Wednesday, September 5, 2007

Πουτάνες

Θυμάμαι εκείνο το βράδυ, ήμουν δεν ήμουν 16 χρονών,την αγωνία που είχα και μόνο στη σκέψη του τι πήγαινα να κάνω.
Είχα επιστρατεύσει τον ξάδερφο που ήταν πιο έμπειρος να με περπατήσει -τι πρωτότυπο,τώρα μένω εκεί - στην πλατεία Αττικής.
Πόρτες πολλές,πολύχρωμες,φώτα πολλά και λαμπερά,κόσμος να μπαίνει και να βγαίνει.
Άλλος χαρούμενος,άλλος αδιάφορος,άλλος σκεφτικός.
Το σκηνικό τόσο κλασσικό ,όσο μια βέσπα που τριγυρνάει το μεσημέρι στο κέντρο.
Πολύς καπνός και ελιγμοί ,πολύ μεράκι ,μεγάλη ιστορία ,αυθεντικη γυναικα.
Κορίτσια δίμετρα,ξανθά,μελαχροινά,αδύνατα,στρουμπουλά,κάθε φυλής και χρώματος,όλα στημένα μπροστά στο αχόρταγο μάτι του πελάτη που αδημονεί να τα γλεντήσει για 10 φράγκα και 10 λεπτά.
Γιατί?
Γιατί εκεί μυρίζει αδρεναλίνη και πειρατεία.
Μυρίζει ιδρώτα και οικοδομή.
Μυρίζει φτώχεια και δυστυχία
Μυρίζει πόνο και ξενιτιά.
Μυρίζει φτηνή κολώνια παστρικιά.
Μυρίζει αδιέξοδο
Μυρίζει αγάπη.
Γιατί πως αλλιώς να εξηγήσω τον πρώτο μου έρωτα?
Δίπλα μου ξαπλωμένο με τατουάζ μια ραγισμένη καρδιά κάτω στην κοιλιά ,χαμηλά?
Εκεί που πρώτη φορά έγινα άντρας.
Όχι εκεί χαμηλά.
Ψηλά πολύ ,στα μάτια της μέσα ,με κάρφωσε ,μ ένα καρφί ασημένιο και χοντρό,βάζοντας στοίχημα να το αφήσει για πάντα ,χωρις να σκουριάσει ,ποτέ.
Ούτε και τ’ όνομα της έμαθα ποτέ.
Ούτε και τα ονόματα των υπολοίπων.
Που πέρασαν από τα κλαρωτά σεντόνια.
Κάθε μια έπαιρνε κάτι.
Κάθε μια γέμιζε την έλλειψη.
Κάθε μια ανέβαζε τον πήχη πιο ψηλά
Που ανήκω?
Είναι λέει ερημότοπος η αγάπη και το γαμήσι μια σκιά.
Και τη σκιά τη φτιάχνει ένα δέντρο που το ποτίζουν με δάκρυα οι ταξιδιώτες.
Κι έχει ανθίσει πολύ,έχει γίνει μεγάλο,μα η σκιά δε μεγαλώνει μαζί του,μόνο βαραίνει τις ψυχές που τρέφονται με σκοτάδι.
Και γίνονται νυχτερίδες και βρυκόλακες.
Και καβαλάνε δίχρονες σκοτώστρες τα βράδια που γίνεται Πολυτεχνείο η Αθήνα.
Και σκίζουν την ησυχία με τις υστερικές κραυγές.
Σα να φωνάζουν.
Είσαστε όλες πουτάνες.
Μόνο εσάς αγάπησα αληθινά.
Κι οσο ν αναψηλαφίσω το στήθος μου ,πάντα εκεί με περιμένει.
Το ασημένιο τάμα εκείνης της νύχτας.
Και με πονάει πολύ τώρα τελευταία που το σκαλίζω.
Σα να μην έχει μείνει σάρκα να ματώσει πιά.
Σα να χει αδειάσει η καρδιά από ουσία.
Και να χουν τελειώσει οι σκιές στην ερημιά.
Να έχουν μείνει μόνο οι λάμπες πάνω απ τις πολύχρωμες πόρτες , στα στενά.
Και τα μπαλκόνια μας.
Όλοι πουτάνες γίναμε.
Πουτάνες.

No comments: