Friday, February 11, 2011
Ένας πατέρας έφαγε το γιο του
Καμιά φορά κοιτάζω παλιές φωτογραφίες του πατέρα μου από τη δεκαετία του 70
Τότε είχε φαβορίτες μακριές και φουσκωτές, κάποτε μυτερές και απειλητικές πάνω στα μάγουλα
Όταν ξεκίνησα να ξυρίζομαι και κοβόμουν συνέχεια γιατί δεν είχα τριχοφυία (αλλά το ήθελα να έχω) σκεφτόμουν ότι θα έρθει η στιγμή που θα έχω φαβορίτες , γιατί μου φαινόταν πολύ ωραίο και "ματσο" το στυλάκι
Έψαχνα να γίνω αντράκι, να μοιάσω σε κάποιον, να μεγαλώσω
Εκείνος πάντοτε απουσίαζε, έλειπε. Στις φωτογραφίες με είχε αγκαλιά, πάνω στους ώμους του, χαμογελούσε. Όμως εγώ δεν τον θυμάμαι.
Κάτι Τετάρτες βράδυ ερχόταν να μας δει στο σπίτι που νοικιάζαμε στο Χολαργό, κι εγώ από το παράθυρο περίμενα το μπλε αυτοκινητάκι που θα πάρκαρε δίπλα στο περίπτερο της γειτονιάς
Μας έφερνε λεφτά, αλλά εμένα δε με ενδιέφερε ποτέ αυτό. Ήθελα να τον περιεργαστώ, να τον παρατηρήσω, να τον μυρίσω και να τυπώσω τη φωνή του σε μια παρτιτούρα ψυχική, για να τον ακούω όποτε χρειαζόμουν την παρουσία του
Τα χρόνια πέρασαν και αλλάξαμε όλοι μας. Η ζωή μας ήρθε τούμπα
Πόσα μεσολάβησαν, πράξεις, παραλείψεις, σωστά και λάθη, όλα όσα έγιναν και όλα όσα θα έπρεπε να είχαν γίνει αλλιώς, τι σημασία έχει
Βρέθηκα στο διαμέρισμα μου, στην Αχαρνών, αυτό που μου χε τάξει από μικρό παιδί. Γιατί το είχαν αγοράσει για μένα
Τότε, το 78 ο Άγιος Παντελεήμονας ήταν μια γειτονιά του κέντρου που περπατούσες άνετα. Μου είπε ένας γείτονας ο κύριος Χρήστος, ότι αφήνανε τις πόρτες ανοιχτές. Εμπιστοσύνη
Περνούσαμε και παλιότερα από εκεί με το αυτοκίνητο. Μου έδειχναν την πολυκατοικία αλλά εγώ δε θυμόμουν τίποτα. Και όταν πια αποφάσισα να μείνω μόνος μου, την αγάπησα εκείνη τη γωνιά. Εγκαταστάθηκα
Τότε με είχε πάρει ο πατέρας μου τηλέφωνο και μου είχε πει ότι θα συναντηθούμε να μιλήσουμε και ότι του άρεσε που πήγα να μείνω εκεί. Μου έκλεισε το μάτι -μεταφορικά-γιατί θα είχα τη δική μου αντρική φωλιά και θα καλοπερνούσα
Άθελα μου, την ώρα που του μιλούσα, κοίταξα στον τοίχο, εκεί που είχα κρεμάσει οικογενειακά ενθύμια. Ήταν κι αυτός δίπλα στη μάνα μου και την αδερφή μου, στο ίδιο κάδρο. Ένοιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι και γύρισα από την άλλη. Ήταν ξένος
Κι εγώ ήμουν μόνος μου για δουλειές στο κέντρο.
Θέλησα να πηδήξω και πήγα εκεί πιο κάτω σ' ένα μπουρδέλο που έφερνε Ρωσίδες κι έδωσα το εικοσάρικο στην υποδοχή. Τίποτα δεν κατάλαβα, ταλαιπωρήθηκα
Έβαλα ένα ξεθυμασμένο ουϊσκι στο ποτήρι μου (σε κάποιο ντουλάπι το είχα κρυμμένο) και χάζευα το Ρουβά να τσακώνεται στην τηλεόραση για κάποιο τραγουδιστή. Έξω είχε απόλυτη ησυχία
Μου έστειλε μήνυμα η Κλαίρη και κατάλαβα ότι με σκέφτεται, γιατί κι αυτή είναι μόνη της, τόσο μακριά μου. Μισούσα τη μοναξιά-την είχα ξεχάσει. Με καταδίωκε
Είχα πάντοτε κόσμο γύρω μου, αλλά με καταδίωκε. Και με πρόφταινε. Και με πετούσε κάτω πολύ συχνά, κι εγώ πονούσα
Τίποτα δε με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή, τα είχα φτύσει όλα. Το γκρίζο πούσι που σκέπαζε τις ελπίδες μου για μια καλύτερη ζωή. Είχαν ξεμυτίσει τα άστρα και φέγγιζε το παράθυρο στο βάθος
Ζαλίστηκα από το ποτό, κάπνισα, έφαγα ένα χάμπουργκερ και ήπια μια κόκα-κόλα. Αδιαφορούσα
Ο κόσμος τα πρωϊνά ήταν το ίδιο αδιάφορος, βιαστικός και άδειος. Τα βράδια γινόταν πρόστυχος και φαιδρός.
Φαντάστηκα τον εαυτό μου να παραπατάει από τοίχο σε τοίχο, με τη γεύση της μπύρας και του στριφτού, προσπαθώντας να βρει μια ισορροπία. Το είχα κάνει στο παρελθόν και είχα γελάσει, όμως απόψε ήταν τόσο διαφορετικά
Έβαλα τις ειδήσεις και άκουσα ότι στη Γουϊνέα ένα πατέρας έφαγε το νεογέννητο παιδί του
Αυθόρμητα σκέφτηκα το δικό μου γιό, και τον πατέρα μου.
Και ήμουν στη μέση
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment