Ήπιαμε καφε σ εκείνο το ξύλινο τραπεζι στη γωνία του μαγαζιού, με θέα το λιμάνι του Λαυρίου, με τα κάθε λογής πλεούμενα που στοιβάζονται το ένα δίπλα στ άλλο, σα μαθητές της πρώτης τάξης του δημοτικού που περιμένουν τον πρώτο τους αγιασμό, τις πρώτες κουβέντες του δάσκαλου τους, στο προαύλιο που αντικρύζουν με δέος και σεβασμό, με προσμονή και ελπίδα.
‘Ετρεμε η φωνή σου, είχαν ιδρώσει τα χέρια σου, τα μάτια σου είχαν γίνει δυό πράσινες ταραγμένες θάλασσες που έψαχναν μέρος απάνεμο να καταλαγιάσουν, κόλπο να φωλιάσουν, κατάρτι να ταξιδέψουν πιο μακρυά απ τον αφρό τους, από το κύμα τους.
Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή, γιατί ο αέρας και το νερό σου, έφτασαν μέχρι το τέρμα της ψυχής μου.
Και ήμουν μόνος ,κάπου εκεί ,σκυμμένος και σκεφτικός, να συλλογιέμαι, γιατί – κι αν έπρεπε- να πάρω το αυτοκίνητο κείνο το πρωί, να έρθω να σε συναντήσω.
Και τότε σε άκουσα, τον αντίλαλο και το μέταλλο του τραγουδιού σου, και σε ένοιωσα που μου κρατούσες το χέρι και ήμουν το φιλαράκι σου-το αγοράκι σου.
Και όλα ήταν στη θέση τους, ο καφές νερωμένος στο ίδιο ποτήρι σου, τα πλεούμενα σφιχταγκαλιασμένα στο μουράγιο, κι εγώ μέσα στα μάτια σου-στη θάλασσα σου, και το κατάρτι μας, το πανί μας όρτσα να πλαταγίζει στο αεράκι, κάπως λοξά, κάπως στραβά -χαριτωμένα σαν παιδική ποδίτσα σε άσπρο και μπλέ.
Και χτές όλα ήταν πάλι στη θέση τους, ένα χρόνο μετά, που είχα σχεδόν ξεχάσει ότι πέρασε κιόλας, αλλά σα να μην πέρασε ποτέ, σα να μην έχει γίνει τίποτα, και όλα να ξεκινούν απ την αρχή και ο χρόνος να μηδενίζει τα ρολόγια και τα σακούλια που γεμίζουν κούραση, σκέψεις και απογοήτευση, συνήθεια σκόνες και σκουριά...
Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή, γιατί είσαι τα νιάτα μου, η ανάσα μου, η αγκαλιά και το τραγούδι μου.
Κι έπρεπε να έρθω να σε συναντήσω, κι ας μην το ήξερα, και τώρα που το ξέρω δεν θέλω να σε αφήνω μόνη σου, ούτε να είμαι μακριά σου, ούτε να συμβιβάζομαι με τις στιγμές που μας κρατάνε χώρια.
Σ ευχαριστώ για τον ένα χρόνο που μου κρατάς το χέρι...
‘Ετρεμε η φωνή σου, είχαν ιδρώσει τα χέρια σου, τα μάτια σου είχαν γίνει δυό πράσινες ταραγμένες θάλασσες που έψαχναν μέρος απάνεμο να καταλαγιάσουν, κόλπο να φωλιάσουν, κατάρτι να ταξιδέψουν πιο μακρυά απ τον αφρό τους, από το κύμα τους.
Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή, γιατί ο αέρας και το νερό σου, έφτασαν μέχρι το τέρμα της ψυχής μου.
Και ήμουν μόνος ,κάπου εκεί ,σκυμμένος και σκεφτικός, να συλλογιέμαι, γιατί – κι αν έπρεπε- να πάρω το αυτοκίνητο κείνο το πρωί, να έρθω να σε συναντήσω.
Και τότε σε άκουσα, τον αντίλαλο και το μέταλλο του τραγουδιού σου, και σε ένοιωσα που μου κρατούσες το χέρι και ήμουν το φιλαράκι σου-το αγοράκι σου.
Και όλα ήταν στη θέση τους, ο καφές νερωμένος στο ίδιο ποτήρι σου, τα πλεούμενα σφιχταγκαλιασμένα στο μουράγιο, κι εγώ μέσα στα μάτια σου-στη θάλασσα σου, και το κατάρτι μας, το πανί μας όρτσα να πλαταγίζει στο αεράκι, κάπως λοξά, κάπως στραβά -χαριτωμένα σαν παιδική ποδίτσα σε άσπρο και μπλέ.
Και χτές όλα ήταν πάλι στη θέση τους, ένα χρόνο μετά, που είχα σχεδόν ξεχάσει ότι πέρασε κιόλας, αλλά σα να μην πέρασε ποτέ, σα να μην έχει γίνει τίποτα, και όλα να ξεκινούν απ την αρχή και ο χρόνος να μηδενίζει τα ρολόγια και τα σακούλια που γεμίζουν κούραση, σκέψεις και απογοήτευση, συνήθεια σκόνες και σκουριά...
Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή, γιατί είσαι τα νιάτα μου, η ανάσα μου, η αγκαλιά και το τραγούδι μου.
Κι έπρεπε να έρθω να σε συναντήσω, κι ας μην το ήξερα, και τώρα που το ξέρω δεν θέλω να σε αφήνω μόνη σου, ούτε να είμαι μακριά σου, ούτε να συμβιβάζομαι με τις στιγμές που μας κρατάνε χώρια.
Σ ευχαριστώ για τον ένα χρόνο που μου κρατάς το χέρι...