Thursday, June 28, 2012

Η αλλήθωρη



Το γυμναστήριο του Κιαχόπουλου ήταν γεμάτο από ντόπιους σωματαράδες.
Η βαρβατίλα και ο ιδρώτας που έτρεχαν ποτάμι, είχαν φτιάξει ένα πυκνό στρώμα καπνού και αναθυμιάσεων, μπροστά στα μάτια μου. Σχεδόν δε φαινόταν το μικροσκοπικό μαυροντυμένο της κορμί, στην άλλη άκρη του χώρου, πάνω στο διάδρομο προπόνησης. Έτσι αποφάσισα να πλησιάσω διακριτικά για να την προσέξω καλύτερα. Πενηντάρα θα ήταν, με σγουρό μαλλί βαμμένο κατάμαυρο κορακί, βγαλμένο από ταινία εποχής '80, με βελούδινο μαύρο αμάνικο μπλουζάκι, και ασορτί κολάν. Η περιέργεια μου ήταν μεγάλη, που με κοιτούσε πεισματικά εδώ και ώρα. "Μα τι να θέλει η κυρία" αναρωτιόμουν. Δεν ήμουν και γνωστό πρόσωπο. Δε με ήξεραν. Φρεσκοφερμένος και άγνωστος γυμναζόμουν, εκεί δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, στο ύψωμα απ όπου έβλεπες  το λιμάνι του Λαυρίου πιάτο. Πλησίασα και στάθηκα δήθεν αδιάφορα να βάλω νερό από τον ψύκτη. Τα μάτια μου εξερεύνησαν τις λεπτομέρειες του "θέματος" και αφού ικανοποίησα πλήρως το βίτσιο του κουτσομπόλη μέσα μου, κίνησα προς τα ποδήλατα. Ένιωσα ένα χέρι στο ώμο, να χτυπά ρυθμικά τικ-τοκ. Ήταν η κυρία.

Στη συνάντηση με τους Γερμανούς είχαμε αγωνία. Δεν ήταν μόνο οι συμμετέχοντες πολλοί για το μέγεθος της αίθουσας, αλλά και η θέση τους στη διοίκηση, που απαιτούσε ειδικό χειρισμό. Στήθηκα από νωρίς δίπλα στον θυρωρό για να υποδεχτώ, να χαιρετήσω και να ασπαστώ τους καλεσμένους. Δε χρειάστηκε τελικά τίποτα από αυτά, καθώς ο χρόνος πίεζε να ξεκινήσουμε και οι ευγένειες ξεπεράστηκαν με διπλωματικό τρόπο. Η εκπρόσωπος του ΣΔΟΕ κάθησε δίπλα μου. Ήταν στα 30 της, κακοβαλμένη, με το μαλλί άχυρο, βγαλμένο από το σήριαλ Sex and the City, με βιολετί αμάνικο τοπ, λευκό τζήν παντελόνι, και το τελευταίο i-phone στο δεξί της χέρι. Γεμάτος περιέργεια, κοίταξα με την άκρη του ματιού το κινητό που συνέχεια χτυπούσε στη δόνηση, πάνω στο μεγάλο τραπέζι συνεδριάσεων. Πρώτα ο Τρύφωνας, μετά ο Δημήτρης, ύστερα ο Παπαντωνίου, αργότερα ο Τάδε. Μου τσάκισε τα νεύρα. Οι Γερμανοί γεμάτοι αυτοπεποίθηση μακρυγορούσαν για τα οφέλη του συστήματος, ενώ οι Έλληνες αφηρημένοι σε μια αδιαόρατη απαισιοδοξία, φιλοσοφούσαν για το παρόν και το μέλλον του συστήματος, και για τις πιθανότητες αποτυχίας. Ακόμα δεν αρχίσαμε, το καταργήσαμε. "Στο επόμενο τηλεφώνημα θα τη βρίσω" συγκράτησα τις λέξεις στα δόντια μου, με κόπο. Ένιωσα ένα χέρι στο ώμο να μου ζητά μια χάρη. Ήταν η εκπρόσωπος.

Αργά το απόγευμα, κουρασμένος από τη δύσκολη ημέρα στο γραφείο, σωριάστηκα στον καναπέ του διαμερίσματος μου.Ήμουν μόνος μου και στεναχωρημένος. Εκεί δίπλα στο μπαλκόνι με θέα τον Άγιο Παντελεήμονα, ήταν η ιεραποστολή των καθολικών. Αυτοί μοίραζαν τα Σάββατα, το συσσίτιο στους μετανάστες από τις Φιλιππίνες και άλλα μέρη. Η ορθόδοξη ιεραποστολή ήταν λίγο πιο πάνω, στη Φυλής. Αλλά δεν είχε σημασία. Εγώ δεν ήμουν από τους φιλάνθρωπους που δίνουν ρούχα και τρόφιμα στους παππάδες. Δεν τους χώνευα, κι ας έκαναν καλό στους φτωχούς. Ήμουν στεναχωρημένος γιατί το είχαμε ακυρώσει με την Κλαίρη και δε θα βγαίναμε. Τι να με νοιάζει εμένα, τώρα, για το συσσίτιο του Σαββάτου και την παγκοσμιοποίηση. Το κινητό ήταν βουβό και το νερό από το ψυγείο ζεστό σαν τον Ιούλιο. Βγήκα να χαζέψω τους διερχόμενους τέσσερα πατώματα πιο κάτω, και στην ταράτσα ήταν μια καλόγρια λευκοντυμένη, απλώνοντας τη μπουγάδα. Δεν ήταν 20 ετών, μαυρούλα από κάποια μακρινή χώρα της Αφρικής το πιθανότερο, με τις μικρές και χαριτωμένες της κινήσεις να κρεμά κάτι τεράστια σώβρακα στο τεντωμένο σκοινί. Γέλασα με το θέαμα, ήταν σουρεάλ στη γκρίζα πόλη. Όμως η περιέργεια μου ήταν μεγάλη. Να τη δω από κοντά. Πήγα στη ντουλάπα και ξέθαψα κάτι παλιά παντελόνια και μερικά πουκάμισα που μου φτανάν μέχρι τον αφαλό. Επιμονή της μάνας μου να τα κρατάω, μήπως αδυνατίσω. Τέλοσπάντων. "Ευκαιρία να κάνω και μια καλή πράξη σήμερα", σφύριξα μέσα από τα χείλη, την ώρα που χτυπούσα την εξώπορτα του νεοκλασσικού. Με ένα τρίξιμο μισάνοιξε η καλόγρια (πότε πρόλαβε να κατέβει από την ταράτσα?) και με κοίταξε καλοκάγαθα

Ήταν αλλήθωρη.

No comments: