκατάλειψη,στο παρελθόν.
Μου έπεσε πολύ βαρύ, εγώ αλλιώς τα είχα συνηθίσει.
Δέκα μέσα- μία έξω στο χαλαρό και με μία στέρηση εξόδου έβγαζες ένα μήνα στην αγγαρεία και το νούμερο.
Πολύ νούμερο ρε γαμώτο και πολύ αγγαρεία.
Και δεύτερη μετάθεση που σημαίνει, νέος ξανά, και χώσιμο.
Ευτυχώς ήταν εβδομάδα προσαρμογής και βγήκαμε έξω.
Ήταν και κάτι σειρές απο την Καλαμάτα, σχεδόν πατριώτες, άγνωστες φυσιογνωμίες, καμμένα πρόσωπα, πολύ τσιγάρο, χασίσι, ποτά, ταλαιπωρημένα σώματα, τρύπια άρβυλα, σκισμένες παραλλαγές, λες και μιά ζωή στο στρατό ήμασταν, γαμώ το κερατό μου.
Και η Αλεξάνδρεια στα πόδια μας.
Τι να κάνεις, που να πάς ?
Σε μία παρηκμασμένη πόλη, μία που ομόρφηνε κάποτε στα ξαφνικά, πλούτισε, και ξαφνικά πάλι έμεινε χήρα.
Άδειασαν οι περαστικοί την ποδιά της, κι έμεινε με τα ξεφτισμένα, πολυκαιρισμένα, "καλά" της νυφικά να περιμένει.
Κωλόμπαρα, μπιλιάρδα, καφέ-μπάρ, σαντουϊτσάδικα, νέον, φώτα, πλατιά πεζοδρόμια.
Και που χτυπούσαν τ' άρβυλα στα πλακάκια της πόλης, πάλι τίποτα δε γινόταν, κι ο ύπνος ήταν βαθύς και τα χαμόγελα πεθαμένα.
Και τότε την είδα.
Ένα μπολντόρ παλιό, με σέλα σκισμένη απο τα νύχια ενός κακού θηρίου θά λεγες, με τ' αφρολέξ χυμενα πάνω απο τη δερματίνη.
Να στάζουν λάδια, να στάζουν υγρά.
Να είναι ένα ρεζερβουάρ δίχρωμο, μπαλωμένο και χτυπημένο, με μία τάπα ιμιτασιόν.
Δισκόφρενα χαραγμένα, μπουριά ξεχειλωμένα, ρολόγια σταματημένα στην ένδειξη "ένα εκατομμύριο χιλίομετρα".
Ήταν ότι πιό όμορφο είχα δεί στη ζωή μου, θεούλη μου.
Έπεσα πάνω της.
Έβαλα τα χέρια μου πάνω της.
Στις ψύκτρες, στις ρόδες, στην αλυσίδα.
Πασαλείφτηκα με τα γράσα της , τη μύρισα, την κοιτούσα..
Ήταν δικιά μου ρε.
Το μοναδικό, δικό μου πράγμα, το ένα και μοναδικό γνώριμο σημείο στον ορίζοντα μου.
Ο άνθρωπος μου ήτανε, η γυναίκα μου, η μάνα μου, η ψυχή μου.
Το χρώμα που έσπασε το χακί μεσα στο μυαλό μου, το σώμα της που έσπασε την ατέλειωτη ευθεία της ερημιάς στο σκαμμένο χωράφι που κάναμε στρατόπεδο.
"Η σαρκα σου όλη"
Γέμισα την καρδιά μου ελπίδα και ξαναγύρισα πίσω χωρίς να θέλω πιά να πάρω αναβολή.
Αποφασισμένος να την οδηγήσω όπως εγώ ήθελα, εκεί που εγώ θα είχα επιλέξει.
Δεν ήταν το παρατημένο μπολντόρ, η μοτοσυκλέτα.
Ήταν όλη η κούραση που σα σπίθα εξατμίστηκε.
Ήταν όλα τα λάθη που έγιναν άσφαλτος και φρέσκο χώμα.
Ήταν οι αποτυχίες που έγιναν ορεινό στροφιλίκι και μοναδικό ταξίδι.
Ήταν το τέλος,που έγινε αρχή, εκείνο το καλοκαίρι.
Ντυμένος με την ατσαλάκωτη στολή εξόδου και το δίκωχο (νέος στρατιώτης τότε) στραβά στο κεφάλι, προχώρησα -με το σάκο μου παρέα- σε αναγνώριση του νέου τόπου, όπου θα περνούσα άλλους 6 μήνες θητεία.
Θυμάμαι ότι είχε μιά φοβερή ησυχία εκείνο το απόγευμα.
Προχωρούσα αγχωμένος προς κάποια απροσδιόριστη πλατεία που δέ φαινόταν τίποτα, παρά λίγος κόσμος, αραιή κίνηση και αργοί ρυθμοί.
Απογοητεύτηκα και πήρα το πρώτο ταξί να φύγω.
Το στρατόπεδο ήταν σ ένα χωράφι δίπλα στην εθνική οδό Βέροιας-Θεσσαλονίκης.
Ρημαγμένη η πύλη και αρκετό περπάτημα για να φτάσεις στα 3 toll και τα δύο heuy που έμοιαζαν σπάνια στολίδια απο το βιετνάμ ,μέσα σ εκείνο το ντεκόρ.
Πλησίασα στο ΚΨΜ.
Η σειρά απολύσεως έκανε γλέντι με μπύρες και σουβλάκια, φοβήθηκα τις φάτσες τους, κι ενώ με φώναξαν κοντά τους, εγώ απομακρύνθηκα προς τον αξιωματικό υπηρεσίας για να αναφέρθώ.
"Λοχίας είσαι?" ,με ρώτησε.
Ηταν ένας ανθυπασπιστής βουτηγμένος στο ποτό, απο το Βόλο.
Του έλειπαν 2-3 δόντια και βρώμαγε το χνώτο του τσιγάρο, ένα ρεμάλι.
Εδωσα τα χαρτιά μου, με βόλεψε σ' ένα κρεβάτι, στα πρόχειρα, μέχρι να πάω την άλλη μέρα στο διοικητή για τα ρέστα.
"Μάνα θα πάρω αναβολή, δεν αντέχω" , χάλασα μιά τηλεκάρτα να της μιλάω.
Πρώτη μου μέρα στην ερημιά, στη λήθη, στην εγκατάλειψη,στο παρελθόν.
Μου έπεσε πολύ βαρύ, εγώ αλλιώς τα είχα συνηθίσει.
Δέκα μέσα- μία έξω στο χαλαρό και με μία στέρηση εξόδου έβγαζες ένα μήνα στην αγγαρεία και το νούμερο.
Πολύ νούμερο ρε γαμώτο και πολύ αγγαρεία.
Και δεύτερη μετάθεση που σημαίνει, νέος ξανά, και χώσιμο.
Ευτυχώς ήταν εβδομάδα προσαρμογής και βγήκαμε έξω.
Ήταν και κάτι σειρές απο την Καλαμάτα, σχεδόν πατριώτες, άγνωστες φυσιογνωμίες, καμμένα πρόσωπα, πολύ τσιγάρο, χασίσι, ποτά, ταλαιπωρημένα σώματα, τρύπια άρβυλα, σκισμένες παραλλαγές, λες και μιά ζωή στο στρατό ήμασταν, γαμώ το κερατό μου.
Και η Αλεξάνδρεια στα πόδια μας.
Τι να κάνεις, που να πάς ?
Σε μία παρηκμασμένη πόλη, μία που ομόρφηνε κάποτε στα ξαφνικά, πλούτισε, και ξαφνικά πάλι έμεινε χήρα.
Άδειασαν οι περαστικοί την ποδιά της, κι έμεινε με τα ξεφτισμένα, πολυκαιρισμένα, "καλά" της νυφικά να περιμένει.
Κωλόμπαρα, μπιλιάρδα, καφέ-μπάρ, σαντουϊτσάδικα, νέον, φώτα, πλατιά πεζοδρόμια.
Και που χτυπούσαν τ' άρβυλα στα πλακάκια της πόλης, πάλι τίποτα δε γινόταν, κι ο ύπνος ήταν βαθύς και τα χαμόγελα πεθαμένα.
Και τότε την είδα.
Ένα μπολντόρ παλιό, με σέλα σκισμένη απο τα νύχια ενός κακού θηρίου θά λεγες, με τ' αφρολέξ χυμενα πάνω απο τη δερματίνη.
Να στάζουν λάδια, να στάζουν υγρά.
Να είναι ένα ρεζερβουάρ δίχρωμο, μπαλωμένο και χτυπημένο, με μία τάπα ιμιτασιόν.
Δισκόφρενα χαραγμένα, μπουριά ξεχειλωμένα, ρολόγια σταματημένα στην ένδειξη "ένα εκατομμύριο χιλίομετρα".
Ήταν ότι πιό όμορφο είχα δεί στη ζωή μου, θεούλη μου.
Έπεσα πάνω της.
Έβαλα τα χέρια μου πάνω της.
Στις ψύκτρες, στις ρόδες, στην αλυσίδα.
Πασαλείφτηκα με τα γράσα της , τη μύρισα, την κοιτούσα..
Ήταν δικιά μου ρε.
Το μοναδικό, δικό μου πράγμα, το ένα και μοναδικό γνώριμο σημείο στον ορίζοντα μου.
Ο άνθρωπος μου ήτανε, η γυναίκα μου, η μάνα μου, η ψυχή μου.
Το χρώμα που έσπασε το χακί μεσα στο μυαλό μου, το σώμα της που έσπασε την ατέλειωτη ευθεία της ερημιάς στο σκαμμένο χωράφι που κάναμε στρατόπεδο.
"Η σαρκα σου όλη"
Γέμισα την καρδιά μου ελπίδα και ξαναγύρισα πίσω χωρίς να θέλω πιά να πάρω αναβολή.
Αποφασισμένος να την οδηγήσω όπως εγώ ήθελα, εκεί που εγώ θα είχα επιλέξει.
Δεν ήταν το παρατημένο μπολντόρ, η μοτοσυκλέτα.
Ήταν όλη η κούραση που σα σπίθα εξατμίστηκε.
Ήταν όλα τα λάθη που έγιναν άσφαλτος και φρέσκο χώμα.
Ήταν οι αποτυχίες που έγιναν ορεινό στροφιλίκι και μοναδικό ταξίδι.
Ήταν το τέλος,που έγινε αρχή, εκείνο το καλοκαίρι.