Tuesday, November 10, 2009

Σύννεφο περαστικό


Μόλις που είχα ξεκινήσει να πάω στο σπίτι, όταν μια μπόρα ξαφνική ξέσπασε στο κεφάλι μου.
Τσαντισμένος όσο δεν έπαιρνε άλλο, από τη βροχή, που με εκνευρίζει φοβερά όταν είμαι στο δρόμο, πάρκαρα τυχαία στη Στουρνάρη και έτρεξα να προστατέψω το κεφάλι μου κάτω από τη μαρκίζα ενός καταστήματος που εμπορευόταν υπολογιστές.
Τα μπουμπουνητά και η ένταση του νερού που έπεφτε στο δρόμο έκαναν φοβερό θόρυβο, και τα αυτοκίνητα που στέκονταν μποτιλιαρισμένα, ανήμπορα να κάνουν το παραμικρό μέτρο μπροστά ή πίσω, αυξάνονταν με γοργό ρυθμό.
Σε λίγο το Πολυτεχνείο, ήταν το φόντο μία λαμαρινένιας πολύχρωμης θάλασσας, μέσα στην οποία κινητά τηλέφωνα και τσιγάρα είχαν πάρει φωτιά.
Κοίταξα λίγο πιο ψηλά, πάνω από τα κλαδιά μιας ακακίας, και είδα ένα σύννεφο να περνάει από πάνω μας.
Ήταν ένα σύννεφο, σα μεγάλη τούφα από μπαμπάκι βουτηγμένη μέσα σε κρέμα, λίγο κιτρινωπή, λίγο σταχτιά, λίγο λευκή, και ανάμεσα στις δίπλες που έκανε ταξιδεύοντας στον ουρανό, ξεχώριζε το μακρινό γαλάζιο, λες και ήταν υπόσχεση ότι σύντομα θα ερχόταν και η λιακάδα μαζί του.
Νομίζω ότι αυτό το θέαμα μ' έπεισε τελειωτικά, ότι η φύση είναι ένα χαρούμενο παιχνίδισμα συναισθημάτων, εικαστικών και μουσικών, ένας χορός από εναλλασσόμενες παραστάσεις που τη μια στιγμή φαίνονται άσχετες, αλλά στο τέλος αθροιζόμενες, είτε σε στοίχιση, είτε σε παράταξη, είτε κάθετα, είτε παράλληλα, είτε απλά όπως αποφασίσει ο δημιουργός τους, καταλήγουν ένα τέχνημα άφθαστης έμπνευσης και ομορφιάς.
Άκουσα ομιλίες δίπλα μου και γύρισα να κοιτάξω. Ήταν μια νέα κοπέλα, φοιτήτρια μάλλον, που μιλούσε παραστατικά στο κινητό της. Στεκόταν κι αυτή, σαν κι εμένα, κάτω από την ίδια μαρκίζα, και προσπαθούσε να αποφύγει τη βροχή. Θάυμασα τις γκριμάτσες και τις εκφράσεις της, τα στιλπνά μαλλιά και τα τοξοτά φρύδια της. Τα χείλη και τα μάγουλα της. Το μικρό στήθος και τα πόδια που τυλιγμένα σ' ένα μώβ σαλβάρι στήριζαν τη φαρδιά της λεκάνη κόντρα στη βιτρίνα του καταστήματος.
Θυμήθηκα την Κλάιρη που στέκεται με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη του λουτρού μας να διορθώνει τα τσιμπιδάκια της, κι εμένα να χώνω τη μύτη μου μέσα στα μπουκλάκια της. Να την τσιμπάω και να με κυνηγά τριγύρω, σα δυό μέλισσες που διαγωνίζονται ποιά θα βουήξει περισσότερο στις 7 το πρωϊ. Να ξαπλώνω δίπλα της και να με ταξιδέυει, η ίδια ένα πολύχρωμο ζουμερό σύννεφο, με χίλιες λιακάδες και χίλιες βροχές ταυτόχρονες, τις όποιες στιγμές ξεκλέβουμε από την καθημερινότητα μας, να βρισκόμαστε δίπλα-κολλητά και να σιωπούμε, ν' αφουγκραζόμαστε και να ρουφάμε ο ένας την αύρα του άλλου.
Σκέφτηκα ότι όλο το σύμπαν να γκρεμιστεί, μιά μόνο γυναίκα μπορεί να το ξαναστήσει μόνη της, απ' την αρχή, σε τίποτα δε χρησιμεύουμε εμείς οι άντρες.
Είμαστε ένας φόντος, ένα περιτύλιγμα, τα κλαδιά που κρύβουν τη λιακάδα δίπλα στο πεζοδρόμιο της Στουρνάρη, οι γκρίζες πανύψηλες πολυκατοικίες των Εξαρχείων που στέκουν σκοτεινές και ακατοίκητες θαρρείς, όταν στρέφεις το βλέμμα πάνω τους.
Και αυτές είναι όλο το ζουμί, όλη η ουσία, που άλλες φορές περαστικές κι άλλες φορές για πάντα μας εξηγούν τα ίσα και τα άνισα της ρημάδας της αγάπης και της παρηγοριάς, του ξεροκόματου μας, του μόχθου και του αγώνα μας.
Έκλεισε το κινητό από δίπλα, το έβαλε στην τσάντα της κι εξαφανίστηκε με δυό τρία ανάλαφρα βήματα.
Η βροχή είχε τελειώσει και ο ρυθμός της πόλης ξαναγύριζε στο βαρετό, μονότονο και ασαφές παρελθόν του. Κι εγώ έπρεπε να φορέσω το κράνος μου και να πάω σπίτι.
Ανασκουμπώθηκα, βλαστήμησα την άσχημη και γερόντισσα πόλη που ξαναβρήκα μπροστά μου, και με δυό τρείς αδυναμες γκαζιές εξαφανίστηκα στο δαίδαλο της μέρας.



Monday, November 2, 2009

Χειμώνας



Μόλις πάρκαρα το αυτοκίνητο στο τσιμεντένιο υπόστεγο με τον πράσινο φράχτη, διέκρινα στο βάθος του κτήματος τον άσπρο σκύλο που κουνούσε χαρούμενα την ουρά του μόλις με μύρισε.
Η μυρωδιά του καμμένου πεύκου που έτρεφε το τζάκι, ήρθε να πάρει την ανατριχίλα που ένοιωσα, βγαίνοντας από τη θαλπωρή του αίρ-κοντίσιον στον παγωμένο αέρα της εξοχής.
Ο πατέρας ανάδευε μιά χούφτα κάστανα στη στάχτη, η μητέρα ήταν σκεπασμένη με μία πολύχρωμη μάλλινη κουβέρτα, και το ημίφως ζέσταινε τους ξύλινους τοίχους με μικρά χασμουρητά ευτυχίας.
Σε λίγο θα ξεκινούσε το παιχνίδι της ομάδας μου, που προτίμησα να το δώ σπίτι, αντί να πουντιάσω στην κερκίδα του γηπέδου.
Αναρωτήθηκα άν κάποιος απο τους φίλους μου θα τολμούσε να ξεμυτίσει από την αγκαλιά της γυναίκας του, για να συμμετέχει στο γνώριμο ενενηντάλεπτο ξεφωνητό μιάς Κυριακής απόγευμα, στο μακρινό Μαρούσι.
Κάποιος έβαλε στο ποτήρι μου μία γουλιά δωδεκάρι με μπόλικα παγάκια, και στο άλλο χέρι μου, πήρα μία χούφτα αλμυρά αμύγδαλα.
Ένοιωσα τόσο ευτυχισμένος, και τόσο τυχερός.
Η πόρτα άνοιξε και ο χειμώνας μπήκε για λίγο στο δωμάτιο.
Ήταν ένα χειμώνας γλυκός και πιτσιρίκος, σαν αυτά τα παιδιά που μόλις αρχίζουν να βγάζουν μαύρο χνούδι στα μάγουλα, και φοράνε σκουφιά για να ζεστάνουν τα κατακόκκινα αυτάκια τους, την ώρα που περπατούν σφυρίζοντας χαρούμενους σκοπούς.
Ένας παλιός γνώριμος, με το σακούλι γεμάτο παγωνιά, που κοντοστάθηκε να με κοιτάξει και να με χαιρετήσει.
Τον κάλεσα να καθήσει, αλλά δε θέλησε, είχε να πάει σε κάποιο άλλο σπίτι.
Μου έκλεισε το μάτι πονηρά και χάθηκε.
Το πρωί καβάλησα τη μοτοσυκλέτα μου να πάω στη δουλειά.
Τα γόνατα μου πάγωσαν και τα χέρια μου κρυστάλλιασαν μέσα από τα γάντια.
Σκέφτηκα την αγκαλιά της και το χουζούρι μας, εκεί σε μιά ζεστή γωνιά του κόσμου.
Κοίταξα μέσα από τα παράθυρα των αυτοκινήτων αναζητώντας ένα βλέμμα συμπαράστασης αλλά το μόνο που είδα ήταν βιασύνη, άγχος, και πρεμούρα.
Στη Βουκουρεστίου, στις κίτρινες πλάκες και τα μαρμάρινα ντουβάρια, είχε πέσει σιγή την ώρα που ο αέρας θρόιζε ανάμεσα στις ξεχασμένες καρέκλες των καφενείων. Όλοι μαζεμένοι πίσω από τις βιτρίνες να μορφάζουν χωρίς ν' ακούγονται, σα βουβός κινηματογράφος.
Έφτασα στο γραφείο κρυωμένος σχεδόν και η ζωή συνεχιζόταν χωρίς κανείς να καταλάβει ότι το χνώτο της είχε θολώσει τις διαθέσεις μας.
Ήταν χειμώνας, στρυφνός και γέρος, σαν τον αξύριστο λαχειοπώλη με τις σκληρές παλιοκαιρισμένες σόλες του, που χτυπούν στο αυτί και στο μάτι, την ώρα που περπατά βλαστημώντας την τύχη και την απελπισία του.
Ένα περιστέρι ράμφισε το τζάμι μου και γύρισα να το κοιτάξω.
Του έβαλα σπόρια για να έρθει μέσα και να φάει, αλλά τρόμαξε κι έφυγε.
Και τότε ένοιωσα απέραντη μοναξιά.