Monday, February 20, 2012

Χοτέλ Σουδάν


Ο λόγος που ξύπνησα ήταν το ροχαλητό του δίπλα που είχε καταντήσει τόσο ενοχλητικό που έτριζαν τα τζάμια. Κοίταξα το πεταμένο σεντόνι και είδα έναν άνθρωπο σε μια αστεία εμβρυακή στάση να κοιμάται βαριά. Όπως ήταν το συνηθισμένο του. Τα χείλη μου ήταν κάτασπρα από το σάλιο που είχε ξεραθεί. Πέρασα τη γλώσσα πάνω τους, τα μούσκεψα, και με την ανάστροφη του χεριού έστρωσα τα μαλλιά  πάνω από το μέτωπο μου. Γύρισα στο πλάϊ κι αφουγκράστηκα το χώρο. Το μαξιλάρι ήταν άσπρο με κεντημένο το λογότυπο του ξενοδοχείου: Hotel Σουδάν. Μύριζε ξηρό σαπούνι ή κάτι τέτοιο, ένα υλικό που χρησιμοποιούν οι εταιρείες καθαρισμού σαν του ξάδερφου του Γιώργου στο Λαύριο. Έτσι μύριζαν πάντοτε τα ξένα μαξιλάρια, κάτι ξένο, στεγνό, και ξινό. Καθαριότητα επαγγελματική, απόμακρη και προκατασκευασμένη. Που πήγε ο αυθορμητισμός του άλλοτε, η πρωτοτυπία? Μα κι εσύ-θα μου πεις- τι ψάχνεις τώρα. Μια αυθόρμητη μηχανή στεγνού καθαρισμού ή έναν υπάλληλο με φαντασία στο πλυντήριο του ξενοδοχείου? Ο άλλος άφησε έναν αναστεναγμό, μετά ξεφύσηξε αφήνοντας μια στριγγιά παρατεταμένη ριπή αέρα στην ατμόσφαιρα. Αει σιχτίρι παιδάκι μου, τον σκούντηξα να πάει πιο πέρα. Μα να μου φορτωθεί με το έτσι θέλω ο πίθηκας δεν το ήθελε ούτε ο Θεός. Σε όποιον πιστεύει τέλοσπάντων. Η κουρτίνα ήταν μπαλωμένη και κιτρινισμένη από το τσιγάρο. Γαριασμένη, τσαλακωμένη, με κάτι ξεπλυμένα πορτοκαλί ανθάκια που κάποτε πλέκονταν σε μπουκέτο, στολίζοντας ένα νοικοκυρεμένο Αθηναϊκό περβάζι. Κάτι μου θύμιζε κι αυτό. Της θείας της Κατίνας το σπίτι, τα πλακάκια στο μπάνιο, να τι μου μοιάζει. Μα από το ίδιο μαγαζί τα ψώνισαν και οι δύο? Τέτοια η ομοιότης. Αισθάνθηκα άσχημα μισόγυμνος μέσα στο κρύο δωμάτιο. Είχε περάσει ώρα και το ρίγος διαπέρασε το στέρνο μου, έπρεπε να σηκωθώ. Ο άλλος τίποτα, αμέτοχος στο δράμα μου, να συνεχίζει το αέρινο βιολί του, στριφογυρνώντας. Μπήκα στο λουτρό για να συνέλθω. Τα μισόσκουριασμένα ρουμπινέτα έτρεξαν καυτό νεράκι και ο ατμός κόλλησε στον καθρέφτη-φάρο, μες το τοπίο της ομίχλης. Ανακουφίστηκα από τη ζεστασιά, τη θαλπωρή και την ανωνυμία. Το άγγιγμα του νερού σα χάδι στοργής, μερικά μέτρα από την ασχήμια του κέντρου. Πως είχαμε βρεθεί εκεί κάτω ρε παιδί μου? Έσπαγα το κεφάλι μου να σκεφτώ αλλά μάταια. Η πόρτα έτριξε και μπήκε ο άλλος να κατουρήσει. Ρε συ τι κάνεις, πας καλά? Του φώναξα πετώντας του σαπουνάδα -χαμπάρι δεν πήρε. Αναρωτιέμαι που τον βρήκε ο ξάδερφος και τον κουβάλησε στο μαγαζί μου. Τι δουλεία έχεις ρε με τέτοιους εσύ, τον είχα ρωτήσει και μου κλεισε το μάτι πονηρά ψιθυρίζοντας «δουλειές». Ναι σιγά τις δουλειές. Φύγε ρε αγόρι μου από τη λεκάνη, να ξεπλυθώ και κάθεσαι, μπα που έμπλεξα ο άνθρωπος. Τυλίχτηκα με τις πετσέτες και έτρεξα ξανά στο κρεβάτι. Μα να μη βρίσκεις ησυχία πουθενά αδερφέ μου, τι κατάσταση. Έπρεπε να ντυθώ να κατέβω στο μαγαζί, στο ισόγειο του ξενοδοχείου. Να ανοίξω για να πουλήσω κάνα πακέτο τσιγάρα, όπως είχαμε συμφωνήσει με το αφεντικό. Θα έφερνε γκρούπ από την Αίγυπτο γύρω στις 11, και ήθελαν Μάλμπορο να καπνίσουν οι χαρμάνηδες. Μάλμπορο από τα άλλα, όχι τα ελληνικά. Από εκείνα που έφερνε ο ξάδερφος με τις «δουλειές» του. Και μου χε φορτώσει το Βούλγαρο που ροχάλιζε, να κάνουμε το κονέ. Τι να μιλήσεις με το βόδι να πουμε, που κοιτούσε με το να μάτι. Μεγάλε πήγε καλά η τουαλέτα, του είπα θυμωμένος, αλλά αδιαφόρησε. Σιγά μην ασχοληθεί, το πακέτο με τα ευρώ ήθελε για να γυρίσει Σέρρες. Ντύθηκα, ντύθηκε κι αυτός, μου είπε καφέ, εντάξει θα πάρουμε από τον καφενέ πιο δίπλα, για να μην ενοχλήσουμε τη ρεσεψιόν. Η ρεσεψιόν που κοιμόταν 24 ώρες το 24ωρο βρέξει χιονίσει, με κολλημένη τη μούρη στα ίδια ανθάκια με της κουρτίνας του δωματίου μου. Αυτό λέγεται και μανιέρα, έτσι δεν είναι? Ο καφετζής έφερε τους καφέδες, ο Βούλγαρος έσκασε ένα γελάκι στα ξαφνικά, και πριν προλάβω να μπω στο κλίμα ο ξάδερφος πάρκαρε το φορτηγό στη βιτρίνα. Που είσαι ρε Γιώργο, μπλέξαμε χτες βράδι και δεν προλάβαμε. Του είπα την ιστορία με τις φίλες του άλλου που φέραμε για ποτά, και τα λεφτά που είχα στο τσαντάκι. Και πως τα ποτά έκαναν τη ζημιά και το τσαντάκι εξαφανίστηκε μαζί με τα κορίτσια, αλλά ο άλλος λιποθύμησε στο μαγαζί και τον κουβάλησα πάνω μη μου πεθάνει. Και η δουλειά δεν έγινε και μου μεινε αμανάτι αυτός και το χρέος, και δεν είχα και τσιγάρα να γεμίσω τις προθήκες. Και τι θα γινόταν με τους τουρίστες, θα φώναζε ο κύριος Βασίλης ο ξενοδόχος του Σουδάν. Ο Γιώργος κατσούφιασε με την εξέλιξη αλλά δεν είπε τίποτα. Θα βρούμε λύση, έχουμε ώρα παιδιά. Μου λέει έλα λίγο πιο δω και βγάζει μια δεσμιδα με κατοστάρικα από την τσέπη. Δάνειο για να ξεμπλέξεις αδερφέ, και διώξε τον άλλον ζημιά μας έκανε. Όμως ό άλλος είχε πιεί τον καφέ και είχε γύρει ροχαλίζοντας στην καρέκλα. Ρε τι πάθαμε πρωινιάτικα, δεύτερη φορά το φόρτωμα του, τι γκαντεμιά είναι αυτή χριστέ μου. Του χωσα τα λεφτά στη μέσα τσέπη, τον βάλαμε στο φορτηγό του Γιώργου και φύγαμε για Κηφισσό. Του κέρασα και το εισιτήριο για πίσω, να φύγει να πάει στον τόπο του μακριά από μένα. Γυρνώντας σταθήκαμε σε μια αποθήκη και πήρα μια κούτα Μάλμπορο Ελληνικά. Τι να κάνω. Δεν είχε κέρδος σήμερα. Γύρισα και κοίταξα τον ξάδερφο, δεν είχε χάσει την ψυχραιμία του στιγμή, παρότι τα είχα κάνει μούσκεμα. Το ήξερα πως με αγαπούσε και συγχωρούσε τις βλακείες μου, όσα χρόνια και να περνούσαν. Με άφησε δυο μέτρα από το μαγαζί και μάρσαρε χαιρετώντας. Οι Αιγύπτιοι είχαν φτάσει στο Σουδάν.

No comments: