Tuesday, March 27, 2012

Τοξικό ποτάμι



Τον τελευταίο καιρό, με διακατέχουν δύο εντελώς διαφορετικά συναισθήματα
Μια τεράστια χαρά, ποιοτική, βαθιά και ανείπωτη. Το μικρό μου παιδάκι
Μια αγνή πηγή φωτός, ένας μικρός Χριστούλης. Και γύρω από το παιδάκι μας, η φάτνη της οικογένειας, που επιστρέφουμε να "γύρουμε το κεφαλάκι μας", μετά τη δουλειά
Αυτό είναι το όμορφο, το ιδανικό. Είναι η διέξοδος μου
Το άλλο συναίσθημα είναι το ακριβώς αντίθετο.
Λες και βρίσκομαι με κανό, κωπηλατώντας μέσα σ' ένα ποτάμι που αντί για νερό έχει τοξικά απόβλητα. Μυρίζει, ζέχνει, καίει, τσουρουφλίζει μάτια και χέρια. Κάνει το πρόσωπο και τις αισθήσεις να υποφέρουν όσο το διασχίζεις. Κάθε μέρα και μια διαφορετική διαδρομή. Πολλές φορές η ίδια μονότονη, επαναλαμβάνεται με άλλους πρωταγωνιστές.
Αυτό το σφίξιμο, το πνίξιμο, η δυσκολία να καταπιείς, η σαστιμάρα και το σόκ, η κατάπληξη και η αδυναμία ταυτόχρονα, η παράλυση των άκρων και του μυαλού από τα απανωτά χαστούκια που δεχόμαστε καθημερινά, μας έχει κάνει να κρατάμε την ανάσα στο μη παρέκει. Μη τυχόν και ρουφήξουμε τον αέρα της σήψης και μολυνθούμε. Ακροπατώντας την ώρα που μπαίνουμε στο κανό για να σπρώξουμε την ημέρα, και να περάσει χωρίς απώλειες
Έτσι αισθάνομαι. Λες και ζω σε μια βομβαρδισμένη με χημικά, πόλη
Που είναι η ελπίδα άραγε? Που είναι ο καθαρός αέρας?
Τόση απογοήτευση, τόση στεναχώρια. Χωρίς να ξέρεις γιατί βαραίνεις το κεφάλι σου. Ψέματα. Άλλοτε ξέρεις και καταλαβαίνεις, και άλλοτε το κακό παραβιάζει τις άμυνες σου με περισσή ευκολία. Σαν σκυλί που δίνει ένα σάλτο και δρασκελίζει έναν χαμηλό ξύλινο φράχτη, και μετά ξεχύνεται με λύσσα στο χωράφι κυνηγώντας τα πρόβατα που ξεστράτισαν. Και αφρίζει και γαυγίζει δυνατά, τρομάζοντας τη φύση. Βιάζοντας την ησυχία, την ειρήνη, που λες και την κρατάνε τα δάχτυλα σου, να μην τρέξει, σαν το νερό μέσα στο σουρωτήρι.
Όσο μεγαλύτερη αγαλίαση βρίσκω στο σπίτι μου, επιστρέφοντας στον χώρο που νιώθω ο εαυτός μου, τόσο πιο επώδυνα τα εγκαύματα που σταμπάρουν την ψυχή μου, διασχίζοντας το τοξικό ποτάμι
Και δε φαίνεται το τέλος του, ένας ορίζοντας. Αντιθέτως. Πολλαπλασιάζεται η ηχώ της απελπισίας, φωνάζοντας στον ξεραμένο τόπο. Αντίλαλο κάνει το αδιέξοδο, στα βράχια της ερημιάς.
Που είναι οι αναμνήσεις άραγε? Που είναι οι ευτυχισμένες μέρες?
Όπου και να κοιτάξεις, κουμπωμένοι άνθρωποι με το βλέμμα χαμηλά τρέχουν για να γλιτώσουν. Κουμπωμένοι στο μέρος της καρδιάς, ζαλισμένοι από το πλήθος, με μάτια θολά σκοτεινιασμένα. Στο τρέξιμο, στο φευγιό, κινούνται σε ομόκεντρους κύκλους σα λιτανεία. Σαν αρχαίος χορός της Επιδαύρου. Σαν ταύροι αφηνιασμένοι, γεμάτοι οργή, που ψάχνουν χώρο να ξεθυμάνουν.
Που καταντήσαμε, σκέφτομαι με θλίψη.
Όμως με κρατά η σκέψη ότι η ώρα θα περάσει, θα δώ τους αγαπημένους μου και θα πιστέψω πάλι πως όσο υπάρχουν, κρατούν τον κόσμο μου στη θέση του
Πως μέσα στις δικές τους ζωές, βρίσκω κι εγώ τα σημεία να κρατηθώ, να ελπίζω, να ανασαίνω
Πως τίποτα δεν αλλάζει όσο αγαπάς. Τον εαυτό σου και τους δικούς σου φίλους.
Η τουλάχιστον έτσι παρηγοριέμαι, προσωρινά
Μέχρι να χτυπήσει το ρολοι στις 6 το πρωί, και ν' αρχίσουμε να κωπηλατούμε ξανά από την αρχή



No comments: