Tuesday, February 14, 2012

Αποκάλυψη Τώρα


Η πρώτη φουρνιά νεοσύλλεκτων πέρασε την πύλη του στρατοπέδου. Οι παλιοί φαντάροι ήταν παραταγμένοι δεξιά κι αριστερά του δρόμου που ανέβαινε μέχρι το κτίριο της μονάδας. Κοιτούσαν τους νέους γελώντας. Κοροϊδεύοντας το άχαρο περπάτημα τους. Ήταν αδύνατο να βαδίσεις σωστά φορτωμένος με το λουκάνικο, τις καινούργιες παραλλαγές και τα θεόστενα άρβυλα. Τα καψώνια που σου εξιστορούσε ο πατέρας σου, είχαν μόλις αρχίσει. Ειρωνικά σχόλια που κουδούνιζαν στα αυτιά σου.


Ένας μόνιμος λοχίας σε απάλλαξε από την αμηχανία της στιγμής. Φώναξε τα ονόματα της ομάδας σου, και παραταχθήκατε μπροστά στην είσοδο των κοιτώνων. Όλα ήταν καινούργια. Δεν είχες ξαναβγεί από το σπίτι σου ποτέ. Δεν είχες λείψει άλλοτε, τόσο καιρό, μακριά από τους δικούς σου. Αισθανόσουν μόνος κι έρημος. Ίσως το ίδιο να συνέβαινε και στους υπόλοιπους. Τους διπλανούς σου. Μακάρι, ευχόσουν. Το ήθελες να κάνεις ένα τσιγάρο κερασμένο. Να στο προσφέρουν, να ξεπεράσεις τη φυσική σου συστολή, να χαμογελάσεις και να απλώσεις το χέρι. Να αντιγυρίσεις ένα νεύμα αποδοχής. Να προσφέρεις τη δική σου φωτιά.

Ήταν σκληρό το στρώμα, ξεχαρβαλωμένο. Πολυκαιρισμένο και παλιακό. Κίτρινο φελιζόλ, στο χρώμα της μαργαρίνης. Οι σούστες αλληθώριζαν βγάζοντας αστείους ήχους. Σαν να βλέπεις μια αρχαία τσόντα στο σινεμά και να ακούς το τρίξιμο του σουμιέ. Έτσι το πήρες. Στο χαβαλέ. Έσκασες στα γέλια κοιτώντας τριγύρω, κρατώντας το στομάχι σου, από το ξέσπασμα Αδιαφορούσες για τα απορημένα βλέμματα των υπολοίπων στο θάλαμο. Αδιαφορούσες για τα χιλιάδες κορμιά που ξεκουράστηκαν απάνω στο στρατιωτικό κρεβάτι. Εσύ ο κάποτε ευαίσθητος σιχασιάρης. Απλώς γύρισες από την άλλη. Ήταν αργά και νύσταζες. Το στρώμα σε αγκάλιασε σα να πονούσε μαζί σου. Η βρωμιά του σε παρηγόρησε, ήσουν κι εσύ μέσα στη σκόνη. Μάλλον έτσι βρωμούσαν τα κρεβάτια του στρατού. Ε, πατέρα?

Δεν πέρασε ώρα κι ακούστηκε ένας κρότος. Κάτι μεταλλικό σερνόταν στο μωσαϊκό. Σαν αλυσίδα. Μισάνοιξες τα μάτια, κάποιος ήταν απέξω. Φοβήθηκες. Θέλησες να δεις. Το στρώμα υποχώρησε στιγμιαία από το βάρος σου, όταν ανασηκώθηκες υπνωτισμένος. Σα να ήθελε να σε κρατήσει στον κόρφο του. Να σε φυλάξει. Σαν να ήξερε κάτι που εσύ αγνοούσες. Που δε θα μπορούσες να γνωρίζεις - ρε ψάρι. Τα χέρια του σε γράπωσαν προτού καταφέρεις να αντιδράσεις. Σε τσουβάλιασε κι άρχισε τις κλωτσιές. Σε χτυπούσε με τον αορτήρα ενός όπλου. Ήσουν ανυπεράσπιστος. Ήσουν μόνος κι έρημος. Έβλεπες το κορμί σου να γίνεται ένα κουβάρι από δέρμα και κόκαλα. Κοίταζες από ψηλά - από εκεί που είχες αποδράσει για να αντέξεις. Σαν σπουργιτάκι, που κουρνιάζει σε μαρκίζα. Μακριά από τους διώκτες του. Σου ήρθε να βάλεις τα γέλια με την εικόνα. Ήταν κωμικοτραγική. Μα θα ξυπνούσες πάλι τους άλλους στο θάλαμο. Με τα απορημένα βλέμματα. Και ίσως να τις έτρωγες ξανά. Κι ίσως να το άξιζες κι από πάνω. Όπως συμβαίνει στο στρατό. Ε πατέρα?

Ένα στιβαρό χέρι απλώθηκε, να σε σηκώσει. Δεν ήξερες για πόσο βρισκόσουν στο έδαφος. Από ένστικτο άρπαξες το γιακά της θολής φιγούρας και στάθηκες τρεκλίζοντας στα πόδια σου. Που να ήσουν άραγε? Τι μέρα ήταν? Πως έλεγαν το παιδί που σε φώναζε με το μικρό σου όνομα? Τίποτα δεν είχε νόημα. Τίποτα δεν ήταν λογικό. «Χριστέ μου έχω χάσει το μυαλό μου» -σκέφτηκες.

Κάποιος σε κάθισε στην καρέκλα. Σου έφεραν νερό να πιείς. Οι εικόνες τριγύρω άρχισαν να αποκτούν σαφήνεια και χρώμα. Το τσούξιμο στο κούτελο, από το αλκοολικό επίθεμα, σε τάραξε. Ήσουν στο στούντιο σου στην Καλιφόρνια.

Εσύ ο Φράνσις Φόρντ Κόππολα. Ο σκηνοθέτης της «Αποκάλυψης Τώρα».

Ο Μάρλον έφταιγε. Ο Συνταγματάρχη Κούρτς Αυτό το πειραχτήρι, που και καράφλας, μορφάζοντας σαν κλόουν του τσίρκου, δεν είχε σταματήσει να σε προγκάει. Να απαντά στα δικά σου καψώνια. Να σε τραβολογά από τα μούσια, όποτε έβρισκε την ευκαιρία. Να σε σκουντά με το που πάλευες να του θυμίσεις τη γωνία λήψης Αυτό το αστείο μούτρο, ο Κούρτς, να κοροϊδεύει εσένα! Ανήκουστο!

Εσύ φταις που τον διάλεξες απ’ το casting. Που υπαναχώρησες. Στο έλεγαν πως κάνει σα μικρό παιδί. Κι ας ήταν ο φτασμένος Μάρλον Μπράντο. Δεν έδωσες σημασία, τον αγαπούσες. Και τώρα, το πληρώνεις. Ο πόνος που σου τρυπούσε τα μηλίγγια, στο θύμισε. Το πατσαβούρι με το γράσο που σου είχε πετάξει, φωνάζοντας ότι δε γουστάρει το σενάριο. Αυτό το κομμάτι γλιστερό πανί, που σε είχε στείλει να κάνεις σκι στο πλατό, καταλήγοντας με το καύκαλο στριμωγμένο ανάμεσα σ’ ένα φωτιστικό, κι ένα παγκάκι. Ορίστε το αποτέλεσμα. Ένα καρούμπαλο και η χολή πρησμένη. Και μια ακόμα ημέρα γυρισμάτων, χαμένη. Καταστροφή!

Έγειρες πίσω να ανασάνεις καλύτερα. Αυτή η ταινία είχε στοιχειώσει τη σκέψη σου. Είχες μπει για τα καλά στη φρίκη της. Μπέρδευες την πραγματικότητα με την πλοκή της. Εσύ που δεν είχες ποτέ υπηρετήσει στο στρατό. Τώρα γνώριζες τα πάντα. Βίωνες τις κακουχίες, την πείνα και τα καψώνια, σα να ήσαν αληθινά. Έβλεπες το πράσινο και το χακί, επάνω σε κάθε χρώμα. Και τους δικούς σου ανθρώπους να συντονίζονται, βαδίζοντας με βήμα, σε μια μονότονη παρέλαση. Ήσουν μόνος κι έρημος. Εσύ και ο Κούρτς, να κοιτάζετε ο ένας τον άλλον. Το παγωμένο βλέμμα του Μάρλον να φυλακίζει την αγωνία σου. Και να τη μετατρέπει σε οργή και πόνο. Σαν σπουργιτάκι, που κουρνιάζει σε μαρκίζα. Μακριά από τους διώκτες του. Ανατριχίλα. Το ρίγος που διαπερνά την πλάτη σου - η υγρασία της ζούγκλας του Βιετνάμ. Γίνεται ηλεκτρική ριπή. Σε τσουρουφλίζει . Το κορμί σου τυλίγεται γύρω από τα σίδερα της καρέκλας. Σαν κουβάρι από δέρμα και κόκαλα. Κι ίσως να το αξίζεις κι από πάνω, που τρέμεις έτσι. Ε συνταγματάρχη?

Τεντώνεσαι και πονούν τα πλευρά σου. Μάλλον έχεις ραγίσει μερικά. Ώρα να σκεφτείς την επόμενη ημέρα των γυρισμάτων. Ανασκουμπώθηκες, ζητώντας τσιγάρο. Στο κέρασε το πειραχτήρι. Σου γέλασε φιλικά. Ξεπέρασες τη φυσική σου συστολή, χαμογέλασες πίσω και άπλωσες το χέρι, να αντιγυρίσεις ένα νεύμα αποδοχής.

Να προσφέρεις τη δική σου φωτιά.

No comments: