Κάθε φορα που γυριζω πισω κι ανακατευω τις αναμνησεις με τις σημερινες ειδησεις,κατι με πιανει
Εχω την ταση να εξωραϊζω το παρελθον και ν αποσυντονιζω το μελλον…πειραζει που ζω μεσα στις ψευδαισθησεις?
Πειραζει που προσπαθω να πεισω τον εαυτο μου ότι οι ανθρωποι, σε κάθε γωνια του λακου που ειμαστε χωμενοι,κρατουν στα χερια τους ψυχες –ακατεργαστα διαμαντια πολλων καρατιων- φωτεινες αναλαμπες και κεραυνους που σκιζουν την κάθε υποψια συννεφιας στα δυο?
Τι κι αν είναι στη νυχτα μεσα και τους βαφτιζει το ποτο και το τσιγαρο
Τι κι αν κελαηδουν από τα πρωτοξημερωτα κλαρακια, σαν καναρινια,κάθε πρωϊ,
Από την ιδια ουσια και την ιδια φθορα, ολοι να καταθεσουμε τις μαρτυριες μας εχουμε,τα τσακισμενα και τα φτιαγμενα μας
Ετσι κι εκεινο το βραδυ σ ένα καπνισμενο μπαρακι,σε μια πολη,με κατι κερασμενα ποτα,συναντησα την Αγαπη
Ηταν το αμορε ενός επιλοχια απ το Βορρα,ηταν η καψουρα του,το αχτι του,η καυλα του
Και ειχε σταξει πολλα στη μπαρα που ακουμπουσε τα μαλλια της
Πολλα λεφτα, πολλα ραβασακια,πολλα λογια και καθολου χαμενο χρονο
Την προσεξα απ την αρχη και μου κλεισε το ματι
Δεν ειχα να κερασω,δεν εβγαινα,τρακαρισα τον αλλον
«κοιτα τη την πουτανα πως χορευει…με ξετρελαινει» ξεφυσηξε στ αυτι μου αγκομαχωντας
αναψα τσιγαρο..κατι σκεφτομουν..ένα τηλεφωνημα από το μεσημερι…ειχα ξεσπασει 800 χιλιομετρα πιο κατω…μου ειχε στειλει ένα ηλεκτροσοκ κι ένα σεισμο μαζι..ηθελα να γλεντησω ρε πουστη…να ζησω
και την αρπαξα από τη μεση,ετσι ξερα,αντρικια,απελπισμενα
«γιατι αργησες?» μου φωναξε για να με τελειωσει
την εσφιξα,τη ζουληξα πανω μου,εβαλα τα χερια και το στομαχι μου πανω στη γυναικεια πλαστελινη του σωματος της
γιναμε ένα κουβαρι από χορο,δυο αναστεναρηδες που περπατουν πανω στα ιδια καρβουνα
με φιλησε
ναι ρε,το παραδεχομαι,μ εκανε κουρελι
εμενα τον αντρα με την καλη χωριστρα και το μαυρο φανελακι με το μανικι το γυριστο και τα τσιγαρα στην κωλοτσεπη
τον Ελβις της δυστυχιας
με ξεφτιλησε
κι όλα μετα ειχαν αλλαξει..και τον καταλαβα τι εννοουσε ,όταν αγκομαχουσε στ αυτι μου,ο δολιος επιλοχιας
και ηθελα κι άλλο…κι άλλο..κι άλλο..ν αποδειξω ότι δεν ηξερα τι θα πει γυναικα μεχρι εκεινη τη στιγμη..να φωναξω 800 χλμ πιο κατω..ότι σ εχω ξεχασει…ότι σ εχω προδωσει…ότι ειμαι καλα…ότι ζητω παρηγορια για να μη σε ζηταω κάθε στιγμη
κι άλλο…κι άλλο..φιλησε με παντου στο προσωπο…παντου στο σωμα..κρατα τη θεση μου ζεστη στη μπαρα..φερε μου να πιω κι άλλο μεχρι το στομα μου να μη μιλαει άλλο από τη σιχασια..
και τα ονομα της..τι ειρωνια…
σ ένα χαρτακι με το τηλεφωνο,μες το αριστερο μου χερι…γιατι ειχε πια ξημερωσει και το καταστημα Δε σηκωνε άλλες εντασεις
φανερες ,κρυμενες,εγχρωμες η μονοχρωμες ,μοναχικες η με παρεα
παντοτε διχασμενος ημουνα,με το κεφαλι σκυμενο εφευγα,δεν ειχα κοτσια ν αντισταθω,να παω κοντρα
παντοτε μια βαρκα που παει περα δωθε σ ένα αγνωστο ρεμα,ηταν το βλεμμα μου,μια τυφλη ελπιδα
και με ξεφτιλησε η Αγαπη
μου δωσε σαρκα και οστα…μου δειξε ένα δρομο..αληθινο…οσο τα χειλη και το κορμι της μεσα σ ένα λαμε φουστανι φωλιασμενο..
οσο η μυρωδια και τα αγκομαχητο του φιλου και εχθρου μου επιλοχια
φυγαμε βιαστικα..και δεν ξαναγυρισαμε
μετα ξημερωσε την πηρα τηλεφωνο,τσακωθηκαμε και δεν ξαναειδωθηκαμε
ακομα όμως σκεφτομαι ,είναι κοντα η γιορτη της ,
ότι με περιμενει σ εκεινο το μπαρ,σ εκεινη την πολη,με τα μαλλια χυμενα στο λαιμο μου,κατι ακομα να μου μαθει…κατι ακομα να γραψει πανω στο δερμα μου…κι ανατριχιαζω…κι αλλαζω θεμα…και κανω πως χαμογελαω με καποιο αστειο μεχρι να φυγει από το λαρυγγι ο κομπος…να το ξεχασω…
λιγο ακομα υπομονη
θα ξημερωσει παλι…
και τα ονομα της Δε θα ναι πια Αγαπη
θα είναι Ζωη…
Εχω την ταση να εξωραϊζω το παρελθον και ν αποσυντονιζω το μελλον…πειραζει που ζω μεσα στις ψευδαισθησεις?
Πειραζει που προσπαθω να πεισω τον εαυτο μου ότι οι ανθρωποι, σε κάθε γωνια του λακου που ειμαστε χωμενοι,κρατουν στα χερια τους ψυχες –ακατεργαστα διαμαντια πολλων καρατιων- φωτεινες αναλαμπες και κεραυνους που σκιζουν την κάθε υποψια συννεφιας στα δυο?
Τι κι αν είναι στη νυχτα μεσα και τους βαφτιζει το ποτο και το τσιγαρο
Τι κι αν κελαηδουν από τα πρωτοξημερωτα κλαρακια, σαν καναρινια,κάθε πρωϊ,
Από την ιδια ουσια και την ιδια φθορα, ολοι να καταθεσουμε τις μαρτυριες μας εχουμε,τα τσακισμενα και τα φτιαγμενα μας
Ετσι κι εκεινο το βραδυ σ ένα καπνισμενο μπαρακι,σε μια πολη,με κατι κερασμενα ποτα,συναντησα την Αγαπη
Ηταν το αμορε ενός επιλοχια απ το Βορρα,ηταν η καψουρα του,το αχτι του,η καυλα του
Και ειχε σταξει πολλα στη μπαρα που ακουμπουσε τα μαλλια της
Πολλα λεφτα, πολλα ραβασακια,πολλα λογια και καθολου χαμενο χρονο
Την προσεξα απ την αρχη και μου κλεισε το ματι
Δεν ειχα να κερασω,δεν εβγαινα,τρακαρισα τον αλλον
«κοιτα τη την πουτανα πως χορευει…με ξετρελαινει» ξεφυσηξε στ αυτι μου αγκομαχωντας
αναψα τσιγαρο..κατι σκεφτομουν..ένα τηλεφωνημα από το μεσημερι…ειχα ξεσπασει 800 χιλιομετρα πιο κατω…μου ειχε στειλει ένα ηλεκτροσοκ κι ένα σεισμο μαζι..ηθελα να γλεντησω ρε πουστη…να ζησω
και την αρπαξα από τη μεση,ετσι ξερα,αντρικια,απελπισμενα
«γιατι αργησες?» μου φωναξε για να με τελειωσει
την εσφιξα,τη ζουληξα πανω μου,εβαλα τα χερια και το στομαχι μου πανω στη γυναικεια πλαστελινη του σωματος της
γιναμε ένα κουβαρι από χορο,δυο αναστεναρηδες που περπατουν πανω στα ιδια καρβουνα
με φιλησε
ναι ρε,το παραδεχομαι,μ εκανε κουρελι
εμενα τον αντρα με την καλη χωριστρα και το μαυρο φανελακι με το μανικι το γυριστο και τα τσιγαρα στην κωλοτσεπη
τον Ελβις της δυστυχιας
με ξεφτιλησε
κι όλα μετα ειχαν αλλαξει..και τον καταλαβα τι εννοουσε ,όταν αγκομαχουσε στ αυτι μου,ο δολιος επιλοχιας
και ηθελα κι άλλο…κι άλλο..κι άλλο..ν αποδειξω ότι δεν ηξερα τι θα πει γυναικα μεχρι εκεινη τη στιγμη..να φωναξω 800 χλμ πιο κατω..ότι σ εχω ξεχασει…ότι σ εχω προδωσει…ότι ειμαι καλα…ότι ζητω παρηγορια για να μη σε ζηταω κάθε στιγμη
κι άλλο…κι άλλο..φιλησε με παντου στο προσωπο…παντου στο σωμα..κρατα τη θεση μου ζεστη στη μπαρα..φερε μου να πιω κι άλλο μεχρι το στομα μου να μη μιλαει άλλο από τη σιχασια..
και τα ονομα της..τι ειρωνια…
σ ένα χαρτακι με το τηλεφωνο,μες το αριστερο μου χερι…γιατι ειχε πια ξημερωσει και το καταστημα Δε σηκωνε άλλες εντασεις
φανερες ,κρυμενες,εγχρωμες η μονοχρωμες ,μοναχικες η με παρεα
παντοτε διχασμενος ημουνα,με το κεφαλι σκυμενο εφευγα,δεν ειχα κοτσια ν αντισταθω,να παω κοντρα
παντοτε μια βαρκα που παει περα δωθε σ ένα αγνωστο ρεμα,ηταν το βλεμμα μου,μια τυφλη ελπιδα
και με ξεφτιλησε η Αγαπη
μου δωσε σαρκα και οστα…μου δειξε ένα δρομο..αληθινο…οσο τα χειλη και το κορμι της μεσα σ ένα λαμε φουστανι φωλιασμενο..
οσο η μυρωδια και τα αγκομαχητο του φιλου και εχθρου μου επιλοχια
φυγαμε βιαστικα..και δεν ξαναγυρισαμε
μετα ξημερωσε την πηρα τηλεφωνο,τσακωθηκαμε και δεν ξαναειδωθηκαμε
ακομα όμως σκεφτομαι ,είναι κοντα η γιορτη της ,
ότι με περιμενει σ εκεινο το μπαρ,σ εκεινη την πολη,με τα μαλλια χυμενα στο λαιμο μου,κατι ακομα να μου μαθει…κατι ακομα να γραψει πανω στο δερμα μου…κι ανατριχιαζω…κι αλλαζω θεμα…και κανω πως χαμογελαω με καποιο αστειο μεχρι να φυγει από το λαρυγγι ο κομπος…να το ξεχασω…
λιγο ακομα υπομονη
θα ξημερωσει παλι…
και τα ονομα της Δε θα ναι πια Αγαπη
θα είναι Ζωη…
No comments:
Post a Comment