Ξεκαβαλάω το παπί,το δένω στο γνωστό του δέντρο,στο πεζοδρόμιο κάτω απο το σπίτι.
Ψάχνω την κουλούρα,να δω αν το κλειδωσα καλά,βγάζω το κράνος.
Πολύ κρύο απόψε.
Ανοιξη λένε τα ημερολόγια αλλά μάλλον χειμώνα μου θυμίζει.
Στη διαδρομή ένοιωσα μιά ανατριχίλα γνώριμη απο παλιά.
Ενοιωσα ότι ήμουν μόνος,και ότι ήθελα να τρυπώσω σ ενα μπαρ,ανάμεσα σ αγνωστους,
ν 'ανοιξω το σελοφάν απο τα αγαπημένα μαρλμπορο,και να χνωτίσω με κάπνα τις σκέψεις μου,χαμένος σε μιά παρακμή,σε μιά άκρη της πόλης.
Και όταν απο αυτά και τ άλλα,βγείς στο κρύο,αυτή η ανατριχίλα που σε κάνει να σηκώνεις το γιακά και να κουμπώνεσαι,σου λέει ότι είσαι ακόμα στα πόδια σου,και ότι ήρθε η ώρα να πας στο σπίτι,και ότι κάποιος σε περιμενει,και ότι δεν εισαι μόνος παρεα με ενα sms στην τσεπη,ουτε με τις ατάκες της μπαργούμαν η τα κολλητα ιδρωμένα φανελάκια απο τα γκαρσόνια.
Αλλά ότι κάπου έχεις να πας.
Και το νοστάλγησα αυτό.
Γιατι τελευταία είμαι χορτάτος,και το κρύο ακόμα,και οι αναμνησεις,σπανε στο -θαρρεις πανύψηλο- εσωτερικό μου αλεξικέραυνο,τον προσωπικό μου κυματοθραύστη,στο ρωμαλέο μου ανάχωμα,στην αεράμυνα μου ρε παιδι μου,και δε μ αφήνουν -γαμώτο- να νοιώσω,την εγκατάλειψη,στην οποία έβρισκα άλλοθι και καταφύγιο,και σπίτι και συμπαράσταση,και περιπέτεια και αλήθεια,για τόσα χρόνια,που το πετσί μου ζάρωνε και τεντωνόταν στον παλμό της,στο χρώμα και τον ήχο της,και που μονάχα όμοιες φάτσες αλλόκοτων ανθρώπων μπορούσαν να κατέχουν στην ίδια αναλογία η παραπλήσια.
Κι αναρωτιέμαι μερικές φορές,τι νοσταλγώ,τι θυμάμαι πραγματικα,κι απάντηση δε μπορώ να δώσω,γιατι νομίζω οτι ποτέ δεν υπήρξαν ολα αυτα τα βράδια,και οτι απλά παραλληρώ,οτι ονειρευομαι,οτι φουσκώνω την ασημαντοτητα μου και την κάνω μυθο -χωρις μπυρα ομως- ,οτι τελικα εχω αναγκη να καλλιεργώ ένα παρελθον πιο ενδιαφερον απ οτι πραγματικα ηταν καποτε.
Και ότι δεν ειμαι παρα,ένας μετριος ανθρωπος,που περπατα σ αυτη τη γή,και κρυώνει οπως όλοι,και άλλοτε εχει γιακα να σηκωσει,κι άλλοτε δεν έχει,παρα ένα μισοφόρι να κρυβει την ολοδική του γύμνια.
Ισως να είναι έτσι τελικά,μια -στο περιπου-πραγματικότητα,το όνειρο μιας κουρασμενης νύχτας,με μπολικα χασμουρητα μπροστα στο χαζοκουτι,μια πιτσα και μια κοκα κόλα,και το μονοτονο εγερτηριο στις 7 για τη δουλειά,για την καθημερινη συνήθεια.
Και το νοσταλγησα κι αυτό.
Την αγκαλια,την μυρωδιά της,τη φωνή και το φιλί της.
Και την επιστροφή,και την ειρήνευση,και τα χαζομαλώματα μας,και όσα βραδια νοίωθω δικά μου,μοναδικά,χωρίς καμμία λύπη,μαζί της,σα να ανήκω στο σώμα της,να είμαι ένα κομμάτι του οργανισμού της,ξεχωριστό,και να ζεσταίνομαι απο το αίμα και την άχνα της,εκεί στα ζεστά,στα απάγγια.
Και ίσως το ένα να μη μπορει να υπαρξει χωρις το άλλο,το κρυο και η ζεστη,το ασπρο και το μαυρο,και τα χει καταραστει η φυση μαζι να μενουν να παρηγοριουνται οταν οι δικαιολογιες ειναι φτηνες και τα ποτήρια άδεια.
Και ισως να μη μπορώ πάντα να επιλέξω ποιος θέλω να είμαι,αλλα να είμαι όλα αυτα μαζί,περασμενα ξεχασμενα και τωρινα κι αυριανά και πολύ μακρινα,και ο χρόνος να είναι απλά μια συνθήκη,μια εξίσωση στα τεφτέρια του συμπαντος,που άλλοτε βγάζει το χρυσό γκανιάν και άλλοτε μας παιρνει και τα ρέστα.
Και ίσως απόψε,να μου λείπεις απλά,εσύ,και όσα όνειρα γλυκά κάνουμε μαζί,είτε μαζί,είτε χώρια.
Tuesday, April 15, 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment