Tuesday, September 11, 2007

Η πρώτη βροχή της άνοιξης

Κάποτε μου είχε πεί η μάνα μου, πως όταν γεννιέται ένα παιδί,οι μοίρες μαζεύονται γύρω από την κούνια του και το ραίνουν με τις ευχές και με τα λόγια τους.
Σαν κάτι τέτοιο να ονειρευόμουν χτές το βράδυ,και μισανοίγοντας τα μάτια υπο τους ήχους του πρωινού μουσικού ξυπνητηριού, σηκώθηκα –περιέργως- με καλή διάθεση.Μάλλον κάτι καλό θα λέγανε για μένα,σκέφτηκα.Η να το πώ καλύτερα, κάτι τέτοιο ευχόμουν βαθιά μέσα μου, προσπαθώντας να γαντζωθώ απ’ την πετσέτα και να σφουγγίξω το προσωπο μου από τα νερά.
Άσε το μηχανάκι σήμερα, βρέχει πολύ.
Ακροβατώντας ανάμεσα από σακούλες σκουπιδιών και μαλλιαρά σκυλάκια,βγήκα στη δημοσιά να πάρω το τρένο, δεν είναι δα και τόση απόσταση.Κι άρχισα να βηματίζω γοργά χωρίς να δίνω σημασία, στη μέση του δρόμου.Κατάλαβα πως ήμουν μόνο εγώ εκεί.Και δίπλα μου κυλούσε το ποταμάκι της βροχής.Κοίταξα κι είδα ένα χάρτινο καραβάκι να επιπλέει.Κάποιο παιδι από το σταθμό λιγο πιο πάνω το ειχε φτιάξει και το αμόλησε να ταξιδέψει φαίνεται.
Πιάστηκα από την κουπαστή του με αγωνία να μην το χάσω και μπάρκαρα κι εγώ.Κι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε παρέα, παλατζάροντας δεξιά κι αριστερά, κάνοντας σβούρες, πέφτοντας στις δίνες του ποταμού, αποφεύγοντας γόπες και χαρτάκια, και βιαστικούς περαστικούς που σηκώνανε τεράστια κύματα και θέλανε να μας πνίξουν.
Κατηφορίζαμε πάνω στην πρώτη ανοιξιάτικη βροχή.
Και τα χαντάκια και τα πεζοδρόμια και τα πεζούλια και τα ντουβάρια και το ντεκόρ του γνώριμου δρομου, είχαν ανθίσει όλα μονομιάς, και είχαν γίνει ένα μεγάλο περιβολι με πανσέδες και ήλιους και κίτρινα φωτεινά λουλούδια, και τα ζουζούνια της φύσης είχανε στήσει μια χαρούμενη γιορτή, και όλοι οι άνθρωποι απορημένοι κοιτούσαν τον χάρτινο τιτανικό που διέσχιζε το στενό δρομάκι τους και τον καπετάνιο που τους καλούσε ν’ανέβουν να λικνιστούν κι αυτοι λιγάκι, πάνω στην ανοιξιάτικη βροχή, και να μην είναι σκυθρωποί όπως εχτές, που ήταν Δευτέρα.
Να μας χαμογελάσουν λίγο, γιατι είναι Τρίτη και πρώτη του μηνός κ γιορτάζουμε και βγάζουμε δοντάκια και μεγαλώνουμε και φτιάχνουμε χαρακτήρα ζωηρό, αποκριάτικο, παιδικό, πολύχρωμο.Και κάνουμε γαϊτανάκι και πάμε στην εξοχή με τους φίλους κ τις φίλες μας κι ερωτευόμαστε.
Ναι ερωτευομαστε, και δεν ξεχνάμε κάθε πρώτη της ανοιξιάτικης βροχής να πιπιλάμε τις ψιχάλες, γιατι είναι μήνυμα από τον ουρανό, τον αθηναίικο, τον σκοτεινό και τόσο βαρύ, ότι ήρθε η ώρα, ν’ ανοίξουμε το σεντούκι με τα συναισθήματα,και να ερωτευτούμε, ξανά και ξανά, και να χορέψουμε λιγάκι πάνω στο χάρτινο καραβάκι μας πρωτού μουλιάσει και βυθιστεί αύτανδρο μέσα στο εφήμερο του ταξιδάκι, μια Τρίτη πρωί που δεν είναι σαν τις άλλες, μια Τρίτη πρωί που εσύ με πήρες απ’ το χέρι, και με τραβηξες εξω από το ονειρο που τοσο πολύ μ αρέσει.
«Έλα τρέξε, καθυστερείς».
Και πήγες, πάλι εσύ μπροστά, με την κοτσίδα σου να κάνει παιχνίδια πάνω από το μαύρο σου παλτό, να μου δείξεις. Να μου δειξεις, πρωτού χαράξει, εκείνο το δέντρο που μου λεγες δυο μερες στ’ αυτί, θυμάσαι?Ήμασταν δυο, και ηταν ένας ο κόσμος και δε γινόταν να τον μοιράσουμε.Και είχαμε πει να κάνουμε σ’ εκείνο το δέντρο μια αφιέρωση.Ότι θα είμαστε πάντα μαζί, την πρώτη βροχή της άνοιξης και θα πιπιλάμε τις ψιχάλες της, ο ένας από τα χείλια του αλλουνού,και θα πετάμε το χάρτινο καραβάκι μας μέσα στο πρώτο ποταμάκι που θα συναντούμε, και θα ερωτευόμαστε ξανά απ’ την αρχή, κάθε φορά, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή.
Θυμασαι?
Και μετα μεγαλώσαμε, και η άνοιξη της αγάπης έπεσε σα φύλλο,το φθινόπωρο, και κύλησε πάνω στην ίδια βροχή, περαστική.Και το δέντρο μας κάποια μπουλντόζα το γκρέμισε.Και το καραβάκι μας, κάποιος απρόσεχτος το τσαλαπάτησε.Κι ακούστηκε μέσα στο σιώπηλο το σύμπαν, ένα ανεπαίσθητο «κρακ», κι ήσουν εσύ, που κάπως με σκεφτηκες.Και από την άλλη πλευρα του ήλιου ήμουν εγώ, που κάπως σε ένοιωσα.Και βγήκα στο δρόμο τρέχοντας σαν τρελός ,σήμερα το πρωϊ, χωρίς ομπρέλα, χωρίς παλτό.
«Να τρεξω, καθυστερώ».
Να πλατσουρίσω στον άδειο δρόμο με τα μάτια κλειστά, να νοιώσω στα χείλη τις ψιχάλες, σα να φιλω εσένα, ναι, και το φιλί να φτάσει στα δικά σου χείλη, όπου κι αν βρίσκεσαι, με τη βροχή, με το χάρτινο καραβάκι της καρδιάς μου, να τρέξω να σε προλάβω.
Στάθηκα ξεπνεμένος στις ράγες του σιδηροδρομικού σταθμού.Το τρένο ερχόταν σε 1 λεπτο και 30 δευτερόλεπτα από τον Άγιο Δημήτριο.Ο κόσμος πολύς, συνωστισμός.
Μα…να και μια συνάδελφος!
«Πως κι από δω?».«Καλο μηνα».
Και της κράτησα την ομπρελα πάνω από τη δική της ατίθαση κοτσίδα, να μη βραχεί, για όση ώρα θ’ ανηφορίζαμε μαζί ως το γραφείο.
Και κάπως έτσι, ξεκίνησε μια Τρίτη, μια πρώτη του μηνός.
Μιά, πρώτη βροχη,μιάς άνοιξης.

Wednesday, September 5, 2007

Πουτάνες

Θυμάμαι εκείνο το βράδυ, ήμουν δεν ήμουν 16 χρονών,την αγωνία που είχα και μόνο στη σκέψη του τι πήγαινα να κάνω.
Είχα επιστρατεύσει τον ξάδερφο που ήταν πιο έμπειρος να με περπατήσει -τι πρωτότυπο,τώρα μένω εκεί - στην πλατεία Αττικής.
Πόρτες πολλές,πολύχρωμες,φώτα πολλά και λαμπερά,κόσμος να μπαίνει και να βγαίνει.
Άλλος χαρούμενος,άλλος αδιάφορος,άλλος σκεφτικός.
Το σκηνικό τόσο κλασσικό ,όσο μια βέσπα που τριγυρνάει το μεσημέρι στο κέντρο.
Πολύς καπνός και ελιγμοί ,πολύ μεράκι ,μεγάλη ιστορία ,αυθεντικη γυναικα.
Κορίτσια δίμετρα,ξανθά,μελαχροινά,αδύνατα,στρουμπουλά,κάθε φυλής και χρώματος,όλα στημένα μπροστά στο αχόρταγο μάτι του πελάτη που αδημονεί να τα γλεντήσει για 10 φράγκα και 10 λεπτά.
Γιατί?
Γιατί εκεί μυρίζει αδρεναλίνη και πειρατεία.
Μυρίζει ιδρώτα και οικοδομή.
Μυρίζει φτώχεια και δυστυχία
Μυρίζει πόνο και ξενιτιά.
Μυρίζει φτηνή κολώνια παστρικιά.
Μυρίζει αδιέξοδο
Μυρίζει αγάπη.
Γιατί πως αλλιώς να εξηγήσω τον πρώτο μου έρωτα?
Δίπλα μου ξαπλωμένο με τατουάζ μια ραγισμένη καρδιά κάτω στην κοιλιά ,χαμηλά?
Εκεί που πρώτη φορά έγινα άντρας.
Όχι εκεί χαμηλά.
Ψηλά πολύ ,στα μάτια της μέσα ,με κάρφωσε ,μ ένα καρφί ασημένιο και χοντρό,βάζοντας στοίχημα να το αφήσει για πάντα ,χωρις να σκουριάσει ,ποτέ.
Ούτε και τ’ όνομα της έμαθα ποτέ.
Ούτε και τα ονόματα των υπολοίπων.
Που πέρασαν από τα κλαρωτά σεντόνια.
Κάθε μια έπαιρνε κάτι.
Κάθε μια γέμιζε την έλλειψη.
Κάθε μια ανέβαζε τον πήχη πιο ψηλά
Που ανήκω?
Είναι λέει ερημότοπος η αγάπη και το γαμήσι μια σκιά.
Και τη σκιά τη φτιάχνει ένα δέντρο που το ποτίζουν με δάκρυα οι ταξιδιώτες.
Κι έχει ανθίσει πολύ,έχει γίνει μεγάλο,μα η σκιά δε μεγαλώνει μαζί του,μόνο βαραίνει τις ψυχές που τρέφονται με σκοτάδι.
Και γίνονται νυχτερίδες και βρυκόλακες.
Και καβαλάνε δίχρονες σκοτώστρες τα βράδια που γίνεται Πολυτεχνείο η Αθήνα.
Και σκίζουν την ησυχία με τις υστερικές κραυγές.
Σα να φωνάζουν.
Είσαστε όλες πουτάνες.
Μόνο εσάς αγάπησα αληθινά.
Κι οσο ν αναψηλαφίσω το στήθος μου ,πάντα εκεί με περιμένει.
Το ασημένιο τάμα εκείνης της νύχτας.
Και με πονάει πολύ τώρα τελευταία που το σκαλίζω.
Σα να μην έχει μείνει σάρκα να ματώσει πιά.
Σα να χει αδειάσει η καρδιά από ουσία.
Και να χουν τελειώσει οι σκιές στην ερημιά.
Να έχουν μείνει μόνο οι λάμπες πάνω απ τις πολύχρωμες πόρτες , στα στενά.
Και τα μπαλκόνια μας.
Όλοι πουτάνες γίναμε.
Πουτάνες.