Μόλις που είχα ξεκινήσει να πάω στο σπίτι, όταν μια μπόρα ξαφνική ξέσπασε στο κεφάλι μου.
Τσαντισμένος όσο δεν έπαιρνε άλλο, από τη βροχή, που με εκνευρίζει φοβερά όταν είμαι στο δρόμο, πάρκαρα τυχαία στη Στουρνάρη και έτρεξα να προστατέψω το κεφάλι μου κάτω από τη μαρκίζα ενός καταστήματος που εμπορευόταν υπολογιστές.
Τα μπουμπουνητά και η ένταση του νερού που έπεφτε στο δρόμο έκαναν φοβερό θόρυβο, και τα αυτοκίνητα που στέκονταν μποτιλιαρισμένα, ανήμπορα να κάνουν το παραμικρό μέτρο μπροστά ή πίσω, αυξάνονταν με γοργό ρυθμό.
Σε λίγο το Πολυτεχνείο, ήταν το φόντο μία λαμαρινένιας πολύχρωμης θάλασσας, μέσα στην οποία κινητά τηλέφωνα και τσιγάρα είχαν πάρει φωτιά.
Κοίταξα λίγο πιο ψηλά, πάνω από τα κλαδιά μιας ακακίας, και είδα ένα σύννεφο να περνάει από πάνω μας.
Ήταν ένα σύννεφο, σα μεγάλη τούφα από μπαμπάκι βουτηγμένη μέσα σε κρέμα, λίγο κιτρινωπή, λίγο σταχτιά, λίγο λευκή, και ανάμεσα στις δίπλες που έκανε ταξιδεύοντας στον ουρανό, ξεχώριζε το μακρινό γαλάζιο, λες και ήταν υπόσχεση ότι σύντομα θα ερχόταν και η λιακάδα μαζί του.
Νομίζω ότι αυτό το θέαμα μ' έπεισε τελειωτικά, ότι η φύση είναι ένα χαρούμενο παιχνίδισμα συναισθημάτων, εικαστικών και μουσικών, ένας χορός από εναλλασσόμενες παραστάσεις που τη μια στιγμή φαίνονται άσχετες, αλλά στο τέλος αθροιζόμενες, είτε σε στοίχιση, είτε σε παράταξη, είτε κάθετα, είτε παράλληλα, είτε απλά όπως αποφασίσει ο δημιουργός τους, καταλήγουν ένα τέχνημα άφθαστης έμπνευσης και ομορφιάς.
Άκουσα ομιλίες δίπλα μου και γύρισα να κοιτάξω. Ήταν μια νέα κοπέλα, φοιτήτρια μάλλον, που μιλούσε παραστατικά στο κινητό της. Στεκόταν κι αυτή, σαν κι εμένα, κάτω από την ίδια μαρκίζα, και προσπαθούσε να αποφύγει τη βροχή. Θάυμασα τις γκριμάτσες και τις εκφράσεις της, τα στιλπνά μαλλιά και τα τοξοτά φρύδια της. Τα χείλη και τα μάγουλα της. Το μικρό στήθος και τα πόδια που τυλιγμένα σ' ένα μώβ σαλβάρι στήριζαν τη φαρδιά της λεκάνη κόντρα στη βιτρίνα του καταστήματος.
Θυμήθηκα την Κλάιρη που στέκεται με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη του λουτρού μας να διορθώνει τα τσιμπιδάκια της, κι εμένα να χώνω τη μύτη μου μέσα στα μπουκλάκια της. Να την τσιμπάω και να με κυνηγά τριγύρω, σα δυό μέλισσες που διαγωνίζονται ποιά θα βουήξει περισσότερο στις 7 το πρωϊ. Να ξαπλώνω δίπλα της και να με ταξιδέυει, η ίδια ένα πολύχρωμο ζουμερό σύννεφο, με χίλιες λιακάδες και χίλιες βροχές ταυτόχρονες, τις όποιες στιγμές ξεκλέβουμε από την καθημερινότητα μας, να βρισκόμαστε δίπλα-κολλητά και να σιωπούμε, ν' αφουγκραζόμαστε και να ρουφάμε ο ένας την αύρα του άλλου.
Σκέφτηκα ότι όλο το σύμπαν να γκρεμιστεί, μιά μόνο γυναίκα μπορεί να το ξαναστήσει μόνη της, απ' την αρχή, σε τίποτα δε χρησιμεύουμε εμείς οι άντρες.
Είμαστε ένας φόντος, ένα περιτύλιγμα, τα κλαδιά που κρύβουν τη λιακάδα δίπλα στο πεζοδρόμιο της Στουρνάρη, οι γκρίζες πανύψηλες πολυκατοικίες των Εξαρχείων που στέκουν σκοτεινές και ακατοίκητες θαρρείς, όταν στρέφεις το βλέμμα πάνω τους.
Και αυτές είναι όλο το ζουμί, όλη η ουσία, που άλλες φορές περαστικές κι άλλες φορές για πάντα μας εξηγούν τα ίσα και τα άνισα της ρημάδας της αγάπης και της παρηγοριάς, του ξεροκόματου μας, του μόχθου και του αγώνα μας.
Έκλεισε το κινητό από δίπλα, το έβαλε στην τσάντα της κι εξαφανίστηκε με δυό τρία ανάλαφρα βήματα.
Η βροχή είχε τελειώσει και ο ρυθμός της πόλης ξαναγύριζε στο βαρετό, μονότονο και ασαφές παρελθόν του. Κι εγώ έπρεπε να φορέσω το κράνος μου και να πάω σπίτι.
Ανασκουμπώθηκα, βλαστήμησα την άσχημη και γερόντισσα πόλη που ξαναβρήκα μπροστά μου, και με δυό τρείς αδυναμες γκαζιές εξαφανίστηκα στο δαίδαλο της μέρας.