Monday, December 21, 2009

Auf Wiedersehen



Χτές βράδυ, άξαφνα, μάθαμε το δυσάρεστο-ο Βέρνερ έφυγε.
Ήταν από καιρό στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου, μιάς πάθησης που παίρνει από κοντά μας, τους καλύτερους ανθρώπους.
Την τελευταία φορά που μας είχε επισκεφτεί -θα έχει περάσει ένας μήνας-ήταν σίγουρο ότι ήθελε με τον τρόπο του να μας χαιρετήσει, και να μας ευχαριστήσει, για όλα αυτά τα χρόνια της απροσδόκητης γνωριμίας μας και μερικών ουσιαστικών ανθρώπινων στιγμών, που ζήσαμε μαζί.
Γνωρίστηκαν με τη θεία μου, πρίν πολλά χρόνια, όταν η μισή μου οικογένεια ξενιτεύτηκε στη Γερμανία για δουλειά, και μετά από περιπέτειες κατέληξαν σε μια κοινή ζωή με πολλά σκαμπανεβάσματα και συγκινήσεις.
Όταν τον πρωτογνώρισα, φοιτητής στην Ιταλία, οδηγούσε το αυτοκίνητο της θείας, ώς άλλος σωφέρ, κατακόκκινος και ξερακιανός, μ' ένα αμήχανο χαμόγελο, αλλά και μιά εγκάρδια χειραψία, εξαφανίζοντας το δικό μου χεράκι, μέσα στην τεράστια παλάμη ενός ντόμπρου εργάτη από τη Στουτγκάρδη.
Θα ήταν στα 65 του όταν ήρθε για διακοπές στην Ελλάδα για πρώτη φορά, και προσπαθήσαμε να ανταλλαξουμε μερικές κουβέντες παραπάνω, εγώ στα μισά αγγλικά μου, εκείνος στα μισά γερμανικά του, στη μέση οι γλωσσομαθείς στην οικογένεια, και τελικά καταφέραμε να πούμε ότι μας αρέσει το ποδόσφαιρο και ότι οι ολυμπιακοί αγώνες είναι σπουδαίο πράγμα.
Καμμιά φορά τα λόγια δε χρειάζονται, παρά για να επιβεβαιώσουν όσα νοιώθεις και όσα υποννοείς, όταν έχεις απέναντι σου ψυχές αγνές, ταλαιπωρημένες και ερειπωμένες σχεδόν, από τα κρύα και τις βροχές της μοναξιάς και των σφαλμάτων τους.
Αρκεί ένα ποτηράκι κρασί και το σπινθίρισμα των ματιών που γεμίζουν από αγάπη, υπόγεια και τρυφερή, για να νοιώσεις και να συμπάσχεις, να είσαι άνθρωπος και άντρας, χωρίς πολλά πολλά, χωρίς πληθωρισμούς και ανατιμήσεις, χωρίς υπερβολές και συγκινήσεις, χωρίς φιοριτούρες και περιττούς ασπασμούς-ταφόπλακες της ουσίας-της σιωπής, που καθαγιάζει και σέβεται το ανάστημα και το παράστημα του καθενός μας.
Κι έτσι ο Βέρνερ έγινε για μένα ένας φίλος καλός, και ένας Έλληνας Γερμανός, ευγενής και γαλαντόμος, πιό τζέντλεμαν κι από τα μειράκια του Κολωνακίου, που δήθεν κατάγονται από σπουδαία τζάκια, πιό χουβαρντάς από φίλους παλιούς και πιό χαβαλετζής από άλλους που μας ενώνει η κοινή γλώσσα, αλλά μας χωρίζουν τα κοινά πάθη.
Τον θαύμαζα και τον θαυμάζω, γιατί στα τελευταία του, έκανε μια μεγάλη στροφή, μετάνοιωσε για όσα πίστευε ότι έπρεπε να μετανοίωσει, έκλεισε τα οφειλόμενα του στο Θεό και του ανθρώπους, και με μιά ζεϊμπεκιά, κι ένα τελευταίο ποτήρι, μας έγνεψε με το χέρι του, από το κρεβάτι του πόνου του, και εκτοξεύτηκε για τα καλά προς τον παράδεισο του, ένα παράδεισο για όσους γεννήθηκαν ταπεινοί και πέθαναν ταπεινότεροι, από επιλογή.
Και  επειδή τα πάντα κύκλους κάνουν, και ο θάνατος με τη ζωή είναι δυό αδερφια που άλλοτε γλεντάνε και άλλοτε θρηνούν, και ξανά από την αρχή γκρεμίζουν και ξαναχτίζουν τα σύμπαντα μας, λίγο μετά το νέο για το φίλο μου που ξεκουράστηκε, έλαβα στο e-mail μου, τις φωτογραφίες του νεογέννητου του φίλου μου του Λεωνίδα, από τη μακρινή Φινλανδία.
Τι ειρωνία, θα λεγε κάποιος-τι θάυμα, θα αναφωνούσε κάποιος άλλος.
Τα κόκκινα μάγουλα του μπέμπη και τα πιό κόκκινα του Βέρνερ έχουν κάτι κοινό.
Γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, ο καθένας με τον τρόπο του, και μας φέρνουν χαρμόσυνα μηνύματα, τόσο διαφορετικά και τόσο ίδια μαζί.
Να ζούμε κάθε στιγμή, να κλαίμε και να γελάμε, να νοιώθουμε τη χαρά και τον πόνο,και πάνω απ όλα κάθε καινούργιο χρόνο να γινόμαστε πιότερο άνθρωποι, πιότερο γελαστοί, όχι γιατί μαζέψαμε περισσότερα λεφτά, αλλά γιατί κερδίσαμε περισσότερους φίλους-περισσότερους συμπορευτές, στο ανηφορικό μας μονοπάτι.
Έχε γειά και καλή μας αντάμωση, καλέ μου φίλε.

Wednesday, December 9, 2009

Ο φίλος μου ο Χ



Τώρα τελευταία έχω αρχίσει να συνειδητοποιώ μερικά πράγματα περί πολιτικής
Και αυτό μου συνέβη παρατηρώντας τον περίγυρο μου και τα παράδοξα που επιβεβαιώνω μέσα στον κύκλο των γνωστών μου
Είναι απίθανο, αστείο και κωμικοτραγικό να βλέπω τον φίλο μου τον Χ, ιδιοκτήτη μιάς μικρομεσαίας επιχείρησης, ο οποίος τελευταία αγόρασε ένα καλό αυτοκίνητο και μιά μοτοσυκλέτα (δαπάνησε δηλαδή ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό) να υποστηρίζει με παρρησία τους "εξεγερμένους" νέους που κάνουν αντιεξουσιαστικές πορείες στο κέντρο της Αθήνας.
Είναι ενδιαφέρον, αξιοπερίεργο και τραγελαφικό να βλέπω τη συνάδελφο μου την Ψ, από την λαϊκή Ελευσίνα, γόνο εργατών της Χαλιβουργικής, βοηθό λογίστρια της σφαλιάρας στο επάγγελμα, να υποστηρίζει με σθένος τα νέα ήθη που φέρνει ο Σαμαράς στην πολιτική, και το πολιτικό ανάστημα του Κώστα Καραμανλή. (αυτού δηλαδή που συνέβαλε στο να φορολογηθεί περισσότερο τα τελευταία χρόνια, χάνοντας ένα ακόμα κομμάτι από τα μικτά χίλια ευρώ που παίρνει).
Είναι παράλογο, να βλέπω τον παλιό μου συμμαθητή, τον Ω, ο οποίος φοράει Ρόλεξ δώρο της μαμάς του για το γάμο του, κάτοχο διδακτορικού, ο οποίος κάνει ιδιαίτερα για να ζήσει, όταν καλείται να πληρώσει το μερίδιο του καφέ, δικού του και της ωραιότατης συζύγου του, προκειμένου να αποχωρήσει νωρίτερα από την ομήγυρη μας να μετρά τα φραγκοδίφραγκα χωρίς αιδώ, για να αποτιμήσει τον καλοχτυπημένο του φραπέ.
Κι ένα σωρό άλλα παραδείγματα, καθημερινά, που μ' έχουν βάλει σε σκέψεις και προβληματισμούς.
Και τελικά κατέληξα ότι η πολιτική ουδόλως σχετίζεται με το ποιόν του καθενός απο εμάς.
Δηλαδή με το εισόδημα, τον πλούτο που κατέχει, την ιδεολογική του κληρονομιά, την κοινωνική του τάξη έστω!
Εγώ που νόμιζα ότι είναι αυτονόητο, ενας φτωχός πλήν τίμιος σαν κι εμένα, να ανήκει στην Αριστερά έστω (δηλαδή στην πτέρυγα που ιδεολογικά, κοινωνικά, ηθικά, υφίσταται για να διεκδικεί για λογαριασμό μου, από τους πλούσιους, τους κατέχοντες την εξουσία, τους προύχοντες βρε αδερφέ) είμαι εκτός πραγματικότητας!!
Ναι, είμαι παράξενος, εκτός κυκλώματος, ρομαντικός και απόλυτα φαντασμένος!
Το ίδιο θα ήμουν φυσικά, αν θεωρούσα αυτονόητο, το αντίθετο.
Το να ανήκω σε μιά Δεξιά πτέρυγα, εφόσον έχω γεννηθεί στην Κηφισσιά, έχω από τα 18 μου αυτοκίνητο και πηγαίνω στο σχολείο μου με τσάντα απο την εξαιρετική Luis Vuitton (ή κάπως έτσι).
Έλάτε όμως που η πραγματικοτητα έχει ανατρέψει βάναυσα τις ιδεοληπτικές μου προσεγγίσεις.
Η μάλλον έχει ανασκευάσει, όσα κάποτε, ήταν όντως αυτονόητα, και ήταν όντως απόρροια μιας αντιστοιχίας και μιας επικοινωνιακής αιτίασης, ανάμεσα στις πολιτικές παρατάξεις και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, που ψήφιζαν εκ των δικών τους ομοίων, για αντιπροσώπους τους, σε κάθε επίπεδο των κοινωνικών τους εκδηλώσεων.
Και απορώ.
Πώς είναι δυνατόν, κάποιος να μπορεί να αισθάνεται συνεπής με τον εαυτό του, τη λογική και τη συνείδηση του, όταν η φιλοσοφία του, ο τρόπος ζωής του, αντικρούει την πολιτική του σκέψη, άρα τα πραγματικά βαθιά πιστεύω του, για τον ρόλο που καλείται να παίξει ο ίδιος στη σκακιέρα της καθημερινότητας?
'Αραγε η πολιτική, είναι ένα ιδεολογικό σουπερμάρκετ, μιά συσκευασία-προσφορά, που αναλόγως του περιτυλίγματος θέλγει διαφορετική πελατεία, ώς προϊόν-κατάλοιπο-αναγκαίο κακό-ελεύθερο επάγγελμα που κάποιοι ασκούν με συνέπεια και σοβαροφάνεια?
Άραγε η πολιτική είναι απλά "κουβέντα να γίνεται", αδυνατώντας να ταυτιστεί με την πραγματικότητα, με τα ουσιαστικά αιτήματα του σημερινού απλού ανθρώπου?
Τι να πώ, δεν ξέρω. Ειλικρινά.
Ο καθένας από εμάς σήμερα, αισθάνεται συνειδησιακά ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα σε τελείως διαφορετικά πράγματα, χωρίς κανένα περιορισμό. Η κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών, στο επίκεντρο της σκέψης και της ηθικής.
Τα στεγανά και οι περιορισμοί έχουν καταρρεύσει εντελώς, η συνέπεια και η συνέχεια έχουν αντικατασταθεί απο τη συνεχή αγωνία να ανανεωθούμε και να ενταχθούμε σε ομάδες ή τάσεις που μας αρέσουν για διαφορετικούς λόγους, τα πύρινα λόγια του παρελθόντος, η αλληλεγγύη και η συμπαράταξη έχουν γίνει παρεϊστικα ψώνια από την τάδε φίρμα, και φαγητό στο δείνα εστιατόριο, χωρίς να συνδέονται το ένα με το άλλο, μεταξύ τους, ιστορικά, κοινωνικά και πρακτικά.
Και η πολιτική τι ρόλο παίζει, εφόσον δε μιλάει αντί υμών, με την εξουσία, για την εξουσία?
Εφόσον δε μπορούμε να την υποστηρίξουμε, με τη δική μας καθημερινότητα να αντανακλά τα αιτήματα της?
Η απάντηση είναι πολύ απλή, είναι μάλλον μονολεκτική: Κανένα ρόλο.
Γιατί?
Γιατί σήμερα ζούμε στην εποχή του κατακερματισμένου ανθρώπου-πάζλ, που έχουν αποσυναρμολογήσει και τεμαχίσει μεθοδικά -εδώ και χρόνια- όλοι εκείνοι, που μπορούν με ευκολία να αγοράζουν και να πωλούν το ανθρώπινο εκείνο κομματάκι που τους εξυπηρετεί κάθε φορά.
Σήμερα έιναι η ανάγκη για συντροφιά, αυριο η ματαιοδοξία, μεθαύριο ο φόβος και η αγωνία, πιό κατω  η ανεργία.
Ο κατακερμάτισμένος άνθρωπος-πάζλ, ο οποίος προσγειώνεται σε μία αλλοπρόσαλη κοινωνία, με χιλιάδες υποομάδες στις οποίες καλείται να συμμετέχει κοινωνικοποιούμενος, της οποίας κοινωνίας κανείς δεν ξέρει τους στόχους και τα οράματα, αλλά μόνο τα πάθη και τις ενστικτώδεις ανάγκες, το εμπορικό δηλαδή κομμάτι.
Κι έτσι όλοι μπορούμε να διαλέξουμε και να παραστήσουμε όποιο ρόλο μας ταιριάζει, ενδυόμενοι τα κατάλληλα για την περίσταση αξεσουάρ.
Απέξω στυλάκι, απο μέσα Ροκ καρδιά. Απέξω ταλαιπωρημένος κουκουλοφόρας και απο μέσα γιός βουλευτή. Και να μην τρέχει κάστανο, που λέμε.
Τα πάντα είναι αποδεκτά, με μία μεγάλη διαφορά.
Αποδεκτά στη Δημοκρατία, που ζητά και τη συνέπεια και την ταυτότητα και καταδικάζει την όποια "κουκούλα".
Αποδεκτά και στο βόθρο της σαλαμοποίησης των πάντων, εκεί που το "μην κρίνεις" σημαίνει "μη σκέφτεσαι" και όχι "να μην προσβάλεις τη διαφορετικότητα".
Και ξαναρωτώ, τόσα κομμάτια αυτό το πάζλ, τόσοι άνθρωποι που θέλουν τόσα προϊόντα και τόσες "πολιτικές" για να χωράνε όλοι στο πολύχρωμο τσουβάλι?
Ισως να είναι κι έτσι!
Την επόμενη φορά που θα συναντήσω, τον καλό μου φίλο τον Α, διορισμένο στο Δημόσιο, με όνειρα του 8ωρου και τρίμηνες διακοπες, που διατείνεται ότι τον εκφράζει το μακρύ του -αντισυμβατικό- μαλλί και τα ρεμπέτικα του περιθωρίου, υπόσχομαι να τον ρωτήσω!