Δεκαπενταύγουστος
πρωί γύρω στις δέκα. Είμαι στην κουζίνα και
προσπαθώ να δροσιστώ αναζητώντας ένα ποτήρι κρύο νερό από το ψυγείο. Η
τηλεόραση παίζει στη διαπασών και η στεντόρεια φωνή ενός ιερωμένου ακούγεται
από άμβωνος να παροτρύνει τον κλήρο να αντιδράσει στα μέτρα λιτότητας . Μια
έξοχη πολιτική ομιλία επί παντός επιστητού, από κάποιον ντυμένο σε ολόχρυσα
άμφια και έναν μεγάλο σταυρό στο πέτο, αξίας μερικών χιλιάδων ευρώ. Η κρίση δεν
έχει ακουμπήσει καθόλου τον κλήρο-ένα από τα παράδοξα των τελευταίων ετών. Στο
τέλος η εκκλησία των πιστών τραγουδά τον εθνικό ύμνο, σε κοντράστ με τους
εκκλησιαστικούς ύμνους που τιμούν τη μεγαλόχαρη Παναγία που γιορτάζει.
Καλωσήρθατε στην Ελλάδα της κρίσης. Οι ελπίδες των Ελλήνων έχουν εναποτεθεί στα
θεία. Και πάντως όχι στη θεία επιφοίτηση στα κεφάλια των πολιτικών.
Όταν φτάσαμε στο
Ελευθέριος Βενιζέλος με καθυστέρηση δύο ωρών, η αίθουσα αφίξεων ήταν αδειανή
και ο ελάχιστος κόσμος που ακόμα κυκλοφορούσε βαριεστημένα δεν έδινε σημασία
στους κουρασμένους ταξιδιώτες από το Λονδίνο. Η οικογένεια, μας υποδέχτηκε με
μια ζεστή αγκαλιά που σε λίγο έγινε αφόρητα ζεστή με φόντο τους 35 βαθμούς
κελσίου και τους 70 βαθμούς υγρασίας μερικά μόλις μέτρα έξω από το κτίριο. Είχαμε
προσγειωθεί στην πατρίδα μετά από έξι μόλις μήνες απουσίας. Ένιωσα μια γροθιά
να με χτυπά στο στήθος καθώς φορτώναμε τις αποσκευές στο αυτοκίνητο. Τίποτα δεν
έμοιαζε το ίδιο. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ακόμα και οι σφήνες στην Αττική οδό,
από «γρήγορους» νέους με μικρά χάτσμπακ και χοντρά ζαντολάστιχα με τη μουσική
στη διαπασών.
Η διαδρομή μέχρι
το σπίτι στο Λαύριο ήταν αδιάφορη. Θυμόμουν απέξω κάθε φανάρι, κάθε στροφή και
κάθε διάβαση. Η πλατεία μας ήταν ασυνήθιστα γεμάτη κόσμο, που έδειχνε να
διασκεδάζει τριγυρνώντας με θορυβώδη μηχανάκια γύρω γύρω, παρότι η ώρα ήταν
προχωρημένη. Όλοι με ένα παγωτό στο χέρι και ένα σουβλάκι. Πρότεινα να φάμε κι
εμείς για να το γιορτάσουμε, όμως η παρέα έδειξε το κρεβάτι ως την ενδεδειγμένη
λύση. Και το μωρό κοιμόταν ήσυχο στο κάθισμά του. Υποχώρησα. Στο κάτω κάτω οι
διακοπές μας μόλις είχαν ξεκινήσει. Αυτό το θυμήθηκα και την επόμενη το πρωί
στο σούπερ μάρκετ. Με λίγα ψώνια στη σακούλα η ταμίας μας ζήτησε 60 ευρώ. Θα
ορκιζόμουν ότι η αξία των αποσμητικών μας και λίγων γαλακτοκομικών μαζί με ένα
πακέτο pampers, δεν θα ξεπερνούσε τις 25 λίρες. Το είπα
στη γυναίκα μου και απορημένοι ρωτήσαμε ξανά την ταμία. Δεν είχε γίνει κανένα
λάθος όμως. Το επιβεβαίωσαν φίλοι και συγγενείς μας.
Τις επόμενες
ημέρες διαπιστώσαμε ότι το λάθος δεν ήταν δικό μας. Σε μια χώρα που διανύει τις
χειρότερες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας της, οι μισθοί έχουν καταβαραθρωθεί
και οι τιμές στα τρόφιμα και τα βασικά είδη ανάγκης παραμένουν αμετάβλητες-αν
δεν έχουν αυξηθεί κιόλας. Ρωτάω γνωστούς και φίλους, πως γίνεται να επιβιώσεις
με τέτοιες τιμές στα καταστήματα, στη βενζίνη, στις υπηρεσίες. Κανείς δε
φαίνεται να ξέρει την απάντηση γιατί όλοι αλλάζουν θέμα αμέσως, σα να θέλουν να
ξορκίσουν ένα δαίμονα που απειλητικά πετάει πάνω από τα κεφάλια τους. Μάλλον
τον ΕΝΦΙΑ που είναι ένα ακόμα χαράτσι στην ακίνητοι περιουσία των Ελλήνων, που
ισοδυναμεί με δήμευση περιουσίας. Καθώς όλοι σχεδόν καλούνται να πληρώσουν από
1000 ευρώ για τα παμπάλαια διαμερίσματα που κληρονόμησαν από τους γονείς τους.
Ναι. Όλοι οι μαυρισμένοι από τα θαλάσσια μπάνια Έλληνες, που ανέμελοι απολαμβάνουν
τον καφέ δίπλα στο κύμα. Καφές που ευτυχώς είναι ακόμα φτηνός. 1 και 20 λεπτά για
ένα φρέντο δεν είναι τίποτα -δόξα το θεό. Για καφέ άλλωστε ήταν και οι
υπάλληλοι στο δημαρχείο Λαυρίου, όταν πήγαμε για να προμηθευτούμε ορισμένα
δικαιολογητικά για τα διαβατήρια μας. Στην αστυνομία λίγο αργότερα, μας έκλεισαν
φιλικά το μάτι με κατανόηση, γιατί τελικά όλα αυτά θα έμεναν αχρείαστα. Η
εγκύκλιος είχε αλλάξει και χρειαζόμασταν διαφορετικά χαρτιά. Η θερινή ραστώνη
βλέπετε. Τα μπάνια του λαού.
Αποφασίσαμε κι
εμείς να κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα λοιπόν, δέκα λεπτά από το σπίτι μας. Η
πρώτη ευχάριστη έκπληξη της χρονιάς-ότι η θορυβώδης καντίνα-μπάρ δεν είχε πάρει
άδεια και άρα η πλάζ ήταν αδειανή από ξαπλώστρες και καρέκλες- επισκιάστηκε από
τους τόνους αποτσίγαρα και σκουπίδια παντού τριγύρω. Δε θυμάμαι ειλικρινά να
έχω δει τόσες γόπες ανά τετραγωνικό σε δημόσια παραλία, ποτέ άλλοτε. Βέβαια μου
τόνισαν ότι άλλοτε υπήρχε ο ιδιώτης που εκμεταλλευόταν την δημόσια πλάζ
νοικιάζοντας τις ξαπλώστρες και τις ομπρέλες αντί αδρής αμοιβής. Και αντί
κράτησης, τα σαββατοκύριακα. Τότε δεν υπήρχε ρύπανση. Μόλις ανέλαβε τα
καθήκοντα συντήρησης ο δήμος, έπαψε να είναι προτεραιότητα η δημόσια υγεία. Και
ο θεοσεβούμενος Έλληνας, ένιωσε ελεύθερος να καπνίσει και να πιεί τον φτηνό
καφέ του δίχως φόβο και περιορισμούς, ρυπαίνοντας ελεύθερα το περιβάλλον.
Επιστροφή στη δεκαετία του 80 ολοταχώς, λοιπόν. Ψάθες, ομπρέλες, πλαστικές
καρέκλες και οικογένειες καθισμένες κατάχαμα, γύρω από σουβλάκια, αναψυκτικά
και μικρά ραδιοφωνάκια που παίζουν επιτυχίες. Λίγο παρακάτω, υπολείμματα μιας
χτεσινοβραδινής φωτιάς και μπουκάλια από μπύρες και κάποιο νεανικό πάρτι. Η θάλασσα
γαλάζια και μερικές βάρκες στο βάθος δίνουν το στίγμα. Το καλοκαίρι που η
τηλεόραση διαφημίζει παντού σε όλο τον κόσμο, είναι εδώ. Και τα ρεκόρ αφίξεων
καταρρίπτονται καθημερινά, με χιλιάδες τουρίστες να καταφτάνουν με απανωτά
τσάρτερ. Ίσως η οικονομία τελικά να είναι σε φάση ανάπτυξης. Δεν ξέρω αλήθεια.
Εγώ δεν είδα να αναπτύσσεται τίποτα περισσότερο από τη μιζέρια και τη φτήνια
τριγύρω μου. Και την απόγνωση.
Χρειάστηκε να
κατεβούμε στο κέντρο της Αθήνας για να πάμε στην τράπεζα. Το Κολωνάκι ίδιο και
απαράλλαχτο, τα Εξάρχεια αδειανά, η Πατησίων μοιάζει με έρημο τοπίο, ο Άγιος
Παντελεήμονας γεμάτος παιδιά που παίζουν. Νέα καταστήματα έχουν ανοίξει στη
γειτονιά. Βουλγάρικα κυρίως αν καταλαβαίνω καλά τις περίτεχνες ταμπέλες. Απορώ
γιατί η κίνηση είναι περιορισμένη το πρωί, σε αντίθεση με το βράδυ, που πλήθος
κόσμου φαίνεται να πηγαίνει κάπου. Δίχως συγκεκριμένη κατεύθυνση. Μια
οικογένεια τσιγγάνων από τη Ρουμανία, τρώει γύρω από ένα παγκάκι στο
πεζοδρόμιο, την ώρα που η μητέρα αλλάζει πάνα στο μικρότερο παιδί της. Είναι
προχωρημένη η ώρα, μετά τις 11 και παρατηρώ τους ανθρώπους. Η Αχαρνών μοιάζει
απέραντη σαν διάδρομος προσγείωσης με πυκνή βλάστηση δεξιά κι αριστερά της. Η
ζέστη αφόρητη και πηχτή σε κάνει να θες να σταθείς κάτω από τους καταρράκτες
του Νιαγάρα για να δροσιστείς. Η απλά να χωθείς στα λίγα τετραγωνικά που σου
αναλογούν στην πόλη και να ανοίξεις το κλιματιστικό στο τέρμα. Το μυαλό αυτόματα γυρίζει στο καινούργιο μας
σπίτι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και νιώθω πρωτόγνωρα εγκλωβισμένος ανάμεσα στο
«πριν» και το «μετά» της ζωής μας. Δεν ξέρω που πατάω και που βρίσκομαι. Αυτό
που άφησα πίσω μου είναι χειρότερο από όσο φανταζόμουν. Και αντί για νοσταλγία
παρακαλώ να περάσουν οι μέρες να επιστρέψουμε πίσω.
Τελικά όλη η
οικογένεια, γνωστοί και φίλοι μαζευόμαστε γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι της ταβέρνας
να γιορτάσουμε τα γενέθλια του παιδιού μας. Πιάτα πάνε κι έρχονται, οι μεζέδες
είναι καταπληκτικοί και το τσίπουρο δροσερό. Οι γνωστοί σπαρταριστοί διάλογοι,
οι ψευτοτσακωμοί, τα χωρατά, τα ανέκδοτα. Τα παιδιά μας φουσκώνουν
μπουρμπουλήθρες φτιαγμένες από σαπούνι και νερό και τρέχουν γύρω από τα
τραπέζια και για μια στιγμή αφήνομαι να ταξιδεύω κι εγώ στο Ελληνικό καλοκαίρι,
στον ήλιο, στο δροσερό αεράκι της θάλασσας, στα πρόσωπα των ανθρώπων που αγαπώ.
Σε λίγο έρχεται ο λογαριασμός, οι καλεσμένοι πρέπει να φύγουν για τα δικά τους
σπίτια και το γλυκό με τα κεράκια έχει απομείνει στο κέντρο του τραπεζιού να
θυμίζει το μεγάλο γλέντι που προηγήθηκε νωρίτερα. Την ίδια αίσθηση φιλοξενίας
και αγάπης συγκρατώ από ένα μικρό ταξίδι που κάνουμε στην Κόρινθο να δούμε
κάποιους άλλους καινούργιους φίλους. Άγνωστοι μέχρι χτές, γνωστοί και
αγαπημένοι από εδώ και μπρος. Με καρδιά γεμάτη ευχές και τραπέζια γεμάτα
λιχουδιές, μένεις να απορείς. Αυτοί οι άνθρωποι τελικά είναι που κάνουν τη
διαφορά στην Ελλάδα. Οι ανθρώπινες σχέσεις, η επαφή, η ανιδιοτελής προσφορά σε
αντιδιαστολή με τις εικόνες κατοχής και παρακμής που επικρατεί στους δημόσιους
χώρους. Όλα αυτά με κάνουν να υποφέρω ακόμα περισσότερο γιατί μεγαλώνουν το
δίλημμα μέσα μου. Υπέρ και κατά, καλά και άσχημα, ωραίες εμπειρίες ανακατεμένες
μαζί με τις ανυπόφορες. Ζωή και παραίτηση συνυπάρχουν ταυτόχρονα και κανείς δεν
τολμά να προβλέψει το μέλλον γιατί όλοι νιώθουμε την ίδια ανασφάλεια. Δεν
εξαρτάται από εμάς, τίποτα πια. Παρά μόνο η στιγμή η ίδια. Η στιγμή που θα
δώσουμε ή θα πάρουμε κάποιο νεύμα συμμετοχής στις ζωές των άλλων. Ανάσες
ανθρωπιάς και αλληλεγγύης. Ανιδιοτελής αγάπη.
Και κάπως έτσι,
με μια γεύση γλυκιά από παστέλι στο στόμα και ανάμικτα συναισθήματα, κλείνω τις
πρώτες μου εντυπώσεις σαν τουρίστας στη χώρα που γεννήθηκα. Ομολογώ πως δεν έχω
αποφασίσει αν θέλω να επιστρέψω ξανά σύντομα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Η
καρδιά μου λέει πως ναι, το μυαλό μου αρνείται να συζητήσει την πιθανότητα. Το
αφήνω στην τύχη και στην ελπίδα του ξενιτεμένου πως κάτι θα αλλάξει στο τέλος,
πως κάτι θα είναι διαφορετικό την επόμενη φορά. Εκτός από το χρόνο που άγαρμπα
θα έχει συσσωρευτεί στις ψυχές και τις ζωές μας βαραίνοντας τις σκέψεις και τις
εντυπώσεις μας. Και όπως είπε και ένας φίλος μου τις προάλλες, η λέξη «νόστος»
δεν υπάρχει στην Αγγλική γλώσσα.
Ίσως και για
καλύτερα…