Monday, January 16, 2012

Κείμενο 1



Είναι να χάσεις το μυαλό σου. Είναι να τρέμεις από το σοκ. Είναι να παραλύεις ολόκληρος από τον τρόμο, που προκάλεσες τόσο πόνο σε ένα αθώο πλάσμα, έστω και από λάθος. 
Αυτό είναι. Αυτό είναι το συναίσθημα.........
Να φανταστείς ότι μόλις τελείωσε το γεύμα με τους συναδέλφους σου, είχες μια διάθεση ολότελα ξεχωριστή. Ήσουν ο βασιλιάς του κόσμου. Είχες κερδίσει το στοίχημα ότι θα πετύχεις χωρίς προσπάθεια. Ότι με το άνετο στυλάκι σου, θα ήσουν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το είχες καταφέρει. Ήταν εύκολο για σένα. Το είχες στο τσεπάκι. 
Η Βάσω σε κοιτούσε με λοξό βλέμμα. Την ήξερες καλύτερα απ’ όλους. Παρίστανε την αδιάφορη, αλλά μέσα της έβραζε.Την αντιμετώπιζες σα γραμματέα, ενώ εκείνη ήθελε να σου δείξει τη γυναίκα που είχες απέναντι σου. Εκείνη που έχανες
Δε σ’ ένοιαζε όμως. Ήσουν καλά με τις συνήθειες σου.Τους πελάτες και τα προβλήματα τους. Τις πρώην και τις αναμνήσεις σου. Τα μοναχικά ταξίδια με τη μοτοσικλέτα σου. 
Είχες αποφασίσει να μην αφήσεις τον παλιό σου εαυτό να νικήσει τις νέες φιλοδοξίες σου. Ήθελες χρήμα και δόξα. Ήσουν σίγουρος ότι αυτά θα έκλειναν τον κύκλο της αποτυχίαςΉσουν έτοιμος να θυσιάσεις το παρελθόν στο βωμό του μέλλοντος. Να την ξεχάσεις για πάντα.
Με το γύρισμα του κλειδιού στη μίζα, ένιωσες ζάλη και δυσφορία. 
Το ραδιόφωνο άρχισε να φλυαρεί, άλλαξες σταθμό. Ένα γνωστό τραγούδι κόλλησε στα χείλη σου. Άναψες φλας, έστριψες και βρέθηκες στο Νέο Κόσμο, χωρίς να το καταλάβεις.
Πάρκαρες κάτω από το σπίτι της, άναψες τσιγάρο. Χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν η Βάσω. 
Σου είχε πει να της κάνεις αναπάντητη όταν θα φτάσεις, να μην ανησυχεί. Το έκλεισες βλαστημώντας. Δεν πρόλαβες να σκεφτείς τίποτα περισσότερο και η εξώπορτα έτριξε. Ήταν εκείνη που επέστρεφε από ξενύχτι, την είδες. Ο άλλος έσκυψε και τη φίλησε. Τον πούστη. Τον ξεφτίλα. Αν δεν ήσουν κύριος θα του χαράκωνες τον προφυλακτήρα.
Δυνάμωσες τη μουσική - σα να γύρισαν προς το μέρος σου.
 Άφησες το τσιγάρο να πέσει κατάχαμα και πάτησες γκάζι - να ξεφύγεις.
 Ένα γατί κατάμαυρο πετάχτηκε από ένα κάδο. Δεν πρόλαβες. Γκούπ και κρότος ακούστηκε. Γαμώ την τύχη μου, γρουσούζης και σ’ αυτό - δε γίνεται. 
Κατέβηκες να δεις, ήταν ιδέα σου. Δεν ήταν γατί, ούτε σκυλί. Ήταν μια μαύρη σακούλα με σκουπίδια
Κατέβασες τον καθρέφτη και κοίταξες τον ιδρώτα να κυλά από το μέτωπο σου. 
Είχες γκριζάρει, ήταν αργά. Το μόνο αθώο πλάσμα που είχες χτυπήσει, έστω από λάθος, ήσουν εσύ. Εκείνο το βράδυ…

No comments: