Monday, December 10, 2007

Θέατρο Σκιών


…το θεατρο των σκιων τελειωσε και ως δια μαγειας το δυνατο φως του προβολεα των τιτλων ελουσε τους πρωταγωνιστες της τελευταιας επιτυχιας του θιασου…
…η αιθουσα καταμεστη από παλιους φιλους και γνωστους ,που αλλοι με χαρα και θερμη και αλλοι με μουρμουρα και ζηλεια χειροκροτουσαν ορθιοι τη δημιουργια του ταλαντουχου σκηνοθετη…
…ηταν λιγος καιρος πριν όταν ειχε προτεινει στον παραγωγο του να ανεβασει μια τελευταια παρασταση με θεμα τη ζωη του…αυτοβιογραφια…
…και ειχε ζησει μια ενδιαφερουσα ζωη, περιπετειωδη, χαρουμενη, κοινωνικη, μεστη από λογια κι από πραξεις…κι ετσι ειχε πολλα να γραψει,πολλα να δασκαλεψει τους ηθοποιους του ακομα…και πώς να κανουν τις γκριματσες..και πώς να γελανε δυνατα όταν θα πινουνε κρασι..όλα ωραια..
…ένα τηλεφωνο διεκοψε τις σκεψεις του και μια γνωριμη φωνη τον επανεφερε στην πραγματικοτητα…ειχε δωσει ένα ραντεβου σ ένα καφε της συνοικιας…
…περασαν τρια τεταρτα και ηρθε η γυναικα που ειχε τηλεφωνησει
…χαχαχα…τι παρακμη...
…τυλιγμενη σε μια παλια τριμμενη γουνα με μαλλια βαμμενα ξανθα και ασπρα στις ριζες…μια πριγκηπισσα της παλιας Αθηνας..με το σαραβαλιασμενο της χαμογελο ειχε μια ιστορια να του διηγηθει…
…ητανε λεει ενας τιγρης ένα καιρο ,πολύ ομορφος και δυνατος,ξακουστος στην Κινα για το θαρρος και την τολμη του…μια μερα που κυνηγουσε σ ένα δασος κουραστηκε κι αποκοιμηθηκε κατω από ένα κεδρο…δεν περασε ωρα και μια φαγουρα στο στηθος τον ξυπνησε…ένα σκουληκακι ειχε τρυπωσει στ αστραφτερο του τριχωμα κι αρχισε να σκαλιζει…δεν εδωσε σημασια και σηκωθηκε…ηταν ηδη αργα κι επρεπε να γυρισει…μερα με την ημερα όμως το στηθος του μαυριζε και το κεφαλι βαραινε…κι ο τιγρης ολο και πιο πολύ βαριοτανε να βγει να κυνηγησει…μεχρι που μια μερα Δε βγηκε καν απ τη σπηλια κι εμεινε να κοιμαται μακαριος μακρια απ την παρεα του και την αγελη…οι άλλες τιγρεις που ανησυχησαν πλησιασαν να δουν τι ειχε συμβει…μα ο τιγρης δεν αναγνωριζε πια τους παλιους του συντροφους…νομιζε πως ηταν εχθροι και φοβοταν να βγει από το καταφυγιο του..κι ετσι σιγα σιγα περασε ο καιρος και γερασε και το αστραφτερο του κορμι θαμπωσε κι ο ιδιος εγινε ένα σακι με κοκκαλα , ακινητος μεσα στη σπηλια του…λιγο πριν κλεισει τα ματια του παρακαλεσε το Βουδα να του εξηγησει γιατι του ελαχε μια τετοια μοιρα στη ζωη του..τι εφταιξε….και μεσα από έναν γαλαζιο λωτο ο Βουδας του φανερωσε…ότι το σκουληκι λεγοταν ΦΟΒΟΣ…
…ο φιλος μας εμεινε αποσβολωμενος να κοιταει τη γυναικα που ολοκληρωνε τη διηγηση της κοιτωντας τον με νοημα την ωρα που ακουμπαγε το ποτηρι της στο τραπεζακι…δεν ειχε σκεφτει ποτε ότι η ζωη του εμοιαζε τοσο πολύ με αυτό το παραμυθι…και περισσοτερο ότι μπορει να βρισκοταν καποιος να του μιλησει με τετοιο τροπο..
…σηκωθηκε κι εφυγε βιαστικα…δεν το ενοιαζε που δεν χαιρετησε..ουτε που δεν πληρωσε…επρεπε να μεινει μονος του να σκεφτει…καβαλησε το μηχανημα και με μεγαλη φουρια εξαφανιστηκε σ ένα συννεφο διχρονου καπνου…για Σουνιο
…επρεπε ν αποδειξει στον εαυτο του ότι Δε φοβαται…ότι Δε ζουσε τοσα χρονια στη σκια…ότι ηταν δυνατος…ν αντιμετωπισει κατά προσωπο το μαυρο σκουληκι που ειχε σαπισει το παθος μεσα στις φλεβες του..και ότι η ζωη του ειχε ένα νοημα…και ότι οι πραξεις του ειχαν ένα ζουμι..κι αυτος ειχε δοντια ακονισμενα μεσα στο στομα του..κι ότι οι τεσσερεις μπουκες τσιριζανε το ιδιο με τοτε που πρωτοκυλησε ο τιγρης στη γυαλισμενη ασφαλτο…
…καντινα με 4η…αριστερη μαρσπιε κατω…γλυστραει…δεξια τον πεταει ένα μετρο το φτελιασμενο λαστιχο…κουτελο στο ντεποζιτο και σφιξιμο τα γονατα…φρενα…φρενα…θαλασσα δεξια..θαλασσα αριστερα..μια λυσσα πρωτογονη να γδερνει την ασφαλτο με τα νυχια της…ο τιγρης ξυπνητος να λαμπυριζει πανω στο λοφο με τα ματια ορθανοιχτα ετοιμος να σπαραξει…και μες τη ζουγκλα οι βαριες μυρωδιες και η παχνη να σταματουν το χρονο...
…ξανα κατω…ξανα πλαγια..ξανα γκαζια…ξανα ιλιγγος…στροφη με τη στροφη…πισω του μενουν αυτοκινητα απορρημενα…αστειες φατσες που δεν καταλαβαινουν πισω απ τα τζαμια…λουομενοι με τα μαγιω…γιαγιαδες με τα τσεμπερια…θεατρα..σκιες…σκεψεις και γνωμες…μονο το ουρλιαχτο θυμιζει πως κινειται στον τοπο και το χρονο προς το τελος της διαδρομης…και να που μεσα του γυριζουν παλι ισορροπιες και τα γλυστριματα ελεγχομενα..και οι μαυρες γραμμες στην ασφαλτο μολυβι ανεξιτηλο με τη δικη του ιστορια…
…ηλιος φωτεινος στα μαρμαρα του Ποσειδωνα…εφτασε…ξαποσταινει ριγμενος σε μια πετρα παλια σαν την Ελλαδα…ξεπνεμενος μα ηρεμος..δεν εχουν παει όλα στραφι…δεν εχουν τελειωσει όλα ακομη..βρηκε τον τροπο να βγει απ τη σπηλια του…μα ακομα Δε νοιωθει τοσο δυνατος να σταθει στα ποδια του…με τον καιρο ισως…με τον ηλιο και τον αγερα της γνωριμης του περιοχης…με την αγελη των αλλων διτροχων φιλων του…
…χειροκροτηματα κι αποψε…πρεμιερα στο θεατρο των σκιων…οι προβολεις λουζουν με το φως τους και την παραμικρη γωνια…αυτοβιογραφια τελος…επιτυχια η παρασταση…
…στο βαθος της αιθουσας δυο πρασινα ματια καρφωμενα στους πρωταγωνιστες χαμογελουν με ικανοποιηση…το μεγαλο αιλουροειδες τεντωνεται στο καθισμα του και μ ένα επιδεξιο σαλτο κατηφοριζει προς το διαδρομο της εξοδου…ηρθε η ωρα να βγει να κυνηγησει…η ζουγκλα τον περιμενει

Φωτιά

Κάποιος εκανε την αρχη, παει καιρος τωρα..
Ηταν Πασχα και ολοι γυρνουσαν απ την εκκλησια χαρουμενοι..
Ένα ανωνυμο πληθος με κερακια κατεβαινε απ το βουναλακι..
Εφερνε το Αγιο φως..πηγαινε το Αγιο φως στο σπιτι του ν’αναψει το καντηλακι της γιαγιας του..
Εκεινο το παλιο θυμιατο με το μεθυστικο λιβανι..να ξορκισει το κακο..να καθαρισει το σπιτι..
Και το ανωνυμο πληθος ακουσε το καλεσμα του..
Κι ενας ενας διαβηκανε το χαμηλο κατωφλι και μπηκανε στο σπιτι του..
Σε μια τεραστια αυλη ειχε αναψει μια φωτια απ το καντηλακι της γιαγιας..
Και το σπιτι μοσκοβολουσε ανοιξη..μοσκοβολουσε παστρα και αγαπη..
Και καθησαν ολοι γυρω απ τη φωτια με κατανυξη και σεβασμο..ειχαν ολοι ερθει για τον ιδιο λογο..
Να ζεσταθουν..ν άπλωσουν τα χερια ο ενας στον άλλο να κρατηθουνε γυρω από τον κυκλο της ζωης τους..καθισμενοι μπροστα στην εστια αμιλητοι και συγκινημενοι..
Και η αρχη εγινε..
Και ολοι σιωπηλα ορκιστηκαν να καινε τη φωτια ολημερις κι οληνυχτις με ότι ειχε ο καθενας.
….ξυλαρακια..καρβουνα..
Και μ’ένα στομα βαφτισαν τη φωτια Αγαπη..
Κι εκεινη τη νυχτα Ανασταση..
Και πηραν τη φωτια στα σπιτια τους μεσα στα καντηλακια της γιαγιας τους..
Για να ζεσταινονται μ’αυτή..
Για να μαθαινουν τα παιδια τους τι ομορφα που νοιωθεις όταν αγαπας..κι όταν κρατιεσαι από το χερι με τον διπλανο σου..και βλεπεις τις σπιθες να χορευουν κατω απ τα’αστρα..και να πετας της καθημερινοτητας τα γρασα μες τη φωτια και να τα εξατμιζεις..και να καιγεσαι μ αυτά..και να ξαναγενιεσαι..πιο καθαρος..πιο μεγαλος..πιο φωτεινος.. να γινεσαι κι εσυ φωτια μεχρι κει πανω..και να κρατιωνται οι αγνωστοι με τα κερακια γυρω σου σε κυκλο και να ζεσταινονται από σενα..
Και τ’αερακι που φυσα και ψιθυριζει μες των ανθρωπων τα μυαλα το μυστικο του..
Μια σπιθα κι αυτό κουβαλαει στα διαφανα φτερα του πανω..
Να καψουμε τον κοσμο μας..
Να βαλουμε παντου φωτια..
Ν’αγαπηθουμε..
Κι όπως τα λεμε εδώ στη δικη μας φωτια μπροστα , παρεα με τα’αλογα τα διτροχα μας..
Απλωνω το χερι στον διπλανο μου..κι αυτος στον διπλανο του κι αυτος πιο διπλα..
Κι ειμαστε ολοι μια μηχανη φωτιας που καιει το συμπαν..
Λαμπαδηδρομοι εφηβοι Αθηναιοι και Σπαρτιατες..
Αδερφια υπαρχει αγαπη..
Υπαρχει ΦΩΤΙΑ…