Μ’ έχουν προσκαλέσει σ ένα σπίτι μετά τις 12
Παίρνω το τελευταίο λεωφορείο
Κόσμος λιγοστός στον πεζόδρομο και το βήμα γοργό
Οι μπότες χτυπάνε στις καφετιές σκούρες πλάκες αντηχώντας στις έρημες καμάρες του corso Garibadi
Είμαι 19 χρονών
Είμαι φρεσκοξυρισμένος
Είμαι όμορφος και ψηλός σαν κυπαρίσσι
Και διασχίζω το πυκνό σκοτάδι σαν ηλιαχτίδα με την ταχύτητα του φωτός ,την ώρα που σκάει χαρούμενη σ έναν ανθό ,για να ζεστάνει τα μύχια χνούδια του και να τον καλημερίσει
Λίγος ο κόσμος και άγνωστος
Το στέρεο δονείται από τη μουσική του Tricky
Μια μουσική βγαλμένη από τα έγκατα της ψυχής του περιπλανώμενου διαβάτη της γής αυτής ,που μας έλαχε να εξερευνήσουμε μέτρο-μέτρο ,χωρίς πυξίδα και χάρτη
Μπάσο υπόκωφο τρυπάει τα τύμπανα ,τρυπάει το μυαλό ,τρυπάει τη γεμάτη ελπίδα καρδιά των άγουρων προσώπων ,που γύρω γύρω από το στρογγυλό τραπέζι ,ξεφυσούν το βαρύ καπνό απ τα ρουθούνια τους
Ζαλίζομαι και πέφτω
Πέφτω πολύ χαμηλά
Κι αγγίζω τη μαύρη άσφαλτο που έχουν στρώσει οι εργάτες στην εθνική οδό των ονείρων
Αγγίζω τη διαγράμμιση ,αγγίζω τις μπαριέρες ,αγγίζω το ζεσταμμένο γκρίπ που θέλει προσοχή να μη δαγκώσει
Αγγίζω το αγαλματένιο της βυζί ,τα μαλλιά της που μοιάζουν σα χείμαρρος ,που σκάει στα βράχια της λίμνης της Garda
Και ανεβαίνω πολύ ψηλά
Και είμαι καβάλα σ ένα συννεφάκι ν’ ατενίζω τη γή ,και τραγουδάω ένα στίχο του Χατζή Παρατηρώντας τον κόσμο ,που χάνεται κάτω απ τα πόδια μου
Και δε με νοιάζει
Και δε σ αγγίζω πια με τον ίδιο τρόπο ,γιατί είσαι μακριά και δε σε φτάνω
Μισανοίγω τα βλέφαρα να δω τριγύρω ,παίζουν χαρτιά και κουβεντιάζουν ,πως γίνεται αυτό?
Η πολυθρόνα που έχω βουλιάξει μοιάζει με ζυμάρι που κολλάει στα μέλη μου σα ζελέ με γεύση φράουλα
Δε θέλω να σηκωθώ
Δε θέλω να παίξω απόψε το βράδυ
Τόσα πολλά συμβαίνουν ,και τόσα λίγα
Και το ηχείο πάνω απ το κεφάλι μου ,ψιθυρίζει ,λόγια κρυφά και μυστικά
Και με χτυπάει βαθιά στο στομάχι για να συνέλθω
Είναι η επίβιωση που μ’ έκανε να σηκωθώ εκείνο το βράδυ
Γιατί δεν ήθελα
Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη του μπάνιου ,και είδα το πρόσωπο μου
Δεν το χα κάνει ποτέ
Κι ήμουν εγώ ,χλωμός και ιδρωμένος ,με τα μάτια κενά
Ήταν σβυσμένη η φλόγα ,την είχα κάψει ολότελα για λίγο κέφι
Κι έφυγα πανικόβλητος
Κι έτρεξα ,όπως ποτέ δεν το ‘χα κάνει
Σαν άγριο άλογο που καλπάζει ελευθερωμένο απ τα δεσμά του
Και δεν κοιτάζει πίσω
Κι όταν σταμάτησα να πάρω ανάσα ,τότε κατάλαβα
Σε κουβαλάω μέσα μου
Tuesday, May 15, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
3 comments:
εις ωραίος ρε καλλιτέχνη......
να συγχωρέσετε παρακαλώ το θράσσος μου, μα ήθελα να ρωτήσω,
το "αγαλματένιο βυζί" είναι κάτι αντίστοιχο του "δασύτριχου αλαβάστρινου στήθους"; όχι ε;
μερσί μποκού
Ναι ακριβώς! Πολύ καλό :-)
Post a Comment