"Α μαρή Στέλλα!!", φώναξε η γιαγιά Ζαφείρω στην εγγονούλα της που στράβωσε τα χείλη με πείσμα και παράπονο μαζί.
"Δε σου πα να μην ξεχάσεις τη μπύρα του παππού?".
Η γιαγιά στεκόταν πάνω από τη σακκούλα με τα ψώνια που είχε φτιάξει ο κυρ Γιάννης ο μπακάλης του χωριού, για την εγγονούλα της κυρα Ζαφείρως.
Η μικρή Στελλίτσα, με το μπλέ πουά φορεματάκι που άνοιγε σαν ομπρέλα χαμηλά στα γόνατα, είχε ξεχάσει τη μπύρα του παππού.
Η μάλλον, δεν την είχε ξεχάσει, αλλά δεν τη ζήτησε ποτέ.
Ήθελε να κρατήσει το ταληράκι για να πάρει ζαχαρωτά στο αγόρι της το Θοδωράκη, γιό του γείτονα τους εκεί πιο πάνω, στην ανηφόρα με τις μαρμάρινες πλάκες.
"Και τώρα θα μου φωνάζει ο παππούς σου παιδάκι μου, κι έχω ανεβάσει πίεση εγώ", της είπε πονετικά η γιαγιά, βγάζοντας την από το τούνελ περίσκεψης, που καθόλου δεν ταίριαζε με το πουά φορεματάκι.
Η Στελλίτσα την κοίταξε με αγάπη που δε μπορούσε να την εκφράσει. Την αγαπούσε τη γιαγιά της τόσο πολύ. Και τον παππού το ίδιο. Αλλά αγαπούσε και το Θοδωράκη με το ξανθό σαν αχυρόμπαλα κεφάλι του, που ίσα το βλεπε πάνω από τα μπογιατισμένα πράσινα κάγκελα, όταν ανέβαινε την ανηφόρα, εκεί πιο κάτω.
"Καλά γιαγιά θα πάω ξανά στον κυρ Γιάννη". Και χωρίς να περιμένει απάντηση δρασκέλισε το χαμηλό πορτάκι και πετάχτηκε τραγουδώντας στο δρόμο. Σιγά μην ξαναπήγαινε στο μπακάλη.
Ψηλάφισε στην τσέπη της το πολύχρωμο ζαχαρωτό μπαστουνάκι που το φερναν από την Αυστρία -της είχε πει ο Θοδωράκης, και που πολύ του άρεσε.
Κοντοστάθηκε έξω από το σπίτι του-το ξανθό κεφάλι δεν ήταν πουθενά.
Αποφάσισε να τον ψάξει στην πλατεία και τελικά βρέθηκε έξω από τον μπακάλη. Ο παππούς της ήταν μέσα και συζητούσε με τον κυρ Γιάννη μεγαλόφωνα.
Δίχως να χάσει λεπτό η Στελλίτσα έτρεξε και τον αγκάλιασε με λαχτάρα.
Πόσο της θύμιζε τον μπαμπά της, έτσι όπως μοσχοβολούσε λεβάντα το παντελόνι του.
"Παππού θα μου πάρεις ένα ζαχαρωτό?".
Έσκυψε και τη φίλησε στο μυτάκι που κατακόκκινο ετοιμαζόταν να μεγαλώσει από τα ψέματα. "Διάλεξε τι σου αρέσει κορίτσι μου και θα στο πάρω".
Το μάτι της έπεσε ξανά στα μπαστουνάκια. Αλλά αφού είχε ήδη ένα κρυμμένο, ας διάλεγε κάτι άλλο, για να φάει κι αυτή. Μόνο ο Θοδωράκης να τρώει δηλαδή? Και πήρε μια καμπανίτσα πρασινωπή, σαν πιπεριά από γλάσο.
"Αυτό θέλω παππού".
Εκείνος, άφησε ένα τάληρο στον πάγκο του κυρ Γιαννη, πήρε τη μπύρα στο χέρι, και κοιτώντας την εγγονή του που έστεκε τσαχπίνικα αναφώνησε: "Α μαρη Στέλλα, τη δροσιά της έχεις"...
No comments:
Post a Comment