Thursday, May 28, 2009

Τζάνειο

Χωμένο μέσα σ ένα δάσος από πολυκατοικίες, σ ένα λόφο του Πειραιά, είναι το κτίριο που πρωτοθεμελιώθηκε το 1886.
Αν πιάσεις την κατάλληλη θέση στο πεζοδρόμιο, έξω από την ανακλινόμενη μπάρα που ρυθμίζει την είσοδο και την έξοδο στο προαύλιο, μπορείς να διακρίνεις το λιμανάκι και τη θάλασσα, στο τέλος του δρόμου.
Ένα σωρό βάρκες και βαρκούλες, να λικνίζονται στο γαλάζιο κύμα, να σε υπνωτίζουν με την κίνηση και τα σκέρτσα τους, να τις αγναντεύεις από το λόφο του πόνου, και να ξεχνιέσαι.
Όλη η δυστυχία του κόσμου συγκεντρωμένη σ' αυτό το μέρος.
Πρόσωπα πονεμένα, φουκαριάρικα και χαρακωμένα από τα προβλήματα, πλάτες γυρτές και μέσες σπασμένες να κοιτάνε το τσιμέντο, πόδια στραμπουληγμένα και φτέρνες μαύρες από το σούρσιμο πάνω στα φαγωμένα σκαλιά, χέρια σκασμένα από τον κόπο και τη δουλειά, αδιέξοδα και τραγωδίες, έξω από τους θαλάμους αναμονής, στα γκρίζα μεταλλικά παγκάκια.
"Έρχεται ο καρδιολόγος", φωνάζει μία τσιγγάνα με μακριά πλεξούδα και φθαρμένο πορτοκαλί βελουτέ φουστάνι. Είμαστε από τις 7 στημένοι απέξω, και περιμένουμε.
Μεμιάς, λές και κάποιο αόρατο χέρι νά δωσε το πρόσταγμα, πέφτουν δέκα κορμιά, να γκρεμίσουν την πόρτα.
Οροί, βελόνες, αίματα και γάζες, ούρα και κόπρανα, ιδρώτες και εκκρίματα, πυτζάμες ριγέ και καρώ και στραβοπατημένες σαγιονάρες, ένας εφιάλτης από ατημέλητα και ανήσυχα κεφάλια κάθε είδους, όλοι μαζί να σπρώχνουν μιά πόρτα, λές και πίσω της είναι η έξοδος της λύτρωσης, η ανταμοιβή του Αβραάμ που δε θυσίασε το γιό του, στα γόνατα του Τιμωρού-Πατέρα.
Φωνές και κλάματα, έντονα και ξεψυχισμένα λόγια, τα "σας παρακαλώ" και τα "άντε γαμηθείτε" δίπλά δίπλα, άραγε τι να πληρώνουν όλοι αυτοί, γιατί να στέκονται έτσι, παραδομένοι στην ανέχεια τους, να μήν κλωτσούν το σύστημα, αλλά το διπλανό τους -αυτό τον φταίχτη που τρύπωσε μπροστά τους-, να υποφέρουν από επιλογή, να τεντώνουν και να τυλίγουν τους μυώνες και τους αδένες τους, σ ένα τεράστιο δίχτυ ανασφάλειας αντάμα με οργή, και να μπλέκονται, άντρες και γυναίκες, στο χορό του παραλογισμού και της οδύνης.
Και η λευκή πόρτα ανοίγει αργά και όποτε, και ο επόμενος που επικρατεί από το μπουλούκι, χάνεται πίσω της ανακουφισμένος, κερδισμένος, αφήνοντας απέξω το λαό να σκούζει για τη σειρά του.
Ζητάω από τη νοσοκόμα να της πάρει τη θερμοκρασία.
Το μέτωπο της βράζει, υποφέρει, τα κόκκινα της μαλλία κάνουν κοντράστ με το μαξιλάρι, εκεί πάνω σ΄ενα άθλιο σιδερένιο κρεβάτι χωρίς φρένα, που με την παραμικρή κίνηση χτυπάει στο διπλανό και κάνει σάν κούφια λαμαρίνα. Είναι 8 στριμωγμένοι, στο θάλαμο, δύο ετοιμοθάνατες και οι άλλοι να φωνάζουν για τα δίκια τους.
Όλοι έχουν δίκιο, και όλοι έχουν δικαίωμα στον πόνο και την απελπισία.
Κάθομαι στα πόδια της και τις χαϊδεύω τις πατούσες, της άρεσε παλιά αυτό θυμάμαι, όμως κοιμάται χωρίς όνειρα. Η διπλανή τινάζεται κάθε λίγο και με κοιτάζει με απονενοημένο ύφος. Η αδερφή της με την αποτυχημένη πλαστική στο πρόσωπο είναι τόσο καλή, αλλά δεν τα καταφέρνει. Πιό δίπλα μία γριά με καμμένη πλάτη, και ξεχειλωμένα σπλάχνα, έχει ανάγκη απο τις δύο αποκλειστικές για ν ανασάνει και να γυρίσει πλευρό. Ο ρόγχος της μου σφυροκοπά τα μηνίγγια.
Βγαίνω έξω να πάρω ανάσα, και δεν αντέχω άλλο.
Λυωμένες ζωές, και σκιαγμένες ψυχές, παραμορφωμένες μορφές-παραμελημένες απο τη ζωή-, αναρωτιέμαι πώς μαζεύτηκαν όλοι αυτοί εδώ, χωρίς κλιματισμό να λειτουργεί με μιά διαβολεμένα ζεστή μέρα να στέλνει τον υδράργυρο στα ύψη και την αντοχή μου στα τάρταρα, με τα σεντόνια να κολλάνε στα πόδια και τους γιατρούς να ζέχνουν φτηνά αφτερσεϊβ με ωραιοπάθεια, και να κοιτάνε τα μπούτια και τις κυλότες των ασθενών, τις νοσοκόμες να λένε χυδαία ανέκδοτα, το ντελιβερυ μποϊ να φέρνει πίτσες για τις νυχτερινές βάρδιες, την ίδια στιγμή που ουρλιάζω για λίγη αξιοπρέπεια, για λίγη ανθρωπιά.
Ένα κρεματόριο είναι εκεί μέσα.
Μιά κόλαση, με τον οίκτο για κολιέ, στον σαπημένο κόρφο της.
Θέλουν λεφτά οι αλήτες. Είναι αλήτες. Διαπραγματεύονται τα λεφτά τους, πάνω από τα κρεβάτια των ανήμπορων ανθρώπων. Χτίζουν τη ζωή και το χώρο και τον αέρα τους, πάνω από τα λείψανα, τα υπόγεια και τη μούχλα των ταπεινών.
Εμποροι της ανάγκης.
Θέλει να κατουρήσει και δε μπορεί να σηκωθεί.
Την αρπάζω από το χέρι, με τον ορό στο άλλο, και διασχίζουμε το διάδρομο, με τα βλέμματα των άλλων να μας γδύνουν με τρόπο ξεφτιλισμένο-ντροπιαστικό.
Ο πόνος του άλλου, η ανακούφιση μας, η εξιλέωση μας, τα δήθεν φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, τα περίεργα φευγαλέα νεύματα, "αυτή είναι που...", τα 20 μέτρα μέχρι την τουαλέτα είναι ο γολγοθάς της, κι εγώ με το σταυρό στον ώμο, και το μαντήλι, σκουπίζω τα δάκρυα της.
Υπομονή.
Σ' αυτό το διαστρεβλωμένο σύμπαν, υπομονή.
Εκείνο το θερμομετρο ακόμα να ρθει, πάω μέσα και κάνω φασαρία, έρχεται η Μαγδαληνή και γυρνάει ενοχλημένη και μου κάνει: "Εντάξει είναι". Αποκοιμιέμαι. Και βλέπω ότι έχω βγάλει φτερά -σα μύγα- και παλεύω να ξεφύγω, χτυπώντας τα χιλιάδες φορές το λεπτό, κουτρουβαλώντας τον αερά με την κάμφορα και την απολύμανση, αναζητώντας μία τρύπα στον τοίχο του δωματίου να κρυφτώ και να μη φαίνομαι, και αγωνιώ και σκάω, και πιέζομαι και αγκομαχώ και πεθαίνω, και όλα αυτά τα ονειρεύομαι ακουμπισμένος στο ίδιο μαξιλάρι μ' εκείνη.
Παραμερίζω την κουρτίνα, να μπεί το φώς.
Οι λευκές ρόμπες των γιατρών με τις παραφουσκωμένες, από τα βρώμικα λεφτά τους, τσέπες και τους συμβιβασμένους κόρφους τους, και τις παραιτημένες διάνοιες τους, και την εκδίκηση στα μάτια τους -για τα χρόνια που δήθεν σπάτάλησαν διαβάζοντας ανατομία, την ώρα που οι συμμαθητές τους εκσπερματωναν στην αληθινή ανατομία των κοριτσιών τους- είναι πιό λαμπερές από ποτέ.
Κουνιώνται πέρα δώθε οι χοντροκώλικες κουστωδίες τους, πάνω στα λαχανί πλακάκια και τα παστρικά μωσαϊκά, με περισσή ευελιξία, ανάμεσα στα μαυρισμένα μάτια των ανθρώπων που εκλιπαρούν γιά θεραπεία σώματος και ψυχής, με σάλιο ξεραμένο στο λαιμό, και άναρθρα "σας παρακαλώ", και ξαναπάνε για σύσκεψη.
Πάμε να φύγουμε αγγελούδι μου.
Στο τέλος του δρόμου, στην κατηφόρα, μάς περιμένει μία βαρκούλα ν' άρμενίσουμε στα γαλάζια νερά του Πειραιά, στην Μαρίνα Ζέας, το Τροκαντερό, να σου δείξω πού βγάζουν χταπόδια οι λαδομπογιατισμένες τράτες με τα γυναικεία ονόματα, και τα κόκκινα σου μαλλιά να κάνουν κοντράστ στην αγκαλιά μου.
Κι αντίκρυ, το παλιό Τζάνειο, βλοσυρό, να ξερνά πραγματικότητα, στάχτη και τύψεις.
Ονειρευόμαστε.

4 comments:

fourka said...

καταπληκτικό κείμενο, και ανατριχιστικό μαζί (όποιος τα έχει ζήσει ξέρει...). Σε φιλώ πολύ!

Yannis said...

Παρα πολυ καλο !
καταπληκτικο......έχεις την μοναδικη ικανοτητα μεσα απο τα γραπτα σου να μπορεις να μεταφερεις στον αλλον...αυτο ακριβως που θελεις ......
Μπραβο ρε φίλε που έστω και με τετοια μελαγχολικα κειμενα, μας κανεις να σε διαβαζουμε......
και η πλακα ξερεις ποια ειναι...οτι αυτο :
".......Οι λευκές ρόμπες των γιατρών με τις παραφουσκωμένες, από τα βρώμικα λεφτά τους, τσέπες και τους συμβιβασμένους κόρφους τους, και τις παραιτημένες διάνοιες τους, και την εκδίκηση στα μάτια τους -για τα χρόνια που δήθεν σπάτάλησαν διαβάζοντας ανατομία, την ώρα που οι συμμαθητές τους εκσπερματωναν στην αληθινή ανατομία των κοριτσιών τους- είναι πιό λαμπερές από ποτέ......" ηταν το αντικειμενο συζητησης μιας παρεας μου χθες το βραδυ !!
Μπραβο !

isis said...

Κείμενο με "δήθεν" λογοτεχνική μορφή που είναι γεμάτο με ανακρίβειες και αισχρά ψέματα για όσα "δήθεν-ξανά" κάνουμε εμείς οι ξελιγωμένοι από την αγαμία (έτσι φαντάζεται ο συγγραφέας) στα νοσοκομεία όπου εργαζόμαστε με μισθούς πείνας και ωράρια εργατών της πρωτοβιομηχανικής περιόδου. Ναι, δεν είναι όλοι τέλειοι, ναι υπάρχει διαφθορά όπως παντού αλλά κανείς δε δικαιούται να απαξιώνει το μόχθο τόσων χιλιάδων ανθρώπων με τόση ευκολία απλά και μόνο επειδή θεωρεί ότι το δικό του αίσθημα κατωτερότητας πρέπει να καλυφθεί την επίφαση μιας "δήθεν (ναι πάλι)" λογοτεχνικότητας. Στο χωριό μου αυτό το λένε κιτρινισμό.
Λυπάμαι για το φθηνό άφτερ σέιβ που χρησιμοποιώ αλλά τα λεφτά που μου πληρώνει το κράτος δε φτάνουν για να πάρω τα ακριβά αρώματα που θα ήθελε να βάζω ο "συγγραφέας". Και όταν μέσα στο 32ωρο συνεχούς εργασίας-ναι, συνεχούς- δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου πλέον, σίγουρα δεν έχω καμία διάθεση να κοιτώ τα μπούτια(!) κανενός είτε είναι ηλικιωμένος είτε ακόμη αν είναι η ίδια η θεά Αφροδίτη!!
Λυπάμαι για το συγγραφέα, είναι εμφανές ότι έχει εμπάθεια αλλιώς θα τον προσκαλούσα να ζήσει με τα μάτια του μία εφημερία του Τζανείου Νοσοκομείου για να διαπιστώσει αν είμαστε διεστραμμένοι εγκληματίες όπως διατείνεται...

eClaire said...

Επειδή το συγκεκριμένο κείμενο αποτελεί απόρροια δικής μου πραγματικότητας, κι επειδή από το ύφος σου (και από τις πληροφορίες που δίνεις περί εφημεριών) αγαπητή «Ίσιδα» αντιλαμβάνομαι ότι είσαι ειδικευόμενη και ως ειδικευόμενη, μπορώ να σου πω ένα μεγάλο, πραγματικό και ειλικρινές ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου (και εκ μέρους του συγγραφέα) γιατί εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, δυο ειδικευόμενοι ήταν πάνω από το κεφάλι μου και με φρόντισαν με περισσό ζήλο.
Ζήλο, που δεν επέδειξε ωστόσο ο συγγραφέας του κειμένου, στην απεικόνιση (χωρίς καμμία εμπάθεια σε διαβεβαιώ) της τραγικής πραγματικότητας που αντιμετωπίσαμε, στο κατά τα λοιπά και κατά τους τύπους ονομαζόμενο Νοσοκομείο. Θα σε παρακαλούσα θερμά, να σημειώσεις κάπου αυτό το blog και να θυμηθείς να το επισκεφθείς και να ξαναδιαβάσεις το κείμενο αυτό, μετά από.. μια δεκαετία ας πούμε! Όταν θα έχεις ταλαιπωρηθεί από τις 32ωρες συνεχόμενες εφημερίες για χρόνια, όταν θα έχεις πάρει τον τίτλο «Διευθύντρια» ή «Αναπληρώτρια Διευθύντρια». Να το διαβάσεις ξανά, για να θυμηθείς να μην έρχεσαι στο.. γραφείο σου στις 9.00 για να εξαφανίζεσαι στις 14.00, να μην στρέφεις το βλέμμα σου στον ειδικευόμενο όταν ο πονεμένος ασθενής θα σου φωνάζει «Γιατρέ!» και για να μην απαιτείς (αδιαπραγμάτευτα) τα δυο χιλιάρικα στο χέρι («500 η αναισθησιολόγος, 500 τα παιδιά… ε δε γίνεται!») πάνω από την ανοιχτή κοιλιά μου! Λυπάμαι πραγματικά που το κράτος, παρότι τα παίρνει αδρά από ‘μένα κάθε μήνα, χρόνια τώρα, δεν σου αποδίδει τα αντίστοιχα! Λυπάμαι που αυτός είναι και ο λόγος που δεν ευκολύνεσαι να αποκτήσεις ένα γαλλικό άρωμα και καταφεύγεις στο φθηνό after shave! Ας μου ζήταγες να σου πάρω εγώ δώρο μια ακριβή κολόνια! Στο κάτω – κάτω της γραφής, θα μου στοίχιζε πολύ φθηνότερα από δυο χιλιάρικα…