Γύρισα απο τον απογευματινό μου καφέ με τον καλό μου φίλο
Το κρύο άρχισε να βαραίνει τα χνώτα των περαστικών και κουρνιάσαμε πίσω απο τις βιτρίνες
Επρεπε να έχω φορέσει ένα ζεστότερο μπουφάν για τη μηχανή,τι τό θελα το αμάνικο?
Πέρασε η ώρα και πείνασα
Εβαλά μια κατσαρόλα να βράσει το νερό,και μέχρι ν ακούσω τις φούσκες να σκάνε στο καπάκι,έκανα δυο τρείς μικροδουλίτσες στο σπίτι
(Κοίταξα γύρω μου στην κουζίνα και θυμήθηκα ότι δε χωρούσαμε και οι δύο ταυτόχρονα,γιατί είναι τόσο μικρή)
Την ώρα που έκοβα το κρεμμύδι,αναπόλησα τις στιγμές που εσύ δάκρυζες, κι εγώ νόμιζα ότι κάτι σε στεναχωρούσε,και προσπαθούσα να σε παρηγορήσω
Τώρα δεν υπάρχει κανείς να παρηγορήσει κανέναν,τώρα εγώ δακρύζω σα χαζό, πάνω απο το μισό μου κρεμμυδι
Ισως κι εσύ,στην άλλη άκρη της πόλης,να δακρύζεις γιατί προσπαθείς να καθαρίσεις το άλλο μισό, ίσως και όχι..
Τι σαχλαμάρες κάθομαι και σκέφτομαι, αναρωτιέμαι,τι συναισθηματικές σαπουνοπερικές κοτσάνες
Τόσες δικαιολογίες βρήκα, τόσα επιχειρήματα ανακάλυψα, τόσες αφορμές μου δώθηκαν για να σηκωθώ να φύγω μια νύχτα
Και τώρα -τοσο εύκολα- το στήθος μου φουσκώνει απο τα αναφιλητά, και οι σκέψεις μου γίνονται ψυχρές σαν την ομίχλη που ψευτοσκεπαζει τις ψηλές ταράτσες
Σ αγαπώ παναθεμά σε, σ' αγαπώ (ακόμα?)
Είναι μια δυστυχής διαπίστωση,μια γκρίζα πραγματικότητα
Τίποτα δεν κάνω
Ισως απλά μπερδεύω το κουβάρι απο την αρχή,έτσι γιατί περνώ καλά τα βράδια με τις τύψεις
Ισως απλά τυλίγω τον ιστό τριγύρω μου, περιμένοντας οίκτο και συγκατάβαση
Ισως απλά ζητώ μία διέξοδο απο το καθημερινό μου δρομολόγιο,φλερτάροντας με τα παλιά μου γνώριμα μονοπάτια
Ποιός άλλος, εκτός απο εμένα, να έχει τις απαντήσεις, δεν ξέρω..
Τι σαχλαμάρες κάθομαι και σκέφτομαι,πάνω απο μια κατσαρόλα βραστό νερό, σαν πρωταγωνιστής στην ώρα της μαγειρικής κάποιου πρωϊνάδικου?
(Τότε με φώναζες να σε βοηθήσω να κόψουμε σαλάτα,θυμάσαι?)
Και το μυαλό στριφογυρίζει στα παλιά χωρίς να σταματά
Και το μυαλό τραβά καλώδιο μέχρι τα σπλάχνα, κι ανάβει κι άλλες λάμπες, κι άλλα φώτα, μέσα εκει-στο βάθος
Και σαδιστικά ανασύρει εσένα,το πρόσωπο και τη μορφή σου, σα μιά σκιά, με χέρια και με πόδια και με φωνή, και μπούκλες..
Γλυστρά το τηλέφωνο απο τα χέρια μου
Ξέχασα ότι μαγειρεύω,γιατί πεινάω,και άν δεν μαγειρέψω θα πρέπει να παραγγείλω απέξω
(Και τα προσπέκτους και οι κατάλογοι έχουν ακόμα σημειωμένες τις παραγγελίες σου)
Που κάναμε λάθος?
Γλύστρησε το τηλέφωνο απο τα χέρια μου,και δεν έχω κουράγιο να σε ρωτήσω
Ξέρω οτι έχουμε φτάσει στο σημείο,όπου οι πράξεις, έχουν σκληρύνει τόσο πολύ τις αποφάσεις μας, που τα λόγια δεν είναι ικανά -δεν αρκούν- να εξηγήσουν
Και τί να πούμε δηλαδή?
Σ αγαπώ,παναθεμά σε?
Κι άν σε είχα απέναντι μου τώρα,με την ποδιά στη μέση σου,και το μισό κρεμμύδι στο χέρι-αναρωτιέμαι- τι θα μπορούσα να σου πώ?
Συγχωρεσέ με,πανάθεμα σε?
Κι άν μου δινόταν η ευκαιρία ν αρχίσω πάλι απο την αρχή-μαζί σου- τι θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά?
Πίστεψε με,παναθεμά σε?
Και το νερό που φουσκοβράζει, σαν το θυμό και τον εγωισμό, σαν όλες τις ανολοκλήρωτες μας φράσεις ,σαν τις μισές και μισοτελειωμένες πράξεις?
Εγώ θα μπώ μπροστά,και θα τσουρουφλιστώ μόναχα εγώ,πανάθεμα σε?
Το σαλόνι έχει μονάχα ένα λαμπατέρ αναμένο,και κάθομαι στο μισοσκόταδο να χωνέψω
Εδω και ένα χρόνο, αφήνω μιά χαραμάδα στο συρόμενο του μπαλκονιού,να με δροσίζει,έτσι όπως κάθομαι,εκεί που κάποτε καθόσουν εσύ
Φταρνίζομαι και νοιώθω ότι το κρύο άρχισε να βαραίνει και τα δικά μου χνώτα και πρέπει να κουρνιάσω
Θυμήθηκα ότι ο μόνος λόγος που αγάπησα αυτό το σπίτι, ήταν γιατί κοιμόμασταν μαζί
(κάτι τέτοια βράδια)
Στριφογυρνώντας στο αποτύπωμα του σωματός σου,
αισθάνομαι οτι ο χρόνος σταμάτησε,και ότι ζώ στο ενδιάμεσο,και στο ακριβώς μετά...
Κρυώνω πολύ,πανάθεμα σε
No comments:
Post a Comment